Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Μεταλληνός: Ἡ Ἅλωση τοῦ 1204 καὶ οἱ συνέπειές της


Ἀναφερόμενος στὴ Δ’ Σταυροφορία ὁ Η. Gregoire μιλεῖ γιὰ «αἶσχος τῆς Δύσεως», ὁ Colin Morris παρατηρεῖ ὅτι «the Latin capture of Constantinople was a disaster for Christendom», ὁ δὲ St. Ranciman, στὸ κλασικὸ ἔργο του γιὰ τὶς Σταυροφορίες, δὲν διστάζει νὰ γράψει, ὅτι «δὲν ὑπῆρξε ποτὲ μεγαλύτερο ἔγκλημα κατὰ τῆς ἀνθρωπότητας ἀπὸ τὴ Δ’ Σταυροφορία».

Εἶναι γεγονὸς ὅτι ἡ συμπεριφορὰ τῶν σταυροφόρων μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Πόλης (13.4.1204) τεκμηριώνει αὐτοὺς τοὺς χαρακτηρισμούς. Οἱ Φράγκοι «χριστιανοὶ» διέπραξαν ἀκατονόμαστες πράξεις ἀγριότητας καὶ θηριωδίας. Φόνευαν ἀδιάκριτα γέροντες, γυναῖκες καὶ παιδιά. Λεηλάτησαν καὶ διήρπασαν...

τὸν πλοῦτο τῆς «βασίλισσας τῶν πόλεων τοῦ κόσμου». Στὴ διανομὴ τῶν λαφύρων μετέσχε, κατὰ τὴ συμφωνία, καὶ ὁ Πάπας Ἰννοκέντιος ὁ Γ’ (1198-1216). Τὸ χειρότερο: πυρπόλησαν τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς Πόλης καὶ ἐξανδραπόδισαν μεγάλο τμῆμα τοῦ πληθυσμοῦ της. Μόνο τὴν πρώτη ἡμέρα δολοφονήθηκαν 7.000 κάτοικοι. Ἰδιαίτερα ὅμως στόχος τῶν σταυροφόρων ἦταν ὁ ὀρθόδοξος Κλῆρος. Ἐπίσκοποι καὶ ἄλλοι κληρικοὶ ὑπέστησαν φοβερὰ βασανιστήρια καὶ κατασφάζονταν μὲ πρωτοφανῆ μανία. Ὁ Πατριάρχης (Ἰωάννης Γ΄) μόλις μπόρεσε, ἀνυπόδυτος καὶ γυμνός, νὰ περάσει στὴν ἀπέναντι ἀκτή. Ἐσυλήθησαν οἱ ναοὶ καὶ αὐτὴ ἡ Ἁγία Σοφία, σὲ πρωτοφανεῖς σκηνὲς φρίκης. Στὴ λεηλασία πρωτοστατοῦσε ὁ λατινικὸς κλῆρος. Ἐπὶ πολλὰ χρονιὰ τὰ δυτικὰ πλοῖα μετέφεραν θησαυροὺς ἀπὸ τὴν Πόλη στὴ Δύση, Ὁπού ἀκόμη καὶ σήμερα κοσμοῦν ἐκκλησίες, μουσεῖα καὶ ἰδιωτικὲς συλλογές. Βασικὸς τόπος συγκέντρωσης τῶν διαρπαγέντων θησαυρῶν ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Μάρκου στὴ Βενετία. Ἕνα μέρος τῶν θησαυρῶν (κυρίως χειρόγραφα) καταστράφηκε. Μέγα μέρος ἀπὸ τοὺς «βυζαντινοὺς» θησαυροὺς τοῦ Ἄγ. Μάρκου ἐκποιήθηκε τὸ 1795 ἀπὸ τὴ Βενετικὴ Δημοκρατία γιὰ πολεμικὲς ἀνάγκες.

Ἡ συμπεριφορὰ ὅμως τῶν εἰσβολέων σταυροφόρων ἀποκάλυψε στοὺς ἀνατολικοὺς τὴ φραγκικὴ Δύση, ἑκατὸν πενήντα χρόνια μετὰ τὸ μεγάλο ἐκκλησιαστικὸ σχίσμα (1054). Βαθύτερα ἴχνη ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν καταστροφὴ τῆς «πόλεως τῶν πόλεων» χαράχθηκαν μέσα στὶς ψυχὲς τῶν Ὀρθοδόξων. Γιὰ τοὺς Ρωμηοὺς ἦταν πιὰ ἀπόλυτα βεβαιωμένο, ὅτι ἡ Δ’ σταυροφορία στόχευε ἀπ’ ἀρχῆς στὴ διάλυση τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώμης (Ρωμανίας). Οἱ δυτικές, μάλιστα, πηγὲς ρίχνουν τὸ βάρος στὴν ἐκκλησιαστικὴ πλευρὰ τοῦ θέματος. Τὴν καταστροφὴ τῆς Κωνσταντινούπολης βλέπουν ὡς τιμωρία τῶν «αἱρετικῶν» Γραικῶν, ποὺ ἦταν «ἀσεβεῖς καὶ χειρότεροι ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους». Τὴν ἅλωση τῆς Πόλης ἀποτιμοῦν ὡς «νίκη τῆς χριστιανοσύνης». Οἱ «Βυζαντινοὶ» ἐξ ἄλλου συνειδητοποίησαν ὅτι μετὰ τὸ 1204 οὐσιαστικὸς ἐχθρός τους ἦταν οἱ Λατινοφράγκοι, γιατί μόνο ἀπὸ αὐτοὺς κινδύνευε ἡ ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἡ παράδοση τοῦ Γένους. Ἔτσι, διαμορφώθηκε καὶ ὑποστασιώθηκε ἡ στάση τῶν ἀνθενωτικῶν, ποὺ προέκριναν τὴν (πρόσκαιρη) συνεργασία μὲ τοὺς Ὀθωμανοὺς ἀπὸ τὴ «φιλία» τῶν Φράγκων, ἐπιλέγοντας ἐνσυνείδητα μεταξὺ τῶν δύο κακῶν. Εἶναι ἡ συνείδηση, ποὺ θὰ ἐκφρασθεῖ θεολογικὰ -καὶ ἀναντίρρητα- τὸ 18ο αἰώνα ἀπὸ τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό: «Καὶ διατὶ δὲν ἔφερεν ὁ Θεὸς ἄλλον βασιλέα, ποὺ ἦταν τόσα ρηγάτα ἐδῶ κοντὰ νὰ τοὺς τὸ δώση, μόνον ἤφερε τὸν Τοῦρκον μέσαθε ἀπὸ τὴν Κόκκινην Μηλιὰ καὶ τοῦ τὸ ἐχάρισεν; Ἤξερεν ὁ Θεός, πῶς τὰ ἄλλα ρηγάτα μᾶς βλάπτουν εἰς τὴν πίστιν καὶ ὁ Τοῦρκος δὲν μᾶς βλάπτει. Ἄσπρα (χρήματα) δώσ’ του καὶ καβαλλίκευσε τὸν ἀπὸ τὸ κεφάλι. Καὶ διὰ νὰ μὴ κολασθοῦμεν, τὸ ἔδωσε τοῦ Τούρκου καὶ τὸν ἔχει ὁ Θεὸς τὸν Τοῦρκον ὡσὰν σκύλον νὰ μᾶς φυλάη…». Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἔδινε, ἔτσι, ἀπάντηση στοὺς δυτικόφρονες ἑνωτικούς.



Μαζὶ μὲ τὴν κατάληψη τῆς Πόλης οἱ σταυροφόροι συμφώνησαν (κάτω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς ὑπογράφθηκε ἡ συνθήκη) τὴν ἵδρυση φραγκολατινικοὺ Κράτους Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὸ διαμελισμὸ τῆς αὐτοκρατορίας (partition Romaniae ἦταν ὁ σχετικὸς ὅρος, στὸν ὁποῖο σώζεται τὸ ἀληθινὸ ὄνομα τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας: Ρωμανία). Ὅλες οἱ ἐνέργειες ὅμως τῶν φράγκων κατακτητῶν προϋπέθεταν τὴν ἀδιάστατη συνάφεια πολιτικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, κάτι ποὺ κυριάρχησε καὶ στὴ λατινικὴ Δύση καὶ στὴ ρωμαίϊκη Ἀνατολὴ ὡς τοὺς τελευταίους αἰῶνες. Ἔτσι, μετὰ τὴν ἐκλογὴ αὐτοκράτορα (κόμης Βαλδουίνος τῆς Φλάνορας) διορίστηκε καὶ λατίνος Πατριάρχης, ὁ Βενετὸς Θωμὰς Μοροζίνι. Παράλληλα δὲ μὲ τὴν ἵδρυση τῶν φραγκικῶν ἡγεμονιῶν σ’ ὅλη τὴν ἔκταση τοῦ ἱστορικοῦ ἑλληνικοῦ χώρου ἱδρύθηκαν καὶ λατινικὲς ἐκκλησιαστικὲς περιφέρειες, μὲ ἱεραρχία παπική. Ἔτσι, οἱ ἀφορμὲς συγκρούσεως φράγκων κατακτητῶν καὶ ἑλληνορθόδοξων ὑποδούλων εἶχαν πιὰ διττὴ πηγή, καὶ πολιτική, ἀλλὰ κυρίως ἐκκλησιαστική. Ἡ ἐγκαθίδρυση λατινικῆς ἱεραρχίας σ’ ὅλες τὶς φραγκικὲς ἡγεμονίες ἐπεδίωκε τὴν ὑποταγὴ τῶν ὀρθοδόξων πληθυσμῶν στὴν αὐθεντία τοῦ παπικοῦ θρόνου καὶ τῶν φράγκων ἡγεμόνων.

Ὁ παπικὸς θρόνος, εἶναι γεγονός, στὸ πρόσωπο τοῦ μεγαλεπήβολου πάπα Ἰννοκεντίου Γ’, ἐπεδίωξε μὲ τὴ φραγκικὴ ἐπικράτηση καὶ τὴ διεύρυνση τῶν πολιτικῶν ἐρεισμάτων του στὴν Ἀνατολή, ὡς καὶ τὴν ἄμεση ὑποταγὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸν πάπα τῆς Ρώμης. Αὐτὸς ἄλλωστε ἦταν ὁ ἀμετάθετος σκοπὸς τοῦ παπισμοῦ μετὰ τὸ σχίσμα. Τὴν ὑποταγὴ ἐξ ἄλλου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸν πάπα εἶχε ὑποσχεθεῖ ὁ διεκδικητὴς τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως Ἀλέξιος, γιὸς τοῦ ἐκθρονισμένου αὐτοκράτορα Ἰσαακίου Β’ Ἀγγέλου (1195-1204), ζητώντας τὴ βοήθεια τοῦ πάπα. Ὁ δόγης τῆς Βενετίας Ἐρρίκος Δάνδολος ὑποστήριξε τὴν ἐκλογὴ τοῦ Θωμὰ Μοροζίνι ὡς πρώτου λατίνου πατριάρχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ πνευματικοῦ ἡγέτη τῆς λατινικῆς αὐτοκρατορίας. Ἀλλὰ καὶ ὁ λατίνος αὐτοκράτορας Βαλδουίνος ἔγινε αὐτοβούλως ὑποτελής του πάπα Ρώμης, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὴν πλευρά του ὡς ἀντίδωρο προσέφερε τὴ στήριξή του στὸ νέο αὐτοκράτορα. Μεγαλύτερη ἀξία, ἔτσι, ἀπὸ τὴ λεία εἶχε γιὰ τὸν πάπα καὶ τὸ κράτος του ἡ ἐπιβολὴ τοῦ λατινικοῦ κύρους στὴν Ἀνατολή. Διοργανώθηκε γι’ αὐτὸ ἡ λατινικὴ ἱεραρχία κατάλληλα, ὥστε νὰ διεξαγάγει τελεσφόρο ἀγώνα γιὰ τὴ μεταστροφὴ καὶ ὑποταγὴ τῶν Ὀρθοδόξων. Ὅσοι δὲν ἀνεγνώριζαν τὸ λατίνο αὐτοκράτορα καὶ τὴ λατινικὴ Ἱεραρχία χαρακτηρίζονταν σχισματικοί.

Τὴν διοργάνωση τοῦ ἀγώνα γιὰ τὴν ὑποταγὴ τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς στὸν πάπα ἀνέλαβαν παπικοὶ Λεγάτοι (ἀντιπρόσωποι τοῦ πάπα). Ἡ πνευματικὴ αὐτὴ ἐκστρατεία ἐπέφερε ἀναστάτωση στὴν ὀρθόδοξη Ἱεραρχία. Πολλοὶ ὀρθόδοξοι ἱεράρχες κατέφυγαν στὰ τρία νέα ἑλληνικὰ κράτη (Νικαίας, Τραπεζούντας καὶ Ἠπείρου). Οἱ παραμείναντες στοὺς θρόνους τοὺς ὀρθόδοξοι ἱεράρχες ζοῦσαν κάτω ἀπὸ συνεχεῖς πιέσεις, γιὰ νὰ ὑποταγοῦν στὸν παπικὸ θρόνο, στὶς κενὲς δὲ ἡ χηρεύουσες θέσεις ἐχειροτονοῦντο λατίνοι. 22 ἀρχιεπισκοπὲς (μητροπόλεις) καὶ 56 ἐπισκοπὲς προσαρτήθηκαν στὸ λατινικὸ Πατριαρχεῖο Κῶν/λεως, χωρὶς ὅμως ποτὲ νὰ δηλώσουν ὑποταγὴ στὸν πάπα. «Ἡ ἐπιβολὴ ὅμως τῆς Φραγκοκρατίας στὰ ἐδάφη τῆς αὐτοκρατορίας… κατέστη νέο ἐρέθισμα γενικότερων συγκρούσεων τῶν τοπικῶν πληθυσμῶν πρὸς τοὺς κατακτητὲς τῆς Δύσεως».

Ὁ Ἰννοκέντιος στὴ σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ (1215), γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν ὀρθόδοξη ἀντίσταση καὶ νὰ διευκολύνει τὴν ὑποταγὴ εὐρύτερων μαζῶν στὸ παπικὸ δόγμα, ἐφεῦρε τὸν καταχθόνιο θεσμὸ τῆς Οὐνίας. Ὁ θεσμὸς δὲ τῆς Οὐνίας, ποὺ ὡς πολιορκητικὴ μηχανὴ καὶ «δούρειος ἵππος» ἐπικράτησε ἀργότερα σὲ περιοχὲς τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, παραμένει μέχρι σήμερα οὐσιαστικὸ ἐμπόδιο στὸ διάλογο Ὀρθοδοξίας-Ρωμαιοκαθολικισμοῦ καὶ σοβαρότατο ἐμπόδιο στὸ ὀρόμο τῆς ἕνωσης. Ἀρνητικὰ ὅμως ἡ οὐνιτικὴ ἐπέλαση στὴν Ἀνατολὴ (μέσω τοῦ ἰησουίτικου Τάγματος) βοήθησε στὴν ἀφοσίωση τοῦ λαοῦ στὴν Ὀρθοδοξία. Ἡ Σύνοδος ἔκαμε δεκτὴ τὴ διατήρηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐθίμων τῶν Ὀρθοδόξων, ζητώντας ἀπὸ αὐτοὺς μόνο τὴν ἀναγνώριση τοῦ παπικοῦ πρωτείου (καὶ εὐρύτερά του παπικοῦ θεσμοῦ) καὶ τὴν ὑποταγή, ἔτσι, στὸν παπικὸ θρόνο. Ἡ τακτικὴ αὐτὴ προκάλεσε μεγαλύτερες καὶ ὀξύτερες ἀντιθέσεις.

Ἡ θέση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὶς λατινοκρατούμενες περιοχὲς ἀπέβη πράγματι τραγική. Ὅσοι ἱεράρχες δὲν ἐξεδιώχθησαν καὶ παρέμειναν στὶς ἐπισκοπὲς τοὺς στερήθηκαν τῆς ἐκκλησιαστικῆς γής, ποὺ ἅρπαξαν οἱ Λατίνοι, καὶ ἔχασαν κάθε ἐλευθερία, ὥστε ἡ διαποίμανση νὰ καθίσταται, ἂν ὄχι ἀδύνατη, δυσχερέστατη. Κατὰ τὸν ἀείμνηστο καθηγητὴ Γεράσιμο Κονιδάρη ὅσοι ὀρθόδοξοι ἱεράρχες ἔφευγαν ἀπὸ τὶς λατινοκρατούμενες περιοχὲς προσέφεραν ἀρνητικὰ ὑπηρεσία στὴν Ὀρθοδοξία, διότι «δὲν παρέσχον εἰς τοὺς Λατίνους τὴν εὐχαρίστησιν νὰ ὑποτάξωσιν αὐτούς». Στὶς περιοχὲς ποὺ εἰσέβαλε ὁ λατινικὸς κλῆρος, λίγο μετὰ τὸ 1204 ἄρχισε νὰ λειτουργεῖ ὁ θεσμὸς τῶν Πρωτοπαπάδων («Μέγας Πρωτοπαπὰς») ὡς ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος, χωρὶς ὅμως δικαίωμα χειροτονιῶν, ἀφοῦ δὲν ἤσαν ἐπίσκοποι. Ἔτσι, ταπεινώθηκε ὁ ὀρθόδοξος κόσμος ἀκόμη περισσότερο, μολονότι οἱ Πρωτοπαπάδες σχεδὸν στὸ σύνολο τοὺς ἀνταποκρίθηκαν μὲ ζῆλο καὶ συνέπεια στὸ ἔργο τοὺς (π.χ. Ἑπτάνησα, Κρήτη κ.λπ.). Ὁ θεσμὸς τῶν Πρωτοπαπάδων διευκόλυνε τὴ λύση καὶ ἄλλων σοβαρῶν προβλημάτων. Ὁ Ἰννοκέντιος λ.χ. γιὰ τὴ διατήρηση ὀρθοδόξων ἱεραρχῶν στοὺς θρόνους τοὺς ἔθεσε ὅρους: α) Νὰ ἐρωτῶνται, ἂν δέχονται τὸν πάπα ὡς κεφαλή, εἰδ’ ἄλλως νὰ καθαιροῦνται καὶ τὴν ἕδρα τους νὰ καταλαμβάνει λατίνος «ἐπίσκοπος», β) Στὴν ἀρχὴ τῆς λατινοκρατίας οἱ παραμένοντες ἐπίσκοποι ἔπρεπε νὰ μυρωθοῦν, γρήγορα ὅμως ἀποσύρθηκε ὁ ὅρος αὐτός, γ) Ὁ λατίνος πατριάρχης Κῶν/λεως ἔλαβε τὸ δικαίωμα ἀπὸ τὸν πάπα νὰ χειροτονεῖ ὀρθοδόξους ἱεράρχες σὲ περιοχὲς Ὀρθοδόξων καί, ἂν δὲν γινόταν αὐτὸ δεκτό, τότε νὰ χειροτονοῦνται Λατίνοι, δ) Ἐπειδὴ οἱ ναοὶ παραδόθηκαν στοὺς Λατίνους, ὁ λαὸς ἀναγκαζόνταν πολλὲς φορὲς νὰ κοινωνεῖ στὴ λατρεία μαζί τους. Ὅπως δὲ ἔχει ἀποδειχθεῖ, ἡ λατρειακὴ αὐτὴ «κοινωνία» Ὀρθοδόξων μὲ Λατίνους γινόταν, κατὰ κανόνα, ἀναγκαστικὰ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἐλεύθερη ἐνέργεια καὶ ἐπιλογὴ τῶν Ὀρθοδόξων, ὥστε νὰ μιλοῦμε γιὰ «μυστηριακὴ διακοινωνία» (intercommunio).

Βέβαια, ἡ παρουσία τῆς Χάρης καὶ Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τοὺς πιεζόμενους Ὀρθοδόξους εἶναι σὲ πολλὲς περιπτώσεις χειροπιαστή. Ἔτσι, οἱ Λατίνοι Ἐπίσκοποι μὲ τὴ φεουδαρχικὴ νοοτροπία τους, κατὰ κανόνα λίγο ἔμεναν στὸν τόπο τῆς ἐπισκοπῆς τους, ὅπως λ.χ. στὴν Κρήτη, πήγαιναν δὲ ἐκεῖ μόνο γιὰ τὴν εἴσπραξη τῶν εἰσοδημάτων τους. Εἶναι, ἐξ ἄλλου, βέβαιο, ὅτι οἱ κληρικοί, ποὺ ὁ Πάπας ἔστελνε στὴν ὀρθόδοξη Ἀνατολή, δὲν ἦταν κατὰ τὸ πλεῖστον οἱ καλύτεροι, ἀκόμη καὶ στὸ θέμα τῆς παιδείας, καὶ γι’ αὐτὸ ἡ ἐπιρροή τους στὸν ὀρθόδοξο πληθυσμὸ ἔμενε πολὺ περιορισμένη. Οἱ ὀρθόδοξοι πληθυσμοὶ ἔμειναν πιστοὶ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία τοὺς (Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο), ποὺ εὕρισκε ποικίλους τρόπους γιὰ νὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸ πλήρωμα καὶ νὰ τὸ συγκρατεῖ ποιμαντικὰ στὴν παράδοσή του. Ἰδιαίτερα οἱ Βενετοὶ φρόντιζαν νὰ διορίζουν δικούς τους κληρικούς, λόγω τῆς ἀντίθεσης τῆς Βενετίας μὲ τὴ Ρώμη καὶ τὸν πάπα, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἐθνικιστικοῦ πνεύματος τῆς Γαληνοτάτης («πρῶτα βενετσιάνοι καὶ μετὰ χριστιανοί»). Ὁ λαὸς στὴν πλατειὰ διαστρωμάτωση τοῦ δύσκολα ἐπηρεαζόταν ἀπὸ τὸ λατινικὸ στοιχεῖο, αὐτὸ δὲ ἴσχυε ἀκόμη καὶ γιὰ τὸ «ἀρχοντολόϊ», ἐλάχιστα μέλη τοῦ ὁποίου προσεχώρησαν καθαρὰ στὸ λατινισμό, ἐνῶ τὰ περισσότερα ἀνέπτυσσαν πολιτικὴ καὶ διπλωματικὴ ἐξαπάτηση τῶν Ἐνετῶν καὶ τῶν Λατίνων, μὲ σημαντικὴ μάλιστα ἐπιτυχία. Οἱ περισσότεροι τῶν σημερινῶν Ρωμαιοκαθολικῶν της Ἑλλάδος εἶναι ἀπόγονοι λατινικῶν οἰκογενειῶν, ποὺ ἐγκαταστάθηκαν στὴν Ἀνατολή, ὅπως φαίνεται καὶ ἀπὸ τὰ ἐπώνυμά τους.

* * *

Κλείνοντας τὴ σύντομη αὐτὴ ἀναδρομή, μποροῦμε νὰ καταλήξουμε σὲ κάποιες συμπερασματικὲς διαπιστώσεις:

α) Ὅπως εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ καθηγητὴς Βλάσ. Φειδᾶς: «Οἱ συνέπειες τῆς ἀναπόφευκτης αὐτῆς ἐκτροπῆς τῶν σταυροφοριῶν ὑπῆρξαν ὀδυνηρὲς γιὰ τὶς σχέσεις τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, ἀφοῦ ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἀλλοιώθηκε ὁ ἐκκλησιαστικὸς χαρακτήρας τῶν σχέσεων, ἀφ’ ἑτέρου δὲ φορτίσθηκε τὸ σχίσμα μὲ τὶς ποικίλες πολιτικὸ-κοινωνικὲς ἀντιθέσεις τῶν Βυζαντινῶν ἔναντι ὁποιασδήποτε δυτικῆς παρουσίας στὴν Ἀνατολή». Ὁ μέσος Ρωμηὸς γρήγορα θὰ συνειδητοποιήσει τὴν τεράστια σημασία τῆς ἃ’ ἁλώσεως τῆς Πόλης καὶ τῆς διαλύσεως τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώμης. Ὅσο μάλιστα θὰ παρατείνεται ἡ Φραγκοκρατία, ἡ ἀντιπάθεια ἐναντίον τῶν Λατινοφράγκων θὰ μεταστοιχειωθεῖ σὲ ὁμοψυχία. Μόνο οἱ ἑνωτικοὶ θὰ συμπαθοῦν τὴν Παλαιὰ Ρώμη. Λόγω δὲ τῆς διασπάσεως τῆς ἑνότητος τῶν ἐπὶ μέρους ἐθνοτήτων τῆς αὐτοκρατορίας μετὰ τὸ 1204, θὰ ἀρχίσει ὁ τονισμὸς τῆς ἐθνικότητας (καταγωγῆς) μὲ τὴν ἐμφάνιση ἑνὸς πρώϊμου ἐθνικισμοῦ. Ὁ τραυματισμὸς δὲ τοῦ ἐθνικοῦ γοήτρου θὰ γεννήσει τὴ Μεγάλη Ἰδέα, ὡς πόθο γιὰ τὴν ἀνάκτηση τῆς Κῶν/λεως καὶ ἀνασύσταση τῆς αὐτοκρατορίας. Αὐτὴ τὴν ἰδέα θὰ ἐνστερνισθεῖ καὶ θὰ καλλιεργήσει μὲ διάφορες παραλλαγές, ἰδιαίτερα ὁ ἐκκλησιαστικὸς χῶρος.

β) Τὸ χάσμα μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, ποὺ ἄνοιξε μὲ τὸ σχίσμα τοῦ 1054, ἔγινε τώρα ἀγεφύρωτο. Οἱ Φράγκοι ἀπέδειξαν ὅτι δὲν ἐπιβουλεύονται μόνο τὴ ζωή μας, ἀλλὰ κάτι πολυτιμότερο: τὴν ἴδια τὴν πίστη μᾶς (Πατρο-κοσμᾶς).

γ) Γι’ αὐτὸ ἀπέτυχαν ὅλες οἱ ἑνωτικὲς προσπάθειες τῶν αὐτοκρατόρων τῆς Νέας Ρώμης ἀπὸ τὸν ΙΑ’ ὡς τὸ ΙΔ’ αἰώνα, ἀποκρούσθηκε δὲ μὲ τόσο πάθος ἡ ἑνωτικὴ σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-39). Ἡ δυσπιστία δὲ ἔναντί του παπισμοῦ, καὶ γενικότερά της χριστιανικῆς Δύσεως, συνεχίσθηκε σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς Ὀθωμανοκρατίας καὶ Ἐνετοκρατίας, γιὰ νὰ φθάσει μέχρι σήμερα, ὡς συνείδηση, ποὺ μπορεῖ νὰ ἐκφράσει τὸ ἐλαφρὰ παρηλλαγμένο ἀπόφθεγμα: «Timeo Latinos et dona ferentes»!

δ) Οἱ σταυροφορίες, καὶ κυρίως ἡ τέταρτη, μὲ τὴν ἀποσύνθεση καὶ διάλυση τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώμης, ἔδωσαν ἔμμεσα ὤθηση στὴν ἀνάπτυξη καὶ ἐνδυνάμωση τοῦ ἰσλαμισμοῦ. Ἡ Κωνσταντινούπολη ἀνακτήθηκε μὲν τὸ 1261, ἀλλὰ ἡ αὐτοκρατορία δὲν ἐπανεῦρε ποτὲ τὴν παλαιὰ δύναμη καὶ ρωμαλεότητά της. Ὅπως πολὺ σωστὰ παρατήρησε ἡ κ. Ἑλένη Γλύκατζη- Ἀρβελέρ, μετὰ τὸ 1204 ἡ Κωνσταντινούπολη ἦταν «μία πόλη καταδικασμένη νὰ χαθεῖ».

ε) Τεράστια ὅμως σὲ σημασία ἀποδείχθηκε ἡ Δ’ σταυροφορία καὶ γιὰ τὶς ἐξελίξεις τῆς Εὐρώπης. «Ἕνας νέος κόσμος ἄρχισε νὰ παράγεται στὴ Δύση, ποὺ μέσα ἀπὸ ποικίλες ἀνακατατάξεις θὰ πλάσει στοὺς κατοπινοὺς αἰῶνες τὸ πρόσωπο τῆς Εὐρώπης». Δὲν βρίσκω καταλληλότερο ἀκροτελεύτιο λόγο, ἀπὸ μιὰ σχετικὴ ἀναφορὰ στὴν πορεία τῆς Εὐρώπης τοῦ μεγάλου ἐρευνητοῦ τοῦ 1204 Σὲρ Ἔντουϊν Πήαρς: «Οἱ ἐπιπτώσεις τῆς Τέταρτης Σταυροφορίας ἐπὶ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ ὑπῆρξαν ἐξ ὁλοκλήρου καταστρεπτικές. Ἡ λάμψη τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, τὴν ὁποία τὸ Βυζάντιο συντηροῦσε ἐπὶ ἐννέα αἰῶνες μετὰ ἀπὸ τὴν ἐπιλογὴ τῆς Κωνσταντινούπολης ὡς πρωτεύουσας, ἔσβησε ξαφνικά. Ἡ σκληρότητα, ἡ στενότητα καὶ ὁ ἑβραϊσμὸς τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ ἀφέθηκαν νὰ ἀναπτυχθοῦν μὲ πολὺ λίγη πρόσμειξη ἀπὸ τὴ χαρὰ καὶ τὴν ὀμορφιὰ τῆς ἑλληνικῆς ζωῆς […] Τὸ ἔγκλημα τῆς Τέταρτης Σταυροφορίας παρέδωσε τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴ Βαλκανικὴ Χερσόνησο σὲ ἔξι αἰῶνες βαρβαρότητας καὶ κατέστησε μάταιες τὶς προσπάθειες τοῦ Ἰννοκέντιου καὶ τῶν μετὰ ἀπὸ ἐκεῖνον πολιτικῶν νὰ ἀνακτήσουν τὴ Συρία καὶ τὴ Μικρὰ Ἀσία γιὰ χάρη τῆς Χριστιανοσύνης καὶ τοῦ πολιτισμοῦ. Προκειμένου νὰ ἀντιληφθοῦμε τὴν πλήρη σημασία τῆς λατινικῆς κατάκτησης τῆς Κωνσταντινούπολης, πρέπει νὰ προσπαθήσουμε νὰ συνειδητοποιήσουμε ποιὸς θὰ ἦταν σήμερα ὁ πολιτισμὸς τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης, ἂν ἡ πρὸ ἔξι αἰώνων Ρωμανία δὲν εἶχε καταστραφεῖ».

Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς χρειάζεται σήμερα μία σεισμικὴ ἐνέργεια ἐκ μέρους τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, πέρα ἀπὸ μιὰ τυπικὴ «συγγνώμη», καὶ μάλιστα ὄχι τοῦ ἴδιου του Παπισμοῦ, γιὰ τὴ δημιουργία τῆς ἀναγκαίας ἐμπιστοσύνης στὶς σημερινὲς σχέσεις. Καὶ αὐτὴ ἡ ἐνέργεια δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ εἶναι ἡ καλλιέργεια κοσμικῶν, φιλικῶν σχέσεων καὶ οἱ ἀθεολόγητες ὡραιολογίες τῶν ἐπετειακῶν συναντήσεων, ἀλλὰ ἡ εἰλικρινὴς μετάνοια τοῦ Παπισμοῦ, μὲ τὴν ἀπόρριψη τῶν παπικῶν δογμάτων καὶ τῆς κρατικῆς ὑποστάσεώς του. Διότι αὐτὰ τὰ μεγέθη γεννοῦν τὶς σταυροφορίες καὶ τὸ πνεῦμα τους. Οἱ ἁπανταχοῦ της γὴς Ὀρθόδοξοι μποροῦν, ὡς τότε, νὰ προσεύχονται καὶ νὰ περιμένουν.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Χριστός Ανέστη
Μεγάλος δάσκαλος ο πατήρ Γεώργιος
Να είναι καλά όπου και να είναι
Τον ευχαριστούμε εμείς οι πρώην φοιτητές του!