Σε
ηλικία επτά ετών, ο Βαρθολομαίος εστάλη από τους γονείς του να μάθη γράμματα.
Παρ’ όλη όμως την επιμέλειά του, δεν προόδευε και με πολλά δάκρυα ζητούσε την
θεία βοήθεια. Του συνέβη τότε κάτι παρόμοιο με τον Σαούλ (βλ. Α΄ Βασ. κεφ. 9).
Μία ημέρα ο πατέρας του τον έστειλε να βρή τα χαμένα τους άλογα και ο
Βαρθολομαίος συνάντησε έναν ιερομόναχο, που προσευχόταν κάτω από μία βελανιδιά.
Με απλότητα τού είπε την δυσκολία του και ο γέροντας τον ευλόγησε και τού έδωσε
να φάη ένα κομμάτι πρόσφορο ως σημείον της χάριτος του Θεού για την κατανόησι
των γραμμάτων. Του προφήτευσε δε ότι θα γίνη κατοικητήριο της Αγίας Τριάδος και
θα οδηγήση πολλούς στην κατανόησι του θείου θελήματος.(…)
Σαν
διψασμένο ελάφι αναζητούσε — με την βοήθεια του αδελφού του Στεφάνου, ο οποίος
μετά τον αιφνίδιο θάνατο της γυναίκας του είχε γίνει μοναχός — τόπον κατάλληλο
για ησυχαστική ζωή. Μετά από πολλές έρευνες βρήκε κάποιο ξέφωτο στην καρδιά
παρθένου δάσους, δέκα χιλιόμετρα μακριά από το Ραντονέζ. Με κορμούς δένδρων
έφτιαξαν μια καλύβα και μια μικρή Εκκλησία, την οποίαν αφιέρωσαν στήν Αγία
Τριάδα. Ο Στέφανος όμως δεν άντεχε στις στερήσεις της ερήμου και σύντομα
ανεχώρησε για την μονή των Θεοφανείων (Μπογκογιαβλένσκυ), στην Μόσχα.
Μένοντας
ολομόναχος ο Βαρθολομαίος δεν αποθαρρύνθηκε. Το 1337, σε ηλικία είκοσι τριών
ετών, έλαβε από τον ηγούμενο Μητροφάνη το μοναχικό σχήμα και ονομάσθηκε
Σέργιος. Την περίοδο αυτήμόνον ο Θεός γνωρίζει τους αγώνες και τις δοκιμασίες
του από τις επιθέσεις των δαιμόνων μέσα στην άγρια μοναξιά του δάσους, που την
διέσχιζαν τα ουρλιαχτά των λύκων και των αρκούδων. Τα θηρία πολλές φορές
έφθαναν ως την καλύβα του. Ο Σέργιος γρήγορα συμφιλιώθηκε με μια αρκούδα, που
τον επισκεπτόταν καθημερινά, για να βρη λίγη τροφή. Μαζί της μοιραζόταν το
λιγοστό ψωμί του, τοποθετώντας το μερίδιό της επάνω σε ένα κούτσουρο. Αν το
ψωμί ήταν ελάχιστο, το έδινε σε εκείνην, για να μην την απογοητεύση, και αυτός
έμενε νηστικός.
Ύστερα
από δύο περίπου χρόνια τελείας μονώσεως, σιγά-σιγά συναθροίσθηκαν κοντά του
δώδεκα αδελφοί. Ο καθένας έκτιζε το κελλί του και φρόντιζε μόνος για την
εξεύρεσι των αναγκαίων. Καθημερινά τελούσαν από κοινού στην εκκλησία όλες τις
ακολουθίες. Για την θεία λειτουργία καλούσαν Ιερέα από το κοντινό χωριό. Παρά
την υποτυπώδη κοινή διαβίωσι, ο όσιος με πολλή ταπείνωσι διακονούσε την μικρή
αδελφότητα. Εκοβε ξύλα από το δάσος, άλεθε το σιτάρι, ζύμωνε και φούρνιζε τα
ψωμιά, μαγείρευε, μετέφερε νερό και το άφηνε μπροστά σε κάθε κελλί, έρραβε
ρούχα, επιδιόρθωνε υποδήματα. Με την έμπρακτη αυτή αγάπη προς τους αδελφούς, τους
έδιδε στα ανθρώπινα μέτρα μία εικόνα της τελείας κοινωνίας των τριών προσώπων
της Αγίας Τριάδος, ώστε προσβλέποντας προς αυτήν οι μοναχοί του να
αντικατοπτρίζουν στην ζωή τους την αμοιβαία θεϊκή αγάπη και ενότητα εν
ελευθερία.
Το
1354 χειροτονήθηκε ιερεύς και ενθρονίσθηκε ηγούμενος από τον επίσκοπο Βολυνίας
Αθανάσιο. Τελούσε καθημερινά την θεία λειτουργία και σε κάθε ακολουθία πήγαινε
πρώτος στην εκκλησία. Τα πρόσφορα, τα κεριά και τα κόλλυβα τα ετοίμαζε πάντα
μόνος του. Υπό την καθοδήγησί του οι αδελφοί την ημέρα ενάλλασσαν τον χρόνο
τους μεταξύ της προσευχής και της χειρωνακτικής εργασίας. Την νύκτα οι ώρες
ήσαν αφιερωμένες αποκλειστικά στον Θεό. Μετά το απόδειπνο απαγόρευε αυστηρά τις
συζητήσεις μεταξύ των αδελφών και τις επισκέψεις στα κελλιά.
Στην
αρχή εστερούντο και τα πιο απαραίτητα. Για φωτισμό στις ακολουθίες
χρησιμοποιούσαν δαδιά από σημύδα. Σε φλοιούς σημύδας επίσης ήσαν γραμμένα και
τα λειτουργικά τους βιβλία. Για να χαλκεύση την εμπιστοσύνη των μοναχών του
στην θεία Πρόνοια, τους απαγόρευε αυστηρά να ζητούν ελεημοσύνες για τις ανάγκες
τους.
Κάποτε,
που υπέφεραν από μεγάλη έλλειψι τροφής, ο ίδιος ο όσιος, αφού έμεινε τελείως
νηστικός τρεις ημέρες, την τετάρτη εργάσθηκε από το πρωΐ ανοίγοντας δρόμο
μπροστά στο κελλί του γέροντος Δανιήλ. Ως αμοιβή τού εζήτησε λίγα κομμάτια
μουχλιασμένο ψωμί, που δεν τα πήρε πριν από την ενάτη ώρα. Άλλη φορά πάλι, που
αρκετοί από τους αδελφούς, πιεζόμενοι από την πείνα, εγόγγυζαν εναντίον του και
τον απειλούσαν πως θα τον εγκαταλείψουν και θα φύγουν, ο Θεός τούς έστειλε με
άγνωστους ευεργέτες άμαξες με πολλά τρόφιμα και προμήθειες.
Κάποια
νύκτα, καθώς ο όσιος προσευχόταν για τους μαθητάς του, άκουσε φωνή: «Σέργιε! Ο
Κύριος εισήκουσε τις προσευχές σου. Κοίταξε τί πλήθος συναθροίσθηκε γύρω σου
εις το όνομα της Αγίας Τριάδος!». Ο Σέργιος άνοιξε το παράθυρο και είδε μέσα σε
υπερκόσμιο φώς, που κατηύγαζε το νυκτερινό στερέωμα, χιλιάδες πουλιά να πετούν
επάνω και γύρω από την μονή, κελαηδώντας μια εξαίσια μελωδία. «Σαν αυτά τα
πουλιά», συνέχισε η φωνή, «θα πληθυνθούν οι μαθηταί σου και δεν θα λείψουν ποτέ
αυτοί που θα θελήσουν να ακολουθήσουν τα ίχνη σου».
Μία
νύκτα, τέσσερα χρόνια πριν από την κοίμησί του, καθώς ο όσιος έψαλλε τους
χαιρετισμούς μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου και προσευχόταν θερμά για το
μοναστήρι του, τον επισκέφθηκε μέσα σε εκτυφλωτική φωτοχυσία η Παναγία,
συνοδευομένη από τους αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη. Ο όσιος έκθαμβος έπεσε στο
έδαφος. Η Θεοτόκος τον έπιασε από το χέρι και είπε: «Μή φοβάσαι, εκλεκτέ μου!
Ηλθα να σέ επισκεφθώ. Οι προσευχές σου για τους μαθητάς σου εισακούσθηκαν. Εγώ
θα γίνω προστάτις της μονής σου, όχι μόνον τώρα που ζής αλλά και μετά τον θάνατό
σου».
Πηγή: http://www.diakonima.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου