Όταν η νύχτα
θρυμματίζει τις υδρίες
του ηλίου, πίνοντας όλο
το φως, ραγίζοντας
τη στέρεη μορφή της
μέρας, σπάζοντας
περήφανα και ταπεινά
πρόσωπα, κι όλα
τα ρίχνει αδιακρίτως
στην απέραντη
θάλασσα της σιωπής, εγώ
σαλεύω σαν κλωνάρι
πάνω απ’ το χώμα, πίσω
απ’ τα χορτάρια,
κι ορθώνοντας ψιθυριστά
τη μονολόγιστην
ευχή «Κύριε Ιησού
Χριστέ, ελέησόν με,
αρχίζω ν’ ανεβαίνω, να
περνώ τα σύνορα
της νύχτας. Κι
αιφνιδίως μι’ ανθισμένη
πορτοκαλιά μου ρίχνει
τ’ άνθη της στο πρόσωπο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου