Τώρα πιά προωθημένοι στην Τρίτη χιλιετία της χριστιανικής εποχής –την τελευταία, αν πιστεύουμε μόνο σε υλικά
σημάδια- βρισκόμαστε στην παρουσία ενός ανθρώπου χωρίς περιεχόμενο,
έτοιμο να υπερβαθεί, να ξεπεραστεί από την ανησυχητική φιγούρα του
υπερανθρώπου, του υβριδοποιημένου κυβερνοανθρώπου, καθοδηγούμενο από το
μηχάνημα, εισβολή από τεχνητές συσκευές. Ο Άνθρωπος Χωρίς Περιεχόμενο
είναι ένα δοκίμιο για τη φιλοσοφία της τέχνης του Giorgio Agamben που εξερευνά τη σύγχρονη αισθητική μέσα από
το πρίσμα της αυτοεξόντωσης της τέχνης.
Ένας αυτοεκμηδενισμός που εκτείνεται σε ολόκληρη την κατάσταση του δυτικού
ανθρώπου: χωρίς περιεχόμενο γιατί, έχοντας γίνει υγρός (η τυχερή διαίσθηση
του Μπάουμαν) έχασε την ικανότητα να παραμένει αυτόνομος, συμπαγής,
προικισμένος με ταυτότητα. Η φύση
των υγρών είναι να εξατμίζονται αν δεν είναι κλεισμένα σε δοχείο, του οποίου το
σχήμα παίρνουν προσωρινά. Η κυρίαρχη κουλτούρα της Δύσης έκανε πρώτα τα
παιδιά της ρευστά, μετά η μεταμοντέρνα Πανδώρα άνοιξε το κουτί. Το υγρό έχει εξαπλωθεί: ένα μέρος, που
υποβάλλεται σε θερμότητα, έχει εξατμιστεί πιο γρήγορα ή έχει περάσει σε αέρια
κατάσταση. Πιστός στη σύγχρονη αντιστροφή και απόρριψη της φύσης, ο αέριος
άνθρωπος εξατμίζεται προς τα κάτω χωρίς να παρατηρεί την παρακμή, τη
διακηρυγμένη σάν πρόοδο, την απελευθέρωση, την αφύπνιση (woke: ξύπνημα).
Οι περισσότεροι έχουν μετατραπεί σε αχυράνθρωπους του Thomas S. Eliot. «Είμαστε οι άδειοι άνθρωποι/είμαστε οι λούτρινοι/ που ακουμπάμε ο ένας στον άλλο/ τα κεφάλια μας γεμάτα άχυρα». Και μετά: «φιγούρα χωρίς μορφή, σκιά χωρίς χρώμα / παράλυτη δύναμη, χειρονομία χωρίς κίνηση. (…) Τα μάτια δεν είναι εδώ. Δεν υπάρχουν μάτια εδώ. / Σε αυτή την κοιλάδα των αστεριών που πεθαίνουν. / Σε αυτήν την άδεια κοιλάδα». Ακόμα πιο κρύο είναι το τέλος, με τη γραμμή να επαναλαμβάνεται τρεις φορές: «έτσι τελειώνει ο κόσμος. Όχι με συντριβή, αλλά με θρήνο». Έκανε λάθος: ο κόσμος μας δεν τελειώνει με θρήνο, αλλά με χειροκρότημα, ανάμεσα σε έναν μακάβριο χορό στον Τιτανικό και σε ένα ακατανόητο άγχος/λαχτάρα αυτοδιάλυσης.
Χωρίς περιεχόμενο, σβησμένοι από ένα
επίμονο έργο αποδόμησης, οι άνδρες της Δύσης καθισμένοι στην άβυσσο θυμούνται
έναν στίχο του Antonio Machado για την παρακμή της Καστίλλης, την περιοχή που
έκανε την Ισπανία αυτοκρατορία: «Castilla miserable, un dia dominadora,
envuelta en sus andrajos, desprecia cuanto ignore». Η άθλια (ταλαίπωρη)
Καστίλλη, άλλοτε κυρίαρχος, τυλιγμένη στα κουρέλια της, περιφρονεί όσα
αγνοεί. Και στους δύο ποιητές, πολύ διαφορετικούς ως προς τη θεματολογία,
τη φύση και τις ιδέες, υπάρχει το
προαίσθημα της ματαίωσης, της απουσίας περιεχομένου, μεταξύ κενών ανθρώπων και
η άγνοια του εαυτού που επιδεικνύεται με τρελή περηφάνια. Χωρίς άλλο
περιεχόμενο εκτός από τα άχυρα, τα τεχνάσματα ή το αυτομαστίγωμα, έχουμε
θυσιάσει τα πάντα «σε μια εργαζόμενη ευφυΐα, οικοδόμο ενός κόσμου, μιας
κοινωνίας, ενός τεχνητού τύπου ανθρώπου» (Marcel De Corte).
Η κουλτούρα της ακύρωσης εισχωρεί, καθιστώντας τη διάλυση ένα θετικό είδωλο:
όχι μόνο οι ετεροφυλόφιλοι, δηλαδή οι κανονικοί, λευκοί άντρες πρέπει να
απολογηθούν – προνομιούχοι κληρονόμοι της ιστορίας – αλλά είναι ολόκληρη η
ανθρώπινη παρουσία στη γη που πρέπει να αποσυρθεί, να εξαφανιστεί λόγω
παραβίασης της Γαίας και του τρυματισμού των ταμπού τού φύλου και τού
πράσινου. Μια αυτοκαταστροφική παρόρμηση που δεν μπορούν πια να την
συλλάβουν οι φορείς της γιατί ορισμένες διαδικασίες, μόλις ξεκινήσουν, καταλήγουν
να βαδίζουν μόνες τους, δηλαδή – τρομερό παράδοξο – να παράγουν
θάνατο που πέρασε (πλασάρεται) ως πολιτισμός, τελική απελευθέρωση, αγάπη για το
«περιβάλλον», στο οποίο καταβάλλεται μια ανιμιστική λατρεία.
Στον αγγλοσαξονικό κόσμο υπάρχουν κινήματα ανδρικής γνώμης που πρεσβεύουν και
εξασκούν τις βαζεκτομές (στείρωση) για να μην κινδυνεύουν να «κάνουν» παιδιά,
αυτό το φρικτό μηχανικό ρήμα εφαρμόζεται στη ζωή. Αυτοτρόμος, λαχτάρα για εξαφάνιση, cupio dissolvi (επιθυμία να σβήσει
κανείς τον εαυτό του). Ίσως θα δούμε μαζικές αυτοκτονίες
«αφυπνισμένων» ανθρώπων (προσωρινά), πεπεισμένοι ότι σώζουν τον κόσμο
καταστρέφοντας τον εαυτό τους, τη φυλή και το είδος στο οποίο ανήκουν, το φύλο
και τον πολιτισμό στον οποίο γεννήθηκαν. Η ιστορία είναι μάρτυρας των
μαζικών αυτοκτονιών της λατρείας του Τζιμ Τζόουνς στο Γουάκο και των οπαδών του
Τσαρλς Μάνσον, του δολοφόνου της ηθοποιού Σάρον Τέιτ.
Η αυτοκτονία συνιστάται έντονα στην αγγλοσαξονική περιοχή και σε ορισμένες
χώρες της Βόρειας Ευρώπης σε ηλικιωμένους, ασθενείς, καταθλιπτικούς και τώρα
και σε φτωχούς. Είναι η Μαλθουσιανή λύση που προτάθηκε πριν από μισό αιώνα από
τη Λέσχη της Ρώμης του Aurelio Peccei, ανθρώπου εμπιστοσύνης του
Ροκφέλερ. Αδύναμες, εύθραυστες,
φοβισμένες γενιές. Μισός αιώνας κατήχησης και καταστροφής ταυτοτήτων -ακόμη και
των πιο οικείων και προσωπικών- σε συνδυασμό με μια προκαλούμενη αδυναμία
χαρακτήρα, θέλησης, ικανότητας. Ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1960 με
τα μαζικά ναρκωτικά στο όνομα του «ταξιδιού», του ταξιδιού που τους απομάκρυνε
από την πραγματικότητα και στο μεταξύ αποδυνάμωσε το σώμα σκοτώνοντας το
πνεύμα, με το soundtrack της κατάλληλης μουσικής και έναν παγκόσμιο ύμνο,
Imagine του John Lennon, κορυφαίου μηδενισμού για τη χρήση των μαζών της
νεολαίας. Το όπιο που χορηγείται στους ανθρώπους: αυτό δεν είναι
καινούργιο για την αγγλοσαξονική δύναμη, η οποία εξαπέλυσε πολέμους για τον
έλεγχο της αγοράς ναρκωτικών τον 19ο αιώνα τών λαών τής Ανατολής, με σκοπό να
τους αποδυναμώσει και να τους αποικίσει.
Το λαμπρό σύγχρονο κόλπο ήταν να
αντικαταστήσει την πραγματικότητα με επιθυμίες που προκλήθηκαν σε έναν
τυποποιημένο κόσμο, που κυριαρχούσε η ίδια ιδεολογία. Λειτουργεί η συμμαχία ενός τραγέλαφου που
σχηματίστηκε από τον παγκοσμιοποιητικό καπιταλισμό και τον ιδεολογικό
προοδευτισμό. Οι μεν το αποκαλούν χειραφέτηση, απελευθέρωση. Οι άλλοι – οι
εμπνευστές – ανάπτυξη, κατανάλωση, εκσυγχρονισμός. Κοινός
τόπος είναι ο ξεριζωμός: ελεύθερος είναι
αυτός που ξεφορτώνεται τους δεσμούς και τα υπάρχοντα, ρευστός στον υγρό κόσμο,
βυθισμένος στις επιθυμίες και όχι αγκυροβολημένος και πιστός στη φύση. Ο
ψεύτικος πολίτης του κόσμου, ένας άνθρωπος χωρίς σύνορα (συμπεριλαμβανομένων
των σεξουαλικών), το χειραφετημένο και παγκόσμιο άτομο.
Η εξαιρετική νίκη του φιλελεύθερου καπιταλισμού – που έγινε φιλελεύθερος
μηδενισμός – ήταν να πείσει τις επαναστατημένες γενιές να πολεμήσουν τον Θεό,
τη χώρα και την οικογένεια σε μια αντικαπιταλιστική λειτουργία. Ένα
μοιραίο λάθος: αυτά ήταν τα
εμπόδια από τα οποία ήθελε -η υλική θρησκεία του χρήματος και η
απουσία ορίων- να απελευθερωθεί για να αναπτύξει όλη την καταστροφική της
δύναμη. Ο μαρξιστικός κόσμος έχει παραμελήσει το μάθημα του Κομμουνιστικού
Μανιφέστου, στο οποίο ο ιδρυτής είχε ταυτίσει το καπιταλιστικό συμφέρον να
διαλύσει «όλες τις σταθερές και αμετακίνητες κοινωνικές σχέσεις, με τη συνέχιση
των παραδοσιακών και αξιοσέβαστων αντιλήψεων και ιδεών». Αποτέλεσμα: μια μειωμένη ανθρωπότητα, που
αποτελείται από καταναγκαστικούς καταναλωτές.
Ένας αριστερός αιρετικός, ο Cristopher
Lasch, το κατάλαβε: «απελευθερώνεται κανείς από την παράδοση μόνο για να
υποκύψει στην τυραννία της μόδας». Ελευθερία που περιορίζεται στην
ικανοποίηση συνεχών επιθυμιών, ανεξάρτητα από το πόσο παράλογη ή παράξενη
είναι, η επιλογή μεταξύ προϊόντων, επωνυμιών, προσυσκευασμένων απόψεων, που
διαδίδονται από influencers, που υιοθετούνται – εδώ βρίσκεται η δολοπλοκία –
πείθοντας ολόκληρες γενιές ότι είναι οι πρωταγωνιστές αυτών τών επιλογών. Πώς
πέτυχε ένα τέτοιο αποτέλεσμα μετά από έναν βομβαρδισμό μέσων ενημέρωσης και
πολιτισμού άνω του μισού αιώνα με επίκεντρο τη δογματική της ισότητας και τον
μύθο της προόδου;
Για το τελευταίο, η ανάλυση του Michel
Onfray στη Θεωρία της Δικτατορίας είναι αξεπέραστη: «αυτό που μας
παρουσιάζεται ως πρόοδος είναι στην πραγματικότητα μια πορεία προς τον
μηδενισμό, μια πρόοδος προς το τίποτα, μια κίνηση προς την καταστροφή. (…). Η
λατρεία ότι σήμερα όλοι οι άνθρωποι που διεκδικούν για τους εαυτούς τους το
προσόν της προοδευτικής ψήφου για την πρόοδο για το απλό γεγονός και μόνο ότι
είναι πρόοδος μοιάζει με γονυκλισία (γενναιοδωρία) μπροστά στην άβυσσο (…) Η
πρόοδος έχει γίνει φετίχ και ο προοδευτισμός έχει μετατραπεί σε θρησκεία μιας
εποχής χωρίς εμπειρίες του ιερού, έχει γίνει η ελπίδα αυτών των απελπισμένων
καιρών, η πίστη ενός πολιτισμού
χωρίς πίστη».
Ο ρόλος της ιδεολογίας του ίδιου είναι
τεράστιος, δηλαδή η μετατροπή της ισότητας – αρχής που ασκεί ισχυρή γοητεία –
σε μια αφηρημένη έννοια της αδιαφορίας και της γενικευμένης ισοδυναμίας. Η συνέπεια, επισημαίνει ο De Benoist, «είναι
ότι αν όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, όλες οι απόψεις τους είναι επίσης
ισοδύναμες». Εξ ου και ο σχετικισμός και η επιβολή της αξιολογικής
ουδετερότητας του κράτους, που γίνεται ηθική αδιαφορία και κυριαρχία των
κυρίαρχων ιδεών – κατέστησαν τέτοιες από τη δύναμη των μέσων ενημέρωσης και του
πολιτιστικού μηχανισμού της κοινωνίας του θεάματος, που κατευθύνεται,
προσανατολίζεται και ανήκει στην ολιγαρχία.
Η επιλογή της ουδετερότητας, εξάλλου, κάθε άλλο παρά ουδέτερη είναι: κερδίζει
αυτός που μπορεί να φωνάξει πιο δυνατά, ο πιο δυνατός επειδή ο πιο πλούσιος,
κερδίζει. Επιπλέον, οι λεγόμενες
ανοιχτές φιλελεύθερες κοινωνίες, όπως θεωρούσε ο Karl Popper, «δεν παραδέχονται
ότι οι αντιφιλελεύθερες θεωρίες μπορούν να έχουν την ίδια αξία με τις
φιλελεύθερες. Και η άποψη σύμφωνα με την οποία όλες οι απόψεις
είναι ίσες δεν μας εμποδίζει να κινητοποιηθούμε εναντίον ορισμένων από αυτές,
ξεκινώντας από την άποψη ότι δεν είναι όλες οι απόψεις ίσες». (A. De Benoist)
Και αν το ξερίζωμα εξαφανίζει τα πάντα εκτός από την ανάγκη για ρίζες, που
είναι εγγενείς στον άνθρωπο, ακόμη και η ιδέα της ισότητας αντιμετωπίζει μια
διπλή αντίρρηση. Δεν αντέχει στη δοκιμασία των γεγονότων επειδή οι άνθρωποι
είναι προφανώς διαφορετικοί και επειδή ακόμη και σε κοινωνίες με προγραμματική
ισότητα υπάρχει πάντα κάποιος πιο ίσος από τους άλλους -δηλαδή προνομιούχος ή
σε ανώτερη θέση- όπως έδειξε ο George Orwell στο Animal Farm, όπου, σημειωτέον,
την εξουσία τήν παίρνουν τα γουρούνια.
Ομοίως, η ισότητα καταρρέει στον «μιμητικό ανταγωνισμό», που θεωρεί ο ο René
Girard. «Η έννοια της επιθυμίας
είναι τελείως διαφορετική από αυτή της όρεξης: θέλεις κάτι επειδή το θέλει και
ο άλλος, είναι η μιμητική αρχή που κινεί το άτομο στην κοινωνικότητά του». Η
ιδεολογία του ίδιου επιτείνει την επιθυμία να διακρίνει κανείς τον εαυτό του
ακόμη πιο δυναμικά, επειδή απαγορεύει τη διάκριση. Οι άνθρωποι φοβούνται την
αδιαφοροποίηση, σημάδι και προϊόν κοινωνικής αποσύνθεσης. Είναι η ισότητα, αν και φαίνεται να είναι
παράδοξο, που προκαλεί αμοιβαίο φόβο καθώς αρνείται τις διαφορές κατ’
αρχήν. Φοβόμαστε περισσότερο το Ίδιο παρά τον Άλλο.
Η ανταλλαγή προϋποθέτει τον Άλλο, διαφορετικά κάποιος απλά απαγγέλλει έναν
γλυκανάλατο μονόλογο σατανικό. Ο διάλογος προϋποθέτει ετερότητα. Στη συνέχεια, υπάρχει, στην κυρίαρχη
κουλτούρα, η τάση να τίθεται η διαφορά, που θεωρείται πολεμική και αποκλειστική,
ενάντια στη διαφορετικότητα. Η τελευταία δεν είναι η εριστική,
ανταγωνιστική σημαία των ένοπλων μειονοτήτων μεταξύ τους, αλλά η
εναρμονισμένη σύνθεση των διαφορών. Μια
κοινωνία όπου όλοι είναι «σαν όλους τους άλλους», είναι μια
αποπνικτική έρημος στην οποία όλοι είναι ανταλλάξιμοι, διαθέσιμοι,
χωρίς το δικό τους περιεχόμενο: το όνειρο των ολοκληρωτισμών κάθε προσήμου και
χρώματος.
Ασυνείδητα, ακόμη και ο σύγχρονος homo aequalis, παρά την κατήχηση, εξακολουθεί
να βρίσκει τρόπους να διακρίνεται, για να μην είναι, τουλάχιστον κατά κάποιο
τρόπο, «όπως όλοι οι άλλοι». Η διαφήμιση – ο μάστερ της κοινωνικής
ψυχολογίας – το γνωρίζει αυτό και δρα με διακριτικότητα σε αυτήν την
αναπόδραστη πτυχή της ανθρώπινης ψυχής. Την ώρα που είναι υποχρεωτικό να είσαι
«inclusive: μη αποκλειστικός», πολλαπλασιάζονται τα μηνύματα για υιοθέτηση
«αποκλειστικών» συνηθειών και γεύσεων, δηλαδή ατομικών, κατά
προτίμηση προσανατολισμένων στην ευδιάκριτη κατανάλωση. Η έκφραση
επινοήθηκε από τον Αμερικανό κοινωνιολόγο Thorsten Veblen για να υποδηλώσει
τρόπους ζωής και συμπεριφορές που ευνοούν την κατοχή προϊόντων και αντικειμένων
που προορίζονται να μας στολίσουν, αλλά κυρίως να μας διακρίνουν.
Τα σημερινά τατουάζ φαίνεται να ανταποκρίνονται στην ίδια λογική: ακόμα
και αν για τη μόδα, κάποιος θέλει να γίνει μοναδικός, να δημιουργήσει μια
διάκριση, να σηματοδοτήσει μια προσωπική διαφορά. Η ισότητα περιλαμβάνει τα πάντα (εκτός από τα χρήματα), αλλά
το αντίθετό της πηγαίνει πίσω από το παράθυρο. Άλλωστε η διαφορά είναι παράγοντας αντίστασης, άρα ελευθερίας.
Όσο πιο ίσοι είμαστε, τόσο πιο εύπλαστοι είμαστε, απειλούμενοι από την
προπαγάνδα, από εξαρτήσεις, από συλλογική, μη στοχαστική συμπεριφορά. Αυτός που σκέφτεται έχει περιεχόμενο, είναι
και ο ίδιος περιεχόμενο. Γι’ αυτό μας θέλουν άδειους,
παραγεμισμένους, μαζικά παραγόμενους, εξαρτημένους από την παιδική ηλικία,
αδύναμους, νωθρούς, πλαδαρούς. Ο άνθρωπος με περιεχόμενο είναι ένα
ελεύθερο, αυτόνομο ον, εν δυνάμει εχθρός της εξουσίας γιατί είναι φίλος
του εαυτού του και αναζητητής της αλήθειας.
Κάθε ανθρώπινο μάτι κοιτάζει, βλέπει και αντιλαμβάνεται διαφορετικά από όλα τα
άλλα: αυτή είναι η υπέρτατη ομορφιά της κατάστασής μας. Επομένως μας θέλουν χωρίς περιεχόμενο και
χωρίς μάτια να βλέπουμε. Είναι η λυρική διαίσθηση του ποιητή:
άνθρωποι στερημένοι από περιεχόμενο, γεμάτοι άχυρα, άδειασαν τά μάτια για να
δουν καιτήν ψυχή για να νιώσουν: περαστικοί στην έρημο.
L’uomo senza
contenuto – Ricognizioni
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου