Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

Φιλόθεη και φιλόυλη ψυχή



Από το Γεροντικό

 Ο Θεός, όπως λέγει η γραφή, είναι ήλιος της δικαιοσύνης, που με τις ακτίνες της καλοσύνης Του ομορφαίνει το σύμπαν. Η ψυχή πάλι, ανάλογα με την προαίρεση της, γίνεται ή κερί σαν φιλόθεη ή πηλός, σαν φιλόυλη. Όπως λοιπόν ο πηλός όταν εκτεθεί στον ήλιο, ξεραίνεται και μαλακώνει, το ίδιο κι η ψυχή. Εκείνη που είναι δοσμένη στα εγκόσμια και υλικά, όταν έλθει σ’ επαφή με τον Θεό, σκληραίνεται, σαν το Φαραώ, και χάνει κάθε ελπίδα σωτηρίας. Η φιλόθεη ψυχή όμως, όταν εκτεθεί στις φλογερές ακτίνες της θείας αγάπης, απαλύνεται, αποτυπώνει τους χαρακτήρες των Αγίων και γίνεται κατοικία Θεού. Έτσι, στη φυσική «κατ’ εικόνα» ομορφιά  προσθέτει και την «καθ’ομοίωσιν».

             Άγιος Μάξιμος Ομολογητής

Τρίτη 22 Μαΐου 2012

Χριστός ανέστη!




Ανάσταση ‘ ναι, 
κι η ψυχή δεν νιώθει τώρα μοναχή 
καθώς εχθές και πρώτα. 
Κάποιος βαδίζει στο πλευρό, 
της απαλαίνει το σταυρό, 
σπογγίζει τον ιδρώτα.

Καλή Απόδοση του Πάσχα!

Εκκλησία και Λατρεία




            Ο χριστιανισμός είναι θρησκεία λειτουργική. Η Εκκλησία πάνω απ’ όλα είναι λατρεύουσα κοινότητα. Η λειτουργική εμφάνιση του χριστιανισμού ανήκει εμφανώς στην ορθόδοξη ανατολική παράδοση. Γι’ αυτό ο όρος « ορθοδοξία» σημαίνει ορθή δοξολογία, ορθή λατρεία του Θεού.
            Κέντρο αυτής της λατρείας είναι η Θ. Ευχαριστία. Η Ευχαριστία είναι μία αποκάλυψη του Χριστού και θέτει μπροστά μας με τη βοήθεια  συμβολικών εκφράσεων και πράξεων ολόκληρη τη Ζωή Του. Και η συμβολική αυτή παρουσία δεν είναι απλώς μία υπενθύμιση κάποιων γεγονότων, αλλά μία « αναπαράσταση» δηλ. μία πράξη που κάνει κάτι και πάλι παρόν. Και σ΄ αυτό το παρόν του Χριστού μετέχουμε συνειδητά εμείς οι πιστοί. Η χριστιανική λατρεία δεν είναι ούτε μαγεία ούτε θρησκευτική τελετή, αλλ’ είναι η « λογική λατρεία» και χρειάζεται ο λογικός άνθρωπος να συμμετέχει συνειδητά. Γι’ αυτό πρέπει να ξέρουμε τι σημαίνει η φράση « πηγαίνω στην Εκκλησία» ή « δεν πηγαίνω στην Εκκλησία».
            « Πηγαίνω στην Εκκλησία» σημαίνει, ότι πηγαίνω να ενωθώ με τους άλλους πιστούς, για να συναποτελέσουμε την Εκκλησία και να δείξουμε ότι είμαστε παιδιά του Θεού. Σημαίνει ότι δεν είμαστε διασκορπισμένοι, αλλά αποτελούμε ένα σώμα με κεφαλή το Χριστό και αποτελούμε το λαό του Θεού.
            « Πηγαίνω στην Εκκλησία» σημαίνει ότι πηγαίνω για να πάρω ενίσχυση, χαρά, δύναμη, χάρη, φως. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι Εκκλησία είμαστε εμείς και ο Χριστός εν μέσω των « συνηγμένων» μαθητών Του.
            Κληρικοί και λαϊκοί αποτελούμε το λαό του Θεού. Όλοι είμαστε « γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον». Όλοι ανήκουμε στο λαό, αλλά σε ορισμένους ο Θεός έχει αναθέσει βαρύτατο έργο, να ποιμαίνουν, να διδάσκουν, να κατηχούν, να προΐστανται της κοινοτικής σύναξης , να «εικονίζουν» τον Χριστό.
            Ακόμη « πηγαίνω στην Εκκλησία» σημαίνει, ότι πηγαίνω να αγιασθώ. Η Εκκλησία είναι Αγία και η αγιότητα  δεν είναι άθροισμα  της αγιότητας των μελών της, αλλά η αγιότητα του Χριστού στην οποία μετέχουμε με το βάπτισμα μας και πρέπει να αυξάνουμε διαρκώς.
            Όλα αυτά και άλλα πολλά ακόμη σημαίνει « πηγαίνω στην Εκκλησία». Και η στέρηση όλων αυτών σημαίνει η φράση « δεν πηγαίνω στην Εκκλησία». Γι’ αυτό όποιος βιώνει τη λατρεία της Εκκλησίας σωστά, γίνεται ο ίδιος αληθινός, υγιής, ισορροπημένος και ικανός να ζήσει σωστά.
            Αν συμμετέχουμε στην λατρευτική ζωή της Εκκλησίας μας τότε ολόκληρη η ζωή μας θα είναι μία « λογική λατρεία», « θυσία ζώσα, αγία, ευάρεστη τω Θεώ» (Ρωμ. 12,1).

π.Γ.στ.
       

Καλό και κακό




Πολλοί λένε: 
«Από τα δύο κακά πρέπει να  εκλέγει κανείς το μικρότερο». 
Αυτό είναι μεγάλο σφάλμα! 
Διότι ο χριστιανός δεν εκλέγει μεταξύ κακών, 
αλλά μεταξύ κακού και καλού , το καλό. 
Έτσι έχουμε τον χριστιανικό κανόνα:
 « από τα δύο καλά πρέπει να εκλέγει κανείς το μεγαλύτερο".

(ανωνύμου Πατέρα)

Το μεγαλείο του ανθρώπου


           

          Γ. Μαντζαρίδη, ομ. Καθ. Θεολ. Σχ. Παν. Θεσσαλονίκης

            Η συγγένεια του ανθρώπου με τον Θεό δεν αναιρεί τη θεμελιώδη διαφορά ανάμεσα τους. Ο Θεός είναι άκτιστος, ενώ ο άνθρωπος κτιστός. Ο Θεός είναι αυτοαγαθός, ενώ ο άνθρωπος γίνεται αγαθός μετέχοντας στη θεία αγαθότητα. Το μεγαλείο του ανθρώπου δεν βρίσκεται στην προέλευσή του, αλλά στον σκοπό της δημιουργίας του. Ο άνθρωπος προήλθε από το μη όν. Η αγάπη όμως του Θεού τον κάλεσε να τελειωθεί ως πρόσωπο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» του.
           Ο άνθρωπος δεν είναι κάποιο δημιούργημα μέσα στον κόσμο, έστω το τελειότερο. Δεν είναι καν ο «εν μικρώ κόσμος» ή ο μικρόκοσμος. Είναι ένας δεύτερος κόσμος «εν μικρώ μέγας». Στον άνθρωπο ανακεφαλαιώνεται ολόκληρος ο κόσμος. Αυτός καλείται να συμπεριλάβει στην υπόσταση του ολόκληρη την κτίση και να ιερουργήσει την ανύψωση της στον Θεό.

           

Υγεία και ασθένεια



      «Όπως ο σωματικός  θάνατος μπορεί να υπηρετήσει την πνευματική ζωή, έτσι και η σωματική ασθένεια μπορεί να υπηρετήσει την πνευματική υγεία. Από εδώ όμως δεν συνάγεται ότι παραθεωρείται η αξία της σωματικής υγείας και ζωής. Άλλωστε η συνθετική ανθρωπολογία της Εκκλησίας, που επιμένει στην ψυχοσωματική ενότητα του ανθρώπου, είναι φυσικό να βλέπει θετικά όχι μόνο την ψυχική αλλά και την σωματική του υγεία. Αυτό μαρτυρούν και πολλές ευχές της Εκκλησίας για την υγεία της ψυχής και του σώματος του ανθρώπου. Παράλληλα όμως υπήρχε πάντοτε και η ιατρική αντιμετώπιση τους, που ευλογεί η Εκκλησία».

Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

Η μνήμη του Θεού



            Ο άνθρωπος που ανάγει την ύπαρξη του στο Θεό, διατηρεί την ταυτότητα και το σκοπό της υπάρξεως του με τη μνήμη του Θεού. Εν Χριστώ ο πιστός βρίσκει τη σωτήρια γι’ αυτόν μνήμη. Βρίσκει τη μνήμη που δεν σταματά στην οδύνη της εκπτώσεως του, αλλά περικλείει και το μυστήριο της ανορθώσεως του. Κεφάλαιο της μνήμης του πιστού είναι η παράδοση της Εκκλησίας. Και το κέντρο της παραδόσεως αυτής είναι το μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας.
            Το μυστήριο αυτό, που είναι το μυστήριο της αληθινής ζωής του ανθρώπου, είναι και η ουσία της αληθινής μνήμης του. Χωρίς τη μνήμη του Θεού δεν μπορεί ο άνθρωπος να ενωθεί μαζί του. Και χωρίς την ένωση με τον Θεό δεν καταξιώνεται η ύπαρξη του. Τέλος η μνήμη του Θεού συνδέεται λειτουργικά με την προσδοκία του Χριστού, που δημιουργεί και τον εσχατολογικό χαρακτήρα της Εκκλησίας.
           
( Γ. Μαντζαρίδης)