Σάββατο 23 Μαΐου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ -του Τυφλού



Διαφορετικοί τρόποι προσέγγισης ενός γεγονότος



          Η σημερινή ευαγγελική περικοπή της θαυματουργικής θεραπείας του Τυφλού είναι πληθωρική σε θεολογικό περιεχόμενο. Το κέντρο της θεολογικής όψεως της περικοπής βρίσκεται στο ίδιο το γεγονός του θαύματος, γύρω από το οποίο περιστρέφεται ολόκληρη η αφήγηση. Οπότε η περιγραφή του θαύματος ανοίγει τη διήγηση και αποτελεί την αιτία των αλλεπάλληλων ανακρίσεων και μονοπωλεί το περιεχόμενό τους.

          Η θεραπεία του Τυφλού αποτελεί πράγματι ένα θαυμαστό γεγονός, διότι ένας εκ γενετής Τυφλός με προσωπική επέμβαση του Χριστού αποκτά την όρασή του.

          Θα περίμενε κανείς μπροστά σ’ αυτό το αντικειμενικά αναμφισβήτητο γεγονός να σταθούν όλοι με δέος. Δυστυχώς όμως όπως φαίνεται μέσα από την προσέγγιση της ευαγγελικής διήγησης, δεν αντιδρούν όλοι με τον ίδιο τρόπο και η στάση τους αυτή φανερώνει και την διάθεσή τους.

          Αρχικά βλέπουμε αυτούς που δείχνουν μια εμπαθή προκατάληψη, όπως αυτή των Φαρισαίων, οι οποίοι αδυνατούν, παρά την κοινωνική θέση τους στην Ιουδαϊκή κοινωνία, να δεχθούν την αλήθεια ενός θαυμαστού γεγονότος. Δεν υπάρχει καμία αντικειμενικότητα στην κρίση τους και περισσεύει η εμπάθεια η οποία αχρηστεύει την όποια κριτική ικανότητα που διαθέτουν.

          Και αυτό οδηγεί στην άρνηση ενός ολοφάνερου θαύματος και στη διατύπωση μιας σειράς από εξωπραγματικούς συλλογισμούς. Και επειδή αυτό δεν ευωδούται, επιχειρούν να διαστρεβλώσουν τα πράγματα, μέχρι του σημείου να στήσουν ολόκληρο ανακριτικό μηχανισμό για να βρουν ένα πάτημα για να στηρίξουν την άρνησή τους. Μάλιστα συμβουλεύουν και τον Τυφλό να δοξάζει τον Θεό για το ότι ανέβλεψε, ενώ δεν διστάζουν να διαστρεβλώσουν τον νόμο του Θεού με τρομοκρατικές πράξεις, ύβρεις, χλευασμούς, με μανία και διωγμό.

          Η τακτική αυτή δυστυχώς δεν είναι προνόμιο μόνο των Φαρισαίων. Η εμπαθής προκατάληψη αλλάζοντας προσωπεία πολλαπλασιάζει τους τρόπους  επιθέσεων και η εμπαθής  προκατάληψη εξακολουθεί να επιτίθεται στην αλήθεια, στον Ιησού Χριστό και στους ανθρώπους Του. Ακόμη και σήμερα βλέπουμε πολλούς που ζητούν να παρερμηνεύσουν ακόμη και τις πιο ευγενικές πράξεις και χαρακτηρίζουν λ. χ. τον αγνό ηρωισμό ως φιλοδοξία ή τη σύνεση ως δειλία και την επιείκεια ως αδυναμία.

          Μπροστά σ’ αυτή την εχθρότητα  και την επιμονή αυτών των ανθρώπων οι γονείς του τυφλού τα χάνουν και δειλιάζουν. Δεν θέλουν να μπλέξουν με τους άρχοντες της εποχής, γιατί βλέπουν ότι βρίσκονται μέσα σ’ ένα εχθρικό περιβάλλον και επιχειρούν μια έξοδο  απ’ αυτό. Και για να παρακάμψουν τη δύσκολη αυτή κατάσταση, αρνούνται να πάρουν θέση σχετικά με την αυθεντικότητα του θαύματος. Στη συνέχεια χρησιμοποιούν υπεκφυγές γιατί θέλουν, όπως λέμε, την ησυχία τους. “Ηλικίαν έχει, ρωτήστέ τον”.

          Πως μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς αυτή τη θέση των γονέων; Όσο κι αν φαίνεται ακατανόητη, εν τούτοις δεν έπαψε να έχει μιμητές. Πολλοί όταν βρεθούν μπροστά σε κάποιες δυσκολίες, ζητούν να πετύχουν την ουδετερότητα. Και όταν τους ζητείται να  πουν ευθέως την άποψη τους, να καταθέσουν τέλος πάντων την μαρτυρία τους κάνουν ό, τι είναι δυνατό για να το αποφύγουν. Και έτσι θυσιάζουν στο είδωλο της ουδετερότητας φιλίες, αξιοπρέπεια, δικαιοσύνη ακόμη και συγγενικά πρόσωπα.

          Μια τέτοια νοοτροπία παραμένει μεγάλη τραγωδία της ζωής, ότι ακόμη και οι πιο στενοί συγγενείς και φίλοι, από φόβο μπροστά σε απειλές των κρατούντων, αρνούνται να συμπαρασταθούν όσων  καταπιέζονται άδικα ή καταδιώκονται.

          Μπροστά σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο αντιμετώπισης ενός συγκλονιστικού γεγονότος,  εμφανίζεται το θάρρος του πρωταγωνιστή της σημερινής ευαγγελικής διήγησης του ιαθέντος Τυφλού. Ακόμη κι αν μένει μόνος, στέκει όρθιος μπροστά στην εμπάθεια των Φαρισαίων και με γενναιότητα εκθέτει την μικρότητά  τους με τα παράλογα επιχειρήματά τους.

          Αντιλαμβανόμενος την προκατάληψή τους δεν υποχωρεί, αλλά με περίσσιο θάρρος παρουσιάζει την άποψή του. “Συ τι λέγεις περί αυτού; τον ρωτούν. “ο δε είπε, ότι προφήτης έστιν”. Και στη συνέχεια, ενώ το δυσμενές κλίμα αυξάνεται δεν χάνει την ψυχραιμία του. Έχει μια πείρα και με αυτή μιλάει. “Εάν είναι αμαρτωλός δεν ξέρω. Ένα μόνο ξέρω, ότι ενώ ήμουνα τυφλός, τώρα βλέπω”, και μετά προχωρεί στην επίθεση με εύστοχες απαντήσεις:  “εάν ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν από το Θεό, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα”.

          Αυτή η θαρραλέα αντίσταση του πρώην τυφλού είναι ένας καθρέπτης για να ελέγξουμε την προσωπική μας στάση και να κάνουμε μια ουσιαστική κριτική του εαυτού μας. Λ. χ. όταν διαπιστώνουμε κάποια εμπαθή προκατάληψη στο περιβάλλον μας έχουμε το θάρρος να ομολογήσουμε την αλήθεια και ν’ αποκαλύπτουμε  τις πεποιθήσεις μας; Όταν πρόκειται να μιλήσουμε για την πίστη μας και τον Χριστό διαθέτουμε έστω και κάποια σχετική προσωπική πείρα; Εδώ ακριβώς βρίσκεται το κρίσιμο σημείο: από την πνευματική μας βεβαιότητα  θα αντλεί δύναμη και η παρρησία μας.

          Και ένα άλλο αξιοπρόσεκτο σημείο. Η γενναία στάση του πρώην τυφλού  δεν αποτελούσε μια απλή έκφραση ευγνωμοσύνης για όσα δέχθηκε από τον Χριστό, αλλά αποτέλεσε  και την αρχή για  μια ουσιαστικότερη γνωριμία μαζί Του. Αξίζει να προσέξουμε τα σημεία ανάβασης προς τον Ιησού Χριστό καθώς αρχίζει η σύγκρουσή του με του Φαρισαίους. Την πρώτη φορά είπε: κάποιος που τον έλεγαν Ιησού. Μετά εκφράζει τη βεβαιότητά του, ότι είναι ένας προφήτης. Και τέλος όταν τον βρίσκει ο Κύριος και του κάνει αυτό το αποκαλυπτικό ερώτημα: “εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;”. Ο πρώην τυφλός πετυχαίνει όχι μόνο να δει το κτιστό φως, αλλά και το πνευματικό του φως. “πιστεύω Κύριε, και τον προσκύνησε”. Έτσι είναι, όταν αναγνωρίζουμε  τις δωρεές του Θεού και δείχνουμε το ανάλογο θάρρος, τότε ο Κύριος μας προσεγγίζει για να μας φανερώσει το πρόσωπό Του και να μας ανεβάσει σε υψηλότερα επίπεδα θεογνωσίας.

          Ο τυφλός τοποθετείται με σεβασμό και θάρρος απέναντι στο Χριστό, γιατί δεν έχει πεποίθηση στις ικανότητές του, στο δικό του φως. Έχει βεβαιότητα στο Χριστό, γιατί είναι αβέβαιος  για τον εαυτό του. Πιστεύει στο Χριστό, γιατί δεν πιστεύει στις δικές του δυνάμεις. Δέχεται το Χριστό ως Θεό, γιατί δεν έχει θεοποιήσει τον εαυτό του. Ομολογεί το Χριστό με θάρρος, γιατί δεν φοβάται τις συνέπειες. Έτσι μαζί με το σωματικό φως ο τυφλός αποκτά και το πνευματικό, γιατί έχει επίγνωση όχι μόνο της σωματικής, αλλά και της πνευματικής τυφλότητας.

          π. γ. στ.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Καλή Κυριακή
Χριστός Ανέστη!