Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

Tό ποῦ, τό πῶς καὶ τό πότε τῆς Γεννήσεως

 

Δημήτριος Παναγόπουλος Ἱεροκήρυκας †

Γιὰ τὸν Χριστὸ ξέραμε ποῦ, πῶς καὶ πότε θὰ γεννηθεῖ ἀπὸ τοὺς Προφῆτες, αἰῶνες πρὶν γεννηθεῖ. Αὐτὸ δὲν πρόκειται νὰ συμβεῖ γιὰ κανέναν άνθρωπο. Για το πότε ἐπρόκειτο ὁ Χριστὸς νὰ ἔρθει, προφητεύτηκε ἐπακριβῶς ἀπὸ τὸν Προφήτη Δανιήλ (6ος αἰῶνας π.Χ.), ὁ ὁποῖος ἔγραψε ὅτι θὰ ἔρθει 483 χρόνια μετὰ τὴν ἔκδοση διαταγῆς περὶ αναστύλωσης τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομώντoς ποὺ εἶχε καταστραφεῖ ἀπὸ τὸν Ναβουχοδονόσορα. Πράγματι, μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια γεννήθηκε ὁ Χριστός! Γιὰ τὸ ποῦ θὰ γεννηθεῖ, γράφει ὁ Προφήτης Μαλαχίας (5ος αἰῶνας π.Χ.), ὅτι θὰ γεννηθεῖ στὴν Βηθλεέμ. Για το πῶς θὰ γεννηθεῖ, γράφει ὁ Προφήτης Ησαϊας (8ος αἰῶνας π.Χ.), ὅτι θὰ γεννηθεῖ ἀπὸ παρθένο. Γράφει ἐπίσης μὲ λεπτομέρειες γιὰ ὅλα τὰ περιστατικὰ τοῦ Γολγοθᾶ. Ὅτι, δηλαδή, θὰ σταυρωθεῖ μεταξὺ δύο λῃστῶν, ὅτι θὰ...εἰσέλθει θριαμβευτικὰ στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅτι θὰ ἀναστηθεῖ κ.ά. Για τὸν Χριστὸ προφητεύτηκαν καὶ πολλὰ ἄλλα, ὅπως: θὰ προηγηθεῖ Πρόδρομος πρὶν ἐμφανιστεῖ στὸν δημόσιο βίο, θὰ προδοθεῖ ἀπὸ δικό του ἄνθρωπο ἔναντι 30 ἀργυρίων.

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020

Πατήρ Γεώργιος Μεταλληνός: «Ἡ ἀλήθεια γιὰ τὰ Χριστούγεννα καὶ ἡ μυθοποίηση τῶν Χριστουγέννων»

 

Τοῦ πατρὸς  Γεωργίου Μεταλληνοῦ

«Παρεμβάσεις Ἱστορικὲς καὶ Θεολογικές», ἐκδ. «Διήγηση», Ἀθήνα 1998

Ὁ σκοπὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως εἶναι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. «Ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἴνα Θεὸν τὸν Ἀδὰμ ἀπεργάσηται» (τροπάριο Χριστουγέννων). «Αὐτὸς ἐνηνθρώπησεν, ἴνα ἠμεῖς θεοποιηθῶμεν» (Μ. Ἀθανάσιος). «Ἄνθρωπος γὰρ ἐγένετο ὁ Θεὸς καὶ Θεὸς ὁ ἄνθρωπος» (Ἰ. Χρυσόστομος). Στὴ λογικὴ ἑνὸς ἠθικιστοῦ ὁ ὅρος «θεοποιηθῶμεν», ποὺ χρησιμοποιοῦν Πατέρες, ὅπως ὁ Μ. Ἀθανάσιος, εἶναι σκάνδαλο. Γι’ αὐτὸ μιλοῦν γιὰ «ἠθικὴ θέωση». Διότι φοβοῦνται νὰ δεχθοῦν ὅτι μὲ τὴ θέωση μεταβάλλεται «κατὰ χάριν» αὐτὸ ποὺ ὁ Τριαδικὸς Θεὸς εἶναι «κατὰ φύσιν» (ἄκτιστος, ἄναρχος, ἀθάνατος). Τὰ Χριστούγεννα εἶναι, γι’ αὐτό, ἄμεσα συνδεδεμένα καὶ μὲ τὴ Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάσταση, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἀνάληψη καὶ τὴν Πεντηκοστή.

Ὁ Χριστὸς-Θεάνθρωπος χαράζει τὸ δρόμο, ποὺ καλεῖται νὰ βαδίσει κάθε σωζόμενος ἄνθρωπος, ἐνούμενος μαζί Του. Ὁ Εὐαγγελισμὸς καὶ τὰ Χριστούγεννα ὁδηγοῦν στὴν Πεντηκοστή, τὸ γεγονὸς τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἐν Χριστῷ, μέσα δηλαδὴ στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἂν τὰ Χριστούγεννα εἶναι ἡ γέννηση τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου, ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι ἡ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου ὡς Θεοῦ κατὰ χάριν. Μὲ τὸ βάπτισμά μας μετέχουμε στὴ σάρκωση, τὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ζοῦμε καὶ μεῖς τὰ «Χριστούγεννά μας», τὴν ἀνὰπλασή μας. Οἱ Ἅγιοι δέ, ποὺ φθάνουν στὴν ἕνωση μὲ τὸ Χριστό, τὴ θέωση, μετέχουν στὴν...

Πεντηκοστὴ καὶ φθάνουν ἔτσι στὴ τελείωση καὶ ὁλοκλήρωση τοῦ ἀναγεννημένου ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου. Αὐτὸ σημαίνει ἐκκλησιαστικὰ πραγμάτωση τοῦ ἀνθρώπου, ἐκπλήρωση δηλαδὴ τοῦ σκοποῦ τῆς ὑπάρξεώς του.


Ὅσο καὶ ἂν εἶναι κουραστικὸς ὁ θεολογικὸς λόγος, καὶ μάλιστα στὸν ἀμύητο θεολογικὰ σύγχρονο ἄνθρωπο, δὲν ἐκφράζει παρὰ τὴν πραγματικότητα τῆς ἐμπειρίας τῶν Ἁγίων μας. Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐμπειρία καὶ μόνο μποροῦν νὰ κατανοηθοῦν ἐκκλησιαστικά, δηλαδὴ Χριστοκεντρικά, τὰ Χριστούγεννα. Ἀντίθετα, ἡ ἀδυναμία τοῦ μὴ ἀναγεννημένου ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου νὰ νοηματοδοτήσει τὰ Χριστούγεννα ἔχει ὁδηγήσει σὲ κάποιους γύρω ἀπ’ αὐτὰ μύθους. Οἱ ἄγευστοί τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς, μὴ μπορώντας νὰ ζήσουν τὰ Χριστούγεννα, μυθολογοῦν γι’αὐτά, στὰ ὅρια τῆς φαντασίας καὶ μυθοπλασίας, χάνοντας τὸ ἀληθινὸ νόημά τους. Ὅπως μάλιστα θὰ δοῦμε, ὁ ἀποπροσανατολισμὸς αὐτὸς δὲν συνδέεται πάντοτε μὲ τὴν ἄρνηση τοῦ μυστηρίου, ἀλλὰ μὲ ἀδυναμία βιώσεώς του, ποὺ ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὴν παρερμηνεία του.

Μία πρώτη μυθολογικὴ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα τῶν Χριστουγέννων δίνεται ἀπὸ τὴν αἵρεση, τὴ στοχαστικὴ καὶ ἀνέρειστη –ἀνεμπειρικὴ δηλαδὴ- θεολόγηση. Ὁ δοκητισμός, ἡ φοβερότερη αἵρεση ὅλων τῶν αἰώνων, δέχθηκε κατὰ φαντασίαν νάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου (δοκεῖν-φαίνεσθαι). Φαινομενική, δηλαδή, παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴν ἐνδοκοσμικὴ πραγματικότητα. Γιὰ ποιὸ λόγο θὰ μποροῦσε νὰ ἐρωτήσει κανείς. Οἱ Δοκῆται ἢ Δοκηταὶ κάθε ἐποχῆς δὲν μποροῦν νὰ ἀνεχθοῦν, στὰ ὅρια τῆς λογικῆς τους, τὴ σάρκωση καὶ τὴ γέννηση τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου.

Μεταβαλλόμενοι σὲ αὐτόκλητους ὑπερασπιστὲς τοῦ κύρους τοῦ Θεοῦ, ντρέπονται νὰ δεχθοῦν κάτι ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἐπέλεξε γιὰ τὴ σωτηρία μας. Τὸ δρόμο τῆς μητρότητας.

Νὰ γεννηθεῖ δηλαδὴ ἀπὸ μία Μάνα, ἔστω καὶ ἂν αὐτὴ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὸ καθαρότερο πλάσμα ὅλης τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, τὴν Παναγία Παρθένο. Ὅλοι αὐτοὶ μποροῦν νὰ καταταχθοῦν στοὺς «ὑπεράγαν» Ὀρθοδόξους (κατὰ τὸν ἃγ. Γρηγόριο τὸ Θεολόγο). Γιατί ὁ Δοκητισμὸς ὁδήγησε στὸ Μονοφυσιτισμό, στὴν ἄρνηση τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι οἱ συντηρητικοί, οἱ τυποκράτες, οἱ εὐσκανδάλιστοι. Γι' αὐτοὺς ὅλους εἶναι σκάνδαλο ἡ ἀλήθεια, ἡ πραγματικότητα, ἡ ἱστορικότητα. Ἐνῶ ἄλλοι ἀπορρτίπτουν τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ, αὐτοὶ ἀρνοῦνται τὴν ἀνθρωπότητά του.

Καὶ ὅμως, ἡ Ὀρθοδοξία ὡς Χριστιανισμὸς στὴν αὐθεντικότητά του, εἶναι ἡ «ἱστορικότερη θρησκεία», κατὰ τὸν ἀείμνηστο π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ. Ζεῖ στὴν πραγματικότητα τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία μας καὶ τὶς δέχεται μὲ τὸ ρεαλισμὸ τῆς Θεοτόκου: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου» (Λουκ. 1,38)! «Καὶ ὁ Πιλάτος στὸ Σύμβολο» λέγει μία ὡραία σερβικὴ παροιμία. Διότι ὁ Πιλάτος, ὁ πιὸ ἄβουλος ἀξιωματοῦχος τῆς ἱστορίας, ὡς ὑπαρκτὸ ἱστορικὸ πρόσωπο, βεβαιώνει τὴν ἱστορικότητα τοῦ Εὐαγγελίου. Εἰς πεῖσμα ὅμως τῶν Δοκητῶν ὁ Θεὸς-Λόγος «σὰρξ ἐγένετο -δηλαδὴ ἄνθρωπος- καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἠμίν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ (τὸ ἄκτιστο φῶς τῆς θεότητάς Του)» (Ἰωάνν. 1, 14). Διότι «ἐν αὐτῶ κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (Κολ. 2,9), εἶναι δηλαδὴ τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος.

Ἡ σάρκωση καὶ γέννηση τοῦ Θεανθρώπου εἶναι σκάνδαλο γιὰ τὴν ἀνθρώπινη σοφία, ποὺ αὐτοκαταργούμενη καὶ αὐτοαναιρούμενη σπεύδει νὰ χαραχτηρίσει «μωρία» τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ κορυφώνεται στὸν σταυρικό του θάνατο (Α' Κορ. 1,23). Εἶναι δυνατὸν ὁ Θεὸς νὰ φθάσει σὲ τέτοιο ὅριο κενώσεως, ὥστε νὰ πεθάνει πάνω στὸ σταυρὸ ὡς Θεάνθρωπος; Αὐτὸ εἶναι τὸ σκάνδαλο γιὰ τοὺς σοφούς τοῦ κόσμου. Γι' αὐτοὺς οἱ «θεοὶ» τοῦ κόσμου τούτου συνήθως θυσιάζουν τοὺς ἀνθρώπους γι' αὐτούς, δὲν θυσιάζονται αὐτοὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους.

Πῶς θὰ δεχθοῦν τὸ μυστήριο τῆς Θείας Ἀνιδιοτέλειας; «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν (θυσίασε) ... ἴνα σωθῆ ὁ κόσμος δι' αὐτοῦ» (Ἰωανν. 3, 16. 17). Στὰ ὅρια τῆς «λογικῆς» ἢ «φυσικῆς» θεολογήσεως χάνεται τελικὰ τὸ θεῖο στοιχεῖο στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ μένει τὸ ἀνθρώπινο, παρανοημένο καὶ αὐτὸ καὶ παρερμηνευόμενο. Διότι δὲν ὑπάρχει ἱστορικὰ ἄνθρωπος-Χριστός, ἀλλὰ Θεάνθρωπος. Ἡ ἕνωση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου στὸ πρόσωπο Θεοῦ-Λόγου εἶναι «ἀσύγχητη» μέν, ἀλλὰ καὶ «ἀδιαίρετη». Οἱ «λογικὲς» ἑρμηνεῖες τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύονται παράλογες, διότι ἀδυνατοῦν νὰ συλλάβουν μὲ τὴ λογικὴ τὸ «ὑπερλόγο».

Ἡ νομικὴ-δικανικὴ συνείδηση ζεῖ καὶ αὐτὴ στὸ Χριστὸ τὸ σκάνδαλό της. Ἀναζητεῖ σκοπιμότητα κοινωνικὴ στὴ Σάρκωση καὶ καταλήγει καὶ αὐτὴ στὸ μύθο, ὅταν δὲν αὐτοπαραδίδεται στὸν Θεῖο Λόγο. Οἱ Φράγκοι κατασκεύασαν, μέσω τοῦ διακεκριμένου σχολαστικοῦ τους Ἀνσέλμου (11ος αἱ.), τὸ μύθο τῆς «ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης». Ὁ Θεὸς-Λόγος σαρκοῦται, διὰ νὰ σταυρωθεῖ-θυσιασθεῖ καὶ δώσει ἔτσι ἱκανοποίηση στὴν προσβλὴ ποὺ προξένησε στὸ Θεὸ ἡ ἀνθρώπινη ἁμαρτία! Τὰ κρατοῦντα τότε στὴ φραγκικὴ φεουδαρχικὴ κοινωνία προβάλλονται (μυθολογικὰ) στὸ Θεό, ποὺ παίρνει τὴ θέση στὴ φραγκογερμανικὴ φαντασία ἑνὸς ὑπεραυτοκράτορα. Ἂς φωνάζει ὁ Ἰωάννης: «οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν...» (3,16), ἢ ὁ Παῦλος: «συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην πρὸς ἠμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἠμῶν, Χριστὸς ὑπὲρ ἠμῶν ἀπέθανεν» (Ρωμ. 5,8). Ὄχι! «Γιὰ νὰ πάρει ἐκδίκηση» καὶ «ζητώντας ἱκανοποίηση» θὰ μάθει νὰ φωνάζει ὁ δυτικὸς (ἢ δυτικοποιημένος) ἄνθρωπος.

Ἔτσι πλάσθηκε ἕνας «Χριστιανισμὸς» ἄλλου εἴδους, ποὺ δὲν διαφέρει ἀπὸ μυθοπλασία, ἀφοῦ προβάλλει στὸ Θεὸ τὴ φαντασία καὶ τὶς προλήψεις μας. Ἡ ἐκλογίκευση καὶ ἡ ἐκνομίκευση τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεανθρώπου εἶναι ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴν ἱστορία.

Ἡ θρησκευτικὴ (τυπολατρικὴ) συνείδηση ζεῖ τὸ «σκάνδαλο» τῆς ἐνανθρωπήσεως καταφεύγοντας στὴ θρησκειοποίηση τῆς Πίστεως. Ἐξαντλεῖ τὸ νόημα τῶν Χριστουγέννων στὶς τελετὲς καὶ χάνει τὸν ἀληθινὸ σκοπό τους, ποὺ εἶναι ἡ «υἱοθεσία» (θέωση). «Ἴνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν...» (Γαλ. 4,5). Εἶναι τὸ σκάνδαλο τοῦ φαρισαϊσμοῦ, ἔστω καὶ ἂν λέγεται Χριστιανισμός.

Εἶναι ὅμως οἱ ἐχθροί τοῦ «παιδίου» ποὺ βιώνουν τὸ σκάνδαλο τῆς ἐξουσίας. Ὁ Ἠρωδισμός! Οἱ κρατοῦντες ἢ μᾶλλον «δοκοῦντες ἄρχειν...» (νομίζοντες ὅτι κυβερνοῦν) (Μαρκ. 10,42), ὅπως ὁ Ἡρώδης, βλέπουν στὸν νεογέννητο Χριστὸ κάποιον ἀνταγωνιστὴ καὶ κίνδυνο τῶν συμφερόντων τους. Γι' αὐτὸ «ζητούσι τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου» (Ματθ. 2,20). Παρερμηνεύουν ἔτσι τὸν ἀληθινὸ χαραχτήρα τῆς βασιλικῆς ἰδιότητας τοῦ Χριστοῦ, τῆς ὁποίας «οὐκ ἔσται τέλος». Ὁ Χριστὸς ὡς Βασιλεὺς ὅλης τῆς κτίσεως εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Κύριός της, ὁ δημιουργὸς καὶ σωτήρας της καὶ ὄχι ὡς οἱ Ἠρῶδες τοῦ κόσμου τούτου, ποὺ ἀδίστακτοι δολοφονοῦν, γιὰ νὰ κρατήσουν τὴν ἐξουσία τους.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (Ε.Π. 36,516) προσφέρει δυνατότητα ὀρθῆς προσεγγίσεως τῶν Χριστουγέννων, δηλαδὴ ἁγιοπνευματικῆς: «Τοίνυν ἐορτάζομεν μὴ πανηγυρικῶς, ἀλλὰ θεϊκῶς. μὴ κοσμικῶς, ἀλλὰ ὑπερκοσμίως. μὴ τὰ ἡμέτερα, ἀλλὰ τὰ τοῦ ἡμετέρου (=ὄχι δηλαδὴ τοὺς ἑαυτούς μας, ἀλλὰ τὸν Χριστὸν ἂς τιμᾶμε...). μᾶλλον δὲ τὰ τοῦ Δεσπότου. μὴ τὰ τῆς ἀσθενείας, ἀλλὰ τὰ τῆς ἰατρείας. μὴ τὰ τῆς πλάσεως, ἀλλὰ τὰ τῆς ἀναπλάσεως.

ρωμαϊκο οδοιπορικο

Ἡ σημασία τῆς ὀμολογίας, ἡ θεία κοινωνία ἐν μέσω πανδημίας καί ἡ ἄνοδος τοῦ βελούδινου ὀλοκληρωτισμοῦ

 

Κύρια σημεία:

– Η άνοδος του βελούδινου ολοκληρωτισμού και η κατάσταση επιτήρησης και τρομοκρατίας

– Η σημασία της ομολογίας ως στάση ζωής

– Ο Σταυρός του Χριστού

– Η αγάπη ως ναρκισσιστική ευφροσύνη

– Η φαντασίωση του εαυτού

– Είμαστε στα χέρια του Θεού

– Κάθε άνθρωπος είναι υιός του Θεού

– Η πρόνοια του Θεού για κάθε άνθρωπο

– Δεν υπάρχει θάνατος. Η ζωή είναι μία και αρχίζει από τώρα

– Θεία Κοινωνία και μετάδοση νόσων

– Η ζωντανή σχέση με το Θεό έχει αποτέλεσμα την ατολμία

Πηγή βίντεο: Πηγή Ζωής

Για τις ομιλίες του π. Νικόλαου Λουδοβίκου, επισκεφτείτε εδώ.

Περισσότερες πληροφορίες γιά τό νέο βιβλίο τοῦ π. Νικὀλάου Λουδοβίκου Η ανοικτή ιστορία και οι εχθροί της: Η άνοδος του Βελούδινου Ολοκληρωτισμού, εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2020, ISBN: 978-960-615-291-7 μπορεῖτε νά βρεῖτε στό ἱστολόγιο «Ὁ Νεκρός«.


Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου: Θεία Μετάληψις χωρὶς ὀλιγοπιστία!

 

Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος

Μέσα στό κλῖμα τοῦ γενικευμένου φόβου, τό ὁποῖο προκάλεσε ἡ πανδημία τοῦ κορωνοϊοῦ, ἀμφισβητήθηκε ὁ παραδεδομένος τρόπος τῆς θείας Μεταλήψεως. Ἄνθρωποι πού δέν καταλαβαίνουν τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἀδιάφοροι ἤ ἐχθρικοί πρός τήν χριστιανική πίστι, ἔριξαν καί καλλιέργησαν στόν φοβισμένο κόσμο τήν ἰδέα ὅτι ἡ κοινή λαβίδα πρέπει νά καταργηθῇ, διότι μπορεῖ νά μεταδώσῃ ἀσθένειες καί νά θέσῃ σέ κίνδυνο τήν δημόσια ὑγεία. Ἔτσι, δυστυχῶς, ἐπηρεάσθηκαν καί κάποιοι πιστοί ἄνθρωποι. Διστάζουν πιά νά μεταλάβουν ἀπό τήν ἴδια λαβίδα. Νομίζουν ὅτι κινδυνεύουν. Ἄλλοι πάλι δέν ἐπιτρέπουν σέ μέλη τῆς οἰκογενείας τους νά μεταλάβουν, φοβούμενοι τήν μετάδοσι τοῦ ἰοῦ στό σπίτι τους.

Ἡ ἰδέα βρῆκε ὑποστήριξι καί ἀπό θεολόγους, οἱ ὁποῖοι ἔγραψαν ὅτι πρέπει νά συγκαταβοῦμε στήν ἀδυναμία τῶν φοβισμένων συνανθρώπων μας· ὅτι εἶναι φιλανθρωπία τό νά μή τούς βάλουμε σέ κίνδυνο· ὅτι δέν εἶναι... ἀρχαία παράδοσις ἡ λαβίδα· ὅτι δέν προσβάλλουμε τό Μυστήριο μέ τούς ἐναλλακτικούς τρόπους μεταλήψεως· καί ὅτι, τέλος πάντων, ἦρθε ἡ ὥρα νά καταργηθῇ «αὐτός ὁ ἀπολίτιστος τρόπος τῆς Μεταλήψεως διά λαβίδος».

Εἶναι φανερό ὅτι ὁ κακομήχανος διάβολος ἔβαλε τήν Ἐκκλησία σέ νέα δοκιμασία. Ἔσπειρε πρῶτα στήν ψυχή μας τόν φόβο, τήν ὀλιγοπιστία καί τήν ἀμφιβολία, ὅτι δῆθεν κινδυνεύουμε ἀπό τήν θεία Μετάληψι, καί κατόπιν ἔβαλε ἀνθρώπους νά ἐξευγενίσουν τήν ὀλιγοπιστία μας καί νά τήν ὀνομάσουν ἄλλοτε συγκατάβασι καί ἄλλοτε ἀγάπη καί ἐνδιαφέρον γιά τούς συνανθρώπους μας. Ἔβαλε καί κάποιους ἄλλους νά ἀποδομήσουν τήν πίστι μας στό ὑπερφυές καί θεῖο Μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας, νά πιστέψουμε δηλαδή ὅτι μπορεῖ νά γίνῃ μέσο διασπορᾶς ἀσθενειῶν. Μέ τέτοιους φόβους τοποθετήσαμε φίλαυτα τήν ὑγεία μας πάνω καί ἀπό τήν πρώτη ἐντολή τοῦ Θεοῦ, πού ὁρίζει νά ἀγαπᾶμε τόν Θεό «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος» μας[1]. Ἐπιθυμοῦμε νά Τόν μεταλαμβάνουμε ἀμφισβητώντας Τον!

Τίς σκέψεις πού ἀκολουθοῦν τίς προσφέρουμε στούς ἀδελφούς μας χριστιανούς πού ἀγαποῦν τόν Χριστό, πού θέλουν νά ζοῦν στήν Ἐκκλησία μέ γνήσιο καί αὐθεντικό τρόπο, πού ποθοῦν τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία τους, ἀλλά φοβοῦνται καί διστάζουν νά μεταλάβουν μέ τήν παραδοσιακά γνωστή μας ἁγία λαβίδα.

α΄. Ὁ ἀθέλητος φόβος, ὅτι θά ἀρρωστήσουμε ἤ θά πεθάνουμε, εἶναι συγγνωστός, ἀφοῦ ἀκόμη δέν ἔχουμε ἀποκτήσει βιωματική «πεῖρα τῆς Ἀναστάσεως»[2]. Ἡ ἀσθένεια γεννᾶ ὑπαρξιακό φόβο θανάτου, ὁ ὁποῖος ὑπερβαίνεται μόνο μέ ἰδιαίτερη Χάρι ἀπό τόν Θεό. Ὅμως, ἄν ὡς ἀτελεῖς ἄνθρωποι φοβηθήκαμε, γιά τήν Ἐκκλησία ὡς Ἐκκλησία ὁ φόβος τοῦ θανάτου εἶναι ἀδικαιολόγητος. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει τήν ἀναστάσιμη ἐμπειρία, ἡ ὁποία δέν ἔχει φόβο καί ὀλιγοπιστία («ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον»[3]). Αὐτήν τήν ἐμπειρία τήν ἐκφράζουν οἱ Ἅγιοι. Αὐτοί μᾶς λένε πῶς πρέπει νά μεταλαμβάνουμε, μᾶς ὑπενθυμίζουν ὅτι σέ καιρό λοιμικῆς ἐπιδημίας ἔκαναν λιτανεῖες, λειτουργοῦσαν καί ἐλειτουργοῦντο καί μετελάμβαναν χωρίς φοβίες γιά τήν Θεία Λειτουργία καί γιά τήν κοινή λαβίδα τῆς Μεταλήψεως. Ἔχοντας αὐτήν τήν παρακαταθήκη τῶν Ἁγίων μας, πρέπει μᾶλλον νά μετανοοῦμε γιά τήν ὀλιγοπιστία μας, παρά νά ζητοῦμε νά καταστήσουμε τόν φοβισμένο ἑαυτό μας καινό νομοθέτη στήν Ἐκκλησία.

β΄. Ὅπως διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας, μέ τήν Θεία Λειτουργία οἱ χριστιανοί προσφέρουμε στόν Θεό τήν Εὐχαριστία μας. Δηλαδή προσφέρουμε τόν ἑαυτό μας, τούς συνανθρώπους μας καί ὅλη τήν ζωή μας εὐχαριστιακά στόν Θεό, διότι ἀνήκουμε σέ Αὐτόν καί ὄχι στόν ἑαυτό μας[4]. Μεταλαμβάνουμε «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης» εὐχαριστώντας τόν Χριστό πού πέθανε καί ἀναστήθηκε γιά μᾶς[5]. Σέ αὐτήν τήν εὐχαριστιακή πρᾶξι συμμετέχουμε καθαροί ἀπό κάθε πάθος, διότι λέμε: «Ἰδού βαδίζω πρός Θείαν Κοινωνίαν· Πλαστουργέ, μή φλέξῃς με τῇ μετουσίᾳ· πῦρ γάρ ὑπάρχεις τούς ἀναξίους φλέγον· ἀλλ’ οὖν κάθαρον ἐκ πάσης με κηλίδος»[6].

Τώρα, μέ τήν φοβία πού ἔσπειραν στόν νοῦ μας, κυριευμένοι ἀπό ὀλιγοπιστία ἀλλάζουμε νοοτροπία, διάθεσι καί στάσι. Ξεχνοῦμε ὅτι ἡ Μετάληψις προϋποθέτει εὐχαριστιακή διάθεσι καί ὅτι εἶναι Εὐχαριστία στόν Θεό. Δείχνουμε ὅτι ἀνήκουμε ὄχι εὐχαριστιακά στόν Θεό ἀλλά φίλαυτα στόν ἑαυτό μας. Συμπεριφερόμαστε ἐγωκεντρικά. Μεταλαμβάνοντας ἔτσι, μέ ὀλιγοπιστία, μέ τήν ἰδέα δηλαδή ὅτι ἐνδέχεται νά κολλήσουμε ἀσθένεια, ἀστοχοῦμε καί προφανῶς ἁμαρτάνουμε.

Τόν παλαιό καιρό ἡ Ἐκκλησία ὕψωνε δυνατή φωνή νά κλείσουν οἱ πόρτες τοῦ ναοῦ γιά τούς ἀμυήτους, γιά ἐκείνους πού δέν εἶχαν ἀκόμη βαπτισθῆ («τάς θύρας, τάς θύρας»). Ὅσοι ἐπίσης χριστιανοί εἶχαν ἁμαρτήσει βαρειά, στέκονταν στόν νάρθηκα τῆς Ἐκκλησίας «προσπίπτοντες» ἤ «προσκλαίοντες» γιά ἕνα, δύο, τρία ἤ καί περισσότερα χρόνια. Μετά ἀπό αὐτήν τήν προετοιμασία ἔμπαιναν στόν κυρίως ναό, ἔστεκαν «ἀκροώμενοι» τό κήρυγμα καί κάποιες εὐχές καί ἐπέστρεφαν στόν νάρθηκα μαζί μέ τούς κατηχουμένους. Μόνον ὅταν μετά ἀπό μία ὁλοκληρωμένη μετάνοια μποροῦσαν «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης» νά σταθοῦν καθαροί μπροστά στόν Θυσιαζόμενο Ἀμνό, μόνον τότε ἀνταποκρίνονταν στήν προτροπή τοῦ λειτουργοῦ «προσέλθετε» στήν θεία Μετάληψι. Εἶναι μία ἀρχαία καλή πρακτική. Ἄς διερωτηθοῦμε καί ἐμεῖς σήμερα, μήπως θά ἔπρεπε νά παραμείνουμε στόν νοερό νάρθηκα τῆς Ἑκκλησίας «προσκλαίοντες» γιά τήν ὀλιγοπιστία μας, ἕως ὅτου ἐπανακτήσουμε φόβο Θεοῦ, πίστι καί ἀγάπη, δηλαδή μέχρις ὅτου παύσουμε νά ἀμφισβητοῦμε φίλαυτα τόν Νικητή τοῦ θανάτου. Ἄλλωστε, πρέπει νά κοινωνοῦμε ἀξίως. Ἡ ὀλιγοπιστία, ἡ ἀμφιβολία καί ἡ ἀμφισβήτησις δέν εἶναι καλές προϋποθέσεις. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς ἔχει προειδοποιήσει: «ὅς ἄν ἐσθίῃ τόν ἄρτον τοῦτον ἤ πίνῃ τὸ ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καί αἵματος τοῦ Κυρίου. Δοκιμαζέτω δέ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καί οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καί ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω»[7].

γ΄. Ἄν οἱ Ὀρθόδοξοι πιστέψουμε, δεχθοῦμε ἤ τυχόν συνηγορήσουμε ὅτι ἡ Θεία Κοινωνία μεταδίδει καί διασπείρει ἀσθένειες, ἄν δέν ἀντιλαμβανόμαστε (ἔστω, ἄν ὄχι διά μεθέξεως, τοὐλάχιστον διά πίστεως) ὅτι ὁ λειτουργός πού μεταδίδει καί ὁ πιστός πού μεταλαμβάνει τόν Ἄρτο καί τόν Οἶνο τῆς Εὐχαριστίας εἶναι μέσα στόν ὑπέρφωτο γνόφο τῆς Βασιλείας, προδίδουμε τόν λόγο τῆς χριστιανικῆς μας ὑπάρξεως. Ἡ Θεία Κοινωνία πρέπει νά εἶναι μετοχή στήν Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· διαφορετικά, στήν Λειτουργία παίζουμε θέατρο.

Ὅσοι πλησιάζουν στό Ἅγιο Ποτήριο μέ θεία ἀγάπη, ψελλίζοντας μέ αἴσθησι καρδίας «ἔθελξας πόθῳ με, Χριστέ, καί ἠλλοίωσας τῷ θείῳ σου ἔρωτι» καί «τοῦτο αὐτό ἐστι τό ἄχραντον Σῶμά σου καί τοῦτο αὐτό ἐστι τό τίμιον Αἷμά σου»[8], δέν θά συμφωνοῦσαν μέ τήν δική μας ὀλιγοπιστία. Δέν θά δέχονταν νά μεταλάβουν ἀπό ἄλλη λαβίδα, ἤ χωρίς λαβίδα, ἀπό φόβο καί μόνο.

δ΄. Δημοσιεύθηκε, ὅτι τήν περίοδο τῶν περιοριστικῶν μέτρων κάποιος χριστιανός ζήτησε νά μεταλάβῃ. Τοῦ τό ἀρνήθηκαν. Ἔφυγε ξαφνικά τήν ἄλλη μέρα ἀπό τήν παροῦσα ζωή μέ τό παράπονο. Καί ὄχι μόνο. Ἄς τό ὁμολογήσουμε. Ἀξίζει νά διερωτηθῇ κανείς: Μέ τέτοια ὀλιγόπιστη ποιμαντική πῶς θά σταθοῦμε μπροστά στό ἀδέκαστο Βῆμα; Τί θά ποῦμε στόν δικαιοκρίτη Κύριο γιά ὅλους ἐκείνους τούς ἀδελφούς μας πού εἶχαν ἀνάγκη νά μεταλάβουν (ἀρρώστους, πονεμένους, ἑτοιμοθανάτους κ.λπ.) καί ἔφυγαν ἀπό τήν ζωή χωρίς τό οὐράνιο Ἐφόδιο ἐξαιτίας τῆς ὀλιγοπιστίας μας;

ε΄. Ἀπό μή Ὀρθοδόξους δέν ἀπαιτοῦμε νά ἀποδεχθοῦν ὅτι ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι ὑπερφυές Μυστήριο καί δέν μεταδίδει ἀσθένειες. Ἄλλωστε, ἡ χρῆσις λαβίδος δέν εἶναι στοιχεῖο τῆς πρακτικῆς τους καί γι’ αὐτό τήν φοβοῦνται· καί τήν μετάληψι ἀπό τό ἴδιο Ἅγιο Ποτήριο τήν ἔχουν καταργήσει ἐδῶ καί αἰῶνες. Ὅσοι Ὀρθόδοξοι ζοῦμε σέ ἕνα ἑτερόδοξο περιβάλλον, ὀφείλουμε νά λειτουργούμεθα σύμφωνα μέ τήν δική μας λειτουργική Παράδοσι, καί νά μή συρώμεθα στήν χοάνη τῆς ὁμογενοποιήσεως τῶν λειτουργικῶν τύπων. Ἡ ὁμογενοποίησις ὁδηγεῖ σέ συγκρητιστικές ἀτραπούς καί θεολογικά ὀλισθήματα. Θά μεταλαμβάνουμε χωρίς νά ὀλιγοπιστοῦμε στό Μυστήριο, χωρίς τήν ἰδέα ὅτι διά τοῦ Ποτηρίου ἤ διά τῆς λαβίδος μεταδίδονται ἀσθένειες. Καί ἄν ἐπισείωνται ποινές καί ἀσήκωτα πρόστιμα, θά θυμόμαστε τίς ἐποχές τῶν διωγμῶν. Ἡ Ἐκκλησία σέ περίοδο διωγμοῦ χρησιμοποιοῦσε ἀνενδυάστως ἐναλλακτικούς τρόπους Μεταλήψεως. Ἔστελνε στόν φυλακισμένο μάρτυρα τήν Θεία Κοινωνία μέ κάποιον ἐπιδέξιο τρόπο. Δέν δίσταζε νά ἐπινοῇ τρόπους, ὥστε τό «ἐφόδιον τῆς ἀθανασίας» νά φθάσῃ στόν φυλακισμένο ἀθλητή τῆς θείας ἀγάπης. Μέ τήν διαφορά ὅτι οὔτε ὁ φυλακισμένος μάρτυς οὔτε ὁ θαρραλέος μεταφορέας τῆς Θείας Κοινωνίας διακατέχονταν ἀπό φοβία καί ὀλιγοπιστία γιά τό Μυστήριο. Ἦσαν πλημμυρισμένοι ἀπό τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, τήν πίστι καί τήν ἀγάπη. Μετελάμβαναν μέ πίστι, ὄχι μέ ὀλιγοπιστία!

στ΄. Ἄν τυχόν βρεθοῦμε σέ συνθῆκες διωγμοῦ, πολύ σωστά πρέπει νά βροῦμε διάφορα “τεχνάσματα”, μέ τά ὁποῖα θά μεταλαμβάνουν οἱ σύγχρονοι μάρτυρες. Ἄν ὅμως ἀλλάξουμε τόν τρόπο Μεταλήψεως ἀπό φόβο, ὀλιγοπιστία καί φιλαυτία, δέν θά μπορέσουμε νά κρύψουμε τήν εὐθύνη μας: «Ἑκουσίως γάρ ἁμαρτανόντων ἡμῶν μετά τό λαβεῖν τήν ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας, οὐκέτι περί ἁμαρτιῶν ἀπολείπεται θυσία, φοβερά δέ τις ἐκδοχή κρίσεως καί πυρός ζῆλος ἐσθίειν μέλλοντος τούς ὑπεναντίους»[9]. Σέ νεοελληνική ἀπόδοσι: «Ἄν, ἀφοῦ γνωρίσαμε τήν ἀλήθεια, ἁμαρτάνουμε μέ τήν θέλησί μας, δέν ἀπομένει πλέον ἄλλη θυσία νά συγχωρηθοῦν οἱ ἁμαρτίες μας, ἀλλά μᾶς περιμένει φοβερή καταδίκη καί τό αἰώνιο πῦρ πού μέλλει νά κατακαίῃ ἐκείνους πού ἀντιστέκονται στόν Θεό».

Ὅταν ἡ ἴδια ἡ συνείδησίς μας θά μᾶς καταλογίσῃ ὅτι ἀπιστοῦμε στό Μυστήριο, δέν θά μᾶς καλύψῃ καμμία διδακτορική διατριβή περί τοῦ «πότε εἰσήχθη ἡ χρῆσις λαβίδος εἰς τήν Ἐκκλησίαν», οὔτε θά μᾶς δικαιώσῃ κάποια δῆθεν ποιμαντική μας εὐαισθησία γιά ἐκείνους πού θέλουν νά μεταλάβουν τόν Ζωοδότην ἀλλά Τόν φοβοῦνται, διότι τό ἀψευδές στόμα τοῦ Χριστοῦ εἶπε κάποτε τόν σκληρό ἀλλά ἀποφασιστικό λόγο: «Μή καί ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;»[10]. Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔγινε «τοῖς πᾶσι τά πάντα, ἵνα πάντως τινάς σώσῃ», ὄχι ὅμως ὡς ἄνομος ἀλλ’ «ὡς ἔννομος Χριστῷ»[11]. Ὄχι ὀλιγοπιστώντας ἤ ἀμφισβητώντας Ἐκεῖνον, χάριν τοῦ Ὁποίου ἔγινε τά πάντα τοῖς πᾶσι. Τά ρητορικά σχήματα νεωτεριστῶν θεολόγων, πού ἀναφέρονται στήν ἐπικινδυνότητα τοῦ «ἰοῦ τοῦ φονταμενταλισμοῦ» καί τῶν ἄλλων συναφῶν «λοιμογόνων ἰῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος», θά φανοῦν ἀνίσχυρα, ὅταν ἡ συνείδησίς μας θά μᾶς καταλογίζῃ ὅτι ἁμαρτήσαμε. Γιατί ἄραγε δέν εἶναι «λοιμογόνος» ἡ ὀλιγοπιστία καί ἡ φοβία πού μᾶς ἔρχονται ἀπό ἕναν κόσμο πού ἀγνοεῖ, περιφρονεῖ ἤ καί ἐχθρεύεται τό Ὀρθόδοξο ἦθος καί βίωμα; Δέν εἶναι διδακτική ἡ ἱστορία πού διασώζει ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας Διονύσιος (3ος αἰώνας) περί τῆς ἀφοβίας, τῆς πίστεως καί τῆς αὐτοθυσίας τῶν χριστιανῶν[12], οἱ ὁποῖοι ἐν καιρῷ φοβερῆς λοιμικῆς ἐπιδημίας συμπαραστέκονταν στούς ἀσθενεῖς καί κήδευαν τούς νεκρούς σχεδόν σίγουροι ὅτι θά ἀρρωστήσουν καί θά πεθάνουν καί οἱ ἴδιοι, τήν ἴδια στιγμή πού οἱ ἐθνικοί ἔφευγαν φοβισμένοι καί ἐγκατέλειπαν ἀβοήθητους καί ἄταφους τούς ἴδιους τούς συγγενεῖς τους; Ὅταν οἱ ἡρωϊκοί ἐκεῖνοι χριστιανοί τῆς Ἀλεξανδρείας ἀψηφοῦσαν τόν θάνατο γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ θνήσκοντος συνανθρώπου, θά εἶχαν ἄραγε τήν ὀλιγοπιστία νά φοβοῦνται τήν θεία Μετάληψι ἀπό τό ἕνα Ἅγιο Ποτήριο (σήμερα τήν ἁγία λαβίδα) στόν ναό τους;

ζ΄. Ἡ ἐπιστροφή στήν «παλαιά τάξι τῆς μεταλήψεως» (ὅπως στήν Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰακώβου) δέν εἶναι λύσις. Πρῶτον, διότι ἡ παλαιά τάξις δέν εἶναι ἄμοιρη ἀντικειμενικῶν δυσκολιῶν (μετάληψις βρεφῶν, ἡλικιωμένων, ἀσθενῶν), λόγῳ τῶν ὁποίων εἶχε σταδιακά ἐγκαταλειφθῆ. Δεύτερον, διότι ἐφ’ ὅσον ἡ μετάληψις τοῦ θείου Αἵματος προβλεπόταν καί ἀπαιτεῖ νά γίνεται ἀπό τό ἴδιο Ἅγιο Ποτήριο, δέν θά ἐπιτραπῇ ἀπό τούς ἀντιεκκλησιαστικά νομοθετοῦντες πολιτικούς ἄρχοντες. Καί τρίτον, διότι ἡ τυχόν «τροποποίησίς» της μέ χρῆσι πολλῶν λαβίδων, ὥστε νά ἀποφευχθῇ ἡ μετάληψις ἀπό τό ἴδιο Ἅγιο Ποτήριο, φανερώνει ὅτι φοβόμαστε καί ὀλιγοπιστοῦμε, καί ἑπομένως ὁδηγούμαστε στίς συνέπειες πού προαναφέρθηκαν. Ἕνας ἱερεύς, πού ἐπί πολλές δεκαετίες μεταλαμβάνει χιλιάδες πιστούς (ὑγιεῖς καί ἀσθενεῖς) καί ὁμολογουμένως χωρίς φόβο καταλύει τό Ἅγιο Ποτήριο, ὁπωσδήποτε δέν θά διστάσῃ καί σήμερα νά παροτρύνῃ τούς φοβισμένους χριστιανούς μας νά ἀποβάλουν τόν φόβο καί νά πλησιάσουν χωρίς ὀλιγοπιστία στό Ποτήριο τῆς Ζωῆς. Οἱ συνοδικές ἀποφάσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σύμφωνα μέ τίς ὁποῖες δέν ὑφίσταται λόγος νά ἀλλάξῃ ὁ τρόπος τῆς θείας Μεταλήψεως, εἶναι παρήγορες καί ἐνισχυτικές.

Ὅσοι φοβηθήκαμε, ἄς προσπέσουμε ἐν μετανοίᾳ σέ Ἐκεῖνον πού ἀπό ἐμᾶς ἀμφισβητήθηκε, ἄς ζητήσουμε τήν συγχώρησί Του γιά τήν ὀλιγοπιστία μας καί ἄς «ἀναστηλώσουμε» μέσα μας τήν ἀφοβία γιά τήν θεία Μετάληψι. Διότι, ὅσο φοβόμαστε τήν διασπορά ἀσθενειῶν μέ τήν χρῆσι τῆς λαβίδος, κατεβάζουμε τό Μυστήριο ἀπό τό θεῖο ὕψος του καί ἐνεργοῦμε ὡς εἰκονομάχοι. Ἡ «ἀναστήλωσις» αὐτή θά γίνῃ ἕνα ἀσφαλές κριτήριο πού θά διαχωρίζῃ τίς θεοφιλεῖς λύσεις ἀνάγκης ἐν καιρῷ διωγμοῦ ἀπό τίς ὀλιγόπιστες «λύσεις» ἐν καιρῷ εἰρήνης. Ἄς συνεχίσουμε νά μεταλαμβάνουμε ἀκριβῶς ὅπως μεταλαμβάναμε, καί μάλιστα στόν ναό, ἐφ’ ὅσον μᾶς τόν ἀφήνουν ἀνοικτό, ἀκόμη καί ἄν συμβῇ μαζί μέ ἐμᾶς νά μεταλαμβάνουν ἀπό τό ἴδιο Ἅγιο Ποτήριο καί ἀσθενεῖς ἀπό ὁποιαδήποτε ἀσθένεια. Ἄς μή ἐπιτρέψουμε στούς λογισμούς τῆς ὀλιγοπιστίας νά κατακυριεύσουν τόν νοῦ καί τήν καρδιά μας. Ὅταν ὁ Πέτρος κάποτε ὀλιγοπίστησε, ἄρχισε νά βυθίζεται καί ἄκουσε τόν Κύριο νά τοῦ λέγῃ: «Ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;»[13]. Ἄν κλείσουν τούς ναούς μας, θά βρεθοῦν τρόποι μεταλήψεως, χωρίς ἀπό ἐμᾶς τούς ἴδιους νά «κενωθῇ ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ»[14] λόγῳ ἀπιστίας στό Μυστήριο τῆς ἄπειρης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τήν μετάληψι τῆς θείας Εὐχαριστίας.

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος: ''Μητροπολίτης Σεβαστιανός, ένας φωτεινός Ιεράρχης''

 


Τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Χθές, 18 Δεκεμβρίου, ἑόρταζε ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης Σεβαστιανός, ὁ ὁποῖος κοιμήθηκε στίς 12 Δεκεμβρίου τοῦ 1994, πρίν 26 χρόνια. Καί στήν μνήμη αὐτοῦ τοῦ εὐλογημένου Μητροπολίτου θά ἤθελα νά παραθέσω μερικές ἀπό τίς ἀναμνήσεις μου ἀπό τόν μεγάλο αὐτόν Μητροπολίτη τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπό παλαιότερη ὁμιλία μου.

1. Ἱεροκήρυξ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἰωαννίνων

Οἱ ἐνθυμίσεις πού ἔχουμε ἀπό τήν παιδική μας ἡλικία, ἀρνητικές καί θετικές, παίζουν σημαντικό ρόλο στήν ζωή μας, γενικά στήν ὅλη μετέπεια ἐξέλιξή μας. Αὐτές καθορίζουν τόν τρόπο σκέψεώς μας, αὐτά τά βιώματα μᾶς ἐμπνέουν καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τοῦ ἀνθρωπίνου βίου μας. Τά πρότυπα τά ὁποῖα βρίσκονται μπροστά μας μᾶς ἐπηρεάζουν σημαντικά καί μᾶς ἐμπνέουν.

Ἕνα τέτοιο πρόσωπο τῶν παιδικῶν, νεανικῶν καί φοιτητικῶν μου χρόνων εἶναι ὁ π. Σεβαστιανός. Τόν θυμᾶμαι ὅταν ἦλθε ὡς διάκονος στά Ἰωάννινα, τήν γένετειρά μου, τόν θυμᾶμαι ἔντονα κατά τήν χειροτονία του σέ Πρεσβύτερο στόν Μητροπολιτικό Ναό τῶν Ἰωαννίνων ἀπό τόν Μητροπολίτη Ἰωαννίνων κυρό Δημήτριο, καί ἔκτοτε τόν ἔβλεπα στούς ἄμβωνες τῶν Ἱερῶν Ναῶν νά ὁμιλῆ, ἀλλά καί στίς ἐξομολογήσεις νά μᾶς συμβουλεύη διακριτικά καί κατάλληλα.

Ἦταν ὑψηλός στό ἀνάστημα, λεπτός στό σῶμα, ἱεροπρεπής καί σοβαρός στήν συμπεριφορά του, νουνεχής καί γλυκύτατος. Κατά τίς ἱερές ἀκολουθίες, κυρίως κατά τήν θεία Λειτουργία, ἐνέπνεε ὅλους τούς παρευρισκομένους, καί σέ αὐτό τόν βοηθοῦσε πολύ τό παράστημά του, τά ὡραῖα χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του, ἡ θαυμάσια φωνή του, τό ἐκπληκτικό ψάλσιμό του, ἡ εὐπρέπειά του, ἡ πνευματικότητά του καί τό ρητορικό χάρισμά του. Ὁ Θεός συγκέντρωσε ἐπάνω του τά πιό ἐκπληκτικά χαρίσματα. Ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος ὅταν τόν εἶδε γιά πρώτη φορά νά λειτουργῆ εἶπε: «Αὐτός "μαγεύει" τό ἐκκλησίασμα κατά τήν θεία Λειτουργία».

Ἔχω τήν ἐντύπωση ὅτι ὅλην τήν θαυμάσια παρουσία του κατά τήν θεία Λειτουργία, δηλαδή τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο λειτουργοῦσε, τά εἶχε προσλάβει ἀπό τόν Προϊστάμενο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου Ὁμονοίας Ἀθηνῶν Ἀρχιμανδρίτη Χρυσόστομο Ταβλαδωράκη, τόν μετέπειτα Μητροπολίτη Ἀργολίδος καί κατόπιν Μητροπολίτης Πειραιῶς, ἀφοῦ ὅταν ὁ π. Χρυσόστομος ὑπηρετοῦσε ὡς Ἐφημέριος στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, ὁ Σεβαστιανός ὡς λαϊκός καί φοιτητής Θεολογίας ἦταν νεωκόρος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ. Φαίνεται ὅτι ἐντυπωσιάσθηκε ἀπό τήν ἱεροπρέπεια τοῦ π. Χρυσοστόμου, ἀλλά καί τήν ρητορία του.

Πέρα ἀπό τήν ὅλη ἱεροπρέπειά του εἶχε καί προσευχητικό νοῦ, ἐσωτερική κατάνυξη, ἔκφραση τῆς ἀγαπώσης καρδίας του, καί κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας ἦταν σοβαρός, νουνεχής, προσεκτικός, ἦταν μιά χερουβική προσευχητική ὕπαρξη, πού δέν ἀνεχόταν συζητήσεις καί ἀνάρμοστες συμπεριφορές.

Μαζί μέ τήν ἱεροπρέπεια καί τήν κατανυκτικότητά του στήν θεία Λειτουργία ἦταν καί ἕνας ἐκπληκτικός Ἱεροκήρυκας, ἕνα πραγματικό ἀηδόνι τοῦ ἄμβωνος, δυναμικός καί ἐκρηκτικός, ἀλλά συγχρόνως καί πνευματικός. Ἡ καθαρότητα τῆς φωνῆς του, ἡ ὀρθή ἄρθρωση τοῦ λόγου του, τό ρητορικό του χάρισμα, ὁ χειμαρρώδης λόγος του, τά ρητορικά σχήματα πού χρησιμοποιοῦσε, ἡ καλλιέπεια τῆς γλώσσης πού ἄλλοτε ἦταν ἡ ἁπλή καθαρεύουσα καί ἄλλοτε ὁ λόγιος ἐκκλησιαστικός λόγος, ἀνάλογα μέ τήν περίπτωση, οἱ ἁρμονικές καί πολλές φορές δυνατές κινήσεις τῶν χεριῶν του, τά σπινθηροβόλα, ἔξυπνα καί φλογερά του μάτια, καί πολλά ἄλλα, τόν ἔκαναν νά ἀστράφτη πάνω στόν ἄμβωνα, ὡς ἕνας ἄγγελος πού ἀναγγέλλει τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἤ ὡς Προφήτης πού καλεῖ σέ μετάνοια, καί νά αἰχμαλωτίζη ὅλους τούς ἀκροατές του. Τό κήρυγμά του εἶχε πνευματικό περιεχόμενο καί ὅλα αὐτά καθήλωναν τό ἀκροατήριο.

Ἡ παρουσία του στούς Ναούς ἦταν ἀντικείμενο σχολιασμοῦ, ἀκόμη καί στά καφενεῖα. «Τό εἶπε ὁ Σεβαστιανός» ἔλεγαν. Ὅταν περπατοῦσε στόν δρόμο τόν πρόσεχαν ὅλοι μέ σεβασμό καί τιμή, καί οἱ ἄνθρωποι πού κάθονταν στά καφενεῖα σηκώνονταν καί τόν χαιρετοῦσαν.

Δέν μποροῦσε ἄλλος Ἱεροκήρυξ νά σταθῆ στά Ἰωάννινα. Ὅποιος τόν ἄκουγε λίγο ἤ πολύ δέν μποροῦσε ἔκτοτε νά ἱκανοποιηθῆ ἀπό ἄλλους Ἱεροκήρυκας. Αὐτό τό ἔβλεπα καί στήν ζωή μου. Κατά τά φοιτητικά μου χρόνια στήν Θεσσαλονίκη ἄκουγα διαφόρους Ἱεροκήρυκας, ἀλλά ἐγώ, ἔχοντας ὡς πρότυπο τόν π. Σεβαστιανό, δέν μποροῦσα νά ἱκανοποιηθῶ ἀπό κανέναν.

Ὥς Πνευματικός Πατέρας ἐκδήλωνε ἄλλα γνωρίσματα ἀπό ἐκεῖνα πού βλέπουμε στόν ἄμβωνα κατά τήν διάρκεια τοῦ κηρύγματος, ἤτοι συνδύαζε τήν ἀρχοντική ἀγάπη μέ τό φιλότιμο, τήν τρυφερότητα μέ τήν ἀρρενωπότητα, τό ὀλιγόλογο μέ τήν εἰλικρίνεια, τό ἐνδιαφέρον του γιά ὅλους μέ τόν σεβασμό τῆς ἐλευθερίας τοῦ καθενός, τήν ἀριστοκρατικότητα μέ τήν ἁπλότητα. Ἦταν ἕνας Πνευματικός Πατέρας μέ σοβαρότητα γνώμης καί πληθωρική ἀρρενωπή ἀγάπη. Ὅλα αὐτά τά χαρίσματα τά ἐκδήλωνε στήν κατήχηση καί τήν ἐξομολόγηση, στούς περιπάτους πού τόν συνοδεύαμε καί στίς ἐκδρομές, στήν ἐξοχή καί τούς κλειστούς χώρους. Ἦταν πάντα χαρούμενος, γελαστός, μέ ἕναν λόγο ἕνας πνευματικός ἡγέτης.

Χαιρόμουν πού εἶχα ἕναν τέτοιο Πνευματικό Πατέρα, γιατί ξέφευγε ἀπό τόν στοχαστή καί τόν εὐσεβιστή Ἱεροκήρυκα, καί ἔβλεπα μπροστά μου ἕναν ἀληθινό ἄνθρωπο καί ἕναν ἰδανικό Κληρικό. Ἰδίως, ὅταν ἀργότερα ἔγινα φοιτητής, συζητοῦσα μαζί του πιό ἐλεύθερα καί εἰλικρινά, ἐκεῖνος ἄκουγε τίς ἀπόψεις μου καί μέ τήν ἰσχυρά ἐπιχειρηματολογία του, ὅταν ἔπρεπε, τίς ἀντέκρουε, καί ἄλλοτε τίς δεχόταν μέ πνεῦμα αὐτομεμψίας, γενικά μέ ἀντιμετώπιζε μέ εὐγενικό τρόπο.

Ὅταν ὡς μαθητής καί ἀργότερα ὡς φοιτητής μέ ρωτοῦσαν οἱ ἄλλοι ποιόν ἔχω Πνευματικό Πατέρα, ἐγώ ἔλεγα τό ὄνομά του μέ καμάρι καί θαυμασμό. Θυμᾶμαι ὅτι ἔκανα συγκρίσεις μέ ἄλλους Πνευματικούς Πατέρες πού γνώρισα κατά τήν διάρκεια τῆς φοιτητικῆς μου ζωῆς καί ἔβλεπα τό μεγαλεῖο του, καί γι’ αὐτό δόξαζα τόν Θεό πού ἔφερε στήν ζωή μου τόν π. Σεβαστιανό.

Πρέπει νά ὑπογραμμίσω ὅτι τίς ἀπόψεις μου αὐτές γιά τόν π. Σεβαστιανό πού σχημάτισα κατά τήν παιδική, νεανική καί ἐφηβική μου ἡλικία δέν τίς ἄλλαξα μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του, πού σημαίνει ὅτι ἦταν ἀντικειμενικές καί ὄχι ἐξιδανικευμένες. Ὁ π. Σεβαστιανός ἦταν ἕνας χαρισματικός Ἱεροκήρυκας καί ἄνθρωπος.

2. Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης

Ὅταν ἤμουν τριτοετής φοιτητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης πληροφορήθηκα μέ θαυμασμό καί ὑπερβολική χαρά τήν ἀνάδειξη τοῦ Πνευματικοῦ μου Πατέρα σέ Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης. Ἐκείνη ἡ περίοδος ἦταν ἐξεταστική καί γι’ αὐτό δέν μπόρεσα νά παρευρεθῶ στήν χειροτονία του πού ἔγινε στήν Ἀθήνα, ἀλλά παρακολούθησα μέ ἔκδηλη χαρά ἕνα μέρος τῆς χειροτονίας του ἀπό τό ραδιόφωνο.

Τήν ἐποχή ἐκείνη δέν ὑπῆρχαν τά σημερινά μέσα Μαζικῆς Ἐνημέρωσης, ἀλλά μπόρεσα νά συγκεντρώσω ὅλα ὅσα εἶχαν γραφῆ στίς ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης γιά τήν ἐκλογή του καί τήν χειροτονία του, βρῆκα τίς φωτογραφίες ἀπό τήν χειροτονία του καί χαιρόμουν νά βλέπω τό ἱλαρό, ἀριστοκρατικό καί μεγαλοπρεπές πρόσωπό του.

Ἐνῶ ἦταν στά Ἰωάννινα, ἀφιερωμένος στό ποιμαντικό του ἔργο, πληροφορήθηκε γιά τήν ἐκλογή του σέ Μητροπολίτη, χωρίς νά τό ἀναμένη καί αἰσθάνθηκε βαθύτατη θλίψη, ἦταν δέ ἀποφασισμένος νά μή δεχθῆ τήν ἐκλογή του. Παρακαλοῦσε γιά πολλή ὥρα τόν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος Ἱερώνυμο μέ δάκρυα στά μάτια, γονατισμένος στά πόδια του νά ἀνακληθῆ αὐτή ἡ ἀπόφαση, ἐξεδήλωσε τήν ἐπιθυμία του νά μήν ἀποδεχθῆ τήν ἐκλογή του.

Ἐπειδή ὁ Ἀρχιεπίσκοπος δέν δέχθηκε τήν παράκλησή του, μέ τήν ἀπειλή ὅτι ἄν δέν δεχθῆ τήν ἐκλογή του, θά τιμωρηθῆ, ἔγινε ἡ χειροτονία του σέ Ἐπίσκοπο μέσα σέ βαθύτατη θλίψη του καί ὁ χειροτονητήριος λόγος του ἦταν λιτός, σύντομος, δωρικός καί κατ’ ἐξοχήν πατερικός, πού ἔδειχνε ἕναν ἄνθρωπο πού δέν εἶχε ποτέ στόν νοῦ του αὐτήν τήν ὥρα, δέν εἶχε σκεφθῆ ποτέ τήν ἐκλογή του σέ Μητροπολίτη, ἔδειχνε ἕναν ἄνθρωπο πού δέν ἤθελε αὐτήν τήν ἐκκλησιαστική τιμή, ἀλλά τόν εἵλκυε περισσότερο ἡ θέση τοῦ Ἱεροκήρυκα.

Αὐτό τό περιστατικό εἶναι σπάνιο στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, ὄχι μόνον στά νεώτερα χρόνια, ἀλλά καί στά παλαιότερα, ὅσο σπάνιος ἦταν καί ὁ π. Σεβαστιανός, ὡς ἄνθρωπος καί Κληρικός. Ἡ πρακτική εἶναι νά γνωρίζη ὁ ὑποψήφιος γιά τήν ἐκλογή του καί νά δίνη ἀμέσως τό μικρό μήνυμα ἐνώπιον τῶν ἐκλεκτόρων Ἀρχιερέων καί νά τούς εὐχαριστῆ γιά τήν προτίμησή τους στό πρόσωπό του. Ὁ π. Σεβαστιανός ὄχι μόνον δέν ἔκανε αὐτό, ἀλλά προχώρησε καί πιό πέρα, δηλαδή δέν ἤθελε τήν ἐκλογή του, καί ἔκλαιγε γι’ αὐτήν, καί στήν συνέχεια μετά τήν χειροτονία του ἔπεσε σέ βαθύτατη θλίψη. Αὐτή ἡ στάση του δέν ἔδειχνε ἔλλειψη σεβασμοῦ στήν Χάρη τῆς Ἀρχιερωσύνης, ἀλλά φανέρωνε ὅτι ἦταν κάτι ξαφνικό καί δέν τό εἶχε ποτέ στόν νοῦ του, δέν τό σκεπτόταν, καί δέν τό ἐπιθυμοῦσε.

Μετά τήν χειροτονία του σέ Μητροπολίτη τόν συνάντησα στά Ἰωάννινα, ὅταν ἦλθε γιά νά γίνη ἡ ἐνθρόνισή του καί νά ἀρχίση τό ποιμαντικό του ἔργο στήν δύσκολη περιοχή τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης. Ἐκεῖνο πού μοῦ ἔκανε ἰδιαίτερη ἐντύπωση ἦταν ὅτι ὁ ἀγαπητός καί πεφιλημένος μας Ἱεροκήρυξ, ὁ π. Σεβαστιανός, μετά τήν χειροτονία του σέ Μητροπολίτη, ἔχασε τό παιδικό του πρόσωπο, τήν ἱλαρότητα τοῦ προσώπου του, τό ἑλκυστικό καί ἐκπληκτικό χαμόγελό του, τό χαρούμενο τοῦ χαρακτῆρος του καί φαινόταν πολύ λυπημένος. Δέν χάρηκε καθόλου τήν ἀνάδειξή του στόν ἀρχιερατικό βαθμό καί τό ἐκδήλωνε φανερά σέ ὅλους, χωρίς νά τό κάνη προσποιητά καί ὑποκριτικά.

Συμμετεῖχα στήν ἐνθρόνισή του στήν ἕδρα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, τό Δελβινάκι, μέ ἔκδηλη χαρά, γιατί αἰσθανόμουν ὅτι αὐτός ὁ Κληρικός μέ τά ἐκπληκτικά προσόντα πού διέθετε ἦταν γεννημένος γιά νά γίνη Μητροπολίτης. Ὅταν ἀργότερα γνώρισα πολλούς Μητροπολίτες καί ἔκανα συγκρίσεις, κατέληξα στό συμπέρασμα ὅτι στόν π. Σεβαστιανό ἄξιζε μιά μεγάλη Μητρόπολη γιά νά ἐκδηλώση ὅλα τά πολυποίκιλα χαρίσματά του.

Μετά τήν ἀκολουθία τῆς ἐνθρονίσεώς του μέ παρακάλεσε νά μείνω μαζί του τίς πρῶτες ἡμέρες στήν Κόνιτσα καί νά τόν βοηθήσω στά πρῶτα βήματα τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας. Μέχρι τότε τόν ἀγαποῦσα πολύ, ἀλλά τόν σεβόμουν ἀπεριόριστα, καί αἰσθανόμουν δέος ἀπέναντί του, τώρα ὅμως γιά μιά ὁλόκληρη ἑβδομάδα παρέμεινα μαζί του στό Ἐπισκοπεῖο στήν Κόνιτσα, μαζί μέ μερικούς ἄλλους, συμμετέχοντας στήν πρωινή καί βραδυνή προσευχή, στό τραπέζι καί ἀκολουθώντας τόν Μητροπολίτη στίς πρῶτες περιοδεῖες του, κάνοντας χρέη ἱεροψάλτη.

Αὐτό γιά μένα ἦταν μιά ὀνειρώδης κατάσταση. Τό ἴδιο αἰσθανόμουν καί κάθε φορά πού κατά τίς διακοπές ὡς φοιτητής πήγαινα στήν Κόνιτσα νά ἐξομολογηθῶ, νά συζητήσω μαζί του, νά εὑρεθῶ στό ἴδιο τράπεζι καί νά ἀκούσω τά σοφά του λόγια. Αἰσθανόμουν μεγάλη τιμή πού εἶχα Πνευματικό Πατέρα ἕναν τέτοιο λαμπρό Ἱεράρχη.

Ὁ π. Σεβαστιανός ἦταν ἕνας ἀληθινός Ἐπίσκοπος πού θυσιαζόταν στήν ἐπισκοπική του διακονία. Ἵδρυσε Γηροκομεῖο, Οἰκοτροφεῖα, βοηθοῦσε ποικιλοτρόπως τούς ἀνθρώπους, ἐξομολογοῦσε, περιόδευε καί στά πιό δυσπρόσιτα χωριά γιά νά λειτουργήση, νά ὁμιλήση, νά συζητήση μέ τούς ἀνθρώπους στίς πλατεῖες.

Αὐτός χαιρόταν ὅλη αὐτήν τήν διακονία, ἀλλά ἐγώ αἰσθανόμουν ὅτι δέν τόν χωροῦσε αὐτός ὁ μικρός τόπος, ἔπρεπε νά ἦταν ἀλλοῦ. Δέν ἦταν δυνατόν ἕνας τέτοιος χαρισματοῦχος καί ἐκπληκτικός Ἐπίσκοπος νά λειτουργῆ σέ μικρές Ἐκκλησίες, μέ λίγο κόσμο, μέ ἀγράμματους Ἱερεῖς, μέ κακόφωνους ψάλτες, μέ δύσκολες συνθῆκες μεταβάσεως καί μεταφορᾶς. Ἀλλά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν αὐτό καί ἐκεῖνος ὑποτασσόταν μέ χαρμολύπη.

3. Ἡ ἀδελφική φιλία τῶν δύο Πνευματικῶν μου Πατέρων

Ἀπήλαυσα τόν π. Σεβαστιανό κατά τήν νεανική μου ἡλικία, τόν παρακολουθοῦσα ὡς Μητροπολίτη τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης, ἀφοῦ πολλές φορές πήγαινα ἐκεῖ, ἀλλά δέν τόν χάρηκα ὡς μέλος τῆς Ἱεραρχίας γιά νά δῶ τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο συμπεριφερόταν κατά τίς Συνεδριάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί τῆς Ἱεραρχίας. Ἐκλέχθηκα Μητροπολίτης ἕξι μῆνες μετά τήν ὁσιακή κοίμησή του, ἄν καί ὁ ἴδιος ἐνδιαφερόταν γιά μένα νά γίνω Μητροπολίτης.

Ὡστόσο, ὅμως, παρακολουθοῦσα τήν παρουσία του στήν Ἱερά Σύνοδο ἐμμέσως μέσα ἀπό τίς διηγήσεις τοῦ μετέπειτα Γέροντά μου Μητροπολίτου Ἐδέσσης ἁγίου Καλλινίκου, μέ τόν ὁποῖο ἦταν στενά συνδεδεμένοι καί εἶχαν κοινές ἀπόψεις γιά τά φλέγοντα ἐκκλησιαστικά θέματα τῆς ἐποχῆς τους.

Ἡ περάτωση τῶν γυμνασιακῶν μου σπουδῶν στό Ἀγρίνιο ἔγινε αἰτία νά γνωρίσω τόν τότε Πρωτοσύγκελλο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἀρχιμ. π. Καλλίνικο καί μετέπειτα Μητροπολίτη τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλπωπίας. Μετά τήν ἀποφοίτησή μου ἀπό τήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, μέ τήν εὐχή τοῦ π. Σεβαστιανοῦ, ἀποδέχθηκα τήν πρόσκληση τοῦ Μητροπολίτου Ἐδέσσης νά πάω στήν Ἔδεσσα τῆς Μακεδονίας, ἀντί στήν Κόνιτσα τῆς Ἠπείρου. Ὁ π. Σεβαστιανός ἐξυμνοῦσε τόν Καλλίνικο, ὁ ὁποῖος ἐκλέχθηκε Μητροπολίτης σχεδόν ἕνα μῆνα μετά ἀπό αὐτόν, γιά τήν ἄσκησή του, τήν εὐφυΐα του, τό ἐκκλησιαστικό του φρόνημα καί τήν ἔντονη πνευματικότητά του.

Ἡ μετάβασή μου στήν Ἔδεσσα ἔγινε ἀφορμή νά γνωρισθοῦν οἱ δύο Μητροπολίτες ἀκόμη περισσότερο, πράγμα πού μέ χαροποιοῦσε πολύ. Ἡ συνεργασία τους στήν Ἱερά Σύνοδο καί ἡ διαρκής ἐπικοινωνία τους, τόσο στήν Ἔδεσσα ὅσο καί στήν Κόνιτσα μέ ἱκανοποιοῦσε πολύ. Ἔβλεπα μέ κρυφή χαρά τούς δύο Πνευματικούς μου Πατέρας νά ἔχουν μιά θαυμαστή συνεργασία καί μιά στενή ἐπικοινωνία μεταξύ τους, γιά τήν ὁποία εἶχα συντελέσει κι ἐγώ.

Κατά τήν χειροτονία μου σέ διάκονο ὁ π. Σεβαστιανός ἦλθε στήν Ἐδεσσα, ὁμίλησε θαυμάσια, ἔμενε στό Μητροπολιτικό Οἴκημα, μοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά τόν διακονήσω, μέ συμβούλευσε κατάλληλα. Ἡ διέλευσή του ἀπό τήν Ἔδεσσα κάθε φορά πού πήγαινε στό Ἅγιον Ὄρος ἦταν πηγή χαρᾶς καί εὐχαριστήσεως. Ἡ μετάβασή μας -τοῦ Καλλινίκου καί ἐμοῦ- στήν Κόνιτσα γιά νά συμμετάσχουμε στήν πανήγυρη τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ ἦταν μιά θαυμάσια εὐκαιρία νά ἀναπτυχθῆ ἀκόμη περισσότερο ἡ φιλία τους. Κι ἐγώ χαιρόμουν, γιατί ἔγινα ἀφορμή νά συνδεθοῦν στενά οἱ δύο αὐτοί ἅγιοι Ἱεράρχες.

Ὁ Μητροπολίτης Ἐδέσσης ἅγιος Καλλίνικος χαιρόταν γιατί εἶχε προσωπικό φίλο καί ἀδελφό τόν Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως Σεβαστιανό. Ὅταν ἐπέστρεφε ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο καί τήν Ἱεραρχία πάντοτε μου διηγεῖτο περιστατικά πού ἔδειχναν τά χαρίσματα τοῦ π. Σεβαστιανοῦ. Μοῦ ἔλεγε ὅτι ὅταν μιλοῦσε ὁ Σεβαστιανός ὅλοι οἱ Ἱεράρχες σιωποῦσαν καί τόν παρακολουθοῦσαν μέ προσοχή. Ὁ λόγος του ἦταν νηφάλιος, εὐγενικός, γλυκύς, συγκροτημένος, διακριτικός. Ὁ ἅγιος Καλλίνικος καυχόταν γιά τόν ἀδελφικό του φίλο.

Ὡς χαρακτῆρες ἦταν διαφορετικοί, ἀλλά τούς συνέδεε περισσότερο ἡ ἀγάπη τους γιά τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία. Ὁ ἅγιος Καλλίνικος ἦταν λεπτοκαμωμένος, θύμιζε ἀσκητή τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἦταν λεπτός στά αἰσθήματά του, ταπεινός στήν συμπεριφορά του, διακριτικός στίς κινήσεις του, καί περισσότερο διπλωματικός στήν ἀντιμετώπιση διαφόρων γεγονότων. Ὁ μακαριστός Σεβαστιανός ἦταν μεγαλοπρεπής στήν συμπεριφορά του, εὐθύς στόν λόγο του, ἐξέφραζε μέ εἰλικρίνεια τίς ἀπόψεις του, μερικές φορές ἦταν λίγο δηκτικός, χωρίς νά εἶναι συγκρουσιακός. Παρά τήν διαφορετικότητα τῆς συμπεριφορᾶς τους, ἐν τούτοις καί οἱ δύο ἀποτελοῦσαν μιά θαυμαστή ἑνότητα, καί εἶχαν μιά σημαντική ἀδελφική φιλία.

Γέροντας μου ἀπό τότε πού ἔγινα Κληρικός ἦταν ὁ ἅγιος Καλλίνικος μέ τόν ὁποῖο ἔμενα στόν ἴδιο χῶρο καί μοῦ ἔδειχνε πληθωρική ἀγάπη συνδυασμένη μέ τήν κατά Χριστόν ἐλευθερία. Ἀλλά καί ὁ πρῶτος Πνευματικός μου Πατέρας, ὁ Σεβαστιανός, μέ συμβούλευε διαρκῶς ἀπαντώντας σέ δικές μου ἐπιστολές. Μερικές φράσεις πού θά παραθέσω εἶναι ἐκφραστικότατες, κυρίως ἐπειδή δείχνουν τήν μεγαλωσύνη τοῦ πνευματικοῦ αὐτοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ ἀνδρός:

«Εὐχάς ἐγκαρδίους, νά εὐαρεστήσῃς τῷ Κυρίῳ καί τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ, κηρύττων καί ἐργαζόμενος «μή ὡς ἀνθρωπάρεσκος, ἀλλ᾿ ὡς δοῦλος Ἰησοῦ Χριστοῦ», διά νά ἔχῃς καί πολλούς τούς καρπούς καί ἐδῶ καί κυρίως, ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (1971).

«Σοῦ εὔχομαι ὁλοψύχως νά καλλιεργῇς ἐν τῇ καρδίᾳ σου τήν προσευχήν, τήν νῆψιν καί τήν βασιλίδα τῶν ἀρετῶν, τήν τα πείνωσιν» (1978).

«Εὔχου ... νά χαρίζῃ ὁ Κύριος καί εἰς ἐμέ τήν ταπείνωσιν, ἥτις ἑλκύει πλουσίως τήν χάριν καί τήν εὐλογίαν τῆς Παναγίας Τριάδος» (1972).

«Εὔχου καί ὑπέρ ἐμοῦ, διότι τά χρόνια περνοῦν καί ἀκόμη εἶμαι ἀκατάρτιστος!» (1980).

«Ἐάν ὅμως μοῦ δίνης τήν ἄδειαν καί ἐπέτρεπεν τοῦτο καί ὁ ἅγιος Δεσπότης σου, ὡς παλαιός σου Πνευματικός θά ἔλεγα: ἀπόφευγε πρός τό παρόν δημοσιεύσεις· τώρα μελέτα Ἁγ. Γραφήν καί Πατέρας καί ἀργότερα ἔρχεται καί ἡ σειρά τῆς συγγραφῆς. Ἔτσι φρονῶ· διότι «ὁ μισόκαλος», ὅπως ἔλεγε ὁ π. Ἰάκωβος, μᾶς πολεμεῖ! Ζητῶ καί πάλιν συγγνώμην· τόν λόγον ἔχει ὁ νῦν πατήρ σου, εἰς ὅν διαβιβάζεις τήν ἀγάπην μου» (1972).

«Ἀπό καρδίας εὔχομαι, ὅπως ὁ Ἀναστάς Κύριος χαρίζῃ σοι ὑγείαν πολλήν, ζῆλον πύρινον, καρδίαν «καιομένην», ἵνα πάντα ταῦτα τιθέμενα εἰς τήν διάθεσιν τοῦ κηρύγματος τῆς Ἀναστάσεως, συντελοῦν εἰς τήν δόξαν τοῦ Παναγίου ὀνόματος τοῦ Κυρίου. Ἐνθυμεῖσαι ἰδικά μου πτωχά κηρύγματα, πτωχότατα μάλιστα, εἰς ταπείνωσιν καί ἁγιασμόν; «Τό ἔλεός Σου Κύριε...». Εὔχου ὑπέρ ἐμοῦ καί ὑπέρ ὅλων τῶν Ἐπισκόπων, ἵνα πολιτευθῶμεν κατ᾿ αὐτάς ἐν φόβῳ Θεοῦ! Τά δέοντα εἰς τόν ἅγ. Δεσπότην» (1973).

«Ἔτη πολλά, ὁσιακά, ταπεινά καί συνετά. "Μέμνησο δέ ὅτι θνητός εἶ"» (1989).

Κάποια στιγμή πέρασα ἀπό τήν συγκλονιστική περίοδο τῆς κοιμήσεως τοῦ Γέροντά μου Μητροπολίτου ἁγίου Καλλινίκου καί ὁ Σεβαστιανός στάθηκε κοντά μου ὡς ὁ πρῶτος Πνευματικός μου Πατέρας, ἀλλά καί ὡς ἀδελφικός φίλος τοῦ ἁγίου Καλλινίκου καί μέ προστάτευε ἀπό τίς δοκιμασίες τίς ὁποῖες περνοῦσα. Λυπήθηκε πολύ πού ἔχασε τόν ἀδελφικό του φίλο καί μέ παρηγοροῦσε κατάλληλα.

Ὕστερα ἀπό μερικά χρόνια πέρασα καί ἀπό τήν δοκιμασία τῆς ἀρρώστιας καί τῆς κοίμησης τοῦ πρώτου Πνευματικοῦ μου Πατέρα, τοῦ π. Σεβαστιανοῦ. Τόν ἐπισκέφθηκα στό Νοσοκομεῖο Ἀθηνῶν ὅπου νοσηλευόταν καί στάθηκα κοντά του μέ ἀπόλυτο σεβασμό, ἀλλά καί μέ ἐν Κυρίῳ καύχηση πού τόν γνώρισα καί τόν εἶχα Πνευματικό μου Πατέρα κατά τά παιδικά, τά νεανικά καί τά φοιτητικά μου χρόνια.

Ἡ κοίμηση καί τῶν δύο Ἱεραρχῶν ἦταν ὁσιακή. Καί οἱ δύο ὑπερέβησαν τόν φόβο τοῦ θανάτου, εἶχαν τήν ἀπόλυτη βεβαιότητα ὅτι πηγαίνουν στόν Θεό, τήν οὐράνια πατρίδα, διακρίνονταν ἀπό τήν αὐτομεμψία, τήν ἀληθινή ἀσκητική ζωή καί τόν οὐράνιο πόθο. Καί οἱ διαθῆκες τῶν δύο αὐτῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν ἦταν ἁγιοπατερικές. Καί ἐγώ αἰσθανόμουν μεγάλο βάρος ἀπό αὐτήν τήν πνευματική κληρονομιά καί τόν μεγάλο θησαυρό πού μοῦ χάρισε ὁ Θεός.

4. Ὁ π. Σεβαστιανός ὡς Ὀρθόδοξος πατριώτης

Ἀμέσως ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἐπικοπικῆς του διακονίας ὁ π. Σεβαστιανός προοδευτικά ἐξεδήλωνε αὐτό πού πάντοτε εἶχε μέσα του, τήν ἀγάπη του πρός τήν Πατρίδα.

Ὁ π. Σεβαστιανός ἦταν ἔντονα πατριώτης, ἀλλά καί ἀληθινός Χριστιανός. Ἄκουγε γιά τό δράμα τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλήνων πού βρίσκονταν στήν Βόρειο Ἤπειρο καί πληγωνόταν ἡ καρδιά του. Δέν μποροῦσε νά ἀντέξη αὐτό τό μαρτύριο πού περνοῦσαν «οἱ ἀδελφοί μας», ὅπως ἔλεγε. Ἔχυσε αἷμα γιά τήν ὑπόθεση αὐτή. Περιόδευε ὅλη τήν Ἑλλάδα καί τόν κόσμο γιά νά μιλήση γιά τόν σεβασμό πρός τά ἀνθρώπινα δικαιώματα τῶν ἀδελφῶν μας Βορειοηπειρωτῶν, γιά τό ἄνοιγμα τῶν Ἐκκλησιῶν καί τήν ἄσκηση μέ ἐλευθερία τῶν θρησκευτικῶν τους καθηκόντων.

Ἄκουγα γιά τόν ἀγώνα του, τόν ἔβλεπα νά ὁμιλῆ σέ μεγάλες συγκεντρώσεις φοιτητῶν στήν Ἀθήνα καί σέ ἄλλες πόλεις, ὅπου ἐκδήλωνε τά μεγάλα ρητορικά χαρίσματά του, ὅπως παλαιά ἔκανε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Κύπρου Μακάριος, διάβαζα γιά τήν παρουσία του στόν Ὀργανισμό τῶν Ἡνωμένων Ἐθνῶν, στό Κογκρέσο τῆς Ἀμερικῆς, τήν Εὐρώπη, γιά νά ὑπερασπίζεται τίς ἐλευθερίες τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων τῆς Βορείου Ἠπείρου καί τόν θαύμαζα ἀκόμη περισσότερο. Ἔβλεπα τούς κινδύνους πού ἐνέδρευαν παντοῦ, ἀφοῦ ἦταν ὁ κατ’ ἐξοχήν πολέμιος τοῦ καθεστῶτος Χότζα στήν Ἀλβανία, ἀλλά αἰσθανόμουν καί τήν ἀτρόμητη διάθεσή του νά μαρτυρήση ἀκόμη γιά τήν ἀγάπη του αὐτή.

Πατριώτης εἶναι αὐτός πού ἀγαπᾶ τήν Πατρίδα του στήν ὁποία γεννήθηκε, ἡ ὁποία στήν συνέχεια δηλώνει καί τήν γῆ τῶν Πατέρων, τῶν προγόνων του. Ἡ Πατρίδα γιά τόν μακαριστό Ἱεράρχη δέν ἦταν ἁπλῶς ἕνας γεωγραφικός χῶρος, ἀλλά ὁ χῶρος στόν ὁποῖο ἔζησαν οἱ Πατέρες του, καί αὐτοί δέν εἶναι οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι, ἀλλά οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἅγιοι Μάρτυρες καί οἱ ὅσιοι ἀσκητές.

Ἔτσι, πατριωτισμός γι’ αὐτόν ἦταν ἡ ἀγάπη γιά τήν Πατρίδα καί τήν Ὀρθοδοξία, τήν λεγόμενη Ρωμηοσύνη. Μέσα ἀπό αὐτήν τήν θεολογία τοῦ πατριωτισμοῦ πρέπει νά ἑρμηνεύσουμε τήν ἀγάπη τοῦ Σεβαστιανοῦ γιά τήν Βόρειο Ἤπειρο. Δέν ἄντεχε νά βλέπη τούς ἀδελφούς του Ὀρθοδόξους Ἕλληνες νά στενάζουν στήν σκλαβιά, νά μή μποροῦν νά ἐκκλησιαστοῦν, νά προσευχηθοῦν δημοσία, νά κοινωνήσουν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, νά γιορτάζουν τό Πάσχα καί τά Χριστούγεννα καί ὅλες τίς μεγάλες ἑορτές.

Ὑπάρχει διάκριση μεταξύ πατριωτισμοῦ καί σωβινισμοῦ. Ὁ ὅρος σωβινισμός προῆλθε ἀπό τόν Σωβέν, τόν γάλλο ἥρωα τῆς γαλλικῆς θεατρικῆς σκηνῆς τῆς δεκαετίας τοῦ 1830, καί δηλώνει τήν ἀκραία μορφή πατριωτισμοῦ, καί τήν ὑποτίμηση κάθε ἄλλου ξένου στοιχείου πρός τήν Πατρίδα του. Ὁ γνήσιος, ὅμως, πατριωτισμός σημαίνει τήν πραγματική ἀγάπη στήν Πατρίδα, χωρίς φανατισμούς χωρίς ἀποκλεισμούς, χωρίς ἀπορρίψεις ἄλλων στοιχείων.

Αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Μητροπολίτου Σεβαστιανοῦ γιά τήν Πατρίδα του κυριαρχοῦσε μέσα στήν καρδιά του. Ἕνα βράδυ, στήν ἀρχή ἀκόμη τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας, μέ ὁδήγησε ἔξω στό μπαλκόνι τῆς Μητροπόλεως, μοῦ ἔδειξε τά φῶτα τοῦ Λεσκοβικίου πού εἶναι στήν Ἀλβανία καί μοῦ εἶπε: «Ἐκεῖ βασανίζονται οἱ ἀδελφοί μας ἀπό τήν σκλαβιά τοῦ καθεστῶτος Χότζα». Καί στενοχωριόταν βαθειά.

Ὁ Δρυϊνουπόλεως Σεβαστιανός σέ μιά πολύ κρίσιμη περίοδο τοῦ ἀγῶνος γιά «τό Βορειοηπειρωτικό», ἐπισκέφθηκε τό Ἅγιον Ὄρος καί συνάντησε, μεταξύ τῶν ἄλλων μοναχῶν, καί τόν ἅγιο Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη, τόν θαυμαστό ἡσυχαστή καί ἐρημίτη καί συζήτησε μαζί του τό θέμα αὐτό. Ἡ συζήτηση αὐτή εἶναι πολύ σημαντική καί θά ἔπρεπε κανείς νά τήν διαβάση προσεκτικά καί νά ἐντοπίση πολλά σημεῖα.

Κατ’ ἀρχάς ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ νά δῆ τήν καθαρότητα τῆς σκέψεως τοῦ Ἱεράρχου, τήν ἀγάπη του γιά τούς ἀδελφούς του, ἀλλά καί τήν διάθεση τοῦ μαρτυρίου του. Ἔπειτα, μπορεῖ νά δῆ τήν διακριτικότητα τοῦ παπα-Ἐφραίμ, τόν σεβασμό του στόν Ἀρχιερέα, ἀλλά καί τήν ἀγάπη του πρός αὐτόν. Αὐτή ἡ συζήτηση εἶναι ὑπόδειγμα συναντήσεως Ἱεράρχου μέ ἐρημίτη καί δείχνει τήν προσωπικότητα τοῦ π. Σεβαστιανοῦ.

Θά ἀποσπάσω μερικά κομμάτια ἀπό τήν ἐκπληκτική αὐτή συζήτηση πού θυμίζει συζητήσεις ἁγίων Ἐπισκόπων μέ ἁγίους ἐρημίτες.

«π. Ἐφραίμ: Τιμή μας σήμερα ἡ παρουσία σας. Μεγάλη χαρά μᾶς δίνετε. Σᾶς περιμέναμε. Ὁ Σεβαστιανός στό καλύβι μας... Πολύ σᾶς εὐχαριστοῦμε. Πολύ, σεβασμιώτατε.

...

π. Ἐφραίμ: ... Ἐμεῖς σᾶς βλέπουμε σάν μάρτυρα. Εἶσθε μάρτυρας. Καί ἔχετε συνεχές μαρτύριο, σεβασμιώτατε.

...

Σεβαστιανός: Τώρα, Γέροντα, νά σέ ρωτήσω. Συναντῶ ἀντιδράσεις. Καί ἀπό Χριστιανούς ἀκόμη. "Τό παρακάνει, λένε, "ὁ Σεβαστιανός. Συνέχεια γιά τή Βόρειο Ἤπειρο μιλάει. Ὑπάρχουν κι ἄλλα πνευματικά θέματα. Ἄς σταματήσουμε τώρα". Ἐσύ, τί λές; Ποιά εἶναι ἡ γνώμη σου;

π. Ἐ.: Ὄχι, σεβασμιώτατε. Δέν ἔχουν δίκιο. Μήν ἀκοῦτε. Νά σταματήσουμε; Μά δέν σταμάτησαν τά μαρτύρια. Συνεχίζονται. Γι᾿ αὐτό κι ἐσεῖς συνέχεια νά μιλᾶτε καί νά ἀγωνίζεσθε. Κι ἐμεῖς συνέχεια θά προσευχόμαστε. Αὐτό εἶναι τό πνευματικό θέμα. Τά ἄλλα ξεγελοῦν.

Σεβ.: Θέλω, Γέροντα, νά μοῦ πεῖς· βαθιά – βαθιά στήν καρδιά σου ἔτσι νιώθεις γιά μένα καί τόν ἀγώνα πού κάνω; Πῶς ἀκριβῶς αἰσθάνεσαι; Μή μοῦ τό κρύψεις. Πές τό μου.

π. Ἐ.: Πῶς αἰσθάνομαι γιά σᾶς! Αἰσθάνομαι... Νά κάνω τήν κίνηση; Ἔτσι μοῦ ᾿ρχεται... Εἶναι ὅμως κι ἄλλοι μπροστά. Νά μή μᾶς παρεξηγήσουν, σεβασμιώτατε... Καταλαβαίνετε πῶς αἰσθάνομαι! ... (Σηκώθηκε νά τόν ἐναγκαλισθεῖ).

Σεβ.: Μέ ἀνακούφισες πολύ, Γέροντα. Θά συνεχίζω μ᾿ ὅση δύναμη ἔχω. Ἀφοῦ συμφωνεῖς κι ἐσύ.

...

Σεβ.: Δῶσ᾿ μου τήν εὐχή σου, Γέροντα. Τήν ἔχω ἀνάγκη.

π. Ἐ.: Τί νά τήν κάνεις τήν εὐχή; Τόσο τή θέλεις;

Σεβ.: Δῶσ᾿ τη μου. Νά φύγω γεμάτος.

π. Ἐ.: Ἀφοῦ ἐπιμένεις. Νά τήν ἔχεις (μέ ἔμφαση). Ὁ Θεός νά σᾶς εὐλογεῖ, σεβασμιώτατε. Κι ἐγώ νά ᾿χω τήν εὐχή σας».

Πέρα ἀπό αὐτό ὁ Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Σεβαστιανός ἀγαποῦσε μιά ἄλλη Πατρίδα, τήν ἀληθινή γενέτειρά του, ἀπό τήν ὁποία προῆλθε ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα, καί ἐπιθυμοῦσε τήν ἐπαναφορά του στόν Παράδεισο. Τό καλύτερο τραγούδι του πού μᾶς τραγουδοῦσε ἦταν γιά τήν «λαμπροτέρα ἡλίου γῆ», πού εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο τραγουδοῦσε μέ τήν γλυκύτατη καί δυνατή φωνή του.

«Λαμπροτέρα ἡλίου ἡ Γῆ,

ἥν σαφῶς διορῶμεν μακράν,

λευχειμώνων ἀγγέλων μονή,

κοσμουμένη μέ θείαν χαράν.

Ναί ἐκεῖ, ναί ἐκεῖ, θέλομεν ποτέ συναντηθῆ,

ὦ Πατρίς οὐρανία, τρισευδαίμων καί τρισποθητή».

Ἔτσι, ὁ μακαριστός Σεβαστιανός δέν ἦταν ἁπλῶς ἕνας ἀγωνιστής Ἱεράρχης, ἕνας καλός Κληρικός, ἀλλά ἕνας ἅγιος Ἐπίσκοπος, ἕνας λαμπρός Ἱεράρχης μέσα στό πνευματικό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας.

Ποτέ δέν ἔφυγε ἀπό τόν νοῦ μου ἡ μεγάλη προσωπικότητα τοῦ Μητροπολίτου Δρυϊνουπόλεως Σεβαστιανοῦ. Ὅλα τά αἰσθήματά μου καί τίς ἐντυπώσεις μου ἀπό τήν διαρκῆ ἐπικοινωνία πού εἶχα μαζί του τά ἔχω ἀποτυπώσει σέ ἕνα βιβλίο πού ἔγραψα μέ τίτλο «Παλαιόν ὄφλημα».

5. Γενικές ἐντυπώσεις μου

Τελικά, θά ἤθελα νά τονίσω ἰδιαιτέρως καί συμπερασματικῶς μερικές γενικές ἐντυπώσεις μου ἀπό τήν πολυχρόνια συναναστροφή μου μέ αὐτόν τόν πανάξιο Ἱεράρχη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τόν ὁποῖο γνώριζα ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία μέχρι τήν κοίμησή του.

Ὁ Σεβαστιανός ἦταν ἕνας χαρισματικός ἄνθρωπος καί κληρικός. Στολιζόταν ἀπό ὑπέροχα φυσικά καί ἐπίκτητα χαρίσματα. Τά φυσικά του προσόντα, ὅπως τά ὡραῖα χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του, ἡ εὐγλωττία του, ἡ ρητορική του δεινότητα, τό παρουσιαστικό του, ἡ εὐφυΐα του, ἡ εὐστροφία του, ἡ ὁλοκληρωμένη διατύπωση τοῦ λόγου του, τό χαρίεν τοῦ προσώπου του καί τοῦ λόγου του, τό πηγαῖο χιοῦμορ του, καί τό ἀγαπητικό πείραγμά του, ἦταν πλούσια ἐπάνω του καί τόν ἔκαναν ἐκπληκτικό καί ὡς ἄνθρωπο.

Ἦταν ἄριστος ὡς λειτουργός καί ὁμιλητής. Ἡ παρουσία του κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας ἦταν ἐκπληκτική, προξενοῦσε ἐνθουσιασμό, ἐξέπεμπε μιά ἀντανάκλαση τοῦ Παραδείσου, ἦταν πραγματικά ἕνας ἄγγελος ἐπί τῆς γῆς.

Ὁ Σεβαστιανός, παρά τήν ὁρμητικότητα τοῦ χαρακτῆρος του, καί τήν χειμαρρώδη ἔκφραση τοῦ λόγου του, ἦταν ἕνας ἡσυχαστής στήν καρδιά του. Πάντοτε ὅπου πήγαινε μετέφερε τόν «καλόγηρο» μέσα στήν καρδιά του, ζοῦσε ἁπλά καί ταπεινά, προσευχόταν καρδιακά, ἔστω κι ἄν δέν τό ἔλεγε, εἶχε βαθυτάτη αὐτομεμψία, πού εἶναι τό χαρακτηριστικότερο γνώρισμα τῶν ἀσκητῶν.

Ἦταν πατριώτης, γιατί ἀγαποῦσε τήν Πατρίδα στήν ὁποία γεννήθηκε καί μεγάλωσε, κυρίως ἀγαποῦσε ὅλη τήν παράδοση πού κληρονόμησε ἀπό τούς προγόνους του καί τούς Πνευματικούς του Πατέρας, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν ὁ ὅσιος Βησσαρίων τῆς Μονῆς Ἀγάθωνος, ἀπό τόν ὁποῖο ἔλαβε τήν συμμαρτυρία νά γίνη κληρικός, ἀλλά καί τούς μετέπειτα Πνευματικούς του Πατέρας, τῆς Ἀδελφότητος «Σωτήρ», καί πάνω ἀπό ὅλα ἀγαποῦσε ὁλοκάρδια τήν οὐράνια πατρίδα, τόν οὐρανό, πού τόν σκεπτόταν, γιά τόν ὁποῖο προετοιμαζόταν καί στόν ὁποῖο πορεύθηκε μέ ἀτρόμητο τρόπο καί ἀπίστευτη γενναιότητα.

Δοξάζω τόν Θεό πού γνώρισα τόν μακαριστό Σεβαστιανό, τόν Πνευματικό Πατέρα τῶν παιδικῶν, νεανικῶν καί φοιτητικῶν μου χρόνων, τόν Πνευματικό τῆς καρδιᾶς μου, ἀλλά καί τόν συμπαραστάτη μου σέ ὅλη τήν μετέπειτα ἱερατική μου διακονία. Καυχῶμαι ἐν Κυρίῳ γι’ αὐτό καί ζητῶ τήν προσευχή του.

Ὁ Μητροπολίτης Σεβαστιανός ἦταν ἕνας μεγάλος ἐκκλησιαστικός καί ἐθνικός ἡγέτης, μέ ὅλη τήν σημασία τῆς λέξεως, ἀλλά καί μέ ἔντονο πνευματικό βάθος, ἦταν ἕνας ἐπίγειος ἄγγελος, ἕνα πνευματικό ἀστέρι, ἕνας Κληρικός πού ἀγαποῦσε τήν Ἐκκλησία, τήν Ὀρθοδοξία, καί τήν Πατρίδα του, ἀλλά συγχρόνως ἦταν οὐρανοπολίτης καί νοσταλγοῦσε τήν οὐράνια πατρίδα. Αὐτός ἦταν ὁ μοναδικός Ἱεράρχης Σεβαστιανός.

anastasiosk

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΤΡΩΝ ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ ΠΑΤΡΩΝ

ΦΙΛΟΠΤΩΧΟΝ ΤΑΜΕΙΟΝ

 Αγαπητοί.

         Σε λίγο πλησιάζουν οι μεγάλες εορτές της Χριστιανοσύνης, εορτές αγάπης, ελπίδας και αλληλεγγύης.

          Οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας πλήττον πολλούς αδελφούς μας, στους οποίους θα πρέπει να σταθούμε αλληλέγγυοι και βοηθοί.

          Η Εκκλησία μας θα πράξει το χρέος της και προσκαλεί κάθε φιλόθεο και φιλόχρηστο σ’ αυτό το άθλημα της αγάπης.

          Είτε με τρόφιμα είτε με χρήματα μπορούμε να ετοιμάσουμε το ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΤΡΑΠΕΖΙ στους αδελφούς μας, αποδεικνύοντας έτσι έμπρακτη την αγάπη μας προς αυτούς.

          ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ !

        Με πολλές ευχές

          το ΦΙΛΟΠΤΩΧΟΝ ΤΑΜΕΊΟΝ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ

 Τηλ. Επικοινωνίας: 2610- 321318

ΛΟΓΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ

 

-Εδώ εύχονται: Καλές υπομονές


-Ένας για μαξιλάρι έχει ένα κούτσουρο

Πόσο φωτεινές οι αγιορέιτικες νύχτες!

-Ένας παππούς Ξενοφωντινός που δεν βλέπει, αν του κάνεις επίσκεψη, για ν’ αποφύγει περιττές κουβέντες σου λέει: Ας αναγνώσωμεν! Και σου δείχνει τα βιβλία,

- Σημερινοί είμαστε, αυριανοί δεν είμαστε! Είπε ο παππούς μας.

Ένας Γρηγοριάτης λέει στους νεωτέρους. Να μην πιάνετε κουβέντα με τους λογισμούς.

- Για να συμβουλέψεις κάποιον θα πρέπει να έλθει γονατιστός και με δάκρυα επίμονα, για να βεβαιωθείς πως έχει όλη την ειλικρίνεια με το μέρος του και τότε να του πεις κάτι για το οποίο είσαι πού βέβαιος.