Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

Οδεύουμε προς την απόλυτη αποϊεροποίηση του δημόσιου χώρου;


Αν εκείνο που χαρακτήρισε ιδεολογικοπολιτικά την απόληξη της δεκαετούς μνημονιακής περιπέτειας της Ελλάδας ήταν ο ιδεαλιστικός αριστερισμός, άκρως λαϊκίστικος στην αρχή, βακτηρία του νεοφιλελευθερισμού στην πορεία μέσω της πολιτικής των «ανοιχτών συνόρων» και του εθνομηδενισμού, στην ούτως ειπείν μεταμνημονιακή εποχή, η οποία εμπεριέχει και την τρέχουσα συγκυρία τη χαρακτηριζόμενη ως πανδημίας του κορωναϊού, διαφαίνεται η ανάδυση ιδεολογικών στοιχείων που παραπέμπουν σε έναν ακραιφνή ντεϊσμό.



Βάσει των υπόψη ιδεολογικών τάσεων κι όπως ο εγκαθιδρυμένος κομματοκρατικός συγκεντρωτισμός επιτάσσει, θέτονται οι προτεραιότητες της ολιστικής αναμόρφωσης της κοινωνίας, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι σχέσεις θείου – κόσμου, από την έποψη της προσπάθειας συρρίκνωσης της παρουσίας του πρώτου στο ζωτικό χώρο του δεύτερου. Στη δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών περιθωριοποίησης του θρησκευτικού γεγονότος από τη δημόσια στην ιδιωτική σφαίρα του βίου, συνέβαλλε σύσσωμο το μεταπολιτευτικό πολιτικό συνονθύλευμα της χώρας, έκαστο με τον τρόπο του, το οποίο έλαβε τη σκυτάλη από την προηγηθείσα επταετή Χούντα των Συνταγματαρχών, η επίδραση της οποίας στην Παράδοση και την Πίστη ήταν καταστροφική. Βέβαια, για του λόγου το ακριβές και για τους γνωστούς τη πάση λόγους, στο εν λόγω γαϊτανάκι γεγονότων και συμπεριφορών μετά των επαγόμενων τους, μερίδα της Εκκλησίας (Κλήρου και Λαού) δεν είναι άμοιρη ευθυνών. Σήμερα, με τις συνθήκες ωριμότερες και χειραγωγούμενη από στρεβλές συνήθειες και φοβίες, η ελλαδική κοινωνία οδηγείται στο επόμενο στάδιο αναμόρφωσής της, το οποίο χαρακτηρίζει ο περαιτέρω εξοβελισμός του Ιερού από τον κοινό χώρο καθόσον από δυνατότητα νοηματοδότησης και συνοχής του, συμπιέζεται διαρκώς στην ατομική σφαίρα ως απλή επιλογή προσωπικής αυτοβελτίωσης∙ δηλαδή κάτι σαν συμπλήρωμα διατροφής, που σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά την βασική «κοσμική» διατροφή.


Βάσει των νέων δεδομένων και με προοπτική απολυτοποίησης, κάθε πτυχή του ανθρώπινου βίου οφείλει απαρέγκλιτα να διαυγάζεται στο χωνευτήρι της πολιτικής αυθεντίας, να άπτεται της κρίσεως και βουλής της. Άλλωστε, ο Θεός έθεσε άπαξ τους νόμους της τάξης του σύμπαντος. Δεν τίθεται πλέον ζήτημα ή ανάγκη επιπλέον παρέμβασής Του στα επί γης δρώμενα. Ο τρόπος επίτευξης της κοσμικής ευταξίας βρίσκεται εμμενοποιημένος μέσα μας. Η απεικόνισή της στον περιβάλλοντα χώρο και η μεταποίησή της σε οικονομική και υλική ευημερία[1], εναπόκεινται στον ορθό συντονισμό των δράσεων μας και στην αναζωπύρωση του αισθήματος κοινωνικής ευθύνης, ήτοι στην αμιγώς θεσμοποιημένη και συμφεροντολογική υποχρέωση καλοσυνάτης αντιμετώπισης του συνανθρώπου και του φυσικού περιβάλλοντος. Η ευόδωση καρπών της ανθρώπινης ευδοκίμησης είναι σχετική της πειθαρχίας, της καλής διαγωγής, της συμμόρφωσης προς τας υποδείξεις[2] των αρχών και των επαϊόντων. Πηγή νοήματος δεν είναι ο Θεός (τουλάχιστον όχι ως Πρόσωπο και ως δυνατότητα πραγματοποίησης διαλόγου), αλλά ο βιολογισμός και ο δικαιωματισμός∙ ο τελευταίος ως φτηνό υποκατάστατο του βαθμηδόν περιορισμού των ανθρώπινων ελευθεριών. Η επίκληση του Θεού πλέον αποδεσμεύεται από τον αδιαπραγμάτευτα θετικό της χαρακτήρα. Στα χέρια των εξουσιών εργαλειοποιείται ως μέσο εκφοβισμού ή ως νομικίστικο πλαίσιο απόδοσης ευθυνών (χαρακτηριστικό «αρχετυπικό» παράδειγμα, ο γερμανικός προτεσταντικός φιλελευθερισμός).


Δικαίωμα λοιπόν στη σύλληψη, χάραξη και εποπτεία εφαρμογής της εγκόσμιας τάξης έχουν μόνο οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ, με τη συνεπικουρία των δορυφορικών τους διανοούμενων – διαφωτιστών και των ΜΜΕ. Αυτοί μόνον κατέχουν τον τρόπο και τα μέσα –μεταφυσικά και δογματικά-, ενώ οι υπόλοιποι οφείλουν να πειθαρχούν και να προσηλώνονται στην εκπλήρωση των απολυτοποιημένων διακυβευμάτων και προταγμάτων τους.


Ο κόσμος από κοινωνία διαλόγου μεταξύ Θεού – ανθρώπου υποβαθμίζεται σε χώρο πολιτικού μονολόγου. Το κατακερματισμένο και απομονωμένο άτομο, συνάπτοντας συντεχνιακές/ευκαιριακές συλλογικότητες, έχει δικαίωμα να διαλέγεται με τα δικαιώματά του, μόνο όπως αυτά του τα διοχετεύει και τα καθορίζει η μονολογούσα πολιτική εξουσία.


Το νόημα της ζωής αντλείται από την αντικειμενοποίηση των υλικών προνοιών της ανώτερης δύναμης («θεός», Φύση, Πνεύμα, Λόγος κ.ο.κ.) για τον κόσμο, ενώ εξαντλείται -υπό την έννοια της πλήρωσης- στον κορεσμό των υπόψη επιθυμιών[3]. Όλα αυτά καρυκεύονται με έναν οικουμενικό ανθρωπισμό (οικολογικό κίνημα, θολός ακτιβισμός, μη μου άπτου αλτρουϊσμός για τον άλλο χωρίς όμως να γινόμαστε άλλος, δίχως να γινόμαστε πλησίον κ.α.), αφενός εξωραϊστικά της αυτοαναφορικής θεώρησης των πραγμάτων και του κατακερματισμένου χώρου που παράγεται ως συνέπεια (υπολανθάνουσα αίσθηση πως κάνουμε χωριό), αφετέρου γιατί κατά βάθος ο άνθρωπος είναι αδύνατον να ευδοκιμήσει με συρρικνωμένη την οπτική του προς κάποιο επέκεινα, δίχως δηλαδή μία υπερβατική σκοποθεσία. Μάλιστα οι θιασώτες της προαναφερόμενης διαδικασίας, είτε στην προσπάθεια τους να την περιβάλλουν με μια υπερκόσμια νομιμοποίηση είτε ως άλλοθι, δε διστάζουν να επικαλεστούν καταφανώς παρερμηνευμένο τον λόγο του Κυρίου ότι «η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστί»[4].


Στο εξής πλαίσιο και η Εκκλησία θα γνωρίσει περιορισμούς επί του δικαιώματος δημόσιας εκφοράς λόγου και παρουσίας. Ακόμη και για ζητήματα που σχετίζονται αμιγώς του αντικειμένου της. Χρέος της θα αποτελεί η απόλυτη υποταγή στην πολιτική πρωτοκαθεδρία, ο αυτοπεριορισμός της στον ποιμαντικό ή φιλανθρωπικό ρόλο της, η αδιαμαρτύρητη αποδοχή και τήρηση των ορίων που διαχωρίζουν τον ιδιωτικό από τον δημόσιο χώρο. Ούτως ή άλλως, είναι εκ προοιμίου εγκαλούμενη και με κάθε ευκαιρία διαπομπευόμενη ως φορέας δεισιδαιμονιών/φετιχισμού (βλ. αγιασμός, λιτάνευση Ιερών Εικόνων, στοχοποίηση Μυστηρίου Θείας Κοινωνίας), φανατισμού (φυγόκεντρες τάσεις ή ευθεία άρνηση απόλυτης υποταγής στο πολιτικό – κοινωνικό φαντασιακό) ή ανωριμότητας/ανευθυνότητας (βλ. «καπέλωμα» της ΔΙΣ[5] από τον Πρωθυπουργό και την Υπουργό Παιδείας στο θέμα των επιβαλλόμενων μέτρων λόγω κορωναϊού, αρχικά μάλιστα μέσω twitter).


Βελούδινη μεν απροκάλυπτη δε η ολοκληρωτικών χαρακτηριστικών παρείσφρηση της πολιτικής αυθεντίας σε κάθε πτυχή και δραστηριότητα του ανθρώπινου βίου, η οποία μεθοδεύεται μέσω της ασφυκτικής οικειοποίησης της δημόσιας σφαίρας από τα ΜΜΕ, τους κρατικοδίαιτους διανοούμενους, τις οικονομικές ελίτ και φυσικά την καθημερινή απελευθέρωση εκβιαστικών διλημμάτων εδραζόμενων στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης και του φόβου για την ασφάλεια. Πρόσφορο έδαφος ριζώματος των προαναφερόμενων είναι η δημιουργία του υλικού, επιδοτούμενου, λιπόψυχου και παροδικού ανθρώπου. Του χρήσιμου στη συγκατάνευση και αχρείαστου στη σύμπραξη. Του αποκομμένου από κάθε ελπίδα ενός Ιερού επέκεινα και από την ψηλαφητή εμπειρία που διατρανώνει ότι «ναι» υπάρχει μετά το θάνατο ζωή. «Ναι» μπορεί και ποθεί ο Θεός να συνδράμει του ανθρώπου και της λοιπής δημιουργίας, καθόσον «του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής, η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή» και «Κύριος κραταιός και δυνατός»[6]. Έτσι, η μέγιστη παγίδα που στήνει του ανθρώπου η ψευδεπίγραφη αίσθηση αυτάρκειας και η πεποίθηση πως η ύπαρξη του δεν έχει ανάγκη της θείας χάριτος και βοήθειας, ορίζεται από τα εξής δύο άκρα: τη διολίσθηση στο απόλυτο Μηδέν ή στο εξαντλητικό κυνήγι μιας αδηφάγας, εγκόσμιου χαρακτήρα, αυθυπέρβασης, πάντα με επίκεντρο τον εμμενοποιημένο εαυτό (σημειωτέον, η υπόψη συμπεριφορά είναι που χρέωσε την οικουμένη με δύο παγκόσμιους πολέμους και ίσως την οδηγεί και στον τρίτο).


Με αφορμή ή εξαιτίας της γρίπης του κορωναϊού οι προαναφερόμενες διασαλεύσεις αναδύθηκαν στην επιφάνεια με τρόπο δυστυχώς επιβεβαιωτικό. Εστιάζοντας στο της πίστεως ζήτημα: Ο απόλυτος παραγκωνισμός του Δημιουργού από το δημιούργημα Του, είναι εξόφθαλμος και πρωτοφανής. Ορμέμφυτες οι αντιδράσεις καταδεικνύουν πως πηγή ελπίδας δεν είναι πια ο Ποιητής των όλων, αλλά κοσμικά ανθρωποπαράγωγα όπως το κράτος, η επιστημοσύνη, το φυσικό δίκαιο. Αυτός που τα «πάντα δι’ αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν»[7]. Αυτός που «ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας», τίθεται επίσημα και συνειδητά στο περιθώριο της ανθρώπινης ευδοκίμησης, καθόσον κρίνεται δευτερευούσης σημασίας -αν όχι αχρείαστη, ξεπερασμένη, αδύνατη ή απλά λησμονημένη- η επίκληση της μεσιτείας Του επί των κοινωνικών ζητημάτων, αλλά και της ίδιας της ζωής και του θανάτου[8]. Η θεία χάρις, πρόνοια και οικονομία υποτάσσονται στις ανθρώπινες φοβίες, όπως και στην πεπερασμένη λογική «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Η υιοθέτηση από το Κράτος, με την καινοφανή συνηγορία της ΔΙΣ, της «ατομικής προσευχής», έρχεται να μπολιάσει με μια αλλότρια νοοτροπία την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία, έτσι όπως προ αιώνων και με τρόπο απαράμιλλο την καλλιέργησε η Πατερική Παράδοση[9]. Η υπόψη απόφαση, η οποία επιφέρει το πάγωμα της οριζόντιας διάστασης του εκκλησιαστικού γεγονότος (άνθρωπος – συνάνθρωπος), φλερτάρει έντονα με τη νεοφιλελεύθερη προσέγγιση της πίστεως[10]. 
Η λιτάνευση Ιερών Εικόνων και η περιφορά του Επιταφίου, εθιμοτυπίες ξεπερασμένες και αντιεπιστημονικές, θεωρείται αδιανόητο ότι δύνανται να συνεισφέρουν στην επίλυση γενικών δοκιμασιών, ακόμη και σε ψυχολογικό/πνευματικό επίπεδο. Επιπροσθέτως, κρίνονται εξόχως επικίνδυνες ως εν δυνάμει πηγές πρόκλησης αχρείαστων ανθρωποσυγκεντρώσεων, κάτι που βέβαια δεν ισχύει για τροχήλατες, αστικές μουσικές περιοδείες. Δύο μέτρα και δύο σταθμά ή επί τω βιβλικότερον, «όπου γαρ έστιν ο θησαυρός ημών, εκεί έσται και η καρδία υμών»[11]. Η δε εξανέμιση του μαθήματος των θρησκευτικών από τα σχολεία, προετοιμάζει τις αποκομμένες  από κάθε ουσιαστική μεταφυσική ανησυχία μελλοντικές γενεές, ενώ τα όποια ψήγματα πίστεως τους, θα απονεκρωθούν από τον ακαδημαϊσμό του Πανεπιστημίου. Τούτα και άλλα πολλά, λοιπόν, έρχονται να δημιουργήσουν ένα άνευ προηγουμένου ιστορικό προηγούμενο, θέτοντας ουσιαστικά τη βάση επάνω στην οποία η εξαίρεση θα οικοδομηθεί ως κανόνας.


Όσον αφορά στη λήψη των ακραία περιοριστικών μέτρων πρόληψης λόγω κορωναϊού και τη νέα νοοτροπία που εισ(αγ)άγουν. Από τη στιγμή που η «κοινωνία μας δεν πιστεύει πλέον σε τίποτα εκτός από τη γυμνή ζωή»[12], από τη στιγμή που «ζούμε σε μια κοινωνία που έχει θυσιάσει την ελευθερία στους λεγόμενους «λόγους ασφαλείας»[13] ασφαλώς και καλώς ελήφθησαν. Αδιαμφισβήτητα η ανθρώπινη ζωή και η υπεράσπισή της είναι κάτι το ιερό (είναι όμως το ιερότερο;). Αναφανδόν σπουδαία η συμβολή της ιατρικής επιστήμης και της τεχνολογίας στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Όμως, υπό το πρίσμα της αναδυόμενης απειλής του εθισμού στη διαρκή επιτήρηση, στην εκχώρηση και συρρίκνωση των ιδιωτικών δικαιωμάτων, στον νέο-ολοκληρωτισμό και την ανελευθερία, θεωρείται καίριας σημασίας να επανατεθεί το ερώτημα που διατύπωσε ο μακαριστός Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης Παύλος: «υπάρχει ζωή πριν από το θάνατο;»∙ υπό την έννοια, με ποιον τρόπο, με ποια ποιοτικά χαρακτηριστικά, με ποια υπευθυνότητα και αξιοσύνη επιτρέψαμε να τη ζήσουμε; Και ποιος ο λόγος να σκιαζόμαστε από το θάνατο, όταν τη ζωή μας ήδη τη σκιάζουν μικρές θανατίλες, όπως λόγου χάριν ο παραλυτικός φόβος και η απεμπόληση της ελευθερίας;


Για τη δε παραγκώνιση που επιφέρουν στον Θεό και στο θρησκευτικό γεγονός από τη δημόσια σφαίρα, αθροιστικά όλα όσα προαναφέρθηκαν, πολύ ενδιαφέρον παρουσιάζει η θέση που εξέφρασε δεκαετίες πριν, ο βραζιλιάνος μοναχός Φρέι Μπέτο: «αν ο Θεός των χριστιανών απουσιάζει από την κίνηση της ιστορίας που ζούμε, είναι γιατί οι χριστιανοί δεν συνάντησαν ακόμη το Θεό του Ιησού Χριστού»[14].


Εν κατακλείδι. Στις δυτικές κοινωνίες ιδεολογικοπολιτικά φαινόμενα όπως των court, civil ή polite κοινωνιών, του ντεϊσμού, του απόλυτου ανθρωπισμού, της αθεΐας κ.α. αναδύθηκαν αφενός ως αποστροφή στον σπιριτουαλισμό, το θρησκευτικό νομικισμό και τις λοιπές (προβληματικές) θεολογίες του ιερού Αυγουστίνου περί προπατορικού αμαρτήματος και απολύτου προορισμού, αφετέρου ως εγχειρήματα εγκαθίδρυσης βιώσιμων, συνεκτικών κοινωνιών. Στη χώρα μας τα υλικά κοινωνικής συνοχής είναι -ανέκαθεν ήταν- άλλης υφής και δύναται να συνοψιστούν στη λέξη «κοινοτισμός».

 Η στανική προσπάθεια δημιουργίας μιας νέας συναντίληψης, είτε ως προϊόν μιμητισμού είτε στο πλαίσιο εναρμόνισής μας με τη δυτική κοσμοαντίληψη, η οποία σε γενικές γραμμές περιλαμβάνει την αποκοπή μας από την τέταρτη διάσταση του χρόνου, ήγουν την αιωνιότητα, αλλά και την εργαλειοποίηση των πάντων, μεταξύ των οποίων και του ανθρώπου[15], εκτός από ανάρμοστη, αποδεικνύεται και αποσαθρωτική. Διακόσια χρόνια ανεπιτυχών δοκιμών θα έπρεπε να μας έχουν συνετίσει. Αλλά με μιαν άλλη ανάγνωση, η διακοσίων χρόνων επιμονή οφείλουμε επιτέλους να μας προβληματίσει: Άραγε, ποιος είναι ο στόχος;  Η αναμόρφωση του δημοσίου χώρου ή του ιδιωτικού και κυρίως του βαθέως προσωπικού, ως προϋπόθεση του πρώτου;
https://antifono.gr/οδευουμε-προσ-την-απολυτη-αποϊεροποι/

Δεν υπάρχουν σχόλια: