Ο πατήρ Συμεών Κραγιόπουλος, του οποίου ο πρόσφατος
θάνατος γέμισε με θλίψη πολυάριθμους ανθρώπους που γνώρισαν το έργο του, ήταν
μια από τις μεγάλες πνευματικές φυσιογνωμίες της σύγχρονης Εκκλησίας, φωτισμένη
μορφή που έδρασε ως εξομολόγος, ιεροκήρυκας και συγγραφέας, πνευματικός
πατήρ μοναστικών αδελφοτήτων. Κατά ορισμένους, η μεγαλύτερη προσφορά του
έγκειται στην εντελώς πρωτότυπη και εύστοχη αντιμετώπιση της ψυχικής νόσου, από
την οποία μαστίζεται ιδιαίτερα ο σύγχρονος άνθρωπος. Παρακάτω, θα προσπαθήσω να
παρουσιάσω με συντομία τις κυριότερες θέσεις του επί αυτού του ζητήματος.
Ως «ψυχική νόσος», λοιπόν, η οποία μπορεί και πρέπει
να αντιμετωπιστεί, θεωρείται αρχικά μια ποικιλία φαινομένων, που ξεκινούν από
απλές μορφές εσωτερικής ακαταστασίας (πχ σύμπλεγμα κατωτερότητας) και φτάνουν
μέχρι σοβαρότερες μορφές ψυχοπάθειας (νεύρωση, κατάθλιψη κλπ). Ωστόσο, είναι
αλήθεια ότι ακόμη και οι πιο απλές μορφές ψυχικής νόσου, πέρα από το ότι είναι
ιδιαίτερα ενοχλητικές και δεν επιτρέπουν συχνά στο άτομο να «λειτουργήσει»
επιτυχώς στην καθημερινότητα, θέτουν, κατά τον πατέρα Συμεών, μεγάλα εμπόδια
στην πνευματική πρόοδο και τελείωση του χριστιανού, οπότε και πρέπει να
αντιμετωπίζονται.
Πρώτα από όλα, λοιπόν, ο π. Συμεών, ως
πνευματικός πατήρ, παραδέχεται ότι η ψυχική νόσος υφίσταται πραγματικά, και ότι
δεν αρκεί ο εξομολόγος να πει στον ασθενή για να θεραπευτεί μόνο τη φράση:
«παύσε να αμαρτάνεις». Παράδειγμα: κάποιος είναι λαίμαργος, αδηφάγος, και αυτό
γιατί στερείται υγιούς επαφής με τον συνάνθρωπο (οπότε γι’ αυτόν το φαγητό
αναπληρώνει την ελλείπουσα επικοινωνία), άρα, δεν φτάνει να ακούσει από τον
πνευματικό πατέρα τον λόγο «τρως πολύ, αυτό είναι θανάσιμη αμαρτία,
νήστευε». Το όλο ζήτημα απαιτεί κάτι περισσότερο: η «λαιμαργία» αποτελεί μια
καλή ευκαιρία για τον πάσχοντα να εξετάσει τον βαθύτερο λόγο που δεν
επικοινωνεί πραγματικά με τον συνάνθρωπο, καθώς είναι βέβαιο ότι πίσω της
κρύβονται πολλές βαθύτερες καταστάσεις (πάθη). Πρέπει να εστιάσει κανείς
στον βαθύ εαυτό του («καρδιά»), εκεί να ψάξει να δει τι συμβαίνει. Άλλωστε, για
διαφόρους λόγους, ο σημερινός άνθρωπος, ακόμη και ο θρησκευόμενος, είναι, πλην
ελαχίστων εξαιρέσεων, πάρα πολύ «μπερδεμένος», οπότε δεν χρειάζεται και να
«μαραζώνει» κανείς, όπως λέγει ο πατήρ Συμεών, για μια τέτοια κατάσταση.
Περεταίρω, ο π. Κραγιόπουλος αποδέχεται ότι ένα μέρος
που αφορά τις ανακαλύψεις, τις έννοιες, την ορολογία της Ψυχανάλυσης, που
θεμελίωσε ο Φρόυντ και προέκτειναν άλλοι, έχει αντικειμενική βάση και αξία. Για
παράδειγμα, υπάρχει όντως και το ασυνείδητο, αλλά και οι απωθήσεις, οι τακτικές
άμυνας του εαυτού κλπ, για τα οποία οι μεγάλοι Πατέρες φαινομενικά δεν είχαν
μιλήσει, στην πραγματικότητα όμως, όπως έχουν καταδείξει και μερικές έρευνες,
τα είχαν εν πολλοίς υπόψη. Ωστόσο, ο πατήρ Συμεών διαφοροποιείται από την
Ψυχανάλυση, καθώς θεωρεί ότι, για την ανάπτυξη της ψυχικής νόσου, ρόλο παίζει
και η ιδιοσυγκρασία του κάθε ατόμου, η έμφυτη ικανότητα ή ανικανότητά
του, να αντιμετωπίσει τα κατά την παιδική του ηλικία δύσκολα βιώματα. Το ίδιο
βίωμα (πχ προβληματική οικογένεια με την ίδια περίπου ψυχοπαθολογία), το ένα
παιδί θα το χειριστεί επιτυχώς και θα το ξεπεράσει, ενώ κάποιο άλλο παιδάκι δεν
θα τα καταφέρει. (Θα ήθελα στο σημείο αυτό να πω ότι ο όρος «ιδιοσυγκρασία», ή
αλλιώς «προδιάθεση», που έχει άλλωστε τόσο νόημα και ευρεία χρήση στην ιατρική
που αφορά την σωματική πάθηση, δεν έχει νόημα να θεωρείται μυστικιστικός και να
αποφεύγεται στην Ψυχολογία).
Η ψυχική αρρώστια λοιπόν υπάρχει, βρίσκεται «εκεί» και
χρειάζεται θεραπεία. Από εδώ και πέρα αρχίζει ακόμη πιο μεγάλη διαφοροποίηση
του π. Κραγιόπουλου από την Ψυχανάλυση. Ο Φρόυντ, λοιπόν, πιστεύει ότι κατά
βάση η ψυχασθένεια είναι μια διατάραξη της εσωτερικής ισορροπίας του
ανθρώπου, η οποία προκύπτει στην περίπτωση που δεν ικανοποιούνται βασικές
ενορμήσεις και ένστικτα του ατόμου (η ανάγκη για ηδονή, η προσπάθεια για
κυριαρχία και συμβολικό παραμερισμό του άλλου κλπ). Άπαξ και τα ένστικτα
καταπιεστούν και απωθηθούν, προκύπτει η νεύρωση, και έπεται η ψύχωση. Μέσα σε
αυτό το σύμπαν, η λογικότητα δεν θεωρείται παρά κάτι το δευτερεύον. Εξισώνεται
με ένα θλιβερό συνώνυμο του εργαλειακού ορθολογισμού, μέσω του οποίου το άτομο
περίπου αποκτά μια χρησιμοθηρική εικόνα για το περιβάλλον του, και τίποτε
περισσότερο. Ακόμη χειρότερα, στον φροϋδισμό, θα ’λεγε κανείς ότι η λογικότητα
πηγάζει μάλλον, είναι μια απέκκριση της όλης δομής αδήριτων αναγκών-ενστίκτων
της ψυχικής ζωής του υποκειμένου. Αντιθέτως, για τον π. Κραγιόπουλο (ως προς το
σημείο αυτό προσεγγίζει την γνωστική ψυχοθεραπεία), στην ψυχική ζωή πρωτεύει ο
«νους», και μάλιστα με την φιλοκαλική του έννοια. Ο «νους», λοιπόν, αυτός ο
«οφθαλμός» της ψυχής, το όργανο δηλαδή εκείνο με το οποίο συλλαμβάνουμε την
πραγματικότητα, την «θεωρούμε», την στοχεύουμε προθετικά (με τον χουσερλιανό
τρόπο), παίζει τεράστιο ρόλο στην θεραπεία.
Δεν θα πούμε πολλά εδώ για τον «νου», ελλείψει χώρου,
πέρα από το ότι χάρη σε αυτόν αποκτά το υποκείμενο την ικανότητα να διερευνά
ολόκληρη την εσωτερική ψυχική του ζωή («αυτοσυνείδηση»), να παρατηρεί, όπως
βέβαια παραδέχονται και οι ψυχαναλυτές, τα αισθήματά του, τους φόβους, τις
ανησυχίες, τις ελπίδες του κλπ. Δυνάμει ακριβώς της δυνατότητας για
αυτοπαρατήρηση, μπορούμε και να αντιληφθούμε ότι ψυχικώς νοσούμε, οπότε
και καταφεύγουμε στον πνευματικό πατέρα, ή τον ειδικό.
Επιπροσθέτως, και εδώ βρίσκεται το κλειδί της σκέψης
του π. Συμεών, ο νους είναι ελεύθερος, αυτόνομος, κατά βάση ανεπηρέαστος
ακόμη και από τα νομιζόμενα ως πλέον βασικά χαρακτηριστικά της ψυχικής ζωής
ενός ατόμου, πχ την σεξουαλικότητα. Γίνεται δηλαδή κάποιο άτομο να έχει σοβαρή
ψυχοπάθεια, ας πούμε μια κατάθλιψη, κάποια ψύχωση, και όμως κατά κανόνα
μπορεί κάλλιστα να «λογικεύεται», να αντιλαμβάνεται δηλαδή ότι, όντως, υπάρχει
πρόβλημα, ότι χρειάζεται θεραπεία. Ακόμη και αυτός του οποίου η λογικότητα
φαίνεται ενίοτε διαταραγμένη (σαν αυτούς που πήγαιναν στον Άγιο Παϊσιο και του
έλεγαν ότι έχουν αφύσικο κεφάλι, «ολοστρόγγυλο σαν πορτοκάλι»), κάλλιστα εννοεί
ότι έτσι είναι ο τρόπος που ο ίδιος βλέπει τα πράγματα, ωστόσο μάλλον κάτι δεν
πάει καλά μέσα του.
Επειδή τώρα ουσία της πνευματικής ζωής του ανθρώπου
είναι ακριβώς ο νους, η ψυχική νόσος αποτελεί, υπό αυτήν την έννοια,
πάντα κάτι δευτερεύον (γι’ αυτό και δεν μυστικοποιείται, όπως στον Φρόυντ). Ας
υποθέσω ότι πχ πάσχω από μανία καταδιώξεως, και πάλι, ωστόσο, αυτό που πρωτεύει
είναι ότι δεν στερούμαι την βασική ικανότητα να εννοώ ότι όντως ο άλλος, αυτός
που με «καταδιώκει», όντως υπάρχει, ενώ περαιτέρω, καταλαβαίνω σε έναν
ικανοποιητικό βαθμό ότι αυτός ο άλλος είναι περίπου ο τάδε άνθρωπος, με την
τάδε ιδιαιτερότητα κλπ. Η μανία καταδιώξεως δεν προέρχεται δηλαδή από τα
αβυσσαλέα βάθη του εαυτού μου, δεν πρέπει να θεωρηθεί ως η πεμπτουσία του είναι
μου: είναι απλά κάτι που ήρθε και «κόλλησε εκεί», και γι’ αυτό, πολύ απλά,
μπορώ να το πετάξω από πάνω μου. Μπορώ να απαλλαγώ από αυτό, χωρίς ο ψυχισμός
μου να υποστεί αναπηρία ή να χρειαστώ να αναμορφώσω ριζικά το είναι μου. (Υπάρχει
βέβαια, για διαφόρους λόγους, η περίπτωση να μην λειτουργεί καθόλου ο νους, να
μην αντιλαμβάνεται κανείς τι του λένε, αλλά αυτό είναι σπάνιο).
********
Τι πρέπει λοιπόν να γίνει σε μια τέτοια περίπτωση;
Χρειάζεται, λέγει ο π. Συμεών, να «πιαστεί ο πάσχων από την πραγματικότητα».
Αυτός που πήγε πχ στον άγιο Παϊσιο με το υποτιθέμενο «κεφάλι - πορτοκάλι»,
μπορεί να καταλάβει πολύ καλά τι θα πει η συμβουλή: «έτσι παρουσιάζει τα
πράγματα το μυαλό σου, η ιδιοσυγκρασία σου, πιάσου από την πραγματικότητα και
μην κρατάς αυτή την σκέψη». Ο εν λόγω ασθενής ξέρει βέβαια πολύ καλά και τι
σημαίνει «κεφάλι» ως μέρος του ανθρωπίνου σώματος, τι θα πει σχήμα, ποιος είναι
ο ρόλος της μεζούρας (με την οποία τον μετρούσε ο Άγιος κλπ). Το όλο ζήτημα,
κατά τον π. Συμεών, είναι να σκεφτεί κανείς ως εξής: «με την δική μου
λογική, τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα, έχω αποτύχει. Τα έκανα θάλασσα. Λίγο
ως πολύ καταλαβαίνω ότι αυτός ο άνθρωπος, που έχω μπροστά μου, ο πνευματικός
πατήρ, φαίνεται ότι όντως θέλει να με βοηθήσει, και βλέπει εντελώς διαφορετικά
τα πράγματα. Πιο ουδέτερα στο κάτω-κάτω. Άρα και πιο ψύχραιμα. Τι χάνω να
σταματήσω να εμπιστεύομαι τον τρόπο που εγώ βλέπω τα πράγματα, να τα
αμφισβητήσω, και να αρχίσω να εμπιστεύομαι αυτά που μου λέγει ο πνευματικός
πατήρ;». Με άλλα λόγια, πρέπει να σταματήσω να εμπιστεύομαι τον εαυτό μου.
Είναι αλήθεια επίσης, ότι γενικά, έστω κι αν υποφέρει
κανείς από κάποια ψυχοπάθεια, έχει την δύναμη να εμπιστεύεται τον άλλο άνθρωπο,
να ξέρει τι θα πει «εμπιστοσύνη», και μάλιστα όχι ως απλή ψυχολογική
διαδικασία, άλλα ως βαθιά, υπαρξιακή κατάσταση. Η εμπιστοσύνη, όπως και κάθε
βαθιά ανθρώπινη σχέση, έχει μιαν εκ-στατική έννοια, είναι ένα είδος
υπερβατισμού. Έχουμε επίσης την ικανότητα, να καταλαβαίνουμε πολύ καλά πού κατά
βάση πρέπει να απευθυνθούμε, πόσο κάποιος μπορεί και θέλει να μας βοηθήσει (γι’
αυτό και πολλοί άλλωστε πάνε σε συγκεκριμένους ψυχαναλυτές). Είναι ωστόσο
γεγονός ότι πολλοί προσφεύγουν σε ψυχιάτρους, που κατά βάση θεραπεύουν σχεδόν
αποκλείστηκα μέσω φαρμάκων (διαφοροποιούμενοι από τους ψυχαναλυτές). Ακόμη και
τα φάρμακα, πάντως, σύμφωνα με τον π. Συμεών, ως ένα σημείο πράγματι βοηθούν,
νορμαλοποιούν κάπως μια κατάσταση. Θα ήταν λάθος όμως να πιστεύει κανείς, ότι,
δίχως να γίνει ουσιώδης δουλειά επί της εσωτερικής ζωής του πάσχοντος, θα
εξαλειφθεί το πρόβλημα.
Τι γίνεται λοιπόν όταν αποφασίσει κανείς, πέρα από τα
φάρμακα, να «δουλέψει με τον εαυτό του»; Υπάρχει, ως γνωστόν, η οδός της
Ψυχανάλυσης, η οποία λέγει τα εξής: τυχαίνει, ας πούμε, να έχεις κόμπλεξ
κατωτερότητας. Για να το ξεπεράσεις, πρέπει να μεταφερθείς πίσω, στην παιδική
σου ηλικία, μέσω μιας μακρόχρονης μάλιστα προσπάθειας να την επαναπροσεγγίσεις
βιωματικά και ψυχοδυναμικά. Είναι πολύ πιθανόν να ευθύνεται για το όλο πρόβλημα
το τάδε περιστατικό της παιδικής σου ηλικίας, ή ένα σύνολο περιστατικών, που
σχετίζονται με τον τάδε χαρακτήρα του πατέρα ή της μητέρα σου, της μεταξύ τους
αλληλοσυνύπαρξης, των δικών σου σκέψεων και μορφών συμπεριφοράς κλπ. Όλα αυτά συνυφαίνουν
τον περίφημο ψυχαναλυτικό «ιστό» του ασθενούς, που πρέπει να ξεκαθαριστεί, να
ξεμπλεχτεί, να αποσυνυφανθεί, με μια διαδικασία που θυμίζει κάπως το έργο του
ντεντέκτιβ. Και μάλιστα, η όλη εργασία, καθώς προχωρεί, γίνεται με ένα αίσθημα
έκδηλης ικανοποίησης εκ μέρους του ψυχαναλυτή για την ανακάλυψη του βαθύτερου,
μυστικιστικού σχεδόν εαυτού, ενός καλά κρυμμένου μυστικού που κρύβει μια
«συμπαντική» αλήθεια. Η Ψυχανάλυση, για να μιλήσουμε εδώ σύντομα, αποτελεί -
σκέφτομαι εγώ - μορφή ημιθρησκείας.
Όπως ήδη όμως είπαμε, ο π. Κραγιόπουλος
απομυθοποιεί πλήρως την ψυχική ασθένεια. Η ψυχοπάθεια είναι ένα παράσιτο, δεν
«λέγει» την αλήθεια, με την έννοια που δίνει στο ρήμα «λέγω» ο
στρουκτουραλιστής φιλόσοφος Φουκώ. Χρειάζεται απλά να πεταχτεί, να φύγει.
Τίποτε άλλο. Για να φύγει λοιπόν, σύμφωνα με τον π. Συμεών, πρέπει ο πάσχων να
αρχίσει να εφαρμόζει την συμβουλή: «μην δίνεις σημασία σε όσα λέγει η ψυχική
νόσος». Άρχισε δηλαδή να μην ακούς αυτά που σου λέγει η ψυχοπάθεια, ότι δηλαδή
δεν έχεις φυσιολογική εξωτερική μορφή, ότι είσαι κατώτερος από τους άλλους, ότι
πρέπει να ντρέπεσαι για τον εαυτό σου κλπ.
Είναι γεγονός ότι η ψυχική νόσος, μολονότι έχει
βαθύτερα αίτια, εκβάλλει πάντα στο συνειδητό υπό μορφή «λογισμών», παραλόγων
σκέψεων. Όποιος έχει, για παράδειγμα, αίσθημα κατωτερότητας, θα σκεφτεί
οπωσδήποτε «είμαι κατώτερος από τους άλλους. Πόσο φοβερό είναι αυτό. Πόσο
οδυνηρό». Πρωτίστως, η ψυχοπάθεια γεννά σκέψεις- αυτό το γνωρίζει κάθε
ψυχολόγος-, και οι σκέψεις αυτές πυροδοτούν αυτές ή εκείνες τις μορφές
συμπεριφοράς. Οι αρρωστημένες αυτές σκέψεις δεν αποκαλύπτουν ωστόσο πάντα την
ακριβή αιτία που έχει γεννηθεί η όλη προβληματική συμπεριφορά, η ψυχική νόσος.
Μπορεί κάποιος πχ να έχει αισθήματα κατωτερότητας για τον χ λόγο, ωστόσο αυτό
που τώρα σκέπτεται δεν έχει φαινομενικά, εξωτερικά, καμία σχέση με την
πραγματική, συνήθως απομακρυσμένη στον χρόνο, αιτία του όλου προβλήματος.
Ωστόσο, οι σκέψεις αυτές πράγματι υπάρχουν, και από εδώ ξεκινά η θεραπεία.
Όταν λοιπόν κανείς αρχίζει να μην «δίνει σημασία» στις
αρρωστημένες αυτές σκέψεις, γιατί «έχει πιαστεί από την πραγματικότητα», οι
σκέψεις αυτές αρχικά «φουντώνουν», θεριεύουν, γιατί είναι συνυφασμένες χρόνια
τώρα με τον ψυχισμό. Αυτός που πιστεύει, λχ, ότι είναι κατώτερος από όλους, αν
αποστασιοποιηθεί από αυτόν τον λογισμό, θα αισθανθεί αρχικά να χάνει τον κόσμο
κάτω από τα πόδια του. Ολόκληρο το σύστημα του εαυτού, που είχε χτισθεί πάνω σε
τούτη την ψευδαίσθηση (γιατί, λέγει ο π. Συμεών, ο πάσχων είχε αναπτύξει και
τρόπους να «βολεύει» την όλη κατάσταση, πχ να αποφεύγει αυτό ή εκείνο το
πράγμα, να προβάλλει πιθανόν μια κάποια ικανότητά του, ένα ταλέντο του σε κάτι)
καταρρέει. «Μην φοβηθείς» τότε, λέγει ο πατήρ Συμεών, «μην τρομάξεις». Όσο πιο
πολύ δεν τρομάξεις, τόσο τα αρρωστημένα πράγματα θα φύγουν από πάνω σου. Ποιος
κάθεται κάπου αν δεν του δίνει κανείς σημασία;
Ωστόσο, για να θεραπευτεί κανείς, είναι ανάγκη, όπως
είπαμε, να εμπιστευτεί «κάποιον που ξέρει από αυτά», δηλαδή κάποιον πνευματικό
πατέρα με ανάλογη πείρα (συνήθως, γράφει ο π. Συμεών, πιο εύκολα
εμπιστεύεσαι το ράσο). Πρέπει λοιπόν να διέλθει το άτομο την οδό της
φιλοκαλικής «υπακοής», η οποία με μια έννοια είναι η ακρότατη μορφή
εμπιστοσύνης. Υπάρχουν και σήμερα, και όχι μόνο εντός Αγίου Όρους, φωτισμένοι
πνευματικοί πατέρες που γνωρίζουν πώς λειτουργούν τα πάθη, οι λογισμοί, οι
αρρωστημένες καταστάσεις. Και έτσι λοιπόν, οπωσδήποτε η ασθένεια θα αρχίσει να
αποκαλύπτει ολοένα και πιο βαθιά τα μυστικά της κατά την πορεία της υπακοής. Ας
πάρουμε το παράδειγμα της αδηφαγίας, που οφείλεται στην αδυναμία επικοινωνίας
με τους άλλους: είναι απολύτως βέβαιο ότι μόλις αρχίσει να υπακούει κανείς στον
πνευματικό του πατέρα, θα φανεί αμέσως το πρόβλημα. Πχ ο πάσχων πιθανόν να
δυσκολεύεται να ανεχτεί τον άλλον, να τον αποδεχτεί όπως είναι, να μην μπορεί
να συγχωρεί κλπ. Δεν είναι απαραίτητο η όλη ψυχοπαθολογία να οφείλεται σε
κάποιο σφάλμα, κάποια αμαρτία του ασθενούς. Μπορεί να είναι και κάποιο
παλιό βίωμα που ο ίδιος αδυνάτησε να επεξεργαστεί δημιουργικά, κάποια μορφή
βίας, υπερβολικής αυστηρότητας ακόμη και έναντι του εαυτού, κάποια
καταναγκαστική υιοθέτηση αρρωστημένης μορφής συμπεριφοράς που διαιωνίζεται
αθέλητα κλπ. Όπως και να είναι, στο βάθος, και εδώ είναι όλη η ουσία, υπάρχει
κρυμμένος εγωισμός, υπερηφάνεια. Πχ όχι μόνο το σύμπλεγμα ανωτερότητας, αλλά
και κατωτερότητας είναι εγωισμός. «Κάποιος είναι βουλιαγμένος», διαβάζουμε στον
π. Συμεών, «στην μελαγχολία και δεν βγαίνει από ’κει. Καίτοι το
διαισθάνεται ότι αν βγει, λυτρώνεται, δεν βγαίνει. Τι έρωτας είναι αυτός με την
μελαγχολία του, με την κόλασή του! Τα άρρωστα πράγματα έχουν πολύ δύναμη.» Η
«φιλαυτία», η αρρωστημένη δηλαδή αγάπη για τον εαυτό, εκδηλώνεται με χιλίους
δυο τρόπους: «άλλοτε εκδηλώνεται σαν ένας φόβος μην πάθουμε τίποτα, σαν μια
ανησυχία, μια ανασφάλεια, μια μοναξιά, άλλοτε πάλι σαν επιθυμία μη χάσω
τούτο, μη χάσω εκείνο, να προλάβω το ένα, να προλάβω το άλλο, άλλοτε μη δε πάνε
καλά τα πράγματα στη ζωή, μη δεν πετύχω, μην πέσω έξω, μη με γελάσουν, τι θα
κάνω». Οι ανασφάλειες δηλαδή, οι φόβοι μήπως τυχόν είμαι πχ κατώτερος από τους άλλους,
μήπως δεν έχω αυτό ή εκείνο το πλεονέκτημα, είναι στην ουσία εγωισμός. «Άπαξ
και ταπεινωθεί κανείς, όλα αυτά έφυγαν», διδάσκει ο πατήρ. Το μέγα μυστικό
είναι η ταπείνωση.
Στην υπακοή λοιπόν αρχίζει να ανακαλύπτει κανείς τα
θεμέλια του εγωισμού του, και να αναμορφώνεται. Δεν χρειάζεται ο πάσχων, μας
λέγει ο πατήρ, να γίνει άγιος, προκειμένου να λυτρωθεί. «Πάρε εσύ σωστή στάση»,
γράφει, «και τα πράγματα θα διορθωθούν». Η σωστή στάση έγκειται,
επαναλαμβάνουμε, στο ότι σταματά κανείς να εμπιστεύεται τον εαυτό του, τον
τρόπο που βλέπει ο ίδιος τα πράγματα, και εμπιστεύεται τον άλλο. Αυτό άλλωστε
επιφέρει οπωσδήποτε μια ψυχολογική ανακούφιση, μια λύτρωση. Παύει κανείς να
αγχώνεται από τον λογισμό, να συνδιαλέγεται μαζί του, να προσπαθεί να βρει
αντεπιχειρήματα κλπ (και μάλιστα, όπως διαβάζουμε, μπορεί ακόμη να φτάσει και
να διασκεδάσει το πράγμα: «τι χάνω να είμαι ο κατώτερος; Ας είναι οι άλλοι πάνω
από το τραπέζι, και εγώ από κάτω. Γιατί να βρίσκονται όλοι στην ίδια θέση; Δεν
πειράζει, ας υπάρξει λίγη ποικιλία»). Ωστόσο, λυτρώνεται και πνευματικά κανείς,
δηλαδή πιο ουσιαστικά. Είναι απολύτως βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα θα εντοπίσει
πού ακριβώς βρίσκεται το σφάλμα, και τούτο γιατί η ψυχική ζωή αποτελεί ένα
ενιαίο όλο. Δεν υπάρχει περίπτωση οτιδήποτε θετικό ή αρνητικό, ο εγωισμός ή η
ταπείνωση, να μην αντανακλάται στα πάντα, στις σκέψεις, στα συναισθήματα, στις
συγκινήσεις, στις πράξεις, στις μορφές συμπεριφοράς, στην όλη ζωή του πιστού.
Και μπορεί η βαθύτερη αιτία να είναι κατ’ ουσίαν, όπως είπαμε, τελείως άσχετη
με αυτό που φαίνεται αρχικά: πχ η αιτία που τρως πολύ να σχετίζεται με κάτι που
δεν αφορά καθόλου το φαγητό.
Περαιτέρω, η όλη θεραπεία του πάσχοντος συνυφαίνεται
με μια πορεία ηθικοποίησης του ατόμου. Δεν μιλάμε ασφαλώς για μια εξωτερική
συμμόρφωση με διάφορες ηθικές επιταγές, μιλάμε για την πιο βαθιά μορφή
ηθικότητας, που σχετίζεται με την ουσία της πνευματικής, της ανθρώπινης εν
γένει ζωής: αγάπη και ταπείνωση. Και μόνο που θα εμπιστευτεί ο νοσών αυτόν που
καταλαβαίνει ότι μπορεί να τον βοηθήσει, «που ξέρει από αυτά τα πράγματα», και
αρχίζει να υιοθετεί τον δικό του τρόπο που βλέπει τα πράγματα, ήδη
απολυτρώνεται από τον εγωισμό του. Το να αποστασιοποιηθεί το άτομο από όλους
αυτούς τους λογισμούς που είχαν γίνει, τρόπον τινά, δεύτερη φύση του, θέλει θυσιαστικό
πνεύμα. Ωστόσο, όλη η ουσία έγκειται εκεί, στην υπακοή, στο να μάθει κανείς να
υπ-ακούει, να ενωτίζεται δηλαδή τον άλλον.
********
Πάντως, η όλη αυτή διδασκαλία του π. Συμεών έχει και
μια βαθιά φιλοσοφική αξία: μέσω της υπακοής, ο ασθενής απαρνείται ένας ολόκληρο
κόσμο αισθημάτων, ένα σύμπαν λεπτοφυών πιθανώς και καλά ενορχηστρωμένων
συλλογιστικών διαδικασιών, μορφές υποτιθέμενης «αισθαντικότητας» (η
αισθαντικότητα του μελαγχολικού) και «αισθητικής του αρρωστημένου» (πχ το
αρρωστημένο ως Τέχνη). Όλα αυτά απομυθοποιούνται, προς όφελος του «αδράγματος
από το πραγματικό», το οποίο συνήθως και είναι απλό. Αντί δηλαδή για μια
ωραιοποίηση, και μάλιστα αισθητική μυθοποίηση της κατάθλιψης, ο ασθενής
σκέπτεται: «η πραγματικότητα λέγει ότι η χαρά, και όχι η θλίψη είναι το υγιές.
Αυτήν και πρέπει να αναζητώ». Η απλότητα λοιπόν που διακρίνει την
πραγματικότητα, που δεν γνωρίζει όλες εκείνες τις μυστηριώδεις και αλλόκοτες
ατραπούς της ψυχασθένειας (γιατί στον αρρωστημένο, λέγει ο πατήρ, όλα είναι
περίεργα, παράξενα, ιδιότροπα, αλλόκοτα) καταστρέφει ένα ολόκληρο φαντασιακό
σύμπαν, το οποίο ο σύγχρονος άνθρωπος (συμπεριλαμβανομένων ορισμένων
μορφών λογοτεχνίας) έχει μάθει να λατρεύει. «Είμαι τα αισθήματά μου», λέγουν πολλοί,
έστω κι αν αυτά είναι αρρωστημένα. Είναι δύσκολο κανείς να στραφεί προς το
απλό, καθώς μάλιστα ο νοσών πιθανόν να μην γνωρίζει, να έχει δηλαδή αποξεχάσει,
το κάλλος της χαράς. Η απλότητα, η χαρά είναι αυτό που πρέπει να αποζητούμε,
και είναι γεμάτος κατάθλιψη ο σύγχρονος κόσμος που με το στόμα του Ουμπέρτο Έκο
λέγει: «δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανοησία από το να αποζητά κανείς την
ευτυχία». Ζούμε, είναι αλήθεια, στον αιώνα της κατάθλιψης.
Από ένα σημείο πάντως και έπειτα, ο άνθρωπος, αρκετά
θεραπευμένος (συνήθως λέγει ο π. Συμεών ότι ένα μικρό υπόλειμμα μένει, για να
κρατά τον άνθρωπο μακριά από τον εγωισμό), προχωρεί κανείς στην πορεία του
προσωπικού του αγιασμού. Τότε πράγματι, μπορεί κανείς να επικεντρωθεί πιο
εύκολα στον αγώνα ενάντια στα πάθη. Ήδη όμως, κάνοντας υπακοή και παύοντας να
εμπιστεύεται τον εαυτό του, έχει ωφεληθεί από πνευματική άποψη πάρα πολύ. Ακόμη
και άνθρωποι που έχουν λχ μελαγχολική ιδιοσυγκρασία, αν πάρουν την σωστή στάση,
όπως είπαμε, «έχουν μπροστά τους έτοιμη την μετάνοια. Ο μελαγχολικός φτάνει σε
μια μετάνοια για την οποία παλεύει ο άλλος δεκαετίες και δεν την φτάνει
ποτέ. Και συ έχεις έτοιμη μετάνοια». Προχωρεί λοιπόν κανείς στον προσωπικό του
αγιασμό, σύμφωνα πάντα με την ατομική του προαίρεση, ελευθερία.