Κρίση και κατάκριση στις
σχέσεις
“Επειδή δεν φροντίζουμε για τις δικές μας κακίες, επειδή
δεν κλαίμε τον πεθαμένο εαυτό μας, δεν μπορούμε σε τίποτα απολύτως να τον
διορθώσουμε, αλλά πάντοτε ασχολούμαστε με τον πλησίον μας” (Αββάς Δωρόθεος).
Η κατάκριση είναι μία από τις μεγαλύτερες αμαρτίες στη ζωή
μας . Είναι η δίκη των προθέσεων του άλλου και η καταδίκη του. Δεν είναι η
κρίση μιας συμπεριφοράς ή μιας πράξης, η
οποία όταν ανακοινωθεί με διάκριση, αγάπη, διάθεση προβληματισμού, έχει πολλές
πιθανότητες να λειτουργήσει ως αφορμή μετανοίας. Η κατάκριση είναι η απόφανση
ότι ο πλησίον είναι αδιόρθωτος, ότι ο χαρακτήρας του είναι κακός, ότι η
παρουσία του είναι πληγή. Η κατάκριση
άλλοτε γίνεται εντός της καρδιάς και του νου μας, άλλοτε βγαίνει και προς τα
έξω, είτε ευθέως προς αυτόν που κατακρίνουμε, είτε στις συζητήσεις μας με
άλλους.
Η κατάκριση στην οικογενειακή ζωή είναι ένα μόνιμο
δηλητήριο. Κατακρίνουμε διότι ο άλλος δεν είναι όπως τον θέλουμε. Συνήθως δεν
βλέπουμε τις δικές μας αδυναμίες, τις δικές μας αμαρτίες και σπεύδουμε να
εστιάσουμε την προσοχή μας στις αμαρτίες και αδυναμίες του άλλου. Έτσι η σχέση
μας διέρχεται κρίση.
Αν πούμε αυτό που σκεπτόμαστε και αισθανόμαστε, ακόμη και
με τον τρόπο της κατάκρισης, υπάρχει μία περίπτωση ο άλλος να καταλάβει, να
θελήσει κάπου να διορθωθεί. Το πιο πιθανό, ωστόσο, είναι ότι θα αμυνθεί. Θα
ανταποδώσει την κατάκριση λέγοντας ότι κι εμείς υστερούμε ή είμαστε αδιόρθωτοι
σε δικά μας θέματα. Και το σπίτι θα διακατέχεται από βαριά ατμόσφαιρα, από
ένταση, από σκυθρωπά πρόσωπα.
Το χειρότερο είναι να κρατάμε την κατάκριση στην καρδιά
μας. Να την κάνουμε μνησικακία, δηλαδή να θυμόμαστε το κακό όχι μόνο που μας κάνει, αλλά που νομίζουμε
ότι είναι ο άλλος. Διότι εκεί οδηγεί η κατάκριση την σχέση. Στο να βλέπουμε τον
άλλο ως προσωποποίηση του κακού. Να αρνούμαστε οιαδήποτε καλοσύνη και οιαδήποτε
προσφορά του και να θεωρούμε ότι είναι απορριπτέος συνολικά. Έτσι η αγάπη ψυχραίνεται. Διάθεση
για προσφορά, για στοργή, ακόμη και δια σαρκική επαφή δεν υπάρχει ή γίνεται
αγγαρεία. Όταν σκέπτεσαι ότι ο άλλος δεν αξίζει και ότι είναι μία μόνιμη πληγή, με τι καρδιά να μοιραστείς
την ζωή σου με τον άλλο;
“Επειδή δεν κλαίμε τον πεθαμένο εαυτό μας, πάντοτε
ασχολούμαστε με τον πλησίον”. Ο ασκητικός λόγος μας υποδεικνύει μία άλλη θέαση
της σχέσης. Να στραφούμε στα δικά μας πάθη και ελαττώματα, αυτά που καθιστούν
τον εαυτό μας “πεθαμένο” ως προς την αγάπη, και μετά να προσπαθήσουμε να
διορθώσουμε ό, τι περνά από τα χέρια μας, δίνοντας το περιθώριο στον Θεό να αλλάξει όσε δεν μπορούμε. Πρώτα βλέπουμε το
δικό μας εγώ και μετά αφήνουμε την σκέψη μας να περιδιαβεί στον πλησίον. Το
ζευγάρι αγοράζει χρόνο, αν σκέπτονται και οι δύο έτσι, για να δει που υστερούν
και η διόρθωση ή ο αγώνας του ενός συγκινεί και τον άλλο.
Η κατάσταση σπάει τον εκκλησιαστικό τρόπο ζωής. Σ’ αυτόν
χωρούνε όλοι. Άλλωστε ουδείς είναι μόνο δίκαιος ή αμαρτωλός, μόνο καλός ή
κακός. Όλοι έχουμε τα θετικά και τα αρνητικά. Πάντως, κι αν ακόμη δεν μπορούμε
να αποφύγουμε την κατάκριση, ας είμαστε ειλικρινείς. Ας πούμε ό, τι θέλουμε
ενώπιον του άλλου. Μόνο να βάλουμε υπομονή
και απλότητα και όχι φωνασκίες και οργή. Αν μας ακούσει ο άλλος, τότε
τον έχουμε κερδίσει. Αλλιώς, ας μιλήσουμε στον πνευματικό, δηλαδή στην
Εκκλησία. Η αγάπη θα φέρει λύση και διόρθωση.
Πρωτ. Θεμ. Μουρτζανός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου