Μια διαφορετική (;)
ματιά
στο μυστήριο της
εξομολόγησης
Συγγραφέας Θεόδωρος
Ι. Ρηγινιώτης
Επιμέλεια Σοφία
Ντρέκου
Όλοι οι πολιτισμοί
και όλες οι θρησκείες -αλλά και εκτός της θρησκευτικής ζωής- αναγνωρίζουν ότι ο
άνθρωπος, για να προοδεύσει και να επιτύχει τους στόχους του, είναι απαραίτητο
να μαθητεύσει σε κάποιον δάσκαλο. Είτε στην επιστήμη ή την τέχνη, είτε στη
φιλοσοφία ή στη σοφία της ζωής, είτε σε κάποιο επάγγελμα, ο άνθρωπος ξεκινά από
μαθητής. Είτε ξυλουργός θέλεις να γίνεις, είτε πυρηνικός φυσικός, είτε
ζωγράφος, είτε πορτοφολάς, αρχικά χρειάζεσαι έναν δάσκαλο.
Και για να
καλλιεργηθεί ηθικά και πνευματικά ο άνθρωπος χρειάζεται κάποιον δάσκαλο και
οδηγό – και θα έχει οπωσδήποτε έναν, είτε το συνειδητοποιεί είτε όχι, κάποιον
δηλαδή, που του έχει ασκήσει τη μεγαλύτερη επιρροή και έχει καθορίσει τη ζωή
του, είτε προς τη μία είτε προς την άλλη κατεύθυνση. Ένας σωστός δάσκαλος
βέβαια δεν τον εγκλωβίζει, ούτε τον κάνει όργανό του, αλλά τον βοηθά ν’ ανοίξει
τα φτερά του και κάποια στιγμή πιθανόν να γίνει κι εκείνος δάσκαλος.
Γι’ αυτό εξάλλου σε
όλους τους λαούς ο δάσκαλος είναι σεβαστός τουλάχιστον όσο και ο γονιός και δεν
είναι σπάνιο οι καλοί δάσκαλοι να απαιτούν απόλυτη υπακοή από τους μαθητές
τους, στους οποίους πρόκειται να προσφέρουν όλον το θησαυρό των γνώσεων και της
πείρας τους.
Αυτή η πανανθρώπινη
ιδέα, που προέρχεται από την εμπειρία, στο χριστιανισμό εντάσσεται σ’ εκείνη τη
σχέση δασκάλου και μαθητή, που ονομάζεται πνευματική πατρότητα και
θεσμοθετείται από την Εκκλησία στο μυστήριο της εξομολόγησης. Η διαφορά του
μυστηρίου της εξομολόγησης, όπως το βλέπουμε στην Ορθόδοξη Εκκλησία, από τις
μορφές μαθητείας που συναντάμε στις διάφορες θρησκευτικές παραδόσεις των
διαφόρων πολιτισμών του κόσμου, είναι ότι το μυστήριο της εξομολόγησης σκοπό
έχει τη θεραπεία των ανθρώπων από τα πάθη και την ένωσή τους με το Θεό εν
Χριστώ.
Ο σκοπός της
εξομολόγησης
Ο σκοπός της
εξομολόγησης είναι, αφενός, να ταπεινωθεί ο εγωισμός μας, που είναι η ρίζα όλων
των ελαττωμάτων μας, και αφετέρου να έχουμε μια πνευματική καθοδήγηση από τον
πατέρα μας (τον εξομολόγο, τον «πνευματικό», όπως λέγεται), για το πώς θα
πλησιάσουμε το Θεό στη ζωή μας. Η εξομολόγηση δεν τελειώνει με το να «πούμε τις
αμαρτίες μας», ούτε είναι κανένα είδος… «θρησκευτικού δικαστηρίου», αλλά
περιλαμβάνει τις συμβουλές του πνευματικού μας οδηγού και πατέρα, προς τις
οποίες συνετό είναι να συμμορφωθούμε, όπως συμμορφωνόμαστε σε κάθε τομέα της
ζωής μας στον αντίστοιχο ειδικό. Ο ιερέας (ακόμη κι αν δεν είναι άγιος – που
μπορεί και να είναι) είναι ο ειδικός στο πώς ο άνθρωπος θα πλησιάσει το Θεό. Το
γνωρίζει, επειδή έχει μελετήσει το Ευαγγέλιο και τους Πατέρες της Εκκλησίας,
έχει καταναλώσει πολλές ώρες στην προσευχή και έχει αντιμετωπίσει αμέτρητους
ανθρώπους, που του έχουν πει ό,τι χωράει ο νους μας. Και φυσικά δεν υπάρχει
περίπτωση να αποκαλύψει τα μυστικά τους (ή τα δικά μας).
Τι είναι οι
Πατέρες, οι Μητέρες και οι Διδάσκαλοι της Εκκλησίας και σε ποιες κατηγορίες
τους χωρίζουμε; (του κ.Θεόδωρου Ρηγινιώτη)
Αν νομίζουμε ότι
εμείς είμαστε οι ειδικοί στο πώς θα πλησιάσουμε το Θεό, απλώς ζούμε μέσα σε μια
εγωιστική ψευδαίσθηση. Για όλα τα άλλα ζητήματα, ευχαρίστως ζητούμε τη γνώμη
των ειδικών. Στο ζήτημα της σωτηρίας μας όμως ο διάβολος δεν μας αφήνει να
παραδεχτούμε την ανάγκη μας για καθοδήγηση. Πιθανόν να πηγαίνουμε ακόμη και σε
αστρολόγους ή σε βουδιστές και σε ινδουιστές γκουρού και να τους θεωρούμε
σοφούς διδασκάλους, όμως αντιδρούμε με φανατισμό όταν κάποιος μάς μιλήσει για
τη σπουδαιότερη πράξη της ψυχής μας, την ιερή εξομολόγηση. Ε, βέβαια, γιατί ο
εχθρός μας (ο διάβολος) προσπαθεί με κάθε τρόπο να μας εμποδίσει ειδικά απ’
αυτό.
Εννοείται ότι και ο
ιερέας εξομολογείται σε άλλον ιερέα και ακολουθεί τις δικές του συμβουλές.
Κανείς δεν παριστάνει τον δάσκαλο του εαυτού του στο πώς θα πλησιάσει το Θεό
και θα κερδίσει τη βασιλεία των ουρανών.
Πρέπει να τονίσουμε
εδώ ότι κάθε ιερέας, στη θεία λειτουργία, απευθύνει προς τον Θεό προσευχές,
στις οποίες λέει για τον εαυτό του ότι είναι πολύ αμαρτωλός, ανάξιος να
λειτουργήσει, και ότι Τον παρακαλεί να παραβλέψει την αναξιότητά του και να
δεχτεί τη θεία λειτουργία από τα ανθρώπινα χέρια του προς όφελος και σωτηρία
των χριστιανών. Και δύο φορές ο ιερέας προβάλλει στην ωραία πύλη και
υποκλίνεται προς το λαό, που βρίσκεται μέσα στο ναό, ζητώντας από τους
ανθρώπους να τον συγχωρήσουν για ό,τι πιθανόν έχει κάνει και έχει πληγώσει ή
πικράνει κάποιους από αυτούς. Συνεπώς, οι ιερείς δεν έχουν την εντύπωση ότι
είναι αναμάρτητοι, αλλά γνωρίζουν και παραδέχονται ότι είναι αμαρτωλοί. Όμως,
αυτό ακριβώς δίνει ένα ξεχωριστό σπουδαίο νόημα στη πράξη της εξομολόγησης, ότι
αποκαλύπτουμε τα ελαττώματα και τις αδυναμίες μας σε έναν άνθρωπο, αμαρτωλό σαν
κι εμάς, και λαμβάνουμε συγχώρηση μέσω αυτού.
Δεν έχει νόημα να
πιστεύουμε ότι πρέπει να εξομολογηθούμε απευθείας στο Θεό ή να περιμένουν έναν
άγιο και «φωτισμένο» ιερέα για να εξομολογηθούμε, λες και είμαστε κάτι
ιδιαίτερο και εκλεκτό ανάμεσα στους ανθρώπους. Κατά κανόνα, ο πιο κατάλληλος
ιερέας για να εξομολογηθούμε είναι ο εφημέριος της ενορίας μας, δηλαδή της
εκκλησίας που βρίσκεται κοντά στο σπίτι μας. Αν υποθέσουμε ότι δεν αναπαυθεί η
ψυχή μας με την εξομολόγηση σε αυτόν τον ιερέα, ας αναζητήσουμε έναν άλλο
πνευματικό πατέρα, σε μια άλλη ενορία ή σε κάποιο μοναστήρι. Ας προσέχουμε
όμως, μήπως αυτό που δεν μας αφήνει να νιώσουμε λυτρωμένοι και αναπαυμένοι δεν
είναι κάποια «ακαταλληλότητα» του ιερέα, αλλά οι αυταπάτες και η υποκρισία μας
απέναντι στη συνείδησή μας. Ίσως ο ιερέας μας δίνει σωστές κατευθύνσεις, αλλά ο
εγωισμός μας δεν μας αφήνει να τις αποδεχτούμε. Ας είμαστε λοιπόν ειλικρινείς
με τον εαυτό μας και ας γνωρίζουμε ότι ένα στόχο έχουν όλα αυτά, τη μετάνοιά
μας (δηλαδή την αλλαγή του εαυτού μας και της ζωής μας) και την ένωσή μας με το
Θεό διά του Χριστού.
Γι’ αυτό και
κανονικά το μυστήριο της εξομολόγησης ονομάζεται, στην εκκλησιαστική γλώσσα,
«μυστήριο της μετάνοιας» και χαρακτηρίζεται «μυστήριο της συμφιλίωσης» – της
συμφιλίωσης με το Θεό, με τους συνανθρώπους μας (ιδίως εκείνους που θεωρούμε εχθρούς
μας) και τον εαυτό μας.
Αγία Γραφή και
εξομολόγηση
Άραγε, η
εξομολόγηση είναι κάτι που διδάσκεται στην Αγία Γραφή ή μήπως μια πρακτική που
«επινόησαν οι παπάδες» για να χειραγωγούν τους θρησκόληπτους και αφελείς
πιστούς; Ο Ιησούς Χριστός δίδαξε την εξομολόγηση;
Ας ερευνήσουμε το
ζήτημα, αν και πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι διάφορες πρακτικές της πνευματικής
μας παράδοσης δεν «επινοήθηκαν από παπάδες», αλλά καθιερώθηκαν από σοφούς και
αγίους διδασκάλους που έζησαν στο παρελθόν (εκείνους που χαρακτηρίζουμε
«Πατέρες της Εκκλησίας»), οι οποίοι έναν σκοπό είχαν, την ωφέλεια και τη
σωτηρία των ανθρώπων. Και πολλοί από αυτούς υπέστησαν διωγμούς, εξορίες ή ακόμη
και θάνατο για χάρη της σωτηρίας των συνανθρώπων τους.
Στην Παλαιά
Διαθήκη, «εξομολόγησις» σημαίνει δοξολογία. Έτσι, όταν στους Ψαλμούς λέει π.χ.
«Εξομολογείσθε τω Κυρίω» εννοεί δοξολογείστε το Κύριο (Ψαλμ. 135). Όταν λέει
«εξομολόγησιν και μεγαλοπρέπειαν ενεδύσω» (Ψαλμ. 103, προοιμιακός του
εσπερινού), εννοεί «περιβάλλεσαι από δόξα και μεγαλοπρέπεια». Προκειμένου να
αναφερθεί στην εξομολόγηση, η Παλαιά Διαθήκη χρησιμοποιεί τη λέξη
«εξαγόρευσις», η οποία παρέμεινε σε χρήση και στην Εκκλησία, αλλά και στη νέα
ελληνική γλώσσα με την ίδια έννοια μέχρι πρόσφατα (γι’ αυτό και ο εξομολόγος,
στο γλωσσικό ιδίωμα διαφόρων περιοχών της πατρίδας μας, π.χ. στην Κρήτη,
ονομαζόταν «ξαγοράρης»).
Έτσι, οι ρίζες της
άφεσης των αμαρτιών μέσω της εξομολόγησης εντοπίζονται στην Παλαιά Διαθήκη,
όπως επισημαίνει ο μακαριστός π. Κωνσταντίνος Καλλίνικος στο σπουδαίο βιβλίο
του «Ο χριστιανικός ναός και τα τελούμενα εν αυτώ», εκδ. Γρηγόρη 1969, σελ.
615, σημ. 10, παραπέμποντας στα εξής:
Λευιτικόν, κεφ. 5,
στίχ. 5-6: «και εξαγορεύσει την αμαρτίαν, περί ων ημάρτηκε κατ’ αυτής, και
οίσει περί ων επλημμέλησε Κυρίω, περί της αμαρτίας ης ήμαρτε, θήλυ από των
προβάτων, αμνάδα ή χίμαιραν εξ αιγών, περί αμαρτίας· και εξιλάσεται περί αυτού
ο ιερεύς περί της αμαρτίας αυτού, ης ήμαρτε, και αφεθήσεται αυτώ η αμαρτία».
Μετάφραση σε απλή καθαρεύουσα (από εδώ): «Αυτός πρέπει να ομολογήση την
αμαρτίαν αυτήν, την οποίαν έκαμε λησμονήσας τον όρκον του. Θα φέρη εις την
Σκηνήν του Μαρτυρίου διά την διαπραχθείσαν αμαρτίαν του αμνάδα ή αίγα διά την
συγχώρησιν της αμαρτίας. Ο ιερεύς θα προσφέρη την περί αμαρτίας εξιλαστήριον
αυτήν θυσίαν, και θα του συγχωρηθή αυτή η αμαρτία του».
Αριθμοί, 5, 5-7:
«και ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν λέγων· λάλησον τοις υιοίς Ισραήλ λέγων· ανήρ ή
γυνή, ος τις αν ποιήση από πασών των αμαρτιών των ανθρωπίνων, και παριδών
παρίδη και πλημμελήση η ψυχή εκείνη, εξαγορεύσει την αμαρτίαν, ην εποίησε, και
αποδώσει την πλημμέλειαν το κεφάλαιον και το επίπεμπτον αυτού προσθήσει επ'
αυτό, και αποδώσει, τίνι επλημμέλησεν αυτώ». Μετάφραση (από εδώ): «Ωμίλησεν ο
Κύριος προς τον Μωϋσήν λέγων· “ειπέ προς τους Ισραηλίτας τα εξής· Εάν ανήρ ή
γυνή διαπράξουν κάποιο εκ των ανθρωπίνων αμαρτημάτων και ζημιώσουν τον πλησίον
των και δια λόγους αγνοίας η αμελείας καταπατήσουν ούτω τον θείον νόμον και
αμαρτήσουν, είναι υπεύθυνοι ενώπιον του Θεού. Ο αμαρτήσας θα ομολογήση προς
εξιλέωσίν του την αμαρτίαν, την οποίαν έκαμε, θα πληρώση στον αδικηθέντα την
ζημίαν εξ ολοκλήρου και θα δώση επί πλέον και το εν πέμπτον της αξίας”».
Β' Βασιλειών, 12,
στίχ. 13 (εξομολόγηση του Δαβίδ για την αμαρτία του στον προφήτη Νάθαν).
Στην Καινή Διαθήκη
συναντούμε τη λέξη «εξομολόγησις» με την ίδια έννοια (π.χ. Ματθ. 11, 25), αλλά
και με τη σημερινή έννοια και μάλιστα βλέπουμε πολλά και σημαντικά στοιχεία για
το θέμα αυτό.
Κατ’ αρχάς, ο άγιος
Ιωάννης ο Πρόδρομος εξομολογούσε τα πλήθη που έρχονταν να τον ακούσουν, εκεί,
στον Ιορδάνη ποταμό, και μετά τους βάπτιζε στα νερά του Ιορδάνη, για να
καταλάβουν ότι, όπως το νερό καθαρίζει, έτσι κι εκείνοι με την εξομολόγηση που
έκαναν καθαρίστηκαν από τις αμαρτίες τους (κατά Ματθαίον, κεφ. 3, στίχοι 5-6).
Ο Ιησούς Χριστός
επίσης, στην περίφημη παραβολή του ασώτου υιού, διδάσκει την εξομολόγηση, γιατί
ο άσωτος υιός, επιστρέφοντας, έπεσε στα πόδια του πατέρα του (ο οποίος
συμβολίζει το Θεό) και του είπε: «Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και σ’ εσένα και
δεν είμαι άξιος να λέγομαι γιος σου. Πάρε με σαν έναν από τους υπηρέτες σου»
(κατά Λουκάν, κεφ. 15, στίχ. 18-21). Βεβαίως, ο Πατέρας, πριν ακόμη ο γιος του
ανοίξει το στόμα του να εξομολογηθεί, είχε τρέξει και τον είχε πάρει στην
αγκαλιά του. Έτσι και σήμερα, όταν κάποιος έρχεται να εξομολογηθεί, ο ιερέας διαβάζει
γι’ αυτόν την πρώτη προσευχή προς το Θεό, να συγχωρήσει τις αμαρτίες του, πριν
ακόμη ο χριστιανός πει οτιδήποτε. Και στη συνέχεια, όταν ο άνθρωπος πει ό,τι
θέλει και μιλήσει με τον ιερέα για όλα όσα τον απασχολούν, διαβάζει την τελική
«ευχή» (προσευχή) για τη «λύση των αμαρτημάτων του». Βλέπετε, και ο τρόπος με
τον οποίο γίνεται η εξομολόγηση δεν είναι τυχαίος, αλλά βασίζεται στην Αγία
Γραφή.
Επίσης, ο Ληστής,
που είχε σταυρωθεί δίπλα στον Χριστό, σώθηκε, επειδή ομολόγησε: «Εμείς δίκαια
τιμωρούμαστε για όσα κάναμε» και μετά είπε στον Κύριο «θυμήσου με, Κύριε, όταν
έλθεις στη βασιλεία Σου» (Λουκ. 23, 41-42).
Ο Χριστός έδωσε
στους μαθητές Του την εξουσία να συγχωρούν τις αμαρτίες των ανθρώπων (Ματθ.
κεφ. 18, στιχ. 18, Ιωάνν. 20, 22-23) και εκείνοι, όταν χειροτόνησαν τους
πρώτους ιερείς και επισκόπους, τους μετέδωσαν αυτό το χάρισμα. Γι’ αυτό η
εξομολόγηση γίνεται σε ιερέα και όχι στον οποιονδήποτε.
Στις Πράξεις των
αποστόλων, που αφηγούνται τις περιπέτειες των πρώτων χριστιανών, κεφ. 19, στ.
18, βλέπουμε ότι κάτοικοι της Εφέσου, που πίστευαν στο Χριστό, «ήρχοντο
εξομολογούμενοι και αναγγέλλοντες τας πράξεις αυτών», ενώ στην Επιστολή του
αγίου Ιακώβου, πάλι μέσα στην Καινή Διαθήκη, κεφ. 5, στ. 16, βλέπουμε την
παραγγελία «εξομολογείσθε αλλήλοις τα παραπτώματα», δηλ. να εξομολογείστε τις
αμαρτίες σας ο ένας στον άλλο – αυτό δεν σημαίνει απλώς να βρω ένα φίλο μου και
να «εξομολογηθώ» σε αυτόν, αλλά ότι οι πρώτοι χριστιανοί εξομολογούνταν
δημόσια, μέσα στην εκκλησία (όπως θα δούμε παρακάτω), και φυσικά ελάμβαναν τη
συγχώρηση μέσω των ιερέων.
Αλλά ας είμαστε
ειλικρινείς: εκείνος που δεν τολμά ή δεν καταδέχεται να πάει στην εκκλησία να
εξομολογηθεί, είναι απίθανο ότι θα εξομολογηθεί και σε φίλο του. Πάντως, φίλε
μου, αν το κάνει, αν δηλαδή έρθει ο φίλος σου ή η φίλη σου και εξομολογηθεί σ’
εσένα τις αμαρτίες του, αν τον αγαπάς και αν είσαι χριστιανός, συμβούλευσέ τον
να κάνει το μεγάλο βήμα και να έρθει να τις εξομολογηθεί και στον ιερέα και να
λάβει άφεση αμαρτιών και πνευματική καθοδήγηση κατά Χριστόν.
Η εξομολόγηση στους
χριστιανούς των πρώτων αιώνων
Μια ιστορική
αναδρομή στο μυστήριο της εξομολόγησης παρουσιάζει ο π. Κωνσταντίνος Καλλίνικος
στο ανωτέρω βιβλίο του Ο χριστιανικός ναός και τα τελούμενα εν αυτώ, κεφ. ΝΔ' -
ΝΕ', σελ. 402-414.
Εκεί βλέπουμε την
αρχαία μαρτυρία του αγίου Κλήμεντος Ρώμης (μαθητή των αποστόλων) «Καλόν ανθρώπω
εξομολογείσθαι περί των παραπτωμάτων… θυσία γαρ τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον»,
μαρτυρίες από το 2ο και 3ο αιώνα, από πηγές όπως η Διδαχή των Αποστόλων, ο άγιος
Ειρηναίος της Λυών, ο Τερτυλλιανός, ο Ωριγένης, ο άγιος Κυπριανός Καρθαγένης
και οι Αποστολικές Διαταγές, αλλά και μαρτυρίες για τη δημόσια εξομολόγηση των
χριστιανών του 2ου και του 3ου αιώνα μ.Χ., από την Διδαχή των Αποστόλων, τον
άγιο Ειρηναίο και τον εκκλησιαστικό ιστορικό του 4ου αιώνα Ευσέβιο Καισαρείας.
Γράφουν οι
Αποστολικές Διαταγές (α' ήμισυ του 2ου αι. μ.Χ.): «Εν εκκλησία (=στη
συγκέντρωση των χριστιανών) εξομολογήση τα παραπτώματά σου… Κατά Κυριακήν
συνταχθέντες κλάσατε άρτον και ευχαριστήσατε, προεξομολογησάμενοι τα
παραπτώματα υμών, όπως καθαρά η θυσία υμών ή». Το απόσπασμα αυτό συναντά τη
διδασκαλία του αποστόλου Παύλου από την Α' προς Κορινθίους 11, 28-29,
«δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του
ποτηρίου πινέτω· ο γαρ εσθίων και πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει,
μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου».
Ο Ωριγένης, ο
οποίος σε πολλές βασικές διδασκαλίες του ξέφυγε από το χριστιανισμό,
επηρεασμένος από το Γνωστικισμό, αλλά παράλληλα διατύπωσε πολλές ορθές
διδασκαλίες και συμβουλές (γι’ αυτό και οι άγιοι Βασίλειος και Γρηγόριος ο
Θεολόγος συνέταξαν συλλογή αποσπασμάτων των έργων του, που την τιτλοφόρησαν
Φιλοκαλία), περιγράφει την εξομολόγηση σαν ιατρική πράξη, μέσω της οποίας ένας
γιατρός ανακουφίζει τον άνθρωπο, και τονίζει πώς πρέπει να είναι ο σωστός
πνευματικός (κάνοντας και αναφορά σε περιπτώσεις δημόσιας εξομολόγησης):
«Έσο όμως
προσεκτικός εν τη εκλογή εκείνου, εις ον πρεπόντως θα εξαγορευθής το αμάρτημά
σου. Δοκίμασον εν πρώτοις τον ιατρόν, εις τον οποίον θα αποκαλύψης την αιτίαν
της στενοχωρίας σου. Φρόντισον να είναι τοιούτος, ώστε να γινώσκη πώς ν’ ασθενή
μετά των ασθενών, πώς να κλαίη μετά των κλαιόντων, πώς βαθείαν να έχη πείραν
εις το συμπάσχειν και συμπονείν· τοιούτος τέλος να είναι ώστε, εάν σοι είπε τι,
δι’ ού απέδειξεν εαυτόν ιατρόν όντως ικανόν και φιλάνθρωπον, συ να δύνασαι να
θέσης εις πράξιν την συμβουλήν του. Ο τοιούτος επίσης νουνεχής ιατρός θα σε
συμβουλεύση, μετά προηγουομένην διάγνωσιν, εάν η ψυχική αδιαθεσία σου είναι
ανάγκη να εξαγγελθή εν πλήρει συναθροίσει της Εκκλησίας όπως και συ ιαθής και
άλλοι οικοδομηθώσι» (τα ανωτέρω από π. Κ. Καλλινίκου, ό.π., σελ. 409-410).
Είναι αξιοπρόσεκτο
ότι ο Μ. Αθανάσιος και ο άγιος Αμβρόσιος συγκρίνουν την εξομολόγηση προς τους
ιερείς με το βάπτισμα από τα χέρια των ιερέων. Πως ο άνθρωπος γίνεται
χριστιανός με το να βαπτιστεί από ανθρώπινο χέρι, ομοίως λαμβάνει τη συγχώρηση
των αμαρτιών του από τη χάρη του Ιησού Χριστού μέσω των ιερέων.
Γράφει ο άγιος
Αμβρόσιος, απαντώντας σ’ εκείνους που ρωτούσαν πώς γίνεται ο ιερέας να
«συγχωρεί αμαρτίες»: «Και διατί λοιπόν βαπτίσεσθε, αφού το αφιέναι αμαρτίας δεν
είναι εις ανθρώπους επιτετραμμένον; Διότι εν τω βαπτίσματι αναμφιλέκτως
λαμβάνει χώραν άφεσις αμαρτιών. Αλλά ποία διαφορά υπάρχει μεταξύ του εξασκείν το
δικαίωμα τούτο εν τη μετανοία και του εξασκείν το αυτό δικαίωμα εν τω
βαπτίσματι;» (ό.π., σελ. 411 – φυσικά, ο ιερέας και στα δύο μυστήρια ζητάει από
το Θεό να παράσχει τη χάρη Του στον άνθρωπο, δεν δίνει ο ίδιος χάρη).
Είναι γνωστό πλέον
ότι η αμαρτία, στην πνευματική παράδοση της Ορθοδοξίας, δεν θεωρείται
κυριολεκτικά παράβαση νόμου, που τιμωρείται ποινικά, αλλά ασθένεια, που
χρειάζεται θεραπεία. Με αυτή την έννοια, επισημαίνει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ο
Χριστός χαρακτηρίζεται «ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ημών». Γι’ αυτό
εξάλλου τα σπουδαιότερα διδακτικά έργα των Πατέρων της Εκκλησίας έχουν
περισσότερο θεραπευτικό παρά ηθικό χαρακτήρα (όπως η Κλίμαξ του αγίου Ιωάννη
του Σιναΐτη), ενώ τα τελευταία χρόνια έχουν δει το φως της δημοσιότητας
σημαντικά έργα, όπως η «Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία» του μητροπολίτη Ναυπάκτου
Ιερόθεου Βλάχου και η «Θεραπευτική των Πνευματικών Νοσημάτων» του Γάλλου ορθόδοξου
θεολόγου Ζαν Κλωντ Λαρσέ.
Yπέρβαση των
εμποδίων
Ας κάνουμε λοιπόν
το βήμα… Όπως χρειάζεται κάποτε να κάνουμε μια υπέρβαση των εμποδίων και να
πάμε να δώσουμε αίμα ή να κάνουμε μια αιματολογική ή καρδιολογική εξέταση, ώστε
να βεβαιωθούμε για την κατάσταση της σωματικής μας υγείας, και να συμμορφωθούμε
με τις συμβουλές – ή εντολές – του γιατρού μας, έτσι και περισσότερο ακόμη
έχουμε ανάγκη να ξεπεράσουμε ό,τι μας εμποδίζει και να κάνουμε μια «πνευματική»
εξέταση, ώστε να διαπιστώσουμε την ηθική και πνευματική μας κατάσταση (δεν
εννοώ «διανοητική» κατάσταση, για την οποία είναι αρμόδιοι οι ψυχολόγοι και οι
ψυχίατροι, αλλά πνευματική, δηλαδή τη σχέση μας με το Άγιο Πνεύμα του Θεού). Η
κατάσταση αυτή, όπως διδάσκουν οι άγιοί μας, είναι μια μορφή υγείας απαραίτητης
για τον άνθρωπο, υγείας που αρχίζει από εδώ και συνεχίζεται στην αιωνιότητα
αεναηεπανασταση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου