Τόν Ἰούνιο
τοῦ τρομεροῦ ἔτους 1826 ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση
φαινόταν νά σβύνει. Τό Μεσολόγγι εἶχε
πέσει. Ὁ Ἰμπραήμ βρισκόταν στήν Πελοπόννησο καί τήν
κατέστρεφε. Ἡ
Ρούμελη εἶχε
προσκυνήσει. Ἡ ἀνίκανη Κυβέρνηση Κουντουριώτη εἶχε καταρρεύσει μέσα στή γενική κατακραυγή. Οἱ Ὑδραῖοι πρόκριτοι λογάριαζαν, φοβούμενοι τήν ἐπίθεση τοῦ
τουρκικοῦ
στόλου, νά φύγουν στά Ἑφτάνησα
καί «ὅστις ἐδύνατο
νά φυγαδεύση κρυφίως τήν περιουσίαν του τό ἔπραξεν».
Οἱ στρατιῶτες
λιμοκτονοῦσαν
καί ὁ τακτικός στρατός τοῦ Φαβιέρου βρισκόταν σέ διάλυση. Χρήματα δέν ὑπῆρχαν
καί μάλιστα οἱ
κερδοσκόποι τραπεζίτες τοῦ
Λονδίνου ἀπαιτοῦσαν τήν παραχώρηση ἐθνικῆς γῆς, ὥστε
νά ἐξασφαλίσουν τίς προσόδους ἀπό τά κατασπαταληθέντα δάνειά τους.
Στό ἀπειλούμενο Ναύπλιο ἡ κατάσταση ἦταν ἀπελπιστική. Ἡ φρουρά τοῦ Μεσολογγίου εἶχε φτάσει ἐκεῖ γιά νά βρεθεῖ μέσα στίς ραδιουργίες καί στόν ἐμφύλιο σπαραγμό τῶν Ρουμελιωτῶν καί τῶν Σουλιωτῶν. Ὅλοι, οἱ Σουλιῶτες καί οἱ Ὀλύμπιοι ὁπλαρχηγοί, οἱ Ἠπειρῶτες καί οἱ Μανιάτες καπεταναῖοι, οἱ Κρητικοί, οἱ Δημογέροντες ζητοῦσαν νά πληρωθοῦν τούς καθυστερημένους μισθούς τους. Ἀλλά καί οἱ πλούσιοι νοικοκυραῖοι τῶν ναυτικῶν νήσων ζητοῦσαν νά ἀποζημιωθοῦν γιά ὅσα εἶχαν κάνει γιά τόν ἀγῶνα. Ἡ πόλη ἦταν κατάμεστη ἀπό φυγᾶδες καί πρόσφυγες, ἀλλά καί ἀπό ἀσύνταχτους στρατιῶτες καί ἔνοπλες ὁμάδες πού περιφερόταν ἄσκοπα καί, ἀδιαφορῶντας γιά τόν πόλεμο, ἀπαιτοῦσαν χρήματα καί ἀποζημιώσεις. Οἱ πρόσφυγες καί πλήθη ἀπό δυστυχισμένους ἄνδρες, γυναῖκες, παιδιά καί γέροντες κακοπαθοῦσαν χωρίς στέγη καί τροφή.
Τό πρωί τῆς Κυριακῆς 8 Ἰουνίου 1826 οἱ ἀγανακτισμένοι καί ἐξαγριωμένοι στρατιῶτες, ἀκούσια «ὄργανα τῶν φατριῶν καί τῆς ἰδιοτελείας», ἔθεσαν τελεσιγραφικά τήν ἀπαίτηση νά πληρωθοῦν. Στήν πλατεία τοῦ Ναυπλίου, μέσα σέ βαριά ἀτμόσφαιρα, εἶχε συγκεντρωθεῖ μέγα πλῆθος λαοῦ πού «κατηφής καί περίτρομος» ἀγωνιοῦσε, ἐνῶ «ἡ Ἑλλάδα κινδύνευε νά καταποντισθεῖ εἰς ἕνα ἀδελφοκτόνο ἀγῶνα» καί «οὐδείς ἐτόλμα νά λαλήση, οὐδείς νά προτείνη τι πρός σωτηρίαν ὅλων».
Τότε, μέσα στήν ἀνήσυχη σιωπή, ἀναδύθηκε αὐτόκλητος μέσα ἀπό τό πλῆθος ὁ σεμνός καί ἀνιδιοτελής δάσκαλος τοῦ Γένους Γεώργιος Γεννάδιος, πλησίασε τόν πλάτανο στό κέντρο τῆς πλατείας καί μίλησε μέ βροντώδη φωνή: « Ἡ Πατρίς καταστρέφεται, ὁ ἀγών ματαιοῦται, ἡ ἐλευθερία ἐκπνέει. Ἀπαιτεῖται βοήθεια σύντονος˙ πρέπει οἱ ἀνδρεῖοι οὗτοι, οἵτινες ἔφαγον πυρῖτιν καί ἀνέπνευσαν φλόγας, καί ἤδη ἀργοί καί λιμῶντες μᾶς περιστοιχίζουν, νά σπεύσωσιν ὅπου νέος κίνδυνος τούς καλεῖ. Πρός τοῦτο ἀπαιτοῦνται πόροι καί πόροι ἐλλείπουσιν. Ἀλλ' ἄν θέλωμεν νά ἔχωμεν πατρίδα, ἄν εἴμεθα ἄξιοι νά ζῶμεν ἄνδρες ἐλεύθεροι, πόρους εὑρίσκομεν. Ἄς δώσει ἕκαστος ὅ,τι ἔχει καί δύναται. Ἰδού ἡ πενιχρά συνεισφορά μου. Ἄς μέ μιμηθεῖ ὅστις θέλει.» Καί διακόπτοντας τόν λόγο του ἔριξε κάτω λίγες λίρες, τίς μόνες πού εἶχε. Ἐπειδή ὅμως θεώρησε τήν προσφορά του μικρή, σέ λίγο συνέχισε : «Ἀλλ' ὄχι, ἡ συνεισφορά αὕτη εἶναι οὐτιδανή. Ὀβολόν ἄλλον δέν ἔχω νά δώσω, ἀλλά ἔχω ἐμαυτόν καί ἰδού τόν πωλῶ! Τίς θέλει διδάσκαλον ἐπί τέσσερα ἔτη γιά τά παιδία του; ἄς καταβάλη ἐνταῦθα τό τίμημα!»
Ἡ ἐπίσημη γλώσσα τοῦ Γεννάδιου δέν μείωσε τήν ἐντύπωση τοῦ λόγου του. «Ὅλοι ἄρχισαν νά συνεισφέρουν στρατιωτικοί καί πολιτικοί, τό πολυτιμότερον ὁποῦ ἕκαστος εἶχεν ἐπάνω του καί τό ἀκριβώτερον, καί ἐξακολουθοῦσαν νά δίδουν καί τάς ἑπομένας ἡμέρας.» Ἡ συγκέντρωση πῆρε μεγαλύτερη διάσταση μέ τήν ἄφιξη ἑκατοντάδων παιδιῶν ὅλων τῶν σχολείων μέ τήν ἐθνική σημαία, ἐνῶ ὁ φλογερός Γεννάδιος συνέχιζε, καταγγέλλοντας τήν ἰδιοτέλεια καί τήν φιλαρχία καί ἐξορκίζοντας τόν λαό νά ἐμποδίσει τήν «ἐκ νέου τῆς Ἑλλάδος τήν δουλικήν ἡμέραν καί ταπείνωσιν!»
«Τό ἀποτέλεσμα τῆς φιλοπάτριδος ταύτης δημηγορίας ὑπῆρξε καταπληκτικόν. Ὁ λαός ἐκινήθη εἰς δάκρυα καί ἡ συναίσθησις τοῦ καθήκοντος ἐφαίνετο ὅτι διηγέρθη ὀξύτερον ἤ ὑπό τῶν πολλῶν ἐκκλήσεων καί ἐπειγουσῶν διαξηρύξεων τῆς Διοικήσεως. Πολλοί ἀνεφώνησαν προσφέροντες χρήματα, ὥστε κατέστη ἐπάναγκες νά ὁρισθῆ ἐπιτροπή ἐκ τοῦ λαοῦ πρός παραλαβήν τῶν προσφορῶν. Διωρίσθη γραμματεύς ὅπως ἐγγράφη αὐτάς καί μεγαλοφώνως ἠγγέλλετο ἑκάστου τό ὄνομα καί τό ποσόν. Ἕτεροι ρήτορες ἠκολούθησαν καί ἡ συγκίνησις διήρκεσεν δι' ὅλης τῆς ἡμέρας. Συνωθοῦντο πάντες, τίς πρῶτος νά προσφέρη καί ἐφιλοτιμοῦντο νά τύχωσι τῶν ἐπευφημιῶν δι' ὦν τό πλῆθος ἐχαιρέτιζε τάς προσφοράς ἐκείνας αἵτινες ἐφαίνοντο μεγάλαι ἐν συγκρίσει τῶν μέσων τοῦ δωροῦντος. … Ἀλλά κραυγή πάντη διάφορος, ἔκρηξις ἐνθουσιώδους ἐπευφημίας, ἐπηκολούθησε τήν ἀγγελίαν τοῦ μηνύματος τοῦ Δημητρίου Ὑψηλάντη, ὅστις ἔλεγε ὅτι χρήματα μέν δέν εἶχε, ἀλλά πρόσφερε τόν χρυσοῦν κολεόν (τό θηκάρι) καί τά κοσμήματα τοῦ ξίφους του, μεγίστης ἀξίας παρακαλῶν νά τηρηθῶσι ταῦτα ὡς κατάθεμα, ἕως οὗ δυνηθῆ νά πέμψη χίλια γρόσια, ὡς λύτρα αὐτῶν. Ὁ δυστυχής εἶχε κάμει ὅ,τι πλέον ἠδύνατο καί τώρα ἐπένετο».
Οἱ αὐθόρμητες προσφορές ἦταν πλέον ἀθρόες. Ὅλοι ἔδιναν ὅ,τι πολύτιμο εἶχαν, χρήματα, κοσμήματα, χρυσά ἤ ἀσημένια ρολόγια. Οἱ γυναῖκες ἔδιναν τά νυφικά τους δακτυλίδια. Ἡ Μυκονιάτισσα Μαντώ πού εἶχε προσφέρει ὅλη της τήν περιουσία γιά τόν ἀγῶνα, πρόσφερε τώρα ὅ,τι ἀπόμενε. Ἡ Πατρινή Καλλιόπη ἔφερε τά κοσμήματα καί τά δῶρα τοῦ ἀρραβώνα της. Ὁ φτωχός καί ἔντιμος Νικηταρᾶς ἔδωσε τό μόνο πολύτιμο ἀντικείμενο πού κατεῖχε, ἕνα πολύτιμο τούρκικο σπαθί πού τοῦ εἶχαν χαρίσει γιά τά ἀνδραγαθήματά του, ὅταν στήν ἅλωση τῆς Τρίπολης εἶχε ἀποφύγει νά πάρει κάτι ἀπό τά λάφυρα.
Ὅμως, οἱ συνεισφορές πού ἔδιναν οἱ στρατιῶτες καί οἱ φτωχοί ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ ἔκαναν τήν πιό βαθιά ἐντύπωση. « Ἕνας πυροβολητής τῆς Φρουρᾶς, πρόσφερε ὅλη τήν περιουσία του δηλ. 200 γρόσια (σ’ ἐθνική ὁμολογία) καί δύο ρουπιέδες (μισό τάλληρο). Κι' ἕνας ἄρρωστος στρατιώτης τοῦ ταχτικοῦ, ὅσα εἶχε, δηλαδή ἕνα ἀργυρό χαϊμαλί, πού εἶχε κρεμάσει στό λαιμό του γιά τίς ἐχθρικές σφαῖρες καί ἕνα τάλληρο. Ἄλλοι στρατιῶτες ἔδιναν, ὅσοι εἶχαν ἀργυροστολισμένα ὅπλα, ἤ ἔσχιζαν τίς χρεωστικές ἀποδείξεις μισθῶν, γιά περασμένους μῆνες, πού τούς εἶχε δώσει ἡ κυβέρνηση. Μιά γρηά, πού ἕνας Ἀράπης τῆς εἶχε κόψει τό ἕνα αὐτί, ἦρθε στήν ἐπιτροπή καί, ἀφοῦ ἔβγαλε ἀπό τό μοναδικό της αὐτί, τό χρυσό σκουλαρίκι της, τό πρόσφερε. Ἕνα φτωχό παιδάκι, πού ζητιάνευε ἤ καί κουβαλοῦσε νερό γιά νά ζήσει, ἔβγαλε ἀπό τήν ζώνη πού τά εἶχε ραμμένα δύο τάλληρα, ὅλες δηλαδή τίς οἰκονομίες του ἀπό τίς ἐλεημοσύνες καί τά πρόσφερε».
Στό ἀπειλούμενο Ναύπλιο ἡ κατάσταση ἦταν ἀπελπιστική. Ἡ φρουρά τοῦ Μεσολογγίου εἶχε φτάσει ἐκεῖ γιά νά βρεθεῖ μέσα στίς ραδιουργίες καί στόν ἐμφύλιο σπαραγμό τῶν Ρουμελιωτῶν καί τῶν Σουλιωτῶν. Ὅλοι, οἱ Σουλιῶτες καί οἱ Ὀλύμπιοι ὁπλαρχηγοί, οἱ Ἠπειρῶτες καί οἱ Μανιάτες καπεταναῖοι, οἱ Κρητικοί, οἱ Δημογέροντες ζητοῦσαν νά πληρωθοῦν τούς καθυστερημένους μισθούς τους. Ἀλλά καί οἱ πλούσιοι νοικοκυραῖοι τῶν ναυτικῶν νήσων ζητοῦσαν νά ἀποζημιωθοῦν γιά ὅσα εἶχαν κάνει γιά τόν ἀγῶνα. Ἡ πόλη ἦταν κατάμεστη ἀπό φυγᾶδες καί πρόσφυγες, ἀλλά καί ἀπό ἀσύνταχτους στρατιῶτες καί ἔνοπλες ὁμάδες πού περιφερόταν ἄσκοπα καί, ἀδιαφορῶντας γιά τόν πόλεμο, ἀπαιτοῦσαν χρήματα καί ἀποζημιώσεις. Οἱ πρόσφυγες καί πλήθη ἀπό δυστυχισμένους ἄνδρες, γυναῖκες, παιδιά καί γέροντες κακοπαθοῦσαν χωρίς στέγη καί τροφή.
Τό πρωί τῆς Κυριακῆς 8 Ἰουνίου 1826 οἱ ἀγανακτισμένοι καί ἐξαγριωμένοι στρατιῶτες, ἀκούσια «ὄργανα τῶν φατριῶν καί τῆς ἰδιοτελείας», ἔθεσαν τελεσιγραφικά τήν ἀπαίτηση νά πληρωθοῦν. Στήν πλατεία τοῦ Ναυπλίου, μέσα σέ βαριά ἀτμόσφαιρα, εἶχε συγκεντρωθεῖ μέγα πλῆθος λαοῦ πού «κατηφής καί περίτρομος» ἀγωνιοῦσε, ἐνῶ «ἡ Ἑλλάδα κινδύνευε νά καταποντισθεῖ εἰς ἕνα ἀδελφοκτόνο ἀγῶνα» καί «οὐδείς ἐτόλμα νά λαλήση, οὐδείς νά προτείνη τι πρός σωτηρίαν ὅλων».
Τότε, μέσα στήν ἀνήσυχη σιωπή, ἀναδύθηκε αὐτόκλητος μέσα ἀπό τό πλῆθος ὁ σεμνός καί ἀνιδιοτελής δάσκαλος τοῦ Γένους Γεώργιος Γεννάδιος, πλησίασε τόν πλάτανο στό κέντρο τῆς πλατείας καί μίλησε μέ βροντώδη φωνή: « Ἡ Πατρίς καταστρέφεται, ὁ ἀγών ματαιοῦται, ἡ ἐλευθερία ἐκπνέει. Ἀπαιτεῖται βοήθεια σύντονος˙ πρέπει οἱ ἀνδρεῖοι οὗτοι, οἵτινες ἔφαγον πυρῖτιν καί ἀνέπνευσαν φλόγας, καί ἤδη ἀργοί καί λιμῶντες μᾶς περιστοιχίζουν, νά σπεύσωσιν ὅπου νέος κίνδυνος τούς καλεῖ. Πρός τοῦτο ἀπαιτοῦνται πόροι καί πόροι ἐλλείπουσιν. Ἀλλ' ἄν θέλωμεν νά ἔχωμεν πατρίδα, ἄν εἴμεθα ἄξιοι νά ζῶμεν ἄνδρες ἐλεύθεροι, πόρους εὑρίσκομεν. Ἄς δώσει ἕκαστος ὅ,τι ἔχει καί δύναται. Ἰδού ἡ πενιχρά συνεισφορά μου. Ἄς μέ μιμηθεῖ ὅστις θέλει.» Καί διακόπτοντας τόν λόγο του ἔριξε κάτω λίγες λίρες, τίς μόνες πού εἶχε. Ἐπειδή ὅμως θεώρησε τήν προσφορά του μικρή, σέ λίγο συνέχισε : «Ἀλλ' ὄχι, ἡ συνεισφορά αὕτη εἶναι οὐτιδανή. Ὀβολόν ἄλλον δέν ἔχω νά δώσω, ἀλλά ἔχω ἐμαυτόν καί ἰδού τόν πωλῶ! Τίς θέλει διδάσκαλον ἐπί τέσσερα ἔτη γιά τά παιδία του; ἄς καταβάλη ἐνταῦθα τό τίμημα!»
Ἡ ἐπίσημη γλώσσα τοῦ Γεννάδιου δέν μείωσε τήν ἐντύπωση τοῦ λόγου του. «Ὅλοι ἄρχισαν νά συνεισφέρουν στρατιωτικοί καί πολιτικοί, τό πολυτιμότερον ὁποῦ ἕκαστος εἶχεν ἐπάνω του καί τό ἀκριβώτερον, καί ἐξακολουθοῦσαν νά δίδουν καί τάς ἑπομένας ἡμέρας.» Ἡ συγκέντρωση πῆρε μεγαλύτερη διάσταση μέ τήν ἄφιξη ἑκατοντάδων παιδιῶν ὅλων τῶν σχολείων μέ τήν ἐθνική σημαία, ἐνῶ ὁ φλογερός Γεννάδιος συνέχιζε, καταγγέλλοντας τήν ἰδιοτέλεια καί τήν φιλαρχία καί ἐξορκίζοντας τόν λαό νά ἐμποδίσει τήν «ἐκ νέου τῆς Ἑλλάδος τήν δουλικήν ἡμέραν καί ταπείνωσιν!»
«Τό ἀποτέλεσμα τῆς φιλοπάτριδος ταύτης δημηγορίας ὑπῆρξε καταπληκτικόν. Ὁ λαός ἐκινήθη εἰς δάκρυα καί ἡ συναίσθησις τοῦ καθήκοντος ἐφαίνετο ὅτι διηγέρθη ὀξύτερον ἤ ὑπό τῶν πολλῶν ἐκκλήσεων καί ἐπειγουσῶν διαξηρύξεων τῆς Διοικήσεως. Πολλοί ἀνεφώνησαν προσφέροντες χρήματα, ὥστε κατέστη ἐπάναγκες νά ὁρισθῆ ἐπιτροπή ἐκ τοῦ λαοῦ πρός παραλαβήν τῶν προσφορῶν. Διωρίσθη γραμματεύς ὅπως ἐγγράφη αὐτάς καί μεγαλοφώνως ἠγγέλλετο ἑκάστου τό ὄνομα καί τό ποσόν. Ἕτεροι ρήτορες ἠκολούθησαν καί ἡ συγκίνησις διήρκεσεν δι' ὅλης τῆς ἡμέρας. Συνωθοῦντο πάντες, τίς πρῶτος νά προσφέρη καί ἐφιλοτιμοῦντο νά τύχωσι τῶν ἐπευφημιῶν δι' ὦν τό πλῆθος ἐχαιρέτιζε τάς προσφοράς ἐκείνας αἵτινες ἐφαίνοντο μεγάλαι ἐν συγκρίσει τῶν μέσων τοῦ δωροῦντος. … Ἀλλά κραυγή πάντη διάφορος, ἔκρηξις ἐνθουσιώδους ἐπευφημίας, ἐπηκολούθησε τήν ἀγγελίαν τοῦ μηνύματος τοῦ Δημητρίου Ὑψηλάντη, ὅστις ἔλεγε ὅτι χρήματα μέν δέν εἶχε, ἀλλά πρόσφερε τόν χρυσοῦν κολεόν (τό θηκάρι) καί τά κοσμήματα τοῦ ξίφους του, μεγίστης ἀξίας παρακαλῶν νά τηρηθῶσι ταῦτα ὡς κατάθεμα, ἕως οὗ δυνηθῆ νά πέμψη χίλια γρόσια, ὡς λύτρα αὐτῶν. Ὁ δυστυχής εἶχε κάμει ὅ,τι πλέον ἠδύνατο καί τώρα ἐπένετο».
Οἱ αὐθόρμητες προσφορές ἦταν πλέον ἀθρόες. Ὅλοι ἔδιναν ὅ,τι πολύτιμο εἶχαν, χρήματα, κοσμήματα, χρυσά ἤ ἀσημένια ρολόγια. Οἱ γυναῖκες ἔδιναν τά νυφικά τους δακτυλίδια. Ἡ Μυκονιάτισσα Μαντώ πού εἶχε προσφέρει ὅλη της τήν περιουσία γιά τόν ἀγῶνα, πρόσφερε τώρα ὅ,τι ἀπόμενε. Ἡ Πατρινή Καλλιόπη ἔφερε τά κοσμήματα καί τά δῶρα τοῦ ἀρραβώνα της. Ὁ φτωχός καί ἔντιμος Νικηταρᾶς ἔδωσε τό μόνο πολύτιμο ἀντικείμενο πού κατεῖχε, ἕνα πολύτιμο τούρκικο σπαθί πού τοῦ εἶχαν χαρίσει γιά τά ἀνδραγαθήματά του, ὅταν στήν ἅλωση τῆς Τρίπολης εἶχε ἀποφύγει νά πάρει κάτι ἀπό τά λάφυρα.
Ὅμως, οἱ συνεισφορές πού ἔδιναν οἱ στρατιῶτες καί οἱ φτωχοί ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ ἔκαναν τήν πιό βαθιά ἐντύπωση. « Ἕνας πυροβολητής τῆς Φρουρᾶς, πρόσφερε ὅλη τήν περιουσία του δηλ. 200 γρόσια (σ’ ἐθνική ὁμολογία) καί δύο ρουπιέδες (μισό τάλληρο). Κι' ἕνας ἄρρωστος στρατιώτης τοῦ ταχτικοῦ, ὅσα εἶχε, δηλαδή ἕνα ἀργυρό χαϊμαλί, πού εἶχε κρεμάσει στό λαιμό του γιά τίς ἐχθρικές σφαῖρες καί ἕνα τάλληρο. Ἄλλοι στρατιῶτες ἔδιναν, ὅσοι εἶχαν ἀργυροστολισμένα ὅπλα, ἤ ἔσχιζαν τίς χρεωστικές ἀποδείξεις μισθῶν, γιά περασμένους μῆνες, πού τούς εἶχε δώσει ἡ κυβέρνηση. Μιά γρηά, πού ἕνας Ἀράπης τῆς εἶχε κόψει τό ἕνα αὐτί, ἦρθε στήν ἐπιτροπή καί, ἀφοῦ ἔβγαλε ἀπό τό μοναδικό της αὐτί, τό χρυσό σκουλαρίκι της, τό πρόσφερε. Ἕνα φτωχό παιδάκι, πού ζητιάνευε ἤ καί κουβαλοῦσε νερό γιά νά ζήσει, ἔβγαλε ἀπό τήν ζώνη πού τά εἶχε ραμμένα δύο τάλληρα, ὅλες δηλαδή τίς οἰκονομίες του ἀπό τίς ἐλεημοσύνες καί τά πρόσφερε».
Ὅμως,
τό κορύφωμα ἦταν ὅταν ἐμφανίσθηκε
ἡ πασίγνωστη καί θλιβερή Ψωροκώσταινα, πρόσφυγας ἀπό τίς Κυδωνίες τῆς
Μικρᾶς Ἀσίας
πού τήν εἶχαν
καταστρέψει οἱ Τοῦρκοι, σφάζοντας τόν ἄντρα της καί παίρνοντας τά παιδιά της. Ἡ ἀρχόντισσα
στόν τόπο της Ψωροκώσταινα ἐπιβίωνε
στό Ναύπλιο ζητιανεύοντας, παράλληλα ὅμως
περιμάζευε, ἔπλενε
καί φρόντιζε τά ὀρφανά
παιδιά πού περιφέρονταν στούς δρόμους. Ἦταν
λοιπόν τό ἀποκορύφωμα
τῆς ἀξέχαστης
ἐκείνης μέρας ἡ
στιγμή πού ἡ
ταλαίπωρη Ψωροκώσταινα πλησίασε τήν ἐπιτροπή
και πρόσφερε τό ἀσημένιο
δακτυλίδι της καί τό μοναδικό γρόσι πού φύλαγε στόν κόρφο της.
Μέ τίς εἰσφορές εἶχε συγκεντρωθεῖ σημαντικό ποσό, ὥστε νά ἱκανοποιηθοῦν οἱ ἄμεσες ἀνάγκες τῶν πολεμιστῶν καί τοῦ ἐξοπλισμοῦ των. Ὅμως ὁ Γεννάδιος κάλεσε τόν λαό καί τόν στρατό νά ἀντιμετωπίσουν τό ἰσχυρό ἱππικό τῶν Τούρκων καί ζήτησε τή δήμευση τῶν ἀλόγων. « Ἀλλά ποῦ, θέλομεν εὕρει τούς ἵππους;… ἄν δέν μᾶς τούς δίδωσι, τούς παίρνομεν διά τῆς βίας;» ρώτησε. «Προτοῦ νά προφθάσουν λαός καί στρατός νά κινηθοῦν. Ὅλοι οἱ προεξάρχοντες ἠναγκάσθησαν νά τούς παραδώσωσιν. Ζαϊμης ὁ Πρόεδρος προέλαβε τούς ἄλλους , διότι ἡ οἰκία τους ἦτο παρά τήν πλατεῖαν καί ἤκουσε τούς λόγους τοῦ Γενναδίου. Τρεῖς θαυμάσιοι ἄραβες ἵπποι ἀμέσως προσεφέρθησαν ἐξ ὁνόματος τοῦ Προέδρου… Ἡ ἔξαψις ἀνάγκασε τούς προύχοντας καί τούς πλουσίους νά προσέλθωσι καίτοι ἄκοντες». Ἔτσι, συγκεντρώθηκεν ἱκανός ἀριθμός ἀπό ἄλογα.
Ὁ Γεννάδιος συνέχισε ἀκάθεκτος: « Ἱππικόν θά σχηματίσωμεν. Τώρα θά σᾶς ἐρωτήσω: Θά ἐκστρατεύσωμεν καί ἡμεῖς κατά τῶν ἐχθρῶν;» Καί ἐνῶ τά παιδιά τῶν σχολείων φώναζαν : «Σώσατε, σώσατέ μας ἀπό τόν Τοῦρκο!», οἱ στρατιῶτες ἀπάντησαν κλαίγοντες μέ τήν κραυγή : « Ἐκστρατεύομεν, παιδιά μας, ἐκστρατεύομεν!»
Ὁ Γεννάδιος ἦταν πλέον ὁ παντοδύναμος κυρίαρχος τῶν περιστάσεων ἐκείνων. Ἄν ἤθελε μποροῦσε νά κυβερνήσει, ὅπως τοῦ πρότειναν. Ὅμως ὁ ἀνιδιοτελής καί σεμνός ἐκεῖνος πατριώτης, «σωτήρ τῆς πατρίδος», δέν εἶχε προσωπικές φιλοδοξίες. Προτίμησε νά ἐπιστρέψει στό ἐκπαιδευτικό του ἔργο.
(Σύμφωνα μέ τίς μαρτυρίες τῶν Ν. Σπηλιάδη, Ἀ.Ραγκαβῆ, Νικ. Κασομούλη, Μ.Γούδα, Δρ Σάμουελ Χάου καί τήν ἀφήγηση τοῦ Τάκη Ἀργ. Σταματόπουλου)
Μέ τίς εἰσφορές εἶχε συγκεντρωθεῖ σημαντικό ποσό, ὥστε νά ἱκανοποιηθοῦν οἱ ἄμεσες ἀνάγκες τῶν πολεμιστῶν καί τοῦ ἐξοπλισμοῦ των. Ὅμως ὁ Γεννάδιος κάλεσε τόν λαό καί τόν στρατό νά ἀντιμετωπίσουν τό ἰσχυρό ἱππικό τῶν Τούρκων καί ζήτησε τή δήμευση τῶν ἀλόγων. « Ἀλλά ποῦ, θέλομεν εὕρει τούς ἵππους;… ἄν δέν μᾶς τούς δίδωσι, τούς παίρνομεν διά τῆς βίας;» ρώτησε. «Προτοῦ νά προφθάσουν λαός καί στρατός νά κινηθοῦν. Ὅλοι οἱ προεξάρχοντες ἠναγκάσθησαν νά τούς παραδώσωσιν. Ζαϊμης ὁ Πρόεδρος προέλαβε τούς ἄλλους , διότι ἡ οἰκία τους ἦτο παρά τήν πλατεῖαν καί ἤκουσε τούς λόγους τοῦ Γενναδίου. Τρεῖς θαυμάσιοι ἄραβες ἵπποι ἀμέσως προσεφέρθησαν ἐξ ὁνόματος τοῦ Προέδρου… Ἡ ἔξαψις ἀνάγκασε τούς προύχοντας καί τούς πλουσίους νά προσέλθωσι καίτοι ἄκοντες». Ἔτσι, συγκεντρώθηκεν ἱκανός ἀριθμός ἀπό ἄλογα.
Ὁ Γεννάδιος συνέχισε ἀκάθεκτος: « Ἱππικόν θά σχηματίσωμεν. Τώρα θά σᾶς ἐρωτήσω: Θά ἐκστρατεύσωμεν καί ἡμεῖς κατά τῶν ἐχθρῶν;» Καί ἐνῶ τά παιδιά τῶν σχολείων φώναζαν : «Σώσατε, σώσατέ μας ἀπό τόν Τοῦρκο!», οἱ στρατιῶτες ἀπάντησαν κλαίγοντες μέ τήν κραυγή : « Ἐκστρατεύομεν, παιδιά μας, ἐκστρατεύομεν!»
Ὁ Γεννάδιος ἦταν πλέον ὁ παντοδύναμος κυρίαρχος τῶν περιστάσεων ἐκείνων. Ἄν ἤθελε μποροῦσε νά κυβερνήσει, ὅπως τοῦ πρότειναν. Ὅμως ὁ ἀνιδιοτελής καί σεμνός ἐκεῖνος πατριώτης, «σωτήρ τῆς πατρίδος», δέν εἶχε προσωπικές φιλοδοξίες. Προτίμησε νά ἐπιστρέψει στό ἐκπαιδευτικό του ἔργο.
(Σύμφωνα μέ τίς μαρτυρίες τῶν Ν. Σπηλιάδη, Ἀ.Ραγκαβῆ, Νικ. Κασομούλη, Μ.Γούδα, Δρ Σάμουελ Χάου καί τήν ἀφήγηση τοῦ Τάκη Ἀργ. Σταματόπουλου)
1 σχόλιο:
Πολύ ωραία διδακτική ιστορία που δείχνει την μεγαλοπρέπεια του Γενναδίου και την προσωπικότητά του.
Δημοσίευση σχολίου