Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2020

Τὸ δακτυλίδι τῆς Ψωροκώσταινας,Μαυρίδης Δημήτρης



Τόν ούνιο το τρομερο τους 1826 λληνική πανάσταση φαινόταν νά σβύνει. Τό Μεσολόγγι εχε πέσει. μπραήμ βρισκόταν στήν Πελοπόννησο καί τήν κατέστρεφε. Ρούμελη εχε προσκυνήσει. νίκανη Κυβέρνηση Κουντουριώτη εχε καταρρεύσει μέσα στή γενική κατακραυγή. Ο δραοι πρόκριτοι λογάριαζαν, φοβούμενοι τήν πίθεση το τουρκικο στόλου, νά φύγουν στά φτάνησα καί «στις δύνατο νά φυγαδεύση κρυφίως τήν περιουσίαν του τό πραξεν». Ο στρατιτες λιμοκτονοσαν καί τακτικός στρατός το Φαβιέρου βρισκόταν σέ διάλυση. Χρήματα δέν πρχαν καί μάλιστα ο κερδοσκόποι τραπεζίτες το Λονδίνου παιτοσαν τήν παραχώρηση θνικς γς, στε νά ξασφαλίσουν τίς προσόδους πό τά κατασπαταληθέντα δάνειά τους.

Στό
πειλούμενο Ναύπλιο κατάσταση ταν πελπιστική. φρουρά το Μεσολογγίου εχε φτάσει κε γιά νά βρεθε μέσα στίς ραδιουργίες καί στόν μφύλιο σπαραγμό τν Ρουμελιωτν καί τν Σουλιωτν. λοι, ο Σουλιτες καί ο λύμπιοι πλαρχηγοί, ο πειρτες καί ο Μανιάτες καπεταναοι, ο Κρητικοί, ο Δημογέροντες ζητοσαν νά πληρωθον τούς καθυστερημένους μισθούς τους. λλά καί ο πλούσιοι νοικοκυραοι τν ναυτικν νήσων ζητοσαν νά ποζημιωθον γιά σα εχαν κάνει γιά τόν γνα. πόλη ταν κατάμεστη πό φυγδες καί πρόσφυγες, λλά καί πό σύνταχτους στρατιτες καί νοπλες μάδες πού περιφερόταν σκοπα καί, διαφορντας γιά τόν πόλεμο, παιτοσαν χρήματα καί ποζημιώσεις. Ο πρόσφυγες καί πλήθη πό δυστυχισμένους νδρες, γυνακες, παιδιά καί γέροντες κακοπαθοσαν χωρίς στέγη καί τροφή.

Τό πρωί τ
ς Κυριακς 8 ουνίου 1826 ο γανακτισμένοι καί ξαγριωμένοι στρατιτες, κούσια «ργανα τν φατριν καί τς διοτελείας», θεσαν τελεσιγραφικά τήν παίτηση νά πληρωθον. Στήν πλατεία το Ναυπλίου, μέσα σέ βαριά τμόσφαιρα, εχε συγκεντρωθε μέγα πλθος λαο πού «κατηφής καί περίτρομος» γωνιοσε, ν « λλάδα κινδύνευε νά καταποντισθε ες να δελφοκτόνο γνα» καί «οδείς τόλμα νά λαλήση, οδείς νά προτείνη τι πρός σωτηρίαν λων».

Τότε, μέσα στήν
νήσυχη σιωπή, ναδύθηκε ατόκλητος μέσα πό τό πλθος σεμνός καί νιδιοτελής δάσκαλος το Γένους Γεώργιος Γεννάδιος, πλησίασε τόν πλάτανο στό κέντρο τς πλατείας καί μίλησε μέ βροντώδη φωνή: « Πατρίς καταστρέφεται, γών ματαιοται, λευθερία κπνέει. παιτεται βοήθεια σύντονος˙ πρέπει ο νδρεοι οτοι, οτινες φαγον πυρτιν καί νέπνευσαν φλόγας, καί δη ργοί καί λιμντες μς περιστοιχίζουν, νά σπεύσωσιν που νέος κίνδυνος τούς καλε. Πρός τοτο παιτονται πόροι καί πόροι λλείπουσιν. λλ' ν θέλωμεν νά χωμεν πατρίδα, ν εμεθα ξιοι νά ζμεν νδρες λεύθεροι, πόρους ερίσκομεν. ς δώσει καστος ,τι χει καί δύναται. δού πενιχρά συνεισφορά μου. ς μέ μιμηθε στις θέλει.» Καί διακόπτοντας τόν λόγο του ριξε κάτω λίγες λίρες, τίς μόνες πού εχε. πειδή μως θεώρησε τήν προσφορά του μικρή, σέ λίγο συνέχισε : «λλ' χι, συνεισφορά ατη εναι οτιδανή. βολόν λλον δέν χω νά δώσω, λλά χω μαυτόν καί δού τόν πωλ! Τίς θέλει διδάσκαλον πί τέσσερα τη γιά τά παιδία του; ς καταβάλη νταθα τό τίμημα!»

πίσημη γλώσσα το Γεννάδιου δέν μείωσε τήν ντύπωση το λόγου του. «λοι ρχισαν νά συνεισφέρουν στρατιωτικοί καί πολιτικοί, τό πολυτιμότερον πο καστος εχεν πάνω του καί τό κριβώτερον, καί ξακολουθοσαν νά δίδουν καί τάς πομένας μέρας.» συγκέντρωση πρε μεγαλύτερη διάσταση μέ τήν φιξη κατοντάδων παιδιν λων τν σχολείων μέ τήν θνική σημαία, ν φλογερός Γεννάδιος συνέχιζε, καταγγέλλοντας τήν διοτέλεια καί τήν φιλαρχία καί ξορκίζοντας τόν λαό νά μποδίσει τήν «κ νέου τς λλάδος τήν δουλικήν μέραν καί ταπείνωσιν!»

«Τό
ποτέλεσμα τς φιλοπάτριδος ταύτης δημηγορίας πρξε καταπληκτικόν. λαός κινήθη ες δάκρυα καί συναίσθησις το καθήκοντος φαίνετο τι διηγέρθη ξύτερον πό τν πολλν κκλήσεων καί πειγουσν διαξηρύξεων τς Διοικήσεως. Πολλοί νεφώνησαν προσφέροντες χρήματα, στε κατέστη πάναγκες νά ρισθ πιτροπή κ το λαο πρός παραλαβήν τν προσφορν. Διωρίσθη γραμματεύς πως γγράφη ατάς καί μεγαλοφώνως γγέλλετο κάστου τό νομα καί τό ποσόν. τεροι ρήτορες κολούθησαν καί συγκίνησις διήρκεσεν δι' λης τς μέρας. Συνωθοντο πάντες, τίς πρτος νά προσφέρη καί φιλοτιμοντο νά τύχωσι τν πευφημιν δι' ν τό πλθος χαιρέτιζε τάς προσφοράς κείνας ατινες φαίνοντο μεγάλαι ν συγκρίσει τν μέσων το δωροντος. … λλά κραυγή πάντη διάφορος, κρηξις νθουσιώδους πευφημίας, πηκολούθησε τήν γγελίαν το μηνύματος το Δημητρίου ψηλάντη, στις λεγε τι χρήματα μέν δέν εχε, λλά πρόσφερε τόν χρυσον κολεόν (τό θηκάρι) καί τά κοσμήματα το ξίφους του, μεγίστης ξίας παρακαλν νά τηρηθσι τατα ς κατάθεμα, ως ο δυνηθ νά πέμψη χίλια γρόσια, ς λύτρα ατν. δυστυχής εχε κάμει ,τι πλέον δύνατο καί τώρα πένετο».

Ο
αθόρμητες προσφορές ταν πλέον θρόες. λοι διναν ,τι πολύτιμο εχαν, χρήματα, κοσμήματα, χρυσά σημένια ρολόγια. Ο γυνακες διναν τά νυφικά τους δακτυλίδια. Μυκονιάτισσα Μαντώ πού εχε προσφέρει λη της τήν περιουσία γιά τόν γνα, πρόσφερε τώρα ,τι πόμενε. Πατρινή Καλλιόπη φερε τά κοσμήματα καί τά δρα το ρραβώνα της. φτωχός καί ντιμος Νικηταρς δωσε τό μόνο πολύτιμο ντικείμενο πού κατεχε, να πολύτιμο τούρκικο σπαθί πού το εχαν χαρίσει γιά τά νδραγαθήματά του, ταν στήν λωση τς Τρίπολης εχε ποφύγει νά πάρει κάτι πό τά λάφυρα.

μως, ο συνεισφορές πού διναν ο στρατιτες καί ο φτωχοί νθρωποι το λαο καναν τήν πιό βαθιά ντύπωση. « νας πυροβολητής τς Φρουρς, πρόσφερε λη τήν περιουσία του δηλ. 200 γρόσια (σ’ θνική μολογία) καί δύο ρουπιέδες (μισό τάλληρο). Κι' νας ρρωστος στρατιώτης το ταχτικο, σα εχε, δηλαδή να ργυρό χαϊμαλί, πού εχε κρεμάσει στό λαιμό του γιά τίς χθρικές σφαρες καί να τάλληρο. λλοι στρατιτες διναν, σοι εχαν ργυροστολισμένα πλα, σχιζαν τίς χρεωστικές ποδείξεις μισθν, γιά περασμένους μνες, πού τούς εχε δώσει κυβέρνηση. Μιά γρηά, πού νας ράπης τς εχε κόψει τό να ατί, ρθε στήν πιτροπή καί, φο βγαλε πό τό μοναδικό της ατί, τό χρυσό σκουλαρίκι της, τό πρόσφερε. να φτωχό παιδάκι, πού ζητιάνευε καί κουβαλοσε νερό γιά νά ζήσει, βγαλε πό τήν ζώνη πού τά εχε ραμμένα δύο τάλληρα, λες δηλαδή τίς οκονομίες του πό τίς λεημοσύνες καί τά πρόσφερε».

μως, τό κορύφωμα ταν ταν μφανίσθηκε πασίγνωστη καί θλιβερή Ψωροκώσταινα, πρόσφυγας πό τίς Κυδωνίες τς Μικρς σίας πού τήν εχαν καταστρέψει ο Τορκοι, σφάζοντας τόν ντρα της καί παίρνοντας τά παιδιά της. ρχόντισσα στόν τόπο της Ψωροκώσταινα πιβίωνε στό Ναύπλιο ζητιανεύοντας, παράλληλα μως περιμάζευε, πλενε καί φρόντιζε τά ρφανά παιδιά πού περιφέρονταν στούς δρόμους. ταν λοιπόν τό ποκορύφωμα τς ξέχαστης κείνης μέρας στιγμή πού ταλαίπωρη Ψωροκώσταινα πλησίασε τήν πιτροπή και πρόσφερε τό σημένιο δακτυλίδι της καί τό μοναδικό γρόσι πού φύλαγε στόν κόρφο της.

Μέ τίς ε
σφορές εχε συγκεντρωθε σημαντικό ποσό, στε νά κανοποιηθον ο μεσες νάγκες τν πολεμιστν καί το ξοπλισμο των. μως Γεννάδιος κάλεσε τόν λαό καί τόν στρατό νά ντιμετωπίσουν τό σχυρό ππικό τν Τούρκων καί ζήτησε τή δήμευση τν λόγων. « λλά πο, θέλομεν ερει τούς ππους;… ν δέν μς τούς δίδωσι, τούς παίρνομεν διά τς βίας;» ρώτησε. «Προτο νά προφθάσουν λαός καί στρατός νά κινηθον. λοι ο προεξάρχοντες ναγκάσθησαν νά τούς παραδώσωσιν. Ζαϊμης Πρόεδρος προέλαβε τούς λλους , διότι οκία τους το παρά τήν πλατεαν καί κουσε τούς λόγους το Γενναδίου. Τρες θαυμάσιοι ραβες πποι μέσως προσεφέρθησαν ξ νόματος το Προέδρου… ξαψις νάγκασε τούς προύχοντας καί τούς πλουσίους νά προσέλθωσι καίτοι κοντες». τσι, συγκεντρώθηκεν κανός ριθμός πό λογα.

Γεννάδιος συνέχισε κάθεκτος: « ππικόν θά σχηματίσωμεν. Τώρα θά σς ρωτήσω: Θά κστρατεύσωμεν καί μες κατά τν χθρν;» Καί ν τά παιδιά τν σχολείων φώναζαν : «Σώσατε, σώσατέ μας πό τόν Τορκο!», ο στρατιτες πάντησαν κλαίγοντες μέ τήν κραυγή : « κστρατεύομεν, παιδιά μας, κστρατεύομεν!»

Γεννάδιος ταν πλέον παντοδύναμος κυρίαρχος τν περιστάσεων κείνων. ν θελε μποροσε νά κυβερνήσει, πως το πρότειναν. μως νιδιοτελής καί σεμνός κενος πατριώτης, «σωτήρ τς πατρίδος», δέν εχε προσωπικές φιλοδοξίες. Προτίμησε νά πιστρέψει στό κπαιδευτικό του ργο.

(Σύμφωνα μέ τίς μαρτυρίες τ
ν Ν. Σπηλιάδη, .Ραγκαβ, Νικ. Κασομούλη, Μ.Γούδα, Δρ Σάμουελ Χάου καί τήν φήγηση το Τάκη ργ. Σταματόπουλου)
http://www.agiazoni.gr

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Πολύ ωραία διδακτική ιστορία που δείχνει την μεγαλοπρέπεια του Γενναδίου και την προσωπικότητά του.