Προσκυνητές: Εὐλογεῖτε, Γέροντα.
Γέροντας: Ὁ Κύριος, παιδιά μου.
Καλωσορίσατε στὴν καλύβη μας. φαίνεστε πολὺ κουρασμένοι ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία.
δροσίστε τὸ πρόσωπό σας μὲ τὸ νεράκι αὐτῆς τῆς βρύσης, πάρτε ἀπὸ τὸν Ἀρχοντάρη
τὸ κέρασμα καὶ ἐλᾶτε στὴν ἁπλωταρία νὰ συζητήσουμε
Ἔπειτα ἀπὸ λίγη ὥρα.
Προσκυνητές: Γέροντα, ἤρθαμε, ὅπως
μᾶς εἶπες. Εἶναι ὡραία ἐδῶ. Ἀπὸ ἐδῶ ψηλὰ ἡ θέα εἶναι ἀνεμπόδιστη. Ὁ ἥλιος δύει
μέσα στὸ πέλαγος. Θεϊκὸ βράδυ.
Γέροντας: Χαίρομαι, ποὺ ἔχετε
μάτια καὶ ψυχὴ γιὰ νὰ βλέπετε τὰ μεγαλεία του Θεοῦ. αὐτὸ τὸ μεγαλεῖο θὰ ὑμνήσουμε
σὲ λίγο στὸν Ἑσπερινὸ καὶ στὴ συνέχεια κατὰ τὴν Ἀγρυπνία.
Προσκυνητές: Πότε θὰ ἀρχίσει καὶ
πότε θὰ τελειώσει ἡ Ἀγρυπνία, Γέροντα;
Γέροντας: Θὰ ἀρχίσει σὲ λίγο καὶ
θὰ τελειώσει τὸ πρωϊ μὲ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἥλιου, ὅποτε καὶ θὰ παρατεθεῖ Τράπεζα.
Ἕνας νεαρὸς προσκυνητής: Ἐγὼ δὲ θὰ
΄ρθῶ στὴν Ἀγρυπνία. προτιμῶ νὰ κοιμηθῶ.
Γέροντας: ΄Ὅπως σὲ ἀναπαύει,
παιδί μου.
Προσκυνητές: Αὐτὸς ὁ νεαρός,
Γέροντα, δὲν ἀνήκει στὴ συντροφιά μας. ἐρχόταν μόνος καὶ μᾶς ἀκολούθησε.
φαίνεται σαλεμένος.
Γέροντας: Μὴν κατηγορεῖς τὸ
παιδί. ΄Ὅλοι μία...
συντροφιὰ εἴμαστε. καὶ ὁ Ἰησοῦς
μαζί μας. γιατί στὸ ὄνομα Τοῦ εἴμαστε συνηγμένοι ἐδῶ πάνω σ΄ αὐτὴ τὴ βίγλα τοῦ
Θεοῦ. Τώρα ἐγὼ πηγαίνω στὴν ἐκκλησία. Χτύπησε τὸ τάλαντο γιὰ τρίτη φορά.
Πρωὶ στὴν τράπεζα
Γέροντας: Καλή σας ὄρεξη. φᾶτε καὶ
δοξολογῆστε τὸ Θεὸ «πάντων ἕνεκεν». Νὰ ΄χετε τὴν εὐχή μου, γιατί ἤρθατε ὅλοι στὴν
ἐκκλησία. Σᾶς εἶδα νὰ προσεύχεσθε μὲ πίστη. Ἂν καὶ κουρασμένοι, ἤρθατε ὅλοι.
Προσκυνητής: ΄Ὄχι ὅλοι. Ὁ νεαρός,
ὁ μουσάτος, δὲν ἦρθε. εἶναι ἰδιότροπος. Φαίνεται βαρεμένος.
Γέροντας: Μὴ μιλᾶς ἔτσι. δὲν
πειράζει ποὺ δὲν ἦρθε. Μπορεῖ νὰ προσευχήθηκε μὲ μεγαλύτερη θέρμη στὸ Θεὸ καὶ ἂς
μὴν ἦρθε στὴν ἐκκλησία. Μπορεῖ νὰ ἔχει κάποιο λόγο ποὺ δὲν ἦρθε. Μὴν τὸν λὲς
βαρεμένο καὶ ἰδιότροπο.
Ἄλλος προσκυνητής: Γέροντα, ἦρθε ὁ
νεαρός. ἦρθε κατὰ τὰ μεσάνυκτα. ἔκατσε σὲ μία ἄκρη. Ἐκεῖ κοντὰ καθόμουν κι ἐγώ.
μέσα στὸ σκοτάδι δὲ διακρινόταν. Εἶχε πέσει στὰ γόνατα καὶ ἔκλαιγε μὲ ἀναφιλητά.
΄Ὅταν ἄκουσε ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τὴ δυστυχία τοῦ Ἀσώτου, τότε ἄρχισε νὰ κλαίει μὲ
λυγμούς. Ποιὰ ὥρα ἔφυγε δὲν εἶδα.
Γέροντας: Τώρα ποῦ εἶναι;
Προσκυνητές: ΄Ἔχει καθήσει σὲ μία
πέτρα ἐκεῖ ψηλὰ καὶ ἀγναντεύει τὴ θάλασσα… Ἐμεῖς θὰ φύγουμε . Ἂς μείνει αὐτὸς ἐδῶ.
Γέροντας: Μὴν τὸν ἀφήσετε μόνο.
Πάρτε τούτη τὴν εὐλογία γὶ΄ αὐτόν. Εἶναι λίγο ψωμί, δύο ντομάτες καὶ λίγες ἐλιές.
Τὸ καημένο τὸ παιδὶ δὲν ἔφαγε τίποτα. Πῶς θὰ περπατήσει;
Προσκυνητές: Γέροντα, νὰ ΄τὸς ἔρχεται.
Καλύτερα νὰ τὰ δώσεις ἐσύ.
Γέροντας: Καλῶς τὸν. Παιδί μου, ἡ
Τράπεζα σὲ περιμένει. ἂν δὲν θέλεις νὰ φᾶς στὴν Τράπεζα, πάρε μαζί σου αὐτὴ τὴν
εὐλογία.
Νεαρός: Γέροντα, θέλω νὰ σοὺ
ζητήσω μία χάρη.
Γέροντας: Ποιά, παιδί μου;
Νεαρός: Γέροντα, ἀρνήθηκα νὰ ΄ρθῶ
στὴν ἀγρυπνία καὶ μίλησα μὲ ἀπρέπεια κι ἐσὺ μὲ καλοσύνη μου ἀπάντησες: «΄Ὅπως σὲ
ἀναπαύει, παιδί μου». ΄Ἔτσι θὰ μοῦ ἀπαντοῦσε ὁ πατέρας μου. Ἀλλὰ ἐγὼ δὲ γνώρισα
πατέρα, ἔζησα ὀρφανὸς θὰ μοῦ ἐπιτρέψεις νὰ λέω ἐσένα πατέρα;
Γέροντας: Ἂν αὐτὸ σὲ ἀναπαύει, νὰ
΄ναὶ εὐλογημένο. ΄Ὅμως…
Νεαρός: Τί ὅμως, Γέροντα;
Γέροντας: Παιδί μου, ἐγὼ σὲ λίγο
φεύγω γιὰ τὸν οὐρανό. θὰ μείνεις πάλι ὀρφανός. Πάρε γιὰ πατέρα σου τὸν πατέρα ὅλων
μας, «τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς».
Νεαρός: Θὰ κάνω ὑπακοή, Γέροντα.
«Πάτερ ἠμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, μὴ μ΄ ἀφήσεις ποτὲ ὀρφανό…»
Γέροντας: Ἀμήν… ἀμήν. Στὴν εὐχή μου νὰ πᾶς. Τώρα δὲ θὰ εἶσαι ποτὲ μόνος. τώρα ἂν κλάψεις, θὰ εἶναι δάκρυα χαρᾶς. Καλὸ δρόμο. Ἡ Παναγία μαζί σου.
Διογένης Μαλτέζος – Ἀπὸ τὸ Ἁγιορείτικο
περιοδικὸ «Πρωτάτο»
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2020/06/blog-post_65.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου