Υπαπαντή – Να προσευχηθώ; Γιατί;
π.Θεοδόσιος Μαρτζούχος
Η γιορτή η σημερινή της Υπαπαντής του Χριστού, όταν κανείς την δει λιγάκι
αναλυτικά, μας φέρνει ενώπιους στο δυσκολότερο θέμα της πνευματικής ζωής, που
είναι το θέμα της προσευχής.
Εύκολα, πλέον, εμείς οι σημερινοί
άνθρωποι σκεπτόμαστε, δύσκολα προσευχόμαστε. Ακόμα και τον Θεό, πολλές φορές, τον κάνουμε σκέψη μας, αλλά είναι
δύσκολο στο να μπορέσουμε να δεσμευτούμε, εμείς για τη συνείδησή μας, ότι στη
σχέση μας με το Θεό θα έχουμε συγκεκριμένη διαδρομή προσευχητικής επικοινωνίας
μαζί Του.
Σήμερα, περιγράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (κεφ. 2, 22-40), πήραν τον
Χριστό σαράντα ημερών, τον πήγαν στον ναό (αυτό ήταν μια διάταξη της Παλαιάς
Διαθήκης, που συνεχίζεται και σε μας τους χριστιανούς), και αυτό σήμαινε ότι
αποδέχονταν ότι η ανθρώπινη ζωή δίνεται και εξαρτάται απ’ τον Θεό, και
συνειδητοποιώντας το αυτό, οι άνθρωποι αφιερώνουν τη ζωή τους στον Θεό. Και
στην Παλαιά Διαθήκη αλλά και τώρα στην Εκκλησία, όταν πάμε ένα μωρό στην
Εκκλησία το πάμε με τη λογική: «Θεέ μου είναι δικό σου».
Εκεί, λέει το περιστατικό, στον σαραντισμό του Χριστού
παραβρέθηκαν δύο ηλικιωμένοι άνθρωποι, ένας συνταξιούχος παπάς και μια γιαγιά
σχεδόν ενενηκοντούτις. Και οι δύο άνθρωποι, ήταν άνθρωποι προσευχής. Είναι
εντυπωσιακό, μερικές φορές, έναν άνθρωπο που έχει περάσει όλη του τη ζωή με
προσευχή τον αντιλαμβάνεσαι ακόμα και όταν απλώς στέκεται, και από το πώς
στέκεται μέσα στον ναό. Θυμάμαι εδώ στη δική μας ενορία [είμαι τώρα εδώ ιερέας
σας σχεδόν σαράντα χρόνια. Απ’ το 1982 σ’ αυτή την ενορία] πρόσωπα τα οποία τα
έβλεπες να στέκονται στο στασίδι τους και αντιλαμβανόσουνα ότι προσεύχονται.
Ήσαν μια λαμπάδα αναμμένη. Κάποιοι έχουν φύγει στη Βασιλεία του Θεού. Ας τους
παρακαλούμε να μας θυμούνται όλους.
Βέβαια αυτό είναι μια μακρά διαδρομή! Εμείς πάντως θα πρέπει κάπου να
ξεκινήσουμε. Είναι δύσκολο να δεσμευτούμε. Χίλια δυο σοβαρά, αλλά και δυο
χιλιάδες αστεία θέματα, μάς υποκλέπτουν στην καθημερινότητά μας και έτσι από
εικοσιτέσσερις ώρες, μερικές φορές ούτε ένα πεντάλεπτο δεν έχουμε διαθέσιμο να
επικοινωνήσουμε με τον Θεό. Θα δείτε πόσο δύσκολο είναι, εάν αποφασίσετε ότι
πέντε λεπτά δεσμευμένα με το ρολόι, κάθε μέρα, όποια στιγμή βολεύεστε, θα
πρέπει να στέκεστε μπροστά σε μια εικόνα ή σ’ ένα χώρο ήρεμο για να κάνετε
προσευχή! Θα δείτε ότι θα ορμήσουν πάνω σας τα πάντα: συνθήκες, καταστάσεις,
απρόοπτα, χίλια δυο, προσπαθώντας να μην σταθεροποιηθεί αυτή η δέσμευση…
Πολλές φορές έχουμε την αφέλεια και λέμε: «Θα πάμε στην Εκκλησία, θα
προσευχηθώ εκεί». Εδώ είναι μια προσευχή κοινή, είναι κοινή λατρεία. Αυτό είναι
μία αγαπητική έκφραση, μια Ευχαριστία, όπως λέγαμε και άλλες φορές, δεν είναι η
προσευχή μας η προσωπική. Η προσευχή μας η προσωπική γίνεται στον προσωπικό μας
χώρο. Όχι στον δημόσιο χώρο. Εδώ προσευχόμαστε όλοι μαζί σαν αδέλφια, του ίδιου
πατέρα παιδιά, και με τη χαρά της επικοινωνίας, που υπάρχει από τη συνάντηση.
Στην προσευχή στεκόμαστε μόνοι μας, γυμνοί, με ό,τι κουβαλάμε, σωστά και
λάθη, μπροστά στα μάτια του Θεού και Του λέμε: «Θέλω όχι απλώς να Σε σκέπτομαι, αλλά να επικοινωνώ μαζί Σου. Προσπαθώ να
Σ’ αγαπήσω. Βοήθησέ με όπως μόνον Συ ξέρεις». Όταν κάποιος αγαπάει έναν
άλλον άνθρωπο, από νεαρότερος μέχρι γεροντότερος σε ηλικία και αν είναι, η πιο
μεγάλη έκφραση αυτής της αγάπης είναι η επικοινωνία. Η κουβέντα μαζί μ’ αυτόν
που αγαπάμε. Δεν μπορώ να αγαπάω κάποιον και να μη θέλω να τον δω ή να μη θέλω
να κουβεντιάσω μαζί του! Η προσευχή είναι ο μόνος τρόπος που θα μας αποδεικνύει
το πόσο Τον αγαπάμε, αν Τον αγαπάμε ή δεν Τον αγαπάμε τον Θεό. Η προσευχή η
δική μας, του καθενός μας, έχει δυσκολίες, είναι το πιο οδυνηρό μάθημα. Όλα τα
υπόλοιπα μαθαίνονται πιο εύκολα· και να νηστεύει κανείς, και να συμπεριφέρεται
μ’ έναν απλό τρόπο, και τα λοιπά, όλα αυτά μαθαίνονται. Το να προσευχηθούμε,
κάθε φορά χρειάζεται κόπο. Θα πρέπει όμως κάπου να αρχίσουμε. Να γίνει για μας
μια υπόθεση την οποία δεν θα την αφήσουμε για αύριο, αλλά θα την αρχίσουμε από
σήμερα.
Γιορτάζουμε λοιπόν σήμερα την Υπαπαντή του Χριστού. Ο Συμεών, παρήλικας
κουρασμένος, όταν πήρε τον Χριστό στα χέρια του, ένα μωράκι σαράντα ημερών,
λέει: «Τώρα ας πεθάνω. Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλον σου Δέσποτα». Εμείς, ακόμα και
αν καταλάβουμε αυτή την κουβέντα, δεν θα μπορέσουμε να πούμε εύκολα «τώρα ας
πεθάνω», αλλά θα μπορούμε τουλάχιστον να πούμε ότι: «Τώρα Θεέ μου έλα Εσύ και άλλαξε σιγά-σιγά την ζωή μου στο περιεχόμενό
της, στην ποιότητά της, την δίνω στα χέρια Σου. Ανάστροφα απ’ ό,τι ο Συμεών,
στην δίνω στα χέρια Σου για να την αλλάξεις Εσύ, και να την κάνεις
ουσιαστικότερη πρώτα απ’ όλα, και ποιοτικότερη μετά».
Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν
Κεφ. β’ 22-40
Εκεῖνο τόν καιρό, οἱ γονεῖς ἔφεραν
τό παιδί, τόν Ἰησοῦ, στά Ἱεροσόλυμα, γιά νά τό ἀφιερώσουν στόν Θεό.
Σύμφωνα μέ τόν νόμο τοῦ Κυρίου, ἄν τό πρῶτο παιδί πού φέρνει μιά γυναίκα στόν
κόσμο εἶναι ἀγόρι, πρέπει νά θεωρεῖται ἀφιερωμένο στόν Κύριο. Ἐπίσης θά
πρόσφεραν θυσία, ἕνα ζευγάρι τρυγόνια ἤ δύο μικρά περιστέρια, ὅπως λέει ὁ νόμος
τοῦ Κυρίου.
Ἐκεῖνο λοιπόν τόν καιρό, ἦταν στά Ἱεροσόλυμα ἕνας ἄνθρωπος πού λεγόταν Συμεών· ἦταν
ἐνάρετος καί εὐλαβής καί περίμενε τήν σωτηρία τῶν Ἰσραηλιτῶν καί τόν ἐπεσκίαζε
τό Ἅγιο Πνεῦμα. Τοῦ εἶχε λοιπόν ἀποκαλυφθεῖ ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα ὅτι δέν θά ἔβλεπε
θάνατο προτοῦ ἰδῆ τόν Χριστόν τοῦ Κυρίου. Ἦλθε λοιπόν μέ τήν παρακίνηση τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος στόν Ναό καί ὅταν οἱ γονεῖς ἔφεραν τό νήπιο Ἰησοῦ στόν Ναό γιά νά
προσφέρουν γι’ αὐτό ὅ,τι συνηθιζόταν ἀπό τόν Νόμο, ὁ Συμεών τό πῆρε στήν ἀγκαλιά
του καί εὐλόγησε τόν Θεό καί εἶπε:
– Τώρα ἀς πεθάνει ὁ δοῦλος σου Δέσποτα, συμφώνως πρός τόν λόγο σου, ἀφοῦ πλέον
εἶδαν τά μάτια μου τόν Σωτῆρα πού ἔφερες γιά ὅλους τούς λαούς. Φῶς γιά νά
φωτίζει τούς ἀπίστους (εἰδωλολάτρες) καί δόξα τοῦ λαοῦ σου, τοῦ νέου Ἰσραήλ.
Ὁ Ἰωσήφ καί ἡ μητέρα του θαύμαζαν γιά ὅσα λέγονταν γι’ αὐτό. Ὁ Συμεών τούς εὐλόγησε
καί εἶπε στή Μαριάμ, τή μητέρα τοῦ Ἰησοῦ:
– Αὐτός θά γίνει ἀφορμή νά ἀπωλεσθοῦν ἤ νά σωθοῦν πολλοί Ἰσραηλίτες. Θά εἶναι
σημεῖο ἀντιλεγόμενο, γιά νά φανερωθοῦν οἱ πραγματικές διαθέσεις πολλῶν. Ὅσο γιά
σένα, ὁ πόνος γιά τό παιδί σου θά διαπεράσει τήν καρδιά σου σάν δίκοπο μαχαίρι.
Στά Ἱεροσόλυμα ζοῦσε μιά γυναίκα πού προφήτευε καί τήν ἔλεγαν Ἄννα· ἦταν
θυγατέρα τοῦ Φανουήλ ἀπό τή φυλή Ἀσήρ. Αὐτή ἦταν πολύ ἡλικιωμένη. Ἔζησε ἑφτά
χρόνια μέ τόν ἄνδρα της μετά τόν γάμο καί τώρα χήρα, ἡλικίας ὀγδόντα τεσσάρων
χρονῶν, δέν ἔφευγε ἀπό τόν ναό, ἀλλά λάτρευε τόν Θεό νύχτα καί μέρα μέ νηστεῖες
καί προσευχές.
Αὐτή παρουσιάστηκε ἐκείνη τήν ὥρα καί δοξολογοῦσε τόν Θεό καί μιλοῦσε γιά τό
παιδί σέ ὅλους στήν Ἱερουσαλήμ, ὅσοι περίμεναν τή λύτρωση.
Ὅταν ἔκαναν ὅλα ὅσα πρόσταζε ὁ νόμος τοῦ Κυρίου, γύρισαν στή Γαλιλαία, στήν
πόλη τους τή Ναζαρέτ.
Στό μεταξύ τό παιδί μεγάλωνε καί τό πνεῦμα του δυνάμωνε· ἦταν γεμάτο σοφία, καί
ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἦταν μαζί του.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου