Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2020

Ο βίος και το μαρτύριο της αγίας και ενδόξου μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας


Από την πρώτη στιγμή, που ιδρύθηκε και άρχισε να ζει η Εκκλησία του Χριστού, εξαπολύθηκαν εναντίον της αναρίθμητοι και πολύμορφοι λυσσαλέοι εχθροί, με σκοπό να την σβήσουν και να την εξαφανίσουν από το πρόσωπο της γης.

'Αλλοι με κοφτερά σπαθιά, και άλλοι με κοφτερή γλώσσα και γραφή, όλοι οι διάβολοι της κόλασης και όλοι οι άνθρωποι του διαβόλου, σε συνεργασία, εξεστράτευσαν, με κάθε σατανική μέθοδο και πονηριά, κατά των χριστιανών, κατά του «μικρού ποιμνίου» του Χριστού, για να το διασκορπίσουν και να το εξαφανίσουν. Εξόδεψαν αναρίθμητους τόνους μελανιού και εκατομμύρια τόνους χαρτιού και έχυσαν ποτάμια χριστιανικό αίμα.

Και τι κατόρθωσαν; Το αντίθετο. Νικηθήκανε, πέσανε, και συντριβήκανε, και «ουχ ευρέθη ο τόπος αυτών», κατά τη Γραφή. Η Εκκλησία του Χριστού ζει, και θα ζει, μέχρι να τελειώσουν οι αιώνες, και θα συνεχίζει, να επιτελεί, το σωτήριο έργο της πάνω στη γη, όσοι κι αν παρουσιαστούν εχθροί, για να το εμποδίσουν. Τα λόγια του θείου ιδρυτού Της «πύλαι ’δου ου κατισχύσουσιν αυτής», αποκαλύπτονται πάντοτε αληθινά. Κι αν δεν ήταν τυφλοί οι σημερινοί πολέμιοί Της, θα έβλεπαν τρανότατα αποδεδειγμένη αυτή την αλήθεια, δια μέσου των αιώνων, και θα σταματούσαν να «λακτίζουν προς κέντρα». θα έβλεπαν, ότι τους περιμένει η ίδια τύχη, το ίδιο άθλιο τέλος.

Εκείνο που είναι αληθινό, υψηλό, άγιο, θεϊκό, κείνο που έχει ουράνια προέλευση, όσο προσπαθείς να το λιγοστέψεις, αυτό τόσο πιο πολύ μεγαλώνει, φουντώνει, θεριεύει.

Ένας πολέμιος της θρησκείας του Χριστού, αυτού του αιώνα, μόλις επικράτησε και έγινε άρχοντας του τόπου του, είπε στους δικούς του: «και τώρα σφάξτε, όπου βρείτε χριστιανό και μάλιστα ρασοφόρο, εκπρόσωπο της θρησκείας, σφάξτε τον, και σας υπόσχομαι, τον τελευταίο που θα μείνει θα τον σφάξω εγώ με τα χέρια μου μπροστά σε όλους σας».

Και δεν πέρασαν πολλά χρόνια, ούτε δέκα, διωγμού και σφαγής, και πάλι ο ίδιος είπε: «βρε τι κακό είναι μ' αυτούς, έναν κόβεις δέκα φυτρώνουν».

Αυτή είναι η Εκκλησία του Χριστού. Ποτισμένη από το αδιάκοπα χυμένο αίμα των Μαρτύρων της, εδραιωμένη, αδιάσειστη, νικήτρια, πεντακάθαρη, δοξασμένη, αιώνια.

Ένα από τα ιερά σφάγια, που έπεσαν πάνω στον ιερό βωμό της πίστεως του Χριστού και επότισαν με το αίμα τους το πελώριο δένδρο του Χριστιανισμού και λάμπρυναν την Εκκλησία είναι και η Αγία, ένδοξη Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα.

Η Αγία Βαρβάρα έζησε περί το τέλος του 3ου και αρχές του 4ου μ. Χ. αιώνα, στην Ηλιούπολη, που ήταν πόλη της Κοίλης Συρίας, κοντά στον Αντιλίβανο. Σήμερα η πόλη αυτή, ονομάζεται Βααλβέκ. Ο πατέρας της ονομαζόταν Διόσκορος και ήταν φανατικός ειδωλολάτρης. Ήταν επίσης πολύ πλούσιος και διοικητής της Ηλιούπολης, με μεγάλη πολιτική εξουσία και δύναμη. Φανατικός δε ιερεύς της ειδωλολατρίας.

Οι ιστορικές πληροφορίες, δεν αναφέρουν καθόλου το όνομα της μητέρας της, ούτε ποιά στάση τήρησε σε όλη την περιπέτεια και το φρικτό μαρτύριο της κόρης της. Μήπως είχε πεθάνει; Αυτό μόνο σαν υπόθεση μπορεί να σταθεί. Γιατί από την προτροπή του τυράννου, κατά το μαρτύριο της Αγίας, «να λυπηθεί τους γονείς της», βγαίνει το συμπέρασμα, ότι ζούσε, αλλά δεν συνταυτίστηκε με την κόρη της, όπως συνέβη με άλλες μητέρες μαρτύρων, παρά σαν φανατική ειδωλολάτρις και αυτή, συνταυτίσθηκε με τη στάση του φανατισμένου και τυφλού στην ψυχή άνδρα της Διόσκορου. Η Βαρβάρα ήταν το μονάκριβο παιδί τους. Ήταν αφάνταστα ωραία στο σώμα, αλλά και στην ψυχή, και είχε πολλή χάρη, ευφυΐα, σεμνότητα και σωφροσύνη.

Απ' τις περιπτώσεις που γνωρίζουμε, αυτού του είδους, όταν δηλαδή οι γονείς έχουν ένα μόνο παιδί, φανταζόμαστε πόσο ενδιαφέρον, πόση αγάπη, φροντίδα και αδυναμία, θα της είχαν, και πόσο, θα διέθεταν τα πάντα, να τη μορφώσουν και να την αποκαταστήσουν, κατά τον καλύτερο τρόπο, κάτι που τους επέβαλε οπωσδήποτε και ο πλούτος και η κοινωνική τους θέση.

Και πράγματι, όταν η κόρη τους έφτασε σε ηλικία γάμου παρουσιάστηκαν πολλοί μνηστήρες, πολλοί υποψήφιοι γαμπροί, και από τους εξέχοντες άρχοντες, και από τους μεγιστάνες και από τους λοιπούς επιφανείς άνδρες της Ηλιούπολης. Όλα όμως τα προξενιά η Βαρβάρα τα έδιωχνε, πράγμα που ο πατέρας της δεν το έβλεπε με καλό μάτι.

Ήταν γι' αυτόν αδικαιολόγητη η έμμονή της κόρης του, να μη θέλει διακεκριμένους γαμπρούς, που την ζητούσαν σε γάμο. Υπόθεσε όμως, ότι ήταν μια κάποια νεανική ιδιοτροπία, και είχε την ελπίδα ότι αργότερα, θα υποχωρούσε και θα δεχόταν να παντρευτεί. Περνούσε όμως η ηλικία της και η Βαρβάρα δεν έλεγε το ναι. Εν τω μεταξύ, όσο μεγάλωνε, μεγάλωνε αφάνταστα και η ομορφιά της και την έκανε «περιλάλητη και περιμάχητη».

Κατά Συμεών το Μεταφραστή, Ι΄ αιώνας, «το γαρ κάλλος αυτής, ει και μη θεατόν, αλλ' όμως ακουστόν ον, περιμάχητον αυτής εποίει γάμον».

Όσο περνούσε ο καιρός, ο Διόσκορος γέμιζε πιο πολύ από ποικίλους φόβους, και πήρε την απόφαση να λάβει ωρισμένα μέτρα. Φαίνεται, ο πιο μεγάλος του φόβος, ήταν ωρισμένοι ψίθυροι, ότι η Βαρβάρα συμπαθούσε τον Χριστιανισμό. Οι ιστορικές πηγές λένε, για τη Βαρβάρα, ότι ήταν «εμμανής περί την των απίστων ειδώλων προσκύνησιν».

Γι' αυτό, και ο Διόσκορος, περιώρισε την ελευθερία της κόρης του τόσο, όσο να μη την βλέπει κανείς, ούτε και να την συναναστρέφεται. Μόνο υπηρέτες και υπηρέτριες, πιστοί στο Διόσκορο, την συνόδευαν. Κατά την παράδοση, τόσο την περιώρισε που έφτιαξε ειδικό πύργο και την έκλεισε μέσα.

Όμως, δύσκολα γλιτώνει κανείς απ' αυτό που φοβάται. Το λέει ο λαός και έχει δίκιο. Δεν είναι λίγες οι φορές, που τα πράγματα σ' αυτό τον κόσμο μας έρχονται διαφορετικά απ' ότι τα περιμένουμε. Πολλές φορές, παίρνουμε μέτρα και εφαρμόζουμε τακτικές, για να υποστηρίξουμε τις σκέψεις και τα σχέδιά μας, με αποτέλεσμα όμως αντίθετο. Ας γνωρίζουν λοιπόν οι γονείς, όσοι μάλιστα, σχετικά με την κλήση των παιδιών τους, αντιστρατεύονται στη βουλή του Θεού, αλλά και όλοι μας, ότι η θεία Πρόνοια, ξέρει πολύ καλά, να ματαιώνει θελήσεις ανθρώπων όπως του πατέρα της Βαρβάρας και φωτίζει ακόμα και τους δεσμοφύλακες...

Οι φόβοι του Διόσκορου βγήκαν αληθινοί. Η πανεύφημη Βαρβάρα ξαφνικά παρουσιάζεται χριστιανή. Φαίνεται, κάποια απ' τις υπηρέτριες ήταν κρυπτοχριστιανή, και μετέδωσε στη Βαρβάρα τα σωτήρια χριστιανικά δόγματα και διδάγματα. Ακόμα, κατά το βιογράφο της, την βοήθησε και η λογική, διότι καθώς έβλεπε μέσα από τον πύργο εκεί στη μοναξιά το μεγαλείο της φύσης σκεπτόταν: «ποιός έκαμε τον έναστρο ουρανό με ένα τέτοιο διάκοσμο και ποιός τη γη με τόσες ομορφιές και στολίδια, με δένδρα και καρπούς ποικίλους και ωραίους; οι ξύλινοι και πέτρινοι θεοί, που δεν έχουν λογική, και ούτε βλέπουν, ούτε ακούνε, που τους έφτιαξαν άνθρωποι»; Όχι, δεν είναι δυνατό. Δεν μπορούσε με τίποτα να το πιστέψει. Και έβλεπε σε όλα αυτά τη σφραγίδα και το μεγαλείο ενός μεγάλου και σοφού Δημιουργού, του αληθινού θεού, που ήδη είχε αρχίσει περί Αυτού να μαθαίνει με σιγουριά. Ο Συμεών ο Μεταφραστής, μας εξηγεί το θαυμαστό αυτό γεγονός ως εξής: «εν αυτώ, λέγει, τω πύργω, η του Παρακλήτου Χάρις των αφανών αυτής οφθαλμών αφανώς αψάμένη, φωτί τε θεογνωσίας εφώτισε και τον αψευδή Θεόν γνώριμον αυτή παραδόξως κατέστησε». Δηλαδή, σ' αυτόν μέσα τον πύργο, η Χάρη του Παρακλήτου αγγίζοντας μυστικά τους οφθαλμούς της ψυχής της, την εφώτισε με το φως της θεογνωσίας και της φανέρωσε με παράδοξο τρόπο τον αληθινό θεό.

Αυτή λοιπόν, η κρυπτοχριστιανή υπηρέτρια της Βαρβάρας, την πήγε κρυφά στη χριστιανική κατακόμβη, την γνώρισε με ένα ιερέα από την Αλεξάνδρεια, την κατήχησε, και μετά από λίγο καιρό τη βάπτισε στο όνομα της Αγίας Τριάδος.

Η παναοίδιμη Βαρβάρα ζει τώρα πια σε καινούργιο κόσμο. Η χαρά της είναι αφάνταστη. Τώρα νιώθει την πραγματική ευτυχία και αγαλλίαση. Καταλαβαίνει τώρα πιο πολύ, ότι η ομορφιά και τα πλούτη και η μόρφωση δεν έχουν καμιά αξία, μπροστά στο μεγάλο θησαυρό της αληθινής πίστεως, που της αποκάλυψε ο Θεός και που τον ζει πια χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Αγάπησε ολοκληρωτικά το Νυμφίο της Χριστό. Αποδείχθηκε αληθινή μεγαλέμπορος, που θυσίασε τα πάντα, για να κερδίσει «τον πολύτιμο μαργαρίτη». Μπροστά στην πραγματική ευσέβεια και αρετή, και προ παντός μπροστά στην αγάπη του Χριστού, η παμμακάριστη Βαρβάρα, παραμέρισε όλες τις αμαρτωλές απολαύσεις του κόσμου τούτου, νέκρωσε όλα τα ψυχοφθόρα σαρκικά αμαρτήματα, περιφρόνησε κοσμικές τιμές και δόξες, αποστράφηκε τη λάμψη και το μεγαλείο των αξιωμάτων και του πλούτου, όλα που ο λόγος του Θεού τα ονομάζει «αλαζονείαν του βίου», τα θυσίασε όλα και προτίμησε να υποστεί τις θλίψεις του μαρτυρίου προκειμένου, να ομολογήσει με αλύγιστο θάρρος, με άκαμπτη Θέληση και παρρησία, με ηρωισμό και αυταπάρνηση, τον Χριστό και το Θέλημά Του, και να κερδίσει τον πολύτιμο, άφθαρτο και αναφαίρετο θησαυρό, την αιώνια ζωή.

Είναι πράγματι ανάξιος, όποιος θα αγαπήσει κάτι άλλο, πιο πολύ απ' τον Χριστό.

Ο Διόσκορος χωρίς να υποψιάζεται τίποτα για όλα αυτά που είχαν συμβεί, κάνει πάλι πρόταση γάμου στη Βαρβάρα. Η καλλίνικη όμως Βαρβάρα αυτή τη φορά, πήρε θέση σθεναρή και ξεκάθαρη απέναντι στον πατέρα της και έδωσε λύση μια για πάντα στο πρόβλημα του γάμου.

«Μη μου κάνεις ξανά λόγο για γάμο, γιατί ούτε θα σε ξαναπώ πατέρα και θα με αναγκάσεις να σκοτωθώ μόνη μου», είπε στον πατέρα της. Συμεών ο Μεταφραστής λέγει, ότι ο Διόσκορος «δεν εισήλθεν εις το νόημα». Νόμισε ότι αυτή η άρνηση προέρχεται από ντροπή, (ήταν μικρή στην ηλικία, ίσως 16 ετών), και δεν επέμεινε, «παρέχων αυτή διασκέψεως καιρόν». Της άφησε χρόνο να το σκεφτεί. Η ανδρόφρονη Βαρβάρα, παρ' όλο που ήταν μικρή στην ηλικία, ήταν πολύ μεγάλη και ώριμη στη σκέψη, και είχε πάρει σταθερή και αμετάκλητη την απόφαση, περί παρθενίας και αφοσίωσης στο Νυμφίο της Χριστό, και ήδη, ζούσε μέσα στον πύργο «εν προσευχή και νηστεία».

Πολλές φορές η Πρόνοια του Θεού χτυπά το διάβολο με τα δικά του όπλα. Έβαλε ο διάβολος στο σκοτισμένο μυαλό του Διόσκορου ότι η κόρη του, δεν ήθελε να ακούσει για γάμο, όχι μόνο από ντροπή, αλλά και διότι την είχε αυστηρά απομονώσει και την είχε αποξενώσει από την κοσμική ζωή, τις διασκεδάσεις κ.λπ. Και έτσι, άλλαξε τακτική. Της επιτρέπει πια να βγαίνει όποτε θέλει από τον πύργο, να δημιουργεί σχέσεις και συναναστροφές με όποιους θέλει, και να πηγαίνει οπού θέλει. Τι άλλο καλύτερο απ' αυτό θα ήθελε η σεμνή αθληφόρα;Έτσι άρχισε ελεύθερα να βγαίνει έξω να συναναστρέφεται χριστιανές, και με πολλή προφύλαξη να παρακολουθεί ακολουθίες και κηρύγματα των καταδιωκομένων χριστιανών.

Ιδιαίτερα, τα μαρτύρια των χριστιανών που επληροφορείτο, την βοήθησαν πολύ, να στερεωθεί και να ανδρωθεί στην πίστη. Να πως έμαθε τώρα ο πατέρας της, ότι ήταν η κόρη του χριστιανή. Αποφάσισε ο Διόσκορος, να φύγει προσωρινά για υπόθεσή του σε άλλη χώρα. Πριν φύγει, θέλησε να κατασκευάσει έξω από τον πύργο ένα ωραίο λουτρό. Έκαμε το σχέδιο, το έδωσε στους τεχνίτες, με τις ανάλογες οδηγίες και έφυγε για τις υποθέσεις του. Κάποια μέρα η Αγία, κατέβηκε από τον πύργο και άρχισε να περιεργάζεται το λουτρό, που έκτιζαν οι τεχνίτες. Καθώς το παρατηρούσε, πρόσεξε, ότι όλη αυτή η οικοδομή είχε δύο μόνο παράθυρα. Ρώτησε τους κτίστες «γιατί δεν εκάματε και άλλο ένα παράθυρο προς το νότιο μέρος, ώστε να φωτίζεται το λουτρό περισσότερο;».

Γιατί αυτή την εντολή μας έδωσε ο πατέρας σου, απάντησαν. Τότε η Αγία τους είπε πάλι: «θα κάμετε οπωσδήποτε και τρίτο παράθυρο κι αν ο πατέρας μου σας παρατηρήσει, θα του μιλήσω εγώ και θα του εξηγήσω. Εσείς δεν θα 'χετε καμία ευθύνη». Οι τεχνίτες υπάκουσαν και έφτιαξαν .το τρίτο παράθυρο, εκεί ακριβώς που τους είπε. Βλέποντας η Αγία τα τρία παράθυρα ένοιωθε ανεκλάλητη χαρά και ικανοποίηση. Ο δε πανάγαθος και ελεήμων θεός, φώτιζε συνεχώς την ψυχή της, γέμιζε με ’γιο Πνεύμα την καρδιά της και μεγάλωνε το θάρρος και την παρρησία της, για να ομολογήσει πέρα για πέρα την αλήθεια και τον Αγαπημένο της Νυμφίο, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Κάποια φορά, που κατέβηκε να δει το λουτρό, στάθηκε στο σημείο που ήταν η κολυμβήθρα του, Ανατολικά, και χάραξε με το δάκτυλό της πάνω στο μάρμαρο το σημείο του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού. Και ω του θαύματος! Σαν να ήταν το δάκτυλό της μια σμίλη από σίδερο και άνοιξε, τόσο βαθύ λάξευμα στο μάρμαρο, ώστε το σημείο εκείνο του Σταυρού να φαίνεται και να υπάρχει μέχρι σήμερα, για να κηρύττεται συνέχεια η θαυματουργική θεία δύναμη, και να δοξάζεται η αδιαίρετη και ομοούσια Αγία Τριάδα. Και όχι μόνο σώζεται μέχρι σήμερα το λουτρό εκείνο, με τα τρία παράθυρα και τον χαραγμένο από την αγία Σταυρό, αλλά και κάνει μέχρι σήμερα θαυματουργικές θεραπείες σε Αρρώστους από διάφορες αρρώστιες, όταν προσέρχονται με πίστη.

Μετά από λίγο καιρό επανήλθε ο πατέρας της Διόσκορος από το ταξίδι του και βλέποντας το τρίτο παράθυρο στο λουτρό απόρησε. Φώναξε αμέσως τους τεχνίτες και τους παρατήρησε αυστηρά, γιατί παραβήκανε την εντολή του, και κάμανε τρία παράθυρα στο λουτρό. Από εδώ και πέρα αρχίζει η φρικτή μαρτυρική ζωή και το σύντομο τέλος της σεμνής και ενάρετης Βαρβάρας. Απολογείται στον πατέρα της για την κατασκευή των τριών παραθύρων και του τονίζει ότι, «με τα τρία παράθυρα το λουτρό φωτίζεται, καλύτερα, και οι τρεις θυρίδες φωτίζουν πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον». Σ' ένα τροπάριο της ακολουθίας της, στην Ε' ωδή, χαρακτηριστικά αναφέρεται αυτό το γεγονός ως εξής: «θυρίσι τρισί, το λουτρόν φωτίζεσθαι κελεύσασα, μυστικώς διέγραψας, βάπτισμα Βαρβάρα της Τριάδος φωτί, των ψυχών σελασφόρον, υπάρχον καθαρτήριον». Δηλαδή, διατάζοντας να φωτίζεται το λουτρό με τρία παράθυρα, σχεδίασες με μυστικό τρόπο Βαρβάρα, το βάπτισμα, στο φως της Αγίας Τριάδος, που καθαρίζει και φέρνει λάμψη στις ψυχές.

Μ' αυτό το συμβολισμό η Αγία, αποκάλυψε με περίσσιο θάρρος και παρρησία στον πατέρα της, την πίστη και αφοσίωσή της στον Τριαδικό Θεό των χριστιανών, αλλά, και τη σφοδρή και πλήρη αντίθεσή της στους θεούς των ειδώλων. «Τετρωμένη του πόθου σου, ως νυμφίου Δέσποτα, τω γλυκυτάτω βέλει, η αθληφόρος Βαρβάρα άπασαν, πατρικήν αθεΐαν εβδελύξατο». Τροπάριο της γ' ωδής. Δηλαδή, πληγωμένη, Κύριε, με το γλυκύτατο βέλος της αγάπης Σου ως νυμφίου, η αθληφόρος Βαρβάρα σιχάθηκε (μίσησε) όλη την πατρική ασέβεια (την λατρεία των ειδώλων).

Ο Διόσκορος δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ζήτησε, λοιπόν, από την κόρη του καθαρή ομολογία. Η Βαρβάρα δεν είχε κανένα λόγο να προσποιηθεί και να πει ψέματα. Είπε λοιπόν στον πατέρα της καθαρά, πως γνώρισε και αγάπησε τη χριστιανική πίστη, και πως, με την πίστη αυτή, γέμισε η διάνοιά της από φως, η καρδιά της από αγνότητα και το πνεύμα της από επανάπαυση.

Στο άκουσμα όλων αυτών ο Διόσκορος, ξέσπασε σε νευρικά γέλια. Ήταν δυνατό, η μονάκριβη κόρη του, το γέμισμα της καρδιάς του, η μοναδική του χαρά, το ίνδαλμά του, η μόνη του παρηγοριά, να γίνει χριστιανή; Οι υποψίες και οι φόβοι του βγήκαν αληθινοί; Δεν μπορούσε με τίποτα να το πιστέψει.

Γι' αυτό εξόρκισε τη Βαρβάρα, να αφήσει τα αστεία, και να τον ακολουθήσει την επομένη σε μια ειδωλολατρική τελετή.

Σε σέβομαι πατέρα και σε υπακούω, του είπε. Γνώριζε όμως, ότι οριστικά πια δεν έχω καμιά σχέση με την ειδωλολατρία, και το καθήκον μου απέναντι στο Χριστό, δεν μου επιτρέπει καμιά συμμετοχή και παρουσία στα πανηγύρια των ειδώλων. «Ου τρυφής ή τερπνότης, ουκ άνθος κάλλους πλούτος τε, ουχ ηδοναί νεότητος, έθελξάν σε Βαρβάρα ένδοξε, τω Χριστώ νυμφευθείσα καλλιπάρθενε». Τροπάριο της γ΄ ωδής της ακολουθίας της. Δηλαδή δεν σε έθελξαν ένδοξη Βαρβάρα ούτε η γλυκύτητα της απολαύσεως, ούτε η λάμψη της ομορφιάς και ο πλούτος, ούτε οι ηδονές της νεότητος, αφού είχες νυμφευθεί το Χριστό ωραία παρθένε.

Τη στιγμή αυτή ο Διόσκορος, βλέποντας την αμετάτρεπτη απόφαση της κόρης του, φούντωσε από το κακό του. Κορυφώθηκε ο ειδωλολατρικός φανατισμός του. ’δειασε η καρδιά του από κάθε πατρική στοργή και όλη η αγάπη του για τη Βαρβάρα μετατράπηκε σε λυσσαλέο μίσος. Την έβρισε σκαιότατα. Λησμόνησε πέρα για πέρα, ότι ήταν το σπλάχνο του. Με γεμάτα τα μάτια από χολή και την καρδιά του από φαρμάκι, σήκωσε το ξίφος του να την σκοτώσει.

Συγκρατήθηκε όμως. Και έδωσε εντολή να την περιορίσουν πολύ αυστηρά. Η σεμνότατη μάρτυς Βαρβάρα εμποδίζεται, περιωρισμένη τώρα μέσα στα σίδερα και κάτω απ' τα μάτια των φρουρών της, να εκτελέσει τα θρησκευτικά της καθήκοντα, και όχι μόνο αυτό, αλλά ήταν υποχρεωμένη να ακούει ολόγυρά της βλασφημίες και κάθε είδους βρισιές κατά του Χριστού. Αυτή η φοβερή δυσκολία, την έβαλε σε σκέψη, να δραπετεύσει από τον πύργο. Έτσι και έγινε. Κατόρθωσε με τη βοήθεια κάποιας πιστής της υπηρέτριας, να δραπετεύσει και να καταφύγει στο πιο κοντινό όρος, ίσως στον Αντιλίβανο. Μόλις έφτασε εκεί, σήκωσε τα χέρια στον ουρανό, ζήτησε τη βοήθεια του Θεού, να τη γλυτώσει χέρια του τύραννου πατέρα της. Και ο θείος δημιουργός της δεν άργησε καθόλου να απαντήσει στην προσευχή της. Όπως άλλοτε, έσκισε μια πέτρα στα δύο και έκρυψε και διέσωσε την πρωτομάρτυρα Αγία Θέκλα, έτσι με όμοιο θαύμα έσωσε και, την ’για Βαρβάρα από τα φονικά χέρια του πατέρα της, που έτρεχε συνέχεια καταπάνω της να την συλλάβει. Να, πως διατυπώνει το θαύμα αυτό ο υμνογράφος της Αγίας στο β' τροπάριο της ε' ωδής: «Μανίαν δεινήν του πατρός εκκλίνουσαν, Βαρβάραν σχισθέν ευθύς υπεδέξατο, όρος ώσπερ πάλαι την αοίδιμον πρωτομάρτυρα Θέκλαν. Χριστού τερατουργήσαντος». Δηλαδή, την Βαρβάραν που προσπαθούσε να αποφύγει την φοβερή μανία του πατέρα της, την δέχθηκε αμέσως με το σχίσιμό του κάποιο βουνό, όπως έγινε παλιότερα με την περίφημη πρωτομάρτυρα Θέκλα, με θαύμα του Χριστού.

 

Και ενώ, από το θαύμα αυτό, την έχασε ο αιμοβόρος πατέρας της από τα μάτια του, δεν γύρισε πίσω, αλλά συνέχισε να ψάχνει για να την βρει. Καθώς έψαχνε, συνάντησε δυό βοσκούς. Έβοσκαν τα πρόβατά τους στον τόπο εκείνο, και τους ρώτησε, αν είδαν που κρύφτηκε μια νέα γιατί ήταν η κόρη του. Ο ένας βοσκός, άνθρωπος καλοκάγαθος, δεν θέλησε να γίνει προδότης, και δεν θέλησε να πει την αλήθεια. Δεν την είδα καθόλου, του είπε. Προτίμησε ο ευλογημένος να πει ψέμα, που θα ήταν σωτήριο, παρά αλήθεια βλαπτική. Ο άλλος βοσκός, άθλιος, πονηρός και απάνθρωπος, για να μη χάσει αμοιβή, που του υποσχέθηκε ο διώκτης πατέρας, δεν μίλησε μεν, αλλ' όμως με το δάκτυλό του, έδειξε στον Διόσκορο το σημείο, που με το θαυμαστό τρόπο κρύφτηκε η κόρη του. Κατά την παράδοση, η θεία Δίκη, τιμώρησε αμέσως τον προδότη βοσκό και μονομιάς τα πρόβατά του έγιναν κάνθαροι. Στο γεγονός αυτό, σίγουρα, οφείλεται και το ότι το Νοσοκομείο λοιμωδών νόσων, στην Αγία Βαρβάρα Δαφνιού, ονομάζεται «Κάνθαρος».

Η καταδίωξη του Διόσκορου πέτυχε

Μετά από λίγο συνέλαβε την κόρη του. Δεν ήταν όμως πια πατέρας ούτε κατά ίχνος, αλλά σωστός τύραννος, γεμάτος παραφορά και μίσος και πάθος εκδικητικό. Λοιπόν, της λέγει, εξακολουθείς να επιμένεις; Η Αγία τον κοίταξε καλά καλά με λύπη και σταθερά του απάντησε. Δεν μπορώ πατέρα να αρνηθώ τον αληθινό Θεό. Τότε εκείνος την άρπαξε απ' τα μαλλιά, με μανία λιονταριού, την τίναξε πολλές φορές και με σφοδρή και βίαιη πτώση την έριξε κάτω στη γη. Για μια στιγμή τον κατάλαβε φονική ορμή, να την σκοτώσει με κλωτσιές, ή να της συντρίψει την κεφαλή με κάποια πέτρα. Συγκρατήθηκε όμως, σα να είχε κάποια ελπίδα. Έδωσε εντολή να τη σηκώσουν από κάτω. Την έπιασε με τα χέρια του, σύροντάς την βίαια, την οδήγησε

ξανά στον πύργο. Εκεί την έκλεισε σ' ένα μικρό δωμάτιο με σιδερένια κάγκελα και έβαλε φρουρούς να τη φυλάνε. Πέρασε έτσι ένας μήνας. Κάθε δυο μέρες ο Διόσκορος έπαιρνε μαζί του και έναν ιερέα της ειδωλολατρίας και προσπαθούσε να αλλάξει τη γνώμη της κόρης του. Η θεόκλητη όμως Βαρβάρα, δεν δεχόταν καθόλου να ακούσει τις ειδωλολατρικές διδασκαλίες και υποστήριζε αλύγιστα την πίστη της στο Χριστό και το Ευαγγέλιό του.

Όταν ο Διόσκορος διαπίστωσε, ότι, κι αυτή του η προσπάθεια, να μεταπείσει την κόρη του, απέβη άκαρπη, τότε την κατήγγειλε στον ηγεμόνα Μαρκιανό, με την κατηγορία, ότι βρίζει με σκαιότητα τα είδωλα, και τον εξόρκισε στη δύναμη των θεών τους, να μη την λυπηθεί καθόλου, αλλά να την βασανίσει με κάθε είδους βία και σκληρά βασανιστήρια, μέχρι θανάτου. Ο Μαρκιανός κάθισε στην έδρα του δικαστηρίου και έδωσε εντολή να φέρουν τη Βαρβάρα μπροστά του.

Όταν την είδε, με τόση καταπληκτική ομορφιά, μια νέα γεμάτη από ευγένεια και σεμνότητα, έμεινε εκστατικός και καταλήφθηκε από οίκτο. Μια τέτοια νέα, θα ήταν κρίμα να βασανιστεί και μάλιστα μέχρι θανάτου. Προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις, με συμβουλές, με υποσχέσεις και με απειλές να την πείσει να αρνηθεί το Χριστό, αλλά μάταια. «Λυπήσου τους γονείς σου», της είπε. Η ανδρόφρων Αγία δεν δελεάστηκε από τίποτα. Ούτε την τρόμαζε καμμιά απειλή. Ήλεγξε μάλιστα με δριμύτητα το ψεύδος των ειδώλων και υπεραμύνθηκε της αλήθειας του Χριστού. Είμαι χριστιανή απαντούσε, και δεν θα μπορέσει να με αλλάξει κανείς. Τότε ο Μαρκιανός, έξω φρενών, έδωσε εντολή, να αρχίσουν τα φοβερά βασανιστήρια. Μπροστά στα σκληρά και άπονα μάτια του πατέρα της, την γύμνωσαν, την χτύπησαν με σκληρά βούνευρα χωρίς έλεος, και για να την χάνουν να νοιώθει τους πόνους πιο δριμείς, έτριβαν τις πληγές της με τρίχινα ρούχα. «Αικισμοίς αφειδώς καταξαίνεσθαι, ράχεσι τριχίνοις εντόνως τε τρίβεσθαι δια Χριστόν η άμεμπτος», αναφέρεται στην Ακολουθία της, τροπάριο της στ' ωδής. Δηλαδή, η αθλήτρια παρέδωσε το σώμα της να κατασπαραχθεί με πάμπολλα βασανιστήρια και να τριφτεί δυνατά με τρίχινα κουρέλια. Και όλα αυτά τα υπέστη για το όνομα του Χριστού η άμεμπτη.

Τόση ήταν η μαστίγωση, που το άγιο εκείνο σώμα καταπληγώθηκε, και κατατρυπήθηκε, και από το άσπιλο αίμα των πληγών της κατακοκκίνησε το μέρος της γης, που τη βασάνιζαν. Μετά από πολύωρα και σκληρά βασανιστήρια την κλείσανε προσωρινά στη φυλακή, για να την ανακρίνουν και πάλι με την ελπίδα, ότι μια δεύτερη ανάκριση, και ένα πιο σκληρό μαρτύριο, θα την έκαναν να αλλάζει γνώμη, να αρνηθεί το Χριστό, να προσκυνήσει και να θυσιάσει στους ψευτοθεούς. Τα μεσάνυχτα, και ενώ η Αγία ήταν άγρυπνη και προσευχόταν, ξαφνικά το δεσμωτήριο καταφωτίστηκε από δυνατό και γλυκύτατο φως. Και ακούστηκε παρήγορη φωνή που έδινε θάρρος στην Αγία. Μονομιάς θεραπεύτηκαν όλα τα τραύματά της και η ψυχή και το σώμα της πήραν ουράνια βοήθεια και δύναμη. Η ομορφιά της έγινε ακόμα πιο λαμπρή, που κατέπληξε τους τυφλούς και αμετανόητους τυράννους της.

Και απ' αυτά τα ολοφάνερα σημεία του ουρανού, δυνάμωσε πιο πολύ η καλλίνικη Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα, απόκτησε μεγαλύτερη καρτερία και υπομονή. Δεν ανησυχούσε για τίποτα. Ήξερε, ότι βαδίζει πολύ γρήγορα, για να φτάσει κοντά στο Νυμφίο της Χριστό, όπου, τις ψυχές δεν μπορεί να αγγίξει πια καμιά βάσανος.

Ένοιωθε αφάνταστα χαρούμενη. Χαιρόταν με τα παθήματά της και ένοιωθε βαθειά τη χάρη του ουρανού όχι μόνο να πιστεύει στο Χριστό, αλλά και να πάσχει για το Χριστό. Περίμενε με χαρά, σα να πήγαινε για γάμο, νέα βασανιστήρια, δριμύτερα και σκληρότερα από πριν.

Αρχίζει ο δικαστής τη δεύτερη εξέταση, όλοι, που ήταν στο δικαστήριο, όταν είδαν την πολυβασανισμένη Μάρτυρα υγιέστατη, χωρίς καμιά πληγή, έμειναν άφωνοι, αλλά και με το νου αφώτιστο. Ο άσεβής Μαρκιανός, τυφλός από την πλάνη των ειδώλων, προσπάθησε να πείσει την αγία, ότι οι θεοί του τη λυπήθηκαν και της γιάτρεψαν τις πληγές. -Οι θεοί σου είναι τυφλοί και αδύνατοι, όπως είσαι κι εσύ, και έχουν ανάγκη αυτοί απ' τους Ανθρώπους. Με θεράπευσε ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος, που τα γεμάτα από το σκοτάδι της ασέβειας μάτια σου, δεν μπορούν να Τον δουν, να Τον γνωρίσουν, να Τον Αγαπήσουν, για να σε σώσει.

Στο άκουσμα των θαρραλέων αυτών λόγων της Αγίας, εξοργίστηκε ο Μαρκιανός τόσο, που ξεπέρασε σε θηριωδία και το λιοντάρι και την τίγρη, και έδωσε αμέσως εντολή, να της καταξεσχίσουν τις σάρκες με σιδερένια νύχια και με αναμμένες λαμπάδες να καίνε τα ξεσχισμένα μέλη της και να χτυπούν με σφυρί την κεφαλή της. Ο υμνογράφος της Ακολουθίας της στην ζ' ωδή διατυπώνει ως εξής το φρικτό αυτό βασανισμό: «Πληγαίς αφορήτοις σου καταξανθέντος, του σώματος όλου τε, βαφέντος εν αιμάτων ροαίς, λαμπάσιν υπέμεινας, φλογιζομένη πλευράς, μάρτυς παναοίδιμε, Χριστω ευχαριστούσα, Βαρβάρα ένδοξε». Δηλαδή, ενώ με αφόρητα κτυπήματα είχε καταξεσχισθεί όλο σου το σώμα και είχε βαφτεί με τις ροές των αιμάτων, έδειξες υπομονή και όταν έκαιγαν με λαμπάδες τις πλευρές σου, ονομαστή μάρτυς, ευχαριστώντας τον Χριστό ένδοξη Βαρβάρα.Στο σημείο αυτό του υπερθηριώδη αυτού βασανισμού, παρουσιάζεται και δεύτερη του Χριστού Μάρτυς. Είναι η θεοσεβής και ενάρετη Ιουλιανή. Η αγαθή Ιουλιανή, ήταν χριστιανή από πολύ καιρό. Παρακολουθούσε απ' την αρχή τα μαρτύρια της Αγίας Βαρβάρας. Είδε και έμαθε για όλα τα θαύματα που έκανε ο Χριστός επάνω της. Τώρα όμως, βλέποντας εκείνο το μαρτύριο, βλέποντας να τρέχει άφθονο το αίμα της Αγίας από όλο το σώμα και την κεφαλή της, δεν άντεξε η καρδιά της τον πόνο, και άρχισε να κλαίει γοερά και απαρηγόρητα.

Όταν την είδε ο Μαρκιανός να κλαίει, τη ρώτησε ποιά είναι.

- Είμαι χριστιανή, του απάντησε, και κλαίω από αγάπη και πόνο για τα μαρτύρια της καλλιπάρθενης Βαρβάρας. Αμέσως ο ασεβής διέταξε να κρεμάσουν την Ιουλιανή κοντά στη Βαρβάρα, να της ξεσχίσουν και αυτής τις σάρκες και να τις καίνε με αναμμένες λαμπάδες. Βλέποντας ο σκληρόκαρδος εκείνος τύραννος την υπομονή και αντοχή και των δύο Μαρτύρων γυναικών, στα τόσα και τέτοια βασανιστήρια, διέταξε να κόψουν τους μαστούς και των δύο· «ω της απανθρώπου τε και αναλγήτου, τυράννων ωμότητος, και πλείστης αθεότητος! μαστούς γαρ της μάρτυρος, ως εν μακέλλω δεινώς, ξίφεσι κατέτεμνον...», έτσι περιγράφει ο υμνογράφος της το γεγονός σ' ένα τροπάριο της ζ' ωδής. Δηλαδή, ω απάνθρωπη και άπονη σκληρότητα και Υπερβολική ασέβεια των τυράννων. Σα να βρισκόντουσαν σε κρεοπωλείο απέκοψαν τελείως με ξίφη τους μαστούς της μάρτυρος, η οποία προσήλωνε το νου της στο ζωοδότη Χριστό. Ούτε όμως η αποκοπή των μαστών των δύο γυναικών μπόρεσε να αλλάξει την απόφασή τους, να μαρτυρήσουν και να υποστούν τα πάντα για την αγάπη του Χρίστου.

Αφού είδε ο τύραννος να υπομένουν και αυτή την τρομερή βάσανο διέταξε, την μεν Ιουλιανή να την βάλουν στη φυλακή, την δε Βαρβάρα, να την ξεγυμνώσουν τελείως, να την γυρίζουν σε όλη την πόλη γυμνή, συνάμα δε και να την δέρνουν συνεχώς. Μ' αυτόν τον τρόπο θέλησαν να την πληγώσουν πιο πολύ, και να εκθέσουν τη σεμνότητα αυτής της παρθένου, της κόρης, της οσίας, που όπως λέγει, ο ’γιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, στο εγκώμιό του, για την Αγία, «ουδέ αυτός ο ήλιος ηδυνήθη πρότερον να απολαύση κατά κόρον». Στο άκουσμα του χειρότερου αυτού, για την Αγία μαρτυρίου, το πρόσωπό της κατακοκκίνησε και φρίκη πέρασε το πνεύμα της. Αλλά ω Κύριε, Κύριε, σ' Εσένα η Βαρβάρα αφοσιώθηκε με όλη τη διάνοια, την ψυχή, την καρδιά και τη δύναμή της. Για Σένα αψήφισε τα πάντα, και γονείς, και νεότητα, και ομορφιά, και πλούτη και μνηστείες, και αναπαύσεις και απολαύσεις κοσμικές. Εσύ που τροφοδοτείς και κυβερνάς τα πάντα και προνοείς για τα λουλούδια και τα πετεινά του ουρανού. Εσύ, που είπες, ότι δεν πέφτει ούτε μια τρίχα από τους πιστούς Σου, χωρίς να το θελήσεις. Εσύ, που γνωρίζεις τα πάντα και ερευνάς καρδιές και νεφρά των ανθρώπων. Εσύ, εισάκουσε και την προσευχή, την θερμή και ολόψυχη, της γενναίας αθλήτριας και πιστής δούλης Σου Βαρβάρας, και μην αφήσεις να εκτεθεί το αγνό και παρθένο εκείνο σώμα της. Μην αφήσεις, Δίκαιε, να πραγματοποιηθεί αυτό που με σατανική έμπνευση της προετοιμάζουν, να την εκπομπεύσουν δηλαδή και να την θεατρίσουν δημόσια. Κι αν δεν υπάρχει άλλος τρόπος, Κύριε, να την διαφυλάξει, κόψε μονομιάς το νήμα της ζωής της, και γλύτωσέ την. Ο γεμάτος αγάπη Θεός, δεν αργοπόρησε καθόλου, άκουσε αμέσως την προσευχή της, και ω του θαύματος, ενώ της αφαιρούσαν τα ρούχα, η γύμνωσή της δεν φαινόταν. Κατά τρόπο ανεξήγητο άλλα ρούχα, πιο ωραία αντικαθιστούσαν εκείνα που με λυσσώδη μανία της αφαιρούσαν και ξέσχιζαν. Ο ’γιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός διατυπώνει το θαύμα ως εξής: «Χάριτος περιβολή όλην ο Χριστός περιστείλας την οικείαν αθλήτριαν, την θέαν τοις αισχροίς και ασελγέσι και μυσαροίς διετείχωσε και άπρακτον αυτών την επίνοιαν δέδειχε και της προσδοκίας παρέσφηλεν».

Δηλαδή αφού ο Χριστός περιτύλιξε τη δική Του αθλήτρια με το ένδυμα της χάριτος, εμπόδισε σαν με τείχος το θέαμα, (της γυμνώσεως), από τους αισχρούς και ακόλαστους και ακάθαρτους, και απόδειξε τη σκέψη τους ανώφελη, και έκανε να χαθεί η ανίερη ελπίδα τους για το θέαμα.

 

Για το ίδιο θαύμα ο Συμεών ο Μεταφραστής γράφει: «αόρατον στολήν αυτή περιέθηκε». Ο Χριστός δηλαδή, για να σκεπάσει και προστατεύσει τη σεμνότητα και αγνότητα της καλλινίκου Μάρτυρος Του, την περιέβαλε με στολή που δεν φαινόταν. Να πως ο υμνογράφος συνθέτει αυτό το θαυμαστό γεγονός σε ένα τροπάριο της η' ωδής: «’γγελος φαιδρός, στολήν φωτοειδή σε, δια Χριστόν γεγυμνωμένην σεμνή, Βαρβάρα ημφίασε, και ως νύμφη περιήγαγε. Τα πάθη τη εσθήτι γαρ, μάρτυς συνεξεδύσω, θείαν εκστάσα αλλοίωσιν». Δηλαδή, λαμπρός άγγελος σε έντυσε Βαρβάρα με φωτεινή στολή, εσένα που σε είχαν γυμνώσει για το όνομα του Χριστού οι δήμιοι, και σε παρουσίασε σα νύμφη. Τα πάθη βέβαια μαζί με τα ενδύματα τα πέταξες μάρτυς και υπέστης θεία αλλαγή.

Ποιό ήταν το αποτέλεσμα όλου αυτού του δράματος; Ανίκανος, τυφλωμένος απ' το σκοτάδι της ειδωλολατρίας ο Μαρκιανός, δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει όλα εκείνα τα θαυμάσια και υπερφυσικά, που είδαν τα μάτια του, και να δει το φως το αληθινό, αλλά πωρώθηκε και σκληρύνθηκε πιο πολύ, και φρυάττοντας με τρομακτική λύσσα, πιο μεγάλη κι από την τίγρη, έδωκε πρόσταγμα, να θανατωθούν και οι δύο γυναίκες, με αποκεφαλισμό δια ξίφους, και η Βαρβάρα και η ομόφρων αυτής Ιουλιανή. Σε όλες αυτές τις τιμωρίες και τους βασανισμούς που υπέστη η ’για, ένδοξη και μεγαλομάρτυς Βαρβάρα, ήταν μπροστά και ο τυφλός από το πάθος και άσπλαχνος πατέρας της Διόσκορος. Όχι μόνο δεν πόνεσε αλλ' ούτε καν λυπήθηκε την κόρη του ο υπερθηριώδης. Δεν χόρτασε η αιμοβόρα καρδιά του από όλα εκείνα τα κολαστήρια και τους ξεσχισμούς της σάρκας, που δοκίμασε αλύγιστα η Αγία, αλλά νόμισε, ότι θα τον κατηγορούσαν, σαν άνανδρο, και με αδύνατη ψυχή, αν άφηνε να θανατώσει άλλος την κόρη του.

Και έτσι, μόλις ο δικαστής έβγαλε την καταδικαστική απόφαση, άρπαξε σα λυσσασμένο λιοντάρι την κόρη του για να την οδηγήση στον τόπο του αποκεφαλισμού και να τη φονεύσει ο ίδιος με τα καταραμένα χέρια του. Η Αγία, χωρίς να του καταλογίσει καθόλου την τόση σκληρότητά του είπε με πολλή συμπάθεια και τρυφερότητα: «πατέρα μου»! Ω λόγια, χειρότερα από ξίφος και λόγχη! Ω και τι δεν κρύβουν μέσα τους αυτά τα λόγια! Κρύβουν τη λύπη της για το κατάντημά του, που ύστερα από τόσα υπερφυσικά που είδαν τα μάτια του, δεν συνήλθε, να πιστέψει και αυτός στο Χριστό και να σωθεί. Αλλά ακόμα πιο πολύ και κυρίως κρύβουν τη συγγνώμη και την αγάπη, τη συγχώρηση στο φονιά πατέρα. Εδώ είναι η άφθαστη τελειότητα της ’γιας.

Είναι η εφαρμογή της τρομερής εκείνης διακήρυξης του Χριστού και το πρωτάκουστο μήνυμά του πάνω στη γη: «αγαπάτε τους εχθρούς υμών». Όσο κι αν είναι πολύ στενό το μονοπάτι της συγγνώμης όμως είναι και το πιο μεγάλο κατόρθωμα στη ζωή και η πιο μεγάλη νίκη και τελειότητα. Δεν υπάρχει πιο βασικό καθήκον χριστιανού ανθρώπου, ούτε και γνώρισμα άλλο, αληθινού χριστιανού από το να συγχωρεί και τους εχθρούς του ακόμα. Ψάξτε σ' όλη τη γη, δεν θα βρήτε άλλο τέτοιο πραγματικό συμφέρον, που να είναι μοναδικό και στον ουρανό. Η συγχώρηση, είναι ο πιο βαρύς, άλλα και ο πιο ωραίος Σταυρός, που συμβολίζει την αποτελεσματικότερη θυσία. Ο άνθρωπος που δεν συγχωρεί, αλλά έχει κακία και ζητά εκδίκηση, είναι απαίσιος και σκοτεινός σαν το διάβολο. Τα εγνώριζε πολύ καλά όλα αυτά η Αγία. Έβλεπε τον πατέρα της εχθρό της αγάπης και της ειρήνης, γη έρημη από καλωσύνη, και άγονη από φιλανθρωπία. Τον έβλεπε, ότι είχε καρδιά από γρανίτη και ψυχή από μάρμαρο. Γι' αυτό, αντί να του μιλήσει με πολλά λόγια, που θα πήγαιναν χαμένα, του είπε μονολεκτικά αυτό το συγκλονιστικό «πατέρα μου»! Στο άκουσμα αυτό ο Διόσκορος, ταράχτηκε, σα να τον πλήγωσε κάτι. Εγώ πατέρας σου; της είπε απειλητικά. Δεν έχεις τίποτα το κοινό μαζί μου, και η ψυχή μου, δεν τρέφει τίποτα άλλο για σένα, άθλια, παρά μόνο μίσος. Και για να ξεπλύνω το κακό που έκαμα με το να σε γεννήσω θα σε θανατώσω εγώ με τα ίδια μου τα χέρια. Αυτή θα είναι και η μόνη μου ευτυχία να σου αφαιρέσω εγώ ο ίδιος τη ζωή, που σου είχα δώσει. Ω πώρωση ψυχής, αναλγησία και αμετανοησία καρδιάς! Κάθε μέρα θα πρέπει να λέει ο άνθρωπος, Θεέ μου φώτιζε το μυαλό μου να μην πωρωθώ.

Αφού έφθασαν στον τόπο του αποκεφαλισμού, η ανδρόφρων, Αγία Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα, έκλινε την ιερή της κεφαλή, μπροστά στο ξίφος του πατέρα της και δέχθηκε το μαρτύριο και το στεφάνι της άθλησης, την δε Ιουλιανή, την ίδια ώρα, την αποκεφάλισε ο δήμιος. Και οι δύο, στεφθήκανε με το μαρτυρικό, αμαράντινο της δόξας στεφάνι, από τον δίκαιο επαινέτη και δωρεοδότη Κύριο.

Στην ιστορία των ανθρώπων σπάνια συναντά κανείς τέτοια θηριωδία πατέρα, σαν αυτή που έδειξε ο παιδοκτόνος πατέρας της Αγίας και πανσεβάσμιας Βαρβάρας. Γι' αυτό, και δίκαια ικανοποιείται η συνείδηση κάθε αληθινού χριστιανού, στην ιστορική πληροφορία, ότι μετά το φόνο της κόρης του ο Διόσκορος και μόλις άρχισε να κατεβαίνει από το όρος της σφαγής, ο θεία Δίκη, η πάντοτε άγρυπνη, τιμώρησε παραδειγματικά τον άσεβή και, αιμοβόρο εκείνο παιδοκτόνο, κατακαίοντας αυτόν με κεραυνό, που κατέπεσε απ' την οργή του ουρανού, σε τέτοιο σημείο, που δεν βρέθηκε ούτε ίχνος απ' το βρωμερό εκείνο σώμα του. Λέγεται μάλιστα, ότι η λάμψη του κεραυνού εκείνου, έφθασε μέχρι το μέγαρο του Μαρκιανού, σαν προειδοποίηση, συμβολική μεν, αλλά σίγουρη, της άυλης εκείνης φωτιάς, που επρόκειτο να τον κατακαίει αιώνια. Κατά την παράδοση κάποιος ευσεβής χριστιανός, Ουαλεντίνος ονομαζόμενος, πήρε τα ιερά σώματα των δύο Μαρτύρων γυναικών, τα μετέφερε στο χωριό Γελασσό, οπού τα ενταφίασε με κάθε ιεροπρέπεια. Λείψανο της Κάρας της Αγίας φυλάσσεται σε Ιερά Μονή των Μετεώρων.

Η Αγία Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμην των δύο Μαρτύρων γυναικών στις 4 Δεκεμβρίου, που είναι και η ήμερα του μαρτυρίου τους.

«Ξίφει πατήρ θύσας σε, μάρτυς Βαρβάρα, υπήρξεν άλλος Αβραάμ διαβόλου». Οι στίχοι αυτοί είναι από το Συναξάρι της Αγίας και αποτελούν μια έκφραση καυτηριασμού του παιδοκτόνου πατέρα, από την εκκλησιαστική μας ποίηση.

Οι ιστορικές πηγές διέσωσαν τρεις ευχές, που η Αγία Βαρβάρα είπε στο θεό, πηγαίνοντας να μαρτυρήσει. Οι ευχές αυτές υπάρχουν, οι δύο πρώτες στο θαυμάσιο εγκώμιο του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού στην Αγία Βαρβάρα, που το έπλεξε τον 8ο αιώνα, και η τρίτη υπάρχει στο βίο της Αγίας κατά Συμεών τον Μεταφραστήν τον 10ο αιώνα.

Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος (apostoliki-diakonia.gr)

Μεσογαίας: ''Οι κλειστοί Ναοί απειλούν τους πιστούς. Οι ανοιχτοί όλους τους ιούς''

 

Του Σεβ. Μητροπολίτου Μεσογαίας & Λαυρεωτικής κ. Νικολάου

Διαβάζει κανείς ότι στην Αγγλία ανοίγουν οι εκκλησίες για τα Χριστούγεννα. Μαζί με όλες και οι Ορθόδοξες. Από σήμερα και η Ιρλανδία επιτρέπει 50 πιστούς στις λειτουργίες.

Στην Ολλανδία δεν έκλεισαν καθόλου στη δεύτερη φάση, και ας υπήρξε τεράστια έκρηξη κρουσμάτων και θυμάτων της πανδημίας.

Το ίδιο στην Πολωνία, καίτοι κι εδώ η κατάσταση υπήρξε πολύ δριμύτερη από ό,τι στην Ελλάδα.

Στις ΗΠΑ, το Ανώτατο Δικαστήριο απαγόρευσε στην πολιτεία της Νέας Υόρκης να επιβάλει αυστηρά όρια παρουσίας σε οίκους θρησκευτικής λατρείας, ως αντισυνταγματική ενέργεια.

Ο Μακρόν ανακοινώνει άνοιγμα των εκκλησιών στη Γαλλία. Γιατί; Επειδή οι πιστοί είναι λιγότεροι και συνεπώς η απειλή μικρότερη; Ή μήπως επειδή «η τέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων είναι συνταγματικό δικαίωμα» στη Γαλλία και στην Αμερική και όχι στην Ελλάδα;

Τώρα βλέπουμε και στην Κύπρο. Επιβάλλονται μέτρα, που δεν στερούν από τον πιστό λαό την αναπνοή του. 75 πιστοί σε κάθε ναό. Η Λεμεσός και η Πάφος ανοίγουν τους ναούς για να γιορτάσουν τον Απόστολο Ανδρέα. Η Πάτρα κλείνει τον Άγιο Ανδρέα για να μη γιορτάσει τον Άγιό της ο λαός! Με αστυνομική επιτήρηση. Και ακολουθούν οι άγιοι του Δεκεμβρίου. Και μετά Χριστούγεννα...

Και διερωτώμαστε: Γιατί στην Ελλάδα τόσο ασφυκτικά τα μέτρα; Γιατί, αντί σταδιακά να χαλαρώνουν, τώρα η λατρεία να αστυνομεύεται;

Γιατί εδώ, στον ευλογημένο τόπο μας, που είναι γεμάτος από μοναστήρια, εκκλησάκια και προσκυνήματα, αν πας να ανάψεις ένα κεράκι στον ναό, κινδυνεύεις με πρόστιμο; Να πηγαίνεις σαν κλέφτης ή και λίγο ψεύτης!

Να μην υπάρχει πρόνοια να πας στο κοιμητήριο να κλάψεις τον άνθρωπό σου, να κάνεις ένα τρισάγιο για την ψυχή του, να ρίξεις λίγο σταράκι ή λίγο χώμα στο μνήμα του!

Γιατί δεν προβλέπεται ούτε ένας πιστός στη θεία λειτουργία ή στις ακολουθίες και απαγορεύονται παντελώς τα μυστήρια (γάμοι και βαπτίσεις) και οι ιεροτελεστίες;

Ακόμη και στις κηδείες η περιοριστική ασφυξία είναι ακατανόητη. Δηλαδή αν πεθάνει μια πολύτεκνη μάνα ή ένας πατέρας, τα αδέλφια, τα παιδιά και τα εγγόνια τους θα εμποδιστούν να πάνε να τους αποχαιρετίσουν, να τους κλάψουν και να προσευχηθούν;

Και τί θα πείραζε ένα μέτρο συμμετοχής των πιστών στους ναούς, όπως στην Κύπρο, ανάλογα με το μέγεθος του ναού και στη βάση των ενδεδειγμένων αποστάσεων ασφαλείας;

Μήπως οι Κύπριοι είναι λιγότερο θερμοί στην πίστη τους, λιγότερο εκδηλωτικοί από ό,τι εμείς και γι’ αυτό ο κίνδυνος εκτροπών είναι μεγαλύτερος στην Ελλάδα από ό,τι εκεί;

Μήπως υπήρξε διασπορά της πανδημίας στους ναούς, που ούτως ή άλλως ένας μικρός αριθμός πιστών συμμετείχε, μεγαλύτερη από τα supermarkets και τα καταστήματα; Υπάρχει τέτοια ένδειξη και δεν το γνωρίζουμε;

Και πώς εξηγείται η γεωγραφική κατανομή της διασποράς; Μήπως και γι’ αυτό έφταιγαν οι χριστιανοί της Μακεδονίας και της Θράκης, ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα ήταν λιγότερο ευλαβείς;

Και αν αρρώστησαν κάποιοι κληρικοί ή μοναχοί, αυτό τί σημαίνει; Ότι κόλλησαν στην Εκκλησία; Και γιατί κόλλησαν οι κληρικοί και όχι οι πιστοί; Μήπως οι υπουργοί και βουλευτές κόλλησαν στα γραφεία τους;

Γιατί γίνονται ανεκτές οι αντιδράσεις και δημόσιες προκλητικές παραβιάσεις κομμάτων ή πολιτικών φορέων και δεν υπάρχει λίγη ανοχή για εκλογικευμένη λειτουργία των εκκλησιών; Γι’ αυτό μιλάμε, όχι για κάτι άλλο.

Έχουμε ανάγκη από ανάσα. Ασφυκτιούμε! Δεν μπορούμε άλλο.

Ποιος φταίει τελικά για όλα αυτά; Ο κακομαθημένος «λαός του Θεού»; Η παθητική στάση της Εκκλησίας; Η έλλειψη κατανόησης από την πλευρά της πολιτείας; Ή μήπως προκαταλήψεις και εχθρικότητα ή ακόμη και διάθεση προσβολής και δίωξης της Εκκλησίας και των πιστών; Τί φταίει;

Άσχετα με το ποιος φταίει, κάτι πρέπει να αλλάξει, με σεβασμό και στην κρισιμότητα της καταστάσεως, αλλά και στην αναγκαιότητα της πνευματικής επιβιώσεώς μας.

Η πίστη είναι πολύ βαθιά ριζωμένη στις καρδιές των πιστών. Είναι πιο αναγκαία από την αναπνοή μας. Τα μέτρα που επιβάλλονται χωρίς να ακούγεται ούτε η ανάσα μας ούτε και η κραυγή μας είναι θανατηφόρα για την ύπαρξή μας. Δεν αντέχουμε. Η ανάγκη της Εκκλησίας και των μυστηρίων της είναι υπαρκτική ανάγκη. Και όσο πλησιάζουν τα Χριστούγεννα το αίσθημα της ασφυξίας επιτείνεται.

Σεβόμαστε όλα τα μέτρα και πρέπει να τα τηρούμε με απόλυτη συνέπεια, και για να προφυλάξουμε τη δική μας και τη δημόσια υγεία ασφαλώς, αλλά και για να περισώσουμε τις τελευταίες αναπνοές της πίστης μας.

Δεχόμαστε ευχαρίστως τα πάντα προκειμένου να μείνουν οι εκκλησιές μας ανοιχτές. Για να μείνει ανοιχτή και μία χαραμάδα ελπίδας μέσα μας. Λίγο φως. Το οξυγόνο της θείας λατρείας μας είναι πολύ πιο αναγκαίο από το οξυγόνο της αναπνοής.

Και ο εκκλησιασμός μας τα Χριστούγεννα πολύ πιο ουσιαστικός από τους στολισμούς, τα δώρα, την εμπορική κίνηση, τις εστιάσεις. Γι’ αυτό βάλαμε πρόθυμα τις μάσκες. Με την ελπίδα ότι θα ανασάνει επιτέλους η ψυχή μας τέτοιες μέρες.

Οι ναοί πρέπει να ανοίξουν άμεσα. Με όρους ασφαλώς υγειονομικούς και αυστηρούς. Αλλά και λογικούς.

Σεβόμαστε την κρίση και τη λογική της προστασίας της υγείας μας. Δεν θέλουμε καθόλου να γίνουμε υπεύθυνοι για την κακή υγεία και τον θάνατο συνανθρώπων μας.

Ούτε να ασεβήσουμε στην ευθύνη των αρμοδίων. Ποτέ και καθόλου. Ας αναλάβουμε κι εμείς ως Εκκλησία την ευθύνη που μας αναλογεί.

Ζητούμε όμως και τον σεβασμό στην πίστη και στην ανάγκη της πνευματικής επιβίωσής μας. Τα μέτρα που εφαρμόστηκαν μας έριξαν στην Εντατική.

Χρειαζόμαστε οπωσδήποτε οξυγόνο και... αναπνευστήρα. Χρειαζόμαστε τους ναούς μας ανοιχτούς. Τουλάχιστον όχι κλειδωμένους και επιτηρούμενους.

Οι κλειστοί ναοί απειλούν τους πιστούς. Οι ανοιχτοί όλους τους ιούς.

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2020

Παρακμή της Ευρώπης: Το πρόβλημα είναι πνευματικό

 


Προοίμιο: Ο Αριστοτέλης καθόρισε τέσσερα κριτήρια ενός πολιτισμού: θρησκεία, πολιτική, πολιτισμό, οικονομία. Για να υπάρχει ναός, χρειάζεται η ελληνική θρησκεία, για να υπάρχει πολιτική, χρειάζονται πολίτες. Όσο για τον ελληνικό πολιτισμό, βασίζεται στη γραφή και στο εικονιστικό σχέδιο. Τέλος υπάρχει η οικονομική και οικογενειακή βάση.

Στον αποκαλούμενο «σύγχρονο» κόσμο, αυτοί οι τέσσερις τομείς βρίσκονται σε κατάσταση παρακμής.

Κανονικά, η θρησκεία δίνει νόημα στη ζωή. Δεν πρέπει να συγχέεται με την επιστήμη που, από την πλευρά της, δίνει δύναμη χωρίς να ορίζει στόχο. Η ατομική βόμβα δίνει τρομακτική δύναμη, αλλά για ποιο σκοπό; Λαός χωρίς θρησκεία δεν έχει ηθική πυξίδα. Μπορεί να είναι πολύ «ανεπτυγμένος», όπως συνέβη με το 3ο Ράιχ υπό τον Χίτλερ, αλλά να βυθίζεται και στην εγκληματικότητα.

Η πολιτική, μια ελληνική εφεύρεση, ισχυρίζεται ότι το κοινό καλό πρέπει να ορίζεται από όλους τους πολίτες. Με αυτήν την έννοια είναι «ελεύθεροι». Σήμερα, εκτός ίσως από την Ελβετία και την Ισλανδία, δεν ζούμε σε δημοκρατία αλλά σε ολιγαρχία, και μάλιστα σε δικτατορία. Οι άνθρωποι δεν αισθάνονται πλέον ότι εκπροσωπούνται. Μια νομικο-θρησκευτική κάστα που καθορίζει αυθαίρετα τα δικαιώματα του ανθρώπου επιμένει να θέτει τους ανώτερους κανόνες προς όφελος των ισχυρά δικτυωμένων μειονοτήτων.

Ο πολιτισμός, που άλλοτε συνδεόταν στενά με τη θρησκεία, πήρε το δικό του δρόμο: η επιστήμη και η τεχνολογία ακμάζουν, αλλά οι τέχνες βρίσκονται σε παρακμή. Ελλείψει δημιουργικού πνεύματος, είτε θρησκευτικού ή απλά ανθρωπιστικού (Κλασικός ανθρωπισμός).

Όσον αφορά το βάθρο, την οικονομία, χάνει τις πατρογονικές βάσεις της και η οικογένεια βρίσκεται σε σοβαρή κρίση: ο πληθυσμός δεν αναπαράγεται πλέον. Όλες αυτές οι αποκλίσεις παράγονται από αυτό που ο Heidegger αποκαλεί “gestell”. Δηλαδή, η δικτατορία του ωφελιμισμού. Ο κομμουνισμός, ο ξέφρενος  φιλελευθερισμός, ο φασισμός είναι παραλλαγές αυτού του «πλαισίου» που οδηγεί την ανθρωπότητα στο θάνατο.

Πρέπει λοιπόν να υιοθετήσουμε τέσσερις διορθωτικούς προσανατολισμούς: να αποκαταστήσουμε μια θέση στην πνευματικότητα και τη θρησκεία, να δημιουργήσουμε μια πραγματική άμεση δημοκρατία με δημοψηφίσματα, να αναγνωρίσουμε την οικονομία ταυτότητας στη γραμμή του νικητή του βραβείου Νόμπελ [Οικονομίας 2001] Τζορτζ Άκερλοφ και να επαναριζώσουμε τον πολιτισμό στο εθνικό ιστορικό μυθιστόρημα.

Δυτική παρακμή – θρησκεία και πολιτισμός

Είναι μια μεγάλη συζήτηση. Για ορισμένους, ειδικά τους ιστορικούς, ο πολιτισμός προέρχεται από τη θρησκεία. Αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι στην 3η Γαλλική Δημοκρατία είχαμε υψηλό πολιτιστικό επίπεδο, τόσο στην κοσμική εκπαίδευση όσο και στην ελεύθερη εκπαίδευση. Από τον 18ο αιώνα, συνυπήρχαν τα δύο μεγάλα φιλοσοφικά ρεύματα του [χριστιανού] Πασκάλ και του [άθεου] Βολταίρου.

Μερικοί πιστεύουν ακόμη ότι ο πολιτισμός γεννήθηκε από τη θρησκεία, όπως ο Ρώσος φιλόσοφος Μπερντιάγιεφ. Παρατηρήθηκε επίσης ότι το έγκλημα αυξήθηκε με την παρακμή της θρησκείας μετά το 1970 στη Β. Αμερική και την Ευρώπη.

Σε άλλες περιπτώσεις, οι ακρότητες της θρησκείας μπορεί να καταστρέψουν τον πολιτισμό. Οι Μογγολικές ορδές και το τρομοκρατικό Ισλάμ το επιβεβαιώνουν. Αλλά γενικά, η ιστορία δείχνει ότι η θρησκεία δίνει προτεραιότητα στη ζωή: υψηλό ποσοστό γεννήσεων, περιορισμός των εκτρώσεων, ακόμα και στους αρχαίους Ελληνες.

Το βλέπουμε σήμερα: όταν η πίστη μειώνεται, το ποσοστό γεννήσεων καταρρέει. Υπάρχει επίσης και το αντίθετο παράδειγμα: η πίστη αναγεννιέται μαζί με το ποσοστό γεννήσεων στη Ρωσία, όπου οι γεννήσεις και οι θάνατοι είναι σχεδόν ίσοι.

Ο ισχυρισμός ότι η θρησκεία δεν συνεισφέρει τίποτα στην ανάπτυξη είναι αναληθές αν δούμε την ιστορία των δύο τελευταίων χιλιετιών. Δεν μπορούμε να αρνούμαστε την πνευματική διάσταση του ανθρώπου. Χωρίς θρησκευτική έμπνευση, τι παραμένει, παράδειγμα, από τη δυτική τέχνη;

Η πολιτική, χωρίς θρησκεία, θα ήταν λιγότερο σκληρή; Ο Βολταίρος είπε ότι χωρίς θρησκεία δεν θα υπήρχε πλέον πόλεμος! Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο οποίος έφερε αντιμέτωπους κυρίως τον Χίτλερ και τον Στάλιν, δείχνει το αντίθετο.

Η θρησκεία δίνει νόημα στη ζωή. Τα κινήματα τα εχθρικά προς τη ζωή είναι συχνά αντιθρησκευτικά, όπως η κοσμική αμερικανική ιδεολογία «χωρίς παιδιά» (ελεύθεροι από παιδιά, λες και το παιδί σκοτώνει την ελευθερία!).

Στον ανταγωνισμό των φιλοσοφιών και των τρόπων ζωής, η θρησκεία μπορεί να είναι αποφασιστικό όπλο. Αυτό συμβαίνει επειδή βυθίζει τις ρίζες της σε εκλεκτές αιώνιες παραδόσεις. Ο Χριστιανισμός έχει το πλεονέκτημα ότι δημιουργεί έναν πολύ ισχυρό δεσμό μεταξύ του ανθρώπου και της Θεότητας, χάρη στο μυστήριο της Ενσάρκωσης. Ο Θεός έγινε άνθρωπος, ο άνθρωπος μπορεί να γίνει ο Θεός, όπως λένε οι Ορθόδοξοι (θέωση). Αυτός ο δεσμός μεταξύ Θεού και ανθρώπου προηγείται ακόμη και του Ιησού Χριστού, αφού ο Πλάτων μιλά για αυτόν από τον 4ο αιώνα π.Χ.

Ο πλατωνισμός είναι ο μίτος της Αριάδνης της πνευματικότητας μας. Είτε υπέρ είτε εναντίον της. Ο πλατωνισμός θέλει να ανυψώσει την ψυχή και ανακάλυψε ότι σε αυτήν υπάρχουν τρεις αρχές: Ο λόγος, η καρδιά και τα  ένστικτα. Ο άνθρωπος μπορεί να αναπτυχθεί μόνο διασφαλίζοντας την ιεραρχία μεταξύ αυτών των αρχών. Αυτή η αλήθεια παραμένει έγκυρη ακόμη και χωρίς ακριβή θρησκευτική πίστη. Το δράμα της Δύσης είναι ότι απορρίπτει μαζί με τον Χριστιανισμό και ολόκληρη τη θεωρία της ψυχής.

Οι δοκιμασίες αναδεικνύουν τους ανθρώπους. Στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μεταξύ των πρώτων αντιστασιακών παρατηρούμε μεγάλο αριθμό Καθολικών με ενεργό συμμετοχή: παράδειγμα ο Ντε Γκωλ, ο Ναύαρχος Ντ’Αρζανλιέ, ο Συνταγματάρχης Φον Στάουφενμπεργκ, ο Ναύαρχος Κανάρις. Η πίστη τους ήταν το κίνητρο αντίστασης στον Εθνοσοσιαλισμό και τον Κομμουνισμό. Πιο πρόσφατα έχουμε τα παραδείγματα του Βαλέσα και του Σολτζενίτσιν.

Και βέβαια, ηθική δύναμη υπάρχει και στον αθεϊσμό, αλλά στατιστικά είναι πιο σημαντική στις θρησκευόμενες χώρες. Η αθεϊστική ιδεολογία παίρνει συχνά θρησκευτικές μορφές όταν επεκτείνεται, ειδικά στις τελετές της. Στην ΕΣΣΔ, οι άνθρωποι παρήλαυναν κάτω από προσωπογραφίες του Μαρξ και του Λένιν. Σήμερα, οι Ρώσοι απόμαχοι δεν είναι πλέον Κομμουνιστές, αλλά παρελαύνουν την Ημέρα της Εθνικής Εορτής με τις προσωπογραφίες των παππούδων τους, παλιών πολεμιστών. Στη Δύση, οι νέοι δεν παρελαύνουν για να γιορτάσουν τη δόξα των απελευθερωτών από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα! Δεν μπορούμε να καταλάβουμε τη σημασία της θρησκείας χωρίς να επανεκτιμήσουμε την ιερότητα της πατρίδας, του ανθρώπου, των υπερβατικών ηθικών αξιών, όπως το αίσθημα της τιμής. Το ιερό και η ομορφιά συνυπάρχουν. Οι άθρησκες χώρες δεν έχουν συνήθως ομορφιά. Για αυτές, μόνο η λειτουργικότητα και το χρήμα μετρούν. Η ψυχή σβήνει στον ορίζοντα.

Η Γαλλία και η Δυτική Ευρώπη μπορούν να επιβιώσουν μόνο άν αποκτήσουν πνευματικότητα, προπαντός μελετώντας την ιστορία του έθνους. Όπως έγραψε ο Ντοστογιέφσκι στους Αδελφούς Καραμαζώφ: «Η επιστήμη δεν δημιούργησε κανένα έθνος. Η επιστήμη έφερε μόνο δύναμη.”

Τα ουσιαστικά πράγματα προέρχονται από την καρδιά και όχι από τον λόγο μόνο. Εάν μια χώρα χάσει την ψυχή της, την καρδιά της, γίνεται απλώς εθνογραφικό υλικό. Γι’ αυτό τα παιδιά πρέπει να διδάσκονται το εθνικό τους μυθιστόρημα και όχι μόνο την ιστορία της Γαλλίας. Φυσικά πρέπει να εμπνεόμαστε από ιστορικά γεγονότα, αλλά πρέπει επίσης να καλλιεργoύμε τα κατορθώματα, ακόμα και τα μυθικά, των ηρώων μας. Μόνο τότε η ζωή μας αποκτά νόημα. Ετσι εξασφαλίζεται η συνέχεια της πατρίδας. Τιμή και Πατρίδα, ήταν το πρώτο σύνθημα της αντίστασης της ελεύθερης Γαλλίας. Πνευματικά ήταν πέρα ​​από αφηρημένες ιδέες ισότητας δικαιωμάτων.

*Πρώην βουλευτής και πρώην ευρωβουλευτής, είναι διδάκτωρ οικονομικών επιστημών. Εχει συγγράψει, μεταξύ άλλων, Η άμεση Δημοκρατία, Η ολιγαρχία στην εξουσία, η Ρωσία του Πούτιν. Είναι επίσης του ρωσικού ομίλου σκέψης Βαλντάι.

Μετάφραση: Ευάγγελος Δ. Νιάνιος

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2020

Ανακοινωθέν της Εκκλησίας της Κύπρου για την πανδημία του κορωνοϊού

 



Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου συνῆλθε σήμερα Τρίτη, 01 Δεκεμβρίου 2020, εἰς ἔκτακτο συνεδρία, ὑπὸ τὴν προεδρία τῆς Α.Μ. τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου μὲ θέμα τὴν πανδημία τοῦ κορωνοϊοῦ.

Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἐνωτιζόμενη τὴν κραυγὴ ἀγωνίας τοῦ λαοῦ καὶ συμπάσχουσα μαζί του λόγω τῆς ἐνσκηψάσης λοιμικῆς νόσου, ἡ ὁποία ταλαιπωρεῖ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα, ἀφοῦ ἐνημερώθηκε καὶ ἀπὸ ὁμάδα εἰδικῶν ἐπιδημιολόγων, οἱ ὁποῖοι ἐμφανίσθηκαν ἐνώπιον Αὐτῆς, κατόπιν εὐγενικῆς ἀποδοχῆς τῆς ἀπευθυνθείσης πρὸς αὐτοὺς προσκλήσεως, οἱ εἰδικοὶ ἐπιστήμονες: α) Δρ Πέτρος Καραγιάννης, Καθηγητὴς Μικροβιολογίας/Μοριακῆς ἰολογίας, β) Δρ Ἐλπιδοφόρος Σωτηριάδης, Ἀναπληρωτὴς Καθηγητὴς Ἐπιδημιολογίας καὶ Δημόσιας Ὑγείας, καὶ γ) Δρ Γεώργιος Κρασιᾶς, Ἐπίκουρος Καθηγητὴς Μοριακῆς Ἰατρικῆς, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ ἐνημέρωσαν τὰ Μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου διὰ τὸ θέμα τῆς πανδημίας τοῦ κορωνοϊοῦ (Covid-19) εἰς ὅλας τὰς πτυχάς, ἐδέχθησαν σωρείαν ἐρωτήσεων ἀπὸ ἕναν ἕκαστον τῶν Συνοδικῶν Ἀρχιερέων, καὶ ἐδόθησαν οἱ δέουσες διαφωτιστικὲς ἀπαντήσεις.

Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἐπιθυμεῖ νὰ ἀπευθυνεῖ πρὸς τὸ Χριστεπώνυμο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ νὰ θέσει ὑπόψη του τὶς θέσεις της.

Ἡ νόσος, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν τόπο ἢ τὸν τρόπο προέλευσής της, ἐπετράπη ἀπὸ τὸν Θεὸ (ἀφοῦ ἄνευ αὐτοῦ «οὐ πράξις, οὐ λόγος τελεῖται») γιὰ παιδαγωγικοὺς λόγους:

Ἡ νόσος μᾶς περιστέλλει, πρῶτα, τὸν ἐγωισμὸ καὶ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἐπίγνωση τῶν ὁρίων μας. Εἶναι γεγονὸς ὅτι ὁ ἄνθρωπος, χρησιμοποιώντας τὴ λογικὴ καὶ τὶς δυνατότητές του, πέτυχε πολλὰ στὴ ζωή του.

Ἡ πρόοδος, ὅμως, αὐτὴ συνέβαλε πολλάκις στὴν ἀποστασία ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ στὴν ἔπαρση. Νόμισε, ὁ ἄνθρωπος, πὼς ὅλα τὰ μπορεῖ καὶ ὅλα του ἐπιτρέπονται.

Ἔρχεται ἔτσι ἕνας μικροσκοπικός, ἀόρατος ἰὸς νὰ τὸν προσγειώσει καὶ νὰ τοῦ ὑποδείξει τὰ ὅριά του. Ἀναγκαζόμαστε, ὁμολογώντας τὴν ἀδυναμία μας, νὰ προστρέξουμε μὲ ταπείνωση στὸν Θεό, ἐκζητώντας τὸ ἔλεος καὶ τὴ βοήθειά του.

Ἡ πανδημία, ὕστερα, δρᾶ καὶ σὰν πρόκληση πρὸς τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀναπτύξει τὶς δυνατότητές του. Ὁ Θεὸς δὲν ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπο ὡς ἄβουλο ὄν.

Τὸν ἐδημιούργησε «κατ’ εἰκόνα Του», δίνοντάς του μερικὰ ἀπὸ τὰ δικά Του γνωρίσματα, ὅπως εἶναι τὸ λογικό, ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ σημερινὴ κατάσταση ὠθεῖ τὸν ἄνθρωπο σὲ νέες ἔρευνες καὶ τὸν ἀναγκάζει νὰ ἐργαστεῖ πρὸς παρασκευὴ νέων φαρμάκων καὶ νέων ἐμβολίων προκειμένου νὰ ἀναχαιτιστεῖ ἡ νόσος.

Στὴν προσπάθεια αὐτὴ τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται βοηθὸς καὶ ὁ Θεός. Ἡ Ἁγία Γραφὴ ἐκθέτει πολλὰ παραδείγματα στὰ ὁποῖα ὁ Θεὸς ἀναπληρώνει ὅ,τι δὲν μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ ἐπιτύχουν. Κάνει ὁ ἄνθρωπος ὅ,τι περνᾶ ἀπὸ τὸ χέρι του καὶ γιὰ τὰ ὑπόλοιπα ἔχει τὴν ἔγνοια ὁ Θεός.

Μέσα σ’ αὐτὰ τὰ πλαίσια τῆς δικῆς μας προσπάθειας καὶ τῆς ἀναπλήρωσης ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐκείνων ποὺ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ πετύχει, ἐντάσσεται καὶ τὸ καθῆκον ὅλων μας γιὰ τήρηση ὅσων τὸ ὑπεύθυνο Κράτος καὶ οἱ Ὑπηρεσίες Ὑγείας ὁρίζουν γιὰ τὴν προστασία ὅλων. Ἡ Ἐκκλησία συστήνει τοῦτο ἀνεπιφύλακτα. Περιορίζουμε τὴν ἐλευθερία καὶ τὰ δικαιώματά μας, ἀκόμα καὶ στὸ θέμα τοῦ ἐκκλησιασμοῦ, αὐτοβούλως, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ προστατεύσουμε τόσο τοὺς ἑαυτοὺς μᾶς ὅσο καὶ τοὺς συνανθρώπους μας καὶ νὰ μπορέσουμε νὰ ἐξέλθουμε ἀπὸ τοὺς περιορισμοὺς ὅσον τὸ δυνατὸ συντομότερα.

Ὡς πρὸς τὸ θέμα τῆς Θείας Μετιαλήψεως ἡ θέσn τῆς Ἐκκλησίας εἶναι σταθερὴ καὶ ξεκάθαρη. Τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ δὲν μεταδίδουν καμιὰν ἀσθένεια. Εἶναι τοῦτο ἀποδεδειγμένο ἀπὸ τὴν μακραίωνη ζωὴ καὶ πράξη τῆς Ἐκκλησίας. Θὰ ἐξακολουθήσει νὰ μεταδίδεται μὲ τὸν ἴδιο παραδοσιακὸ τρόπο ποὺ γίνεται καὶ σήμερα, τηρουμένων ὅλων τῶν διατάξεων τῶν ὑγειονομικῶν ἀρχῶν γιὰ τὶς μεταξὺ ἀλλήλων ἀποστάσεις καὶ τὶς προσωπικὲς προφυλάξεις.

Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος χωρὶς νὰ παραβλέπει τὶς ἐπιφυλάξεις κάποιων ὡς πρὸς τὴ σύσταση καὶ τὴ δράση ὁρισμένων ἐμβολίων τὰ ὁποῖα ἑτοιμάζουν μεγάλες φαρμακευτικὲς βιομηχανίες, ἀλλὰ καὶ χωρὶς νὰ ἀσπάζεται τὴ συνωμοσιολογία ποὺ ἀναπτύσσεται γύρω ἀπὸ τὸ θέμα καὶ ἀφοῦ ἄκουσε μὲ προσοχὴ τοὺς εἰδικοὺς ἐπιστήμονες ποὺ κάλεσε πρὸς τοῦτο, ἀποφάσισε νὰ συστήσει στοὺς πιστοὺς νὰ ἐμβολιασθοῦν ἐφόσον τὸ συγκεκριμένο ἐμβόλιο συστήσουν οἱ Ἰατρικὲς Ὑπηρεσίες  Ὑγείας τοῦ Κράτους. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποδώσουμε κανενὸς εἴδους συμφέροντα στὶς Ἰατρικὲς Ὑπηρεσίες  Ὑγείας τοῦ Κράτους παρὰ μόνο τὴν ἔγνοια τους γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ λαοῦ.

Ἀσφαλῶς κανεὶς δὲν θὰ ἐξαναγκαστεῖ νὰ ἐμβολιασθεῖ, θὰ πρέπει ὅμως καὶ ὅσοι ἀποφασίσουν νὰ ἐμβολιασθοῦν νὰ μὴν ἐπιβαρύνουν τὴ συνείδησή τους μὲ ἀνεδαφικὲς καὶ ἀντεπιστημονικὲς προλήψεις.

Στόχος ὅλων μας θὰ πρέπει νὰ εἶναι νὰ μὴ θρηνήσουμε ἄλλα θύματα καὶ νὰ ἀντιμετωπισθεῖ ἀποτελεσματικὰ ὅσο τὸ δυνατὸ πιὸ σύντομα ἡ πανδημία.

Τέλος ἡ Ἱερὰ Σύνοδος, ἀφοῦ εὐχαρίστησε τοὺς προσκεκλημένους καὶ καταξιωμένους Ἐπιστήμονες, ὑπενθυμίζει σὲ ὅλους τὸ κραταιὸν ὅπλον τῆς προσευχῆς καὶ καλεῖ ὅλους σὲ μετάνοια προκειμένου οἱ προσευχές μας νὰ εἰσακουστοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ τὴ λοιμικὴ νόσο ποὺ ἐνέσκηψε καὶ στὴν πατρίδα μας. Τοῦτο εἶναι ἀπαραίτητο, ὥστε νὰ μπορέσουμε, ἀπερίσπαστοι, νὰ ἐπιδοθοῦμε στὶς προσπάθειες ἀπελευθέρωσης τῆς πατρίδας μας καὶ στὰ ἄλλα θεάρεστα ἔργα μας.

Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Κύπρου,

01 Δεκεμβρίου 2020.

Το ασυμβίβαστο Εκκλησίας και θρησκείας - Χρήστος Γιανναράς

 

Το ασυμβίβαστο Εκκλησίας και θρησκείας

Χρήστος Γιανναράς

Στο ποίημα του Σεφέρη «Ο κ. Στρατής Θαλασσινός περιγράφει έναν άνθρωπο», διαβάζουμε (πέμπτο μέρος, «Αντρας»): «Από τότες είδα πολλά καινούργια τοπία… Είδα και μια παλιά εικόνα σε κάποια χαμηλοτάβανη αίθουσα· τη θαύμαζε πολύς λαός. Παράσταινε την ανάσταση του Λαζάρου. Δε θυμάμαι ούτε το Χριστό ούτε το Λάζαρο. Μόνο, σε μια γωνιά, την αηδία ζωγραφισμένη σ’ ένα πρόσωπο που κοίταζε το θαύμα σα να το μύριζε. Αγωνιζότανε να προστατέψει την ανάσα του μ’ ένα πελώριο πανί που του κρεμόταν από το κεφάλι. Αυτός ο κύριος της “Αναγέννησης” μ’ έμαθε να μην περιμένω πολλά πράματα από τη δευτέρα παρουσία».

Μόνο ένας πολύ μεγάλος ποιητής μπορεί να συνοψίσει την αξιολόγηση και κρίση του για το καύχημα της φραγκικής Δύσης, την «Αναγέννηση» (Renaissance), σε μια αηδιαστική φυσιογνωμία που ένα «θαύμα» (αφορμή θάμβους) το κοιτάζει δύσπιστα, σαν να το μυρίζει. Και θυμάμαι το συγκεκριμένο ποίημα του Σεφέρη κάθε φορά, τους τελευταίους μήνες, που η κρατική στην Ελλάδα τηλεόραση μεταδίδει την εκκλησιαστική λατρεία χωρίς λατρεύουσα εκκλησία, μόνο με μιαν άσχετη, σχεδόν κωμική φιγούρα χειρονόμου ορχηστή στην οθόνη να παλεύει, με γκριμάτσες και νοήματα, να κάνει κατανοητά τα δρώμενα και λεγόμενα, σε κωφάλαλους.

«Υψιστε Θεέ», που θα ’λεγε ο Παπαδιαμάντης, έχουμε στη χώρα μας πάνω από εκατό μιτροφόρους (με αυτοκρατορικό διάδημα) επισκόπους, που μισθοδοτούνται από το κράτος και λαμπροφορούν για να «εξυπηρετούνται οι θρησκευτικές ανάγκες του λαού»! Δεν βρέθηκε ούτε ένας να διαμαρτυρηθεί ή να καγχάσει γι’ αυτή την κωμική παντομίμα, το ανθρωπάκι με τις γκριμάτσες και τα νοήματα, που θέλει να κάνει «κατανοητή» την ιλιγγιώδη ποίηση της εκκλησιαστικής λατρείας; Σκεφθείτε έναν ανάλογο χειρονόμο, που θα «ερμήνευε» στην τηλεοπτική οθόνη την τέλεση μιας αρχαίας τραγωδίας ή την απαγγελία υψηλής ποίησης.

Οι εκκλησίες, σε κάθε γειτονιά των πόλεων και σε κάθε χωριό, είναι το τελευταίο απομεινάρι της εμπειρικής (όχι ιδεολογικής, συναισθηματικής ή φολκλορικής) ελληνικότητας. Δεν πηγαίνουμε στην εκκλησία για να «κατανοήσουμε» νοήματα, ιδεολογικές θέσεις και ηθικές προστακτικές, πηγαίνουμε για να γιορτάσουμε, να μετάσχουμε σε άλλον τρόπο ύπαρξης, και όχι απλώς συμπεριφοράς. Η αλήθεια της εκκλησίας (όπως άλλοτε και η αλήθεια της πόλεως ή η αλήθεια μιας Τέχνης) γνωρίζεται ως εμπειρία μετοχής, έμπρακτης γνώσης – δεν γίνεσαι ζωγράφος ή μουσουργός διαβάζοντας οδηγίες και συμβουλές, κατανοώντας κάμποσα «πρέπει», κανόνες και προστακτικές. Ασκείσαι, για να γνωρίσεις εμπειρικά την Τέχνη που αγαπάς, μετέχεις «κρίσεως και αρχής» για να γνωρίσεις την πολιτική τέχνη και επιστήμη.

Ο,τι διαφοροποίησε καισαρικά τη μεταρωμαϊκή Δύση από την κάποτε ελληνική οικουμένη, ήταν ότι η Δύση παραποίησε την εκκλησία σε ατομοκεντρική θρησκεία («αλάθητα» δόγματα πεποιθήσεων και νομικές διατάξεις συμπεριφοράς). Ο Ελληνισμός, όπου σώζεται κρυπτόμενος και δυσδιάκριτος (όχι «μετά παρατηρήσεως» ούτε με υποδείξεις: «ιδού ώδε ή ιδού εκεί»), πραγματώνει την Εκκλησία στο πεδίο της ύπαρξης: στη γιορτή της χαράς για τη νίκη καταπάνω στον θάνατο.

Συμβιβασμένη η ελληνική ουτοπία (ου τόπος) με το καραγκιοζιλίκι τής «εν τω κράτει επικρατούσης θρησκείας», είναι αδύνατο να αντιληφθεί ακόμα και τα θεμελιώδη της υπαρκτικής της ταυτότητας. Γελοιοποιείται φωτίζοντας τον Παρθενώνα όπως φωταγωγείται το Κολοσσαίον, αλλοιώνει τη μορφολογία του βράχου της Ακρόπολης, για να εξυπηρετείται η διακίνηση των τουριστών, μοιράζει τυπωμένη δεοντολογία συμπεριφοράς, κάθε Κυριακή στις εκκλησιές, με ωφελιμολογία τυπικά προτεσταντικού ηθικισμού («Φωνή Κυρίου») – ίλιγγος μικρονοϊκής επαρχιωτίλας.

Με την ίδια «λογική» και η γλώσσα των κωφαλάλων υποκαθιστά επισήμως την εκκλησιαστική λατρεία με αποκλεισμένη τη λατρεύουσα εκκλησία. Δεν ενδιαφέρει η παρουσία των προσώπων, να γιορτάσουν τον ρεαλισμό της ελπίδας ότι «ο θάνατος πατείται θανάτω». Στόχος συγκρότησης της Εκκλησίας είναι να «καταλάβουν» όλοι, ακόμα και οι κωφάλαλοι, ότι αυτός ο θεσμός (που τον λέμε ακόμα «εκκλησία») είναι χρήσιμος, ωφέλιμος – με τον θάνατο, βέβαια, αδιαμφισβήτητο τελικό νικητή, να μας περιμένει στη γωνία.

Θα αντιτάξει ο αναγνώστης: Μας ορφάνεψε ο κορωνοϊός από τη γιορτινή χαρά της μετοχής, να στερηθούμε και την ψυχολογική παρηγόρια, το θέαμα και το ακρόαμα; Μα, φυσικά, αφού και για τους αγαπημένους που χάνουμε, πενθούμε, δεν αναπληρώνουν την απουσία οι φωτογραφίες τους. Με τόσους θανάτους κάθε μέρα και τόσους συνανθρώπους στο μαρτύριο της ασφυξίας, εμείς να γαντζωνόμαστε σε ψευτοπαρηγόριες;

Είναι πια η νοοτροπία μας, δηλαδή ο πολιτισμός μας, να υποκαθιστούμε τόσο τη ζωή όσο και το θάνατο με εικονικές εντυπώσεις. Γι’ αυτό και στην πληθώρα των εντύπων που υπηρετούν την «επικρατούσαν εν Ελλάδι θρησκείαν» πρυτανεύουν και πλεονάζουν οι φωτογραφικές πόζες του κάθε τοπικού επισκόπου. Δεν αντιλαμβάνονται οι πληθωρικά φωτογραφούμενοι ότι αυτή η άκομψη αυτοπροβολή προδίδει επαρχιωτίλα, τους εκθέτει. Κυρίως, από σεβασμό και δέος για την αυτοκρατορική αρχοντιά του επισκοπικού ενδύματος, θα ήταν συνετό να απαγορεύουν οι ίδιοι οι επίσκοποι τη φωτογράφησή τους, όταν ιερουργούν.

Μακάρι ο εφιάλτης του κορωνοϊού να φωτίσει, έστω ελάχιστα, το ασυμβίβαστο Εκκλησίας και θρησκείας.

Πηγή: Καθημερινή