Η έννοια ενός εντελώς βέβηλου κόσμου -ενός κόσμου
ολοκληρωτικά αποϊεροποιημένου- είναι μια αρκετά σύγχρονη εφεύρεση του
ανθρώπινου μυαλού, ενώ η προσπάθεια για την πρακτική της εφαρμογή, για την
ανάδειξή της σε πρότυπο σύμφωνα με το οποίο πρέπει να προσδιορίσουμε τις κύριες
μορφές της κοινωνικής, οικονομικής, πολιτικής και προσωπικής μας ζωής, είναι
ακόμη πιο πρόσφατη. Στην πραγματικότητα τώρα μόνο συνειδητοποιούμε την
αυτοκαταστροφή που περικλείει. Η εφεύρεση της έννοιας αυτής καθώς και η
προσπάθεια για την ολοκλήρωσή της, έχει ως φυσική προϋπόθεση το γεγονός
πως πρώτα τυφλώσαμε τη νοητική μας
όραση, πρώτα εσκοτίσθη ο νους μας με μια ιερόσυλη και ταυτόχρονα
απατηλή εικόνα για τον φυσικό κόσμο.
Το ιερό είναι κάτι στο οποίο
είναι παρόν το Θείο ή που είναι φορτισμένο με θεϊκές ενέργειες. Η
ιδέα αυτή καθαυτή του ιερού προϋποθέτει κατ’ αρχήν την παρουσία του Θείου ή την
ύπαρξη του Θεού. Χωρίς τον Θεό δεν
μπορεί να υπάρχει ούτε αγιότητα ούτε οτιδήποτε το ιερό. Επιπλέον ο Θεός
δεν είναι μόνο η αρχική αιτία όσων είναι ιερά. Μόνος Αυτός είναι το ιερό.
Η παρουσία του Θεού είναι η
αρχική, η έσχατη και η μοναδική προϋπόθεση του ιερού, για
τον απλό λόγο πως χωρίς αυτή την παρουσία δεν υπάρχει πουθενά ιερότητα. Αυτό
σημαίνει πως αν η γη, η φύση, η ζωή, η τέχνη ή οτιδήποτε άλλο είναι πράγματα
ιερά, αυτό συμβαίνει επειδή το καθένα απ’ αυτά είναι έκφραση και αποκάλυψη
κάποιου πράγματος που τα υπερβαίνει άπειρα, είναι κάτι το οποίο όλα αυτά
αποκαλύπτουν και φανερώνουν.
Δεν μπορεί κάτι να είναι ιερό αφεαυτού, χωρίς τον Άλλο
που ενοικεί μέσα του, ούτε επειδή εμείς το καθιστούμε ιερό. Το πρώτο σύμπτωμα
του βέβηλου μυαλού είναι η συνήθεια του να διαχωρίζει τις ιδέες των πραγμάτων
από την ιδέα του Θεού. Γιατί μόλις έχεις αρχίσει να διαχωρίζεις τις ιδέες αυτές
από την ιδέα του Θεού, έχεις ήδη μπει στο μονοπάτι που οδηγεί στην
αποϊεροποίηση, στη βεβήλωση και γενικά στην καταστροφή των ίδιων των πραγμάτων.
Μέσα στο πλαίσιο της Νέας Εποχής και του αποκρυφισμού
ακούγεται πολύ συχνά η λέξη «ολιστικός». Μας ζητούν δηλαδή να δούμε τα πράγματα
ως όλον και όχι ως διασπασμένα, μεμονωμένα αμέτοχα φαινόμενα ή ουσίες. Το να μιλάμε όμως, για ολότητα και ολιστική
θεώρηση των πραγμάτων χωρίς να περιλαμβάνουμε στην προοπτική μας ό,τι βρίσκεται
πέρα από το ψυχολογικό και το φυσικό πεδίο είναι σαν να βάζουμε το κάρο μπροστά
από το άλογο, λέγει επιτυχέστατα ο Philip
Sherrard.
Όπως ακριβώς δεν μπορεί να υπάρχει τίποτε το ιερό
χωρίς τον Θεό, επειδή μόνο ο Θεός τελικά είναι ιερός, έτσι δεν μπορεί να υπάρξει και ολότητα χωρίς Θεό,
επειδή μόνο ο Θεός τελικά είναι όλος. Ο Θεός είναι η αρχή και η πηγή της
ολότητας και χωρίς τη συμμετοχή στον Θεό δεν μπορούμε να ξεφύγουμε ούτε από τη
διάσπαση, ούτε από την αποσύνθεση, ούτε από την αποξένωση, όσο κι αν παλεύουμε
εναντίον τους.
Όταν χάνουμε την επαφή με
τον Θεό ή αγνοούμε το υπερβατικό, όχι μόνο αποκοβόμαστε από την πηγή της
ιερότητας αλλά και πέφτουμε, σαν συνέπεια, σε μια κατάσταση ασθένειας και
διχασμού. Αυτή η απώλεια επαφής με τον Θεό, ο οποίος είναι η
πηγή της αγιότητας και της ακεραιότητας, είναι το κρίσιμο στοιχείο στην πτώση
του ανθρώπου. Είμαστε βέβαια σε μια εποχή όπου ο νους του ανθρώπου έχει χάσει
την αίσθηση όχι μόνο της πτώσης αλλά και κάθε μορφής ιερότητας.
Η ανθρώπινη λογική σήμερα πειράται να ερευνήσει και να
περιγράψει τον κτιστό κόσμο άσχετα αν η λογική φωτίζεται από τη θεία Χάρη και
έμπνευση. Για να ανακαλύψουμε τον κόσμο γύρω μας, να κατανοήσουμε τους νόμους
της φύσεως, για να αποκτήσουμε γνώση της φύσης δεν χρειαζόμαστε πλέον ούτε τη
θεία Χάρη, ούτε τον θείο φωτισμό.
Μια τέτοια άποψη δίνει αμέσως την ευκαιρία στο μη
αναγεννημένο και βέβηλο ανθρώπινο μυαλό να μελετήσει και να εξερευνήσει τη
φύση, τον κόσμο, τον άνθρωπο, σαν να μην υπάρχει τίποτε το θεϊκό μέσα τους ή
επάνω τους, το δε ακόμη καταστροφικότερο είναι πως επιτρέπει να εννοηθεί ότι η
γνώση που επιτυγχάνεται μέσω της παρατήρησης και της έρευνας είναι ένα έγκυρο
και αυθεντικό είδος γνώσης.
Αυτή η αντίληψη είναι η προϋπόθεση της σύγχρονης
επιστημονικής νοοτροπίας, η οποία μας ωθεί να θεωρούμε τον φυσικό κόσμο, τον
άνθρωπο και πρακτικά το καθετί ως απρόσωπα αντικείμενα στερημένα από κάθε θεϊκή
ιδιότητα, μη διαθέτοντα τίποτε το ιερό. Μια τέτοια νοοτροπία κατασκευάζει έναν κόσμο κατ’ εικόνα της: τον
μηχανιστικό, αντιανθρώπινο και αποϊεροποιημένο κόσμο μας, στον οποίο ο χωρισμός
του ανθρώπου από τον Θεό όχι μόνο αποξενώνει τον άνθρωπο από τον εαυτό του,
αλλά χωρίζει και το ορατό σύμπαν από τον άνθρωπο, καθιστώντας μας όλους
πλάνητες, χαμένους ταξιδιώτες στην έρημο του χρόνου και του χώρου.
Μια άμεση πρακτική συνέπεια αυτής της αντίληψης είναι
η σύγχρονη προσπάθεια απεξάρτησης από τα ναρκωτικά όπου η ψυχή του ανθρώπου
αντιμετωπίζεται σαν μια ιστορία του νευρικού συστήματος, όπου όλη η ιστορία
απεξάρτησης είναι μια γυμναστική της θέλησης που όταν εγκαταληφθεί όμως, οδηγεί
τον άνθρωπο στην ίδια κατάσταση, αφού είναι ανίκανη και αδύναμη να εμπνεύσει
νόημα ζωής.
Οι ιερόσυλοι του παρελθόντος είχαν τουλάχιστον τη
συνείδηση ότι λήστευαν τα ιερά. Εμείς χάσαμε και την αίσθηση πως υπάρχουν ιερά
για να τα ληστεύσουμε, ιερά για να τα βεβηλώσουμε, κι αυτό μας χαρίζει ασυλία
στη διάπραξη των εγκλημάτων μας, στο καθημερινό έργο σφαγής και λεηλασίας, που
το επιτελούμε μεθοδικά, χωρίς πάθος, χωρίς αίσθημα ενοχής, σαν να κάνουμε μια
κανονική δουλειά. Απογυμνώσαμε το έσω και το έξω τοπίο από όλα εκείνα τα
σύμβολα ιερότητας, όλες αυτές τις αναμνήσεις αγιότητας που κάποτε έτρεφαν την
ψυχή μας – τους βωμούς των αγίων, τα ασκηταριά των ερημιτών και των αγίων
ανδρών, τα ιερά της προσευχής και της λατρείας, τις γιορτές του τραγουδιού και
του χορού με τους οποίους τους γιορτάζαμε.
Έχουμε ληστέψει την κληρονομιά μας εν ονόματι μιας
αντίληψης που συνιστά μια απόλυτη άρνηση κάθε σοφίας και αληθινής φιλοσοφίας
μέσα από την υποβάθμιση του
ανθρώπινου προσώπου καθώς και κάθε ιερής πραγματικότητας και μέσα
από μια εγκληματική αδιαφορία για το αν ο Θεός είναι ενεργά παρών στην
ανθρώπινη και στην υπόλοιπη ζωή, κι αν η ανθρώπινη και κάθε άλλη ζωή είναι
ενεργά παρούσα στον Θεό.
Τις συνέπειες αυτής της
αποϊεροποίησης τις ζούμε σήμερα στην καθημερινότητά μας. Η αποδοχή της έκτρωσης
ως φυσιολογικού γεγονότος, η άρνηση της πραγματικότητας της αμαρτίας και η
θεώρησή της ως άλλου ή εναλλακτικού τρόπου ζωής, η απαξίωση της ανθρώπινης ζωής
(σεξουαλική εκμετάλλευση ακόμη και παιδιών, κακοποίηση γυναικών κ.λπ.), η
μόλυνση του περιβάλλοντος ως αποτέλεσμα υποταγής της κτίσης στην ατομική μας
βουλιμία, η κρίση στις ανθρώπινες σχέσεις -ο άλλος έγινε όντως «η κόλασή μας»-
είναι μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές συνέπειες της αποϊεροποίησης του
κόσμου. Έργο της
Εκκλησίας ήταν πάντα και παραμένει η πρόσληψη της ζωής του ανθρώπου και του
κόσμου από τον Θεό. Το ευχολόγιο της Εκκλησίας μας με το πλήθος των
ευχών για κάθε περίσταση της ζωής φανερώνει πώς ενεργείται αυτή η πρόσληψη, πώς
εκκλησιάζεται η κτίση και ο άνθρωπος, πώς τα πάντα ξαναβρίσκουν τον λόγο τους
και το χαμένο κέντρο τους. Πώς ο Θεός είναι και γίνεται ενεργά παρών μέσα στη
σύνολη ζωή.
Αυτή η πραγματικότητα μέχρι πρότινος και σε κάποια
άλλα θέματα μέχρι και σήμερα, φαινόταν να είναι αυτονόητη μέσα στη ζωή αυτού
του τόπου σε όλες τις εκφάνσεις. Η
αίσθηση της ιερότητας του ανθρώπου και των ανθρώπινων σχέσεων, αλλά και της
κτίσεως διαπερνούσε τη ραχοκοκαλιά της παράδοσής μας και το Κράτος όλα αυτά τα
αποδεχόταν και τα θεωρούσε αυτονόητα.
Φαινόταν αυτονόητος ο σεβασμός του Κράτους απέναντι
στην Εκκλησία. Το Σύνταγμά μας αρχίζει με τη φράση: «Εις το όνομα της Αγίας και
Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος». Η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζεται ως η
επικρατούσα θρησκεία με όποιες νομικές συνέπειες ή προνόμια συνεπάγεται αυτή η
αναγνώριση.
Ένα σαφές δείγμα είναι ο σχετικός νόμος περί παιδείας, όπου η Πολιτεία θεωρεί
αυτονόητο ότι ο στόχος της παιδείας αποβλέπει στην ελληνορθόδοξη αγωγή και αυτό
που ονομάζουμε ελληνορθόδοξη παράδοση θεωρείτο πνευματική περιουσία του γένους
μας και αναγκαίο να προστατεύεται από την Πολιτεία.
Κάποιοι παλαιότεροι θυμούνται τον σχολικό εκκλησιασμό
και διαμαρτύρονται και καταφέρονται σήμερα εναντίον των δασκάλων που «τώρα δεν
φέρνουν τα παιδιά στην Εκκλησία».
Οι παλαιότεροι προλάβαμε την εποχή που περνώντας ο
παπάς από την πλατεία του χωριού σηκωνόντουσαν όλοι δείχνοντας τον σεβασμό
τους.
Είχαμε πρόθυμη τη συμπαράσταση του Κράτους όταν οι
ποικίλοι αιρετικοί εισέβαλαν στο ποίμνιό μας.
Επίσης μέχρι τώρα το θρησκευτικό μάθημα στο σχολείο
ήταν υποχρεωτικό και είχε ομολογιακό- κατηχητικό χαρακτήρα. Φαίνεται, όμως, ότι
το μοντέλο και οι καιροί αλλάζουν. Το πνεύμα και η νοοτροπία της αποϊεροποίησης
που κυριάρχησε στη Δύση, όχι χωρίς δικά μας λάθη και που εκφράστηκε τόσο έντονα
στο νέο ευρωπαϊκό σύνταγμα με την άρνηση κάθε αναφοράς στη χριστιανική παράδοση
της Ευρώπης είναι πλέον η κυρίαρχη τάση.
Αυτό το πνεύμα φαίνεται να υιοθετείται και στην
πατρίδα μας από όλες τις πολιτικές δυνάμεις. Αν θέλουμε μάλιστα να είμαστε
ειλικρινείς και να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας φαίνεται ότι κάποιοι
υποτιθέμενοι προστάτες μας μάλλον βιάζονται να απαλλαγούν από την Εκκλησία,
αφού τη χρησιμοποίησαν, για να μην πω τη λεηλάτησαν αρκετά. Βέβαια από μιας
πλευράς καλά να πάθουμε αφού λησμονήσαμε τον βιβλικό λόγο «μη πεποίθατε επ’ άρχοντας επί υιούς ανθρώπων, οις ουκ έστι σωτηρία»
(Ψαλμ. 145,3). Ίσως να μας ξένισε η πρόταση πρώην υπουργού που παρίστανε τον
προστάτη της Εκκλησίας και τώρα ζητά να αφαιρεθούν από παντού τα ιερά σύμβολα,
αλλά όμως αυτή είναι η πραγματική ταυτότητα των ανθρώπων. Οι άνθρωποι αυτοί,
όπως θαυμάσια γράφει ο Ντοστογιέφσκυ, ποτέ δεν αγάπησαν τον λαό, ποτέ δεν
πίστεψαν στον λαό, ποτέ δεν κατάλαβαν την ψυχή του λαού και πάντοτε
ειρωνευόντουσαν την πίστη του λαού.
Φαίνεται, λοιπόν, με λίγα λόγια ότι βαίνουμε προς
χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας, άσχετα με τον τρόπο και τον χρόνο που θα
γίνει. Από πλευράς Πολιτείας αυτό το βήμα πηγάζει από τη βαθμιαία αποϊεροποίηση
του κόσμου και όλης της Δημιουργίας. Ο Θεός φαίνεται ότι είναι περιττός. Η
σχέση με τον Θεό παρουσιάζεται όλο και περισσότερο σαν μια ιδιωτική υπόθεση.
Κυριαρχεί η άποψη της αυτονομίας του ανθρώπου, κυριαρχεί η άποψη του συγκριτισμού.
Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα εισάγει διαρκώς διατάξεις, στην αρχή όχι ίσως
υποχρεωτικές, αργότερα όμως γίνονται δεσμευτικές και κινούνται προς την
κατεύθυνση της αποϊεροποίησης της σύνολης ζωής. Η πραγματικότητα ότι ο Θεός
είναι οντολογικό γεγονός για τον κόσμο και τον άνθρωπο δεν φαίνεται να γίνεται
αντιληπτή. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν έχει απλώς τη δική της «θεολογία», αλλά
θέλει και να την επιβάλλει, αποδεικνύοντας πόσο αντιδημοκρατικά είναι στο βάθος
τα διευθυντήρια που τη διοικούν. Στο σημείο όμως αυτό και πριν προχωρήσουμε
στις συνέπειες αυτής της νέας πραγματικότητας είναι ανάγκη να αναμετρήσουμε και
τις δικές μας ευθύνες γιατί πριν
από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα εμείς με τις συμπεριφορές μας σπρώξαμε προς την
αποϊεροποίηση βασικά στοιχεία της ζωής της Εκκλησίας μας περνώντας τα μέσα από
τον δρόμο της εκκοσμίκευσης.
Εμείς διδάσκουμε ότι τα Μυστήρια της Εκκλησίας μας
είναι δρόμοι σωτηρίας. Και εμείς ανεχθήκαμε την αποϊεροποίηση τους. Με δική μας
ευθύνη το κύριο πρόσωπο στα Μυστήρια της Εκκλησίας μας είναι πλέον ο φωτογράφος
ή τα γραφεία τελετών οι οποίοι ρυθμίζουν τα πάντα με τη δική μας ανοχή που
μερικές φορές έχει πονηρότατα κίνητρα. Εμείς μετατρέψαμε τα πιο τίμια πράγματα
στην Εκκλησία μας σε πράγματα συναλλαγής και εμπορίου. Η ιερότητα των προσώπων
και των πραγμάτων χάθηκε πρώτα στη δική μας συνείδηση. Εμείς συνεργήσαμε και
συνεργούμε ώστε και αυτή ακόμη η
θεία Λειτουργία να εξελίσσεται σε θέαμα και να έχει χάσει τον μυσταγωγικό της
χαρακτήρα. Τρομάζω μερικές φορές από την αθεοφοβία που συναντώ στις συμπεριφορές
κληρικών.
Ίσως κάποιος πει ότι ο κόσμος ζητάει μερικά πράγματα.
Είναι γιατί εμείς δεν κατηχήσαμε τον κόσμο, εμείς δεν τον μυήσαμε στο μυστήριο της Εκκλησίας, στις δικές μας τις
καρδιές εψύγη η αγάπη και φυγαδεύθηκε η χάρη. Πότε κάναμε τον κόπο να
κατηχήσουμε τον λαό εξηγώντας στους νεόνυμφους μέσα από την υπέροχη ακολουθία
του Γάμου τι σημαίνει αυτό που έκαναν; Πόσο εξηγήσαμε πριν από το μυστήριο του
Βαπτίσματος γιατί βαπτίζουμε έναν άνθρωπο; Πόσο επιχειρήσαμε μέσα από τα
τροπάρια της θεολογικότατης, αλλά και ρεαλιστικότατης νεκρώσιμης ακολουθίας να
παρηγορήσουμε και να στηρίξουμε όντως τον λαό του Θεού;
Τώρα πλέον βρισκόμαστε σε μια καινούργια
πραγματικότητα και ίσως το κυριότερο που μας κάνει να αγωνιούμε σ’ έναν
ενδεχόμενο χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας είναι το αν θα πληρωνόμαστε από το
Κράτος ή όχι.
Θέλω να πω από την αρχή ότι οποιαδήποτε ώρα κι αν
έλθει αυτός ο χωρισμός και με οποιεσδήποτε συνθήκες, ουσιαστικά θα ωφελήσει τελικά την Εκκλησία παρά
την αρχική δυσκολία. Η πιο μεγάλη ωφέλεια θα είναι ότι όσοι γινόμαστε παπάδες
θα το κάνουμε γιατί αγαπάμε τον Θεό και τον λαό Του και γιατί θα έχουμε
απαντήσει θετικά στο ερώτημά Του, «αγαπάς με πλείον τούτων; Ποίμαινε τα πρόβατά μου, βόσκε τα αρνία μου»
(Ιω. 21, 15) και όχι γιατί θα ψάχνουμε για επαγγελματική αποκατάσταση.
Τότε το ποίμνιό μας δεν θα είναι αυτονόητο, αλλά θα
χρειάζεται να το κερδίσουμε «εις Χριστόν». Θα χρειάζεται να το ανακαλύψουμε στη δουλειά του,
να το επισκεφθούμε στην ασθένειά του, να το στηρίξουμε στις δοκιμασίες του.
Τότε οι άνθρωποι θα είναι κοντά μας όχι αναγκαστικά, αλλά όταν ο ναός μας θα
είναι φιλόξενος χώρος και η ενορία η πνευματική μας οικογένεια και εμείς θα συμπεριφερόμαστε ως διάκονοι και όχι ως
κατακυριεύοντες του ποιμνίου.
Πιθανώς αύριο ο πολιτικός γάμος θα γίνει υποχρεωτικός
και η λεγόμενη πολιτική κηδεία θα αφορά όλο και περισσότερες οικογένειες. Δεν
θα χρειάζεται πλέον το μυστήριο του Βαπτίσματος για να πάρει το παιδί το όνομά
του, θα δίνεται κατευθείαν στο Ληξιαρχείο με τη δήλωση της γέννησής του.
Οι Μητροπόλεις και οι ναοί μας δεν θα είναι Νομικά
Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου με όσα προνόμοια συνεπάγεται αυτό σήμερα. 0 Επίσκοπος
δεν θα είναι πλέον μία από τις αρχές του τόπου και δεν θα μπορούμε πλέον να
προσφεύγουμε στη δικαιοσύνη ή στην Αστυνομία για την προστασία του ποιμνίου μας
από τους αιρετικούς. Τα άλλα θρησκεύματα όχι μόνο θα δραστηριοποιούνται
ελεύθερα αλλά και θα διεκδικούν ίση μεταχείριση. Ίσως ακόμη και ο τρόπος που
κάνουμε σήμερα αντιαιρετικά κηρύγματα να κινδυνεύει να θεωρηθεί ως προσβολή της
θρησκευτικής ελευθερίας του άλλου.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν θα ορκίζεται πλέον από
τον Αρχιεπίσκοπο ούτε η έναρξη των εργασιών της Βουλής θα προϋποθέτει αγιασμό
με την παρουσία των μελών της Ιεράς Συνόδου. Ο Επίσκοπος δεν θα δίνει
διαβεβαίωση ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η Εκκλησία καλείται να ζήσει
σ έναν κόσμο που ένα μεγάλο μέρος του, στην καλύτερη περίπτωση, θα την
αντιμετωπίζει με επιφύλαξη. Πώς, λοιπόν, θα σταθούμε σε ένα τέτοιο περιβάλλον;
Πώς η Εκκλησία θα ξανακερδίσει τον κόσμο;
Η απάντηση είναι λιτή και σύντομη. Η αγιότητα, αυτός ο παραμελημένος στόχος θα
είναι η λύση. Αυτή θα μας κάνει -στην πράξη πλέον και όχι στη θεωρία— να
είμαστε για τους ανθρώπους «εις τύπον και τόπον
Χριστού», σημεία της παρουσίας Του στον κόσμο και ο κόσμος θα
αναγνωρίσει τους ποιμένες του και η Εκκλησία θα πορεύεται λαμπρότερη και θα
αποδεικνύεται στύλος και εδραίωμα της αλήθειας και ο Θεός θα δοξάζεται και ο
άνθρωπος θα σώζεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου