Όταν συγκρούονται
ιδεολογίες τήν πληρώνουν οι άνθρωποι!
Κριτική επισκόπηση του
δημόσιου εκκλησιαστικού λόγου για τον πρόσφατο νόμο
πρωτοπρεσβύτερος
Βασίλειος Θερμός
Ψυχίατρος παιδιών και
εφήβων
Καθηγητής Ανωτάτης Εκκλησιαστικής
Ακαδημίας Αθήνας
Πάντα τόν απασχολούσε η
περίπτωση των ευλαβικών γυναικών.
Όπως ακριβώς και οι
πολιτικοί, τρέφονταν κι αυτές με ψευδαισθήσεις.
Έφταναν πολύ συχνά στον
θάνατο σε κατάσταση ακατανίκητης
αυταρέσκειας, χωρίς κανέναν οίκτο.
(Γκράχαμ Γκρήν, «Η
δύναμη και η δόξα»)
Το δίλημμα και η
απόφαση
Κατά την πρόσφατο
περιπετειώδες διάστημα που προηγήθηκε της υπερψήφισης του νόμου για τον γάμο
ομοφύλων, εξομολογούμαι ότι βρέθηκα σε δύσκολη και πιεστική θέση. Από τη μια,
συνέπασχα με ολόκληρη την Εκκλησία για το περιεχόμενο του νέου νόμου. Από την
άλλη, σοκαριζόμουν καθημερινά από τον εκκλησιαστικό λόγο ο οποίος εκφραζόταν
δημοσίως.
Πήρα την απόφαση να
αναστείλω συνειδητά τον εαυτό μου, όχι χωρίς δυσκολία, καθώς επιθυμούσε να
διατυπώσει διαμαρτυρία για όσα αψυχολόγητα, αντιεπιστημονικά, και αθεολόγητα ακούγονταν.
Με έκανε πίσω η σκέψη ότι κάποιοι θα νόμιζαν ότι ενοχλήθηκα επειδή οι δικές μου
θέσεις δεν ελήφθησαν υπόψη στην επίσημη εκκλησιαστική αντίδραση, μια και έχω
ασχοληθή συστηματικά με το θέμα τα τελευταία δέκα χρόνια: δύο βιβλία (που
μεταφράζονται στα Αγγλικά για να κυκλοφορήσουν στην Αμερική) και επτά άρθρα. Θα
απέδιδαν δηλαδή πικρία και ιδιοτέλεια στα κίνητρά μου, κάτι που νομίζω ότι θα
μέ αδικούσε.
Έριξα λοιπόν το βάρος
στην αντίθεσή μου προς τον νέο νόμο, η οποία εκφράσθηκε με δύο άρθρα (Καθημερινή,
Άρδην) και μία εκπομπή (ραδιόφωνο ΕΡΤ). Για το ένα από αυτά τα άρθρα δέχθηκα
επιθέσεις από υποστηρικτές του νόμου, κάτι καθόλου παράξενο. Και στο παρελθόν
με είχε στοχοποιήσει το κίνημα λοατκι επειδή αποκαλύπτω τις επικίνδυνες
μεθοδεύσεις του.
Αλλά τώρα που κόπασε
κάπως η φασαρία αισθάνθηκα ότι δεν επιτρέπεται να σιωπήσω, για λόγους
συνειδήσεως και ευθύνης. Παραμερίζω τους ενδοιασμούς μου ως προς τυχόν υποψίες
για τα κίνητρά μου, απλούστατα επειδή αγαπώ την Εκκλησία μου περισσότερο από
όσο νοιάζομαι για την γνώμη των άλλων για μένα. Εγώ θα παρέλθω κάποια στιγμή
όπως όλοι μας, μαζί με τα όποια έργα μας, αλλά το κρίσιμο διακύβευμα είναι να
μπορεί να σταθή με επιτυχία η Εκκλησία μας στον σύγχρονο κόσμο. Και αυτό μέχρι
τώρα δεν φαίνεται να συμβαίνει…
Όσο και αν κάποιοι
θέλουν να τό αγνοούν, υπάρχει πολύς κόσμος, και εντός και εκτός Εκκλησίας, ο
οποίος πληγώθηκε, πικράθηκε, απογοητεύθηκε, μελαγχόλησε, και θύμωσε με τον
δημόσιο εκκλησιαστικό λόγο των τελευταίων εβδομάδων. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους
γράφω, επειδή δεν αντέχουν να φαντάζονται πως Εκκλησία είναι μόνο ό,τι
ακούσθηκε αυτόν τον καιρό, δηλαδή επειδή πιστεύουν πως υπάρχουν και άλλες
φωνές. Και, όπως θα δήτε, υπάρχουν όντως. Και εκείνοι παρηγορούνται όταν ακούν
και τις άλλες φωνές.
Πλήρης απουσία
στρατηγικής και συνοδικότητας
Κατ’ αρχήν μια
παρατήρηση σε επίπεδο οργάνωσης και προγραμματισμού.
Ήταν γνωστή η
πρωτοβουλία «Εθνική Στρατηγική για την ισότητα των ΛΟΑΤΚΙ» ήδη από τον Μάρτιο
του 2021, με επικεφαλής τον καθηγητή κ. Λίνο-Αλέξανδρο Σισιλιάνο. Μάλιστα, η
υπόσχεση του πρωθυπουργού για γάμο των ομοφύλων είχε ανανεωθή ως προεκλογική
εξαγγελία το 2023. Συνεπώς η Εκκλησία μας εγνώριζε από καιρό ότι το μέτρο αυτό
θα νομοθετηθή. Ποια προετοιμασία έκανε; Καμία!
Προφανώς θεώρησε τόσο
αυτονόητη την μέλλουσα αντίδρασή της ώστε έκρινε ότι θα τήν διατυπώσει μόλις
κατατεθή το νομοσχέδιο. Απλά είναι τα πράγματα: αφού γνωρίζουμε από τώρα ότι
διαφωνούμε θα συντάξουμε την απάντησή μας όταν έλθει η ώρα. Αν και δεν αλλάζει
κάτι ως προς το τελικό ‘δια ταύτα’, δηλαδή την αντίθεση στον γάμο ομοφύλων, δεν
αναπτύχθηκε κανένας άλλος προβληματισμός για τις υπόλοιπες σημαντικές
παραμέτρους: Πόσο γνωρίζουμε το θέμα για το οποίο διαφωνούμε; Με ποια
επιχειρήματα θα εκφράσουμε τη διαφωνία μας; Ποια ορολογία χρησιμοποιούμε για να
αντιπαρατεθούμε; Τι άλλο χρειάζεται να συνοδεύει τη διαφωνία μας; Πώς
αποφεύγουμε παγίδες σε καιρούς τεταμένους και πονηρούς; Και εν τέλει, πόσο θα
πείσει η διαφωνία μας τους καλοπροαίρετους;
Καμία ομάδα εργασίας
δεν συνεστήθη, καμία συνοδική επιτροπή δεν επεξεργάσθηκε το θέμα ώστε να είναι
εγκαίρως έτοιμη, κανένας πρεσβύτερος ή λαϊκός δεν αξιοποιήθηκε εν όψει αυτής
της μεγάλης πρόκλησης που συνιστούσε ένας τέτοιος νόμος. Την τελευταία στιγμή
ανατέθηκε η εισήγηση σε έναν μητροπολίτη, ενώ κάθε κληρικός εξέφραζε παράλληλα
δημοσίως την ατεκμηρίωτη γνώμη του, με τελικό αποτέλεσμα την εικόνα που θα
περιγράψω στη συνέχεια.
(Απλώς αναλογίζομαι εδώ
και μελαγχολώ, ότι ο πάπας Φραγκίσκος είχε κηρύξει το 2014 ως έτος οικογένειας,
συγκροτώντας κληρικολαϊκή ‘σύνοδο’ για να τό μελετήσει, αποτελούμενη από
επισκόπους, πρεσβυτέρους, καθώς και λαϊκούς άνδρες και γυναίκες! Χωρίς να
υπάρχει πίεση για κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα ή απόφαση, μόνο για να μελετήσει
τρόπους στήριξης και αναβάθμισης. Κατά τα άλλα, η Ορθοδοξία συνεχίζει να επαίρεται
για την συνοδικότητά της…).
Κληρικοί ποικιλοτρόπως
εκτιθέμενοι
Όσοι τοποθετήθηκαν κατά του νομοσχεδίου ήταν
κυρίως μητροπολίτες. Λογικό, έχουν περισσότερη ευθύνη. Ο καθένας μίλησε σύμφωνα
με τις προϋποθέσεις του και τον χαρακτήρα του. Είναι ευλογία η ποικιλία, αρκεί
να μην ξεφεύγουμε από τα όρια της αλήθειας και της ευπρέπειας. Πώς ήταν ο λόγος
τους, λοιπόν; Σίγουρα σε αρκετές περιπτώσεις σωστός και νηφάλιος. Θα
σταχυολογήσω εδώ, όμως, προβληματικά επιχειρήματα και ακατάλληλες στάσεις που
υπέπεσαν στην αντίληψή μου. Οπωσδήποτε πολλά θα μού διέφυγαν.
Ερωτηθείς κάποιος μητροπολίτης είπε: «H αγάπη
της Εκκλησία είναι δεδομένη, όπως ακριβώς είναι και ο Χριστός. Και ο Θεός
αγαπάει τους πάντες και τους αμαρτωλούς και τους δικαίους και όλους. Λοιπόν,
είναι δεδομένη η αγάπη της Εκκλησίας, αλλά βεβαίως ασκεί ποιμαντική και στους
ετερόφυλους και στους ομόφυλους».
Γιατί είναι δεδομένη η
αγάπη της Εκκλησίας προς αυτή την ειδική κατηγορία ανθρώπων; Βοούν γύρω μας οι
μαρτυρίες για έλλειψη ενσυναίσθησης, αδυναμία συνεννόησης, ενίοτε δε απόρριψη ή
και τρομοκράτηση, εκ μέρους των ποιμένων. Μάλλον ήθελε να πει ο σεβασμιώτατος:
«Η αγάπη της Εκκλησίας οφείλει να είναι δεδομένη και απροϋπόθετη». Εκκλησία δεν
είναι τα κείμενα ή μια φαντασιώδης οντότητα, αλλά το ενδοϊστορικό κληρικολαϊκό
σώμα του Χριστού με τα συγκεκριμένα μέλη.
Στην ερώτηση προς τον
ίδιο αν εξακολουθεί να πιστεύει ότι είναι πορνεία ο πολιτικός γάμος, απάντησε:
«Ναι, αυτή είναι η παράδοση της Εκκλησίας». Εδώ δεν χρειάζεται σχόλιο.
Πρόκειται για θέμα επεξεργασμένο θεολογικά εδώ και πολλά χρόνια, ασχέτως αν
κάποιοι επιμένουν να επαναλαμβάνουν κάτι ανυπόστατο.
Ερωτηθείς για το αν
ένας ομοφυλόφιλος είναι λιγότερο πιστός από έναν ετεροφυλόφιλο είπε: «Μπορεί να
πιστεύει. Αλλά εμείς λέμε, έχουμε ένα θεσμό. Ο θεσμός αυτός της Εκκλησίας έχει
ορισμένα καθήκοντα τα οποία πρέπει να τηρεί κανείς. Επομένως, καθένας ο όποιος
δεν τηρεί αυτά που λέει η Εκκλησία, είναι εκτός της μυστηριακής ζωής της
Εκκλησίας… Όταν θέλει να είναι κανείς μέλος μιας παρατάξεως, πρέπει να τηρεί
τις αρχές της παρατάξεως αυτής».
Είναι η Εκκλησία
‘θεσμός’ και ‘παράταξη’; Τα επιχειρήματά της περιορίζονται στην ανάγκη
πειθαρχίας; Και τι ακριβώς θεραπεύει η Εκκλησία στο επίμαχο ζήτημα;
Άλλος μητροπολίτης
ερωτήθηκε αν υπάρχουν ομοφυλόφιλοι στην Εκκλησία και απάντησε βροντωδώς «όχι»! Εδώ
δεν γνωρίζουμε τι εννοούσαν οι δημοσιογράφοι. Αν είχαν κατά νουν το ευρύτερο
σώμα της Εκκλησίας, φυσικά και υπάρχουν ομοφυλόφιλοι ως μέλη του. Αν εννοούσαν
τον κλήρο (που είναι το πιθανότερο, λόγω της κληρικαλιστικής εκδοχής την οποία
έχει ο κόσμος και την οποία συντηρούν οι ίδιοι οι κληρικοί), τότε η
κατηγορηματική αρνητική απάντηση απλώς εκθέτει τον απαντήσαντα. Και τούτο διότι
υπάρχει γύρω μας τέτοια αδιαφορία σχετικά με τις χειροτονίες ώστε δυστυχώς
γίνονται κληρικοί και ομοφυλόφιλοι, όχι μόνο σοβαροί και εγκρατευόμενοι, αλλά
ενεργοί και προκλητικοί, οι οποίοι δημιουργούν κατά καιρούς σκάνδαλα. Ίσως θα
ήταν συνετό να μην είμαστε τόσο κατηγορηματικοί διότι ‘έχει ο καιρός
γυρίσματα’…Ένας άλλος μητροπολίτης δήλωσε ότι «ένας ομοφυλόφιλος δεν μπορεί να
ανήκει στην Εκκλησία». Γιατί; Μήπως δεν υπάρχουν πιστοί ομοφυλόφιλοι; Ποιος εξ
ημών μπορεί να έχει τέτοια εξουσία ώστε να απαγορεύσει σε κάποιον να ανήκει στο
Σώμα του Χριστού;
Ένας πιστός
ομοφυλόφιλος, ακούγοντας την παραπάνω δήλωση, μού έστειλε το εξής μήνυμα: «Ώστε
δεν μπορώ να ανήκω στην Εκκλησία… Μπορούν όμως, κατά τον μητροπολίτη αυτό, να
ανήκουν άνθρωποι με κενοδοξία και υπερηφάνεια, με σκληροκαρδία και φιλαυτία,
την οποία οι Πατέρες χαρακτηρίζουν ως μητέρα όλων των παθών… Και ξέρετε κάτι;
Μερικοί από αυτούς είναι ιερείς και επίσκοποι!»…
Το μήνυμα αυτό είναι
ενδεικτικό, όχι του πώς μάς βλέπει η κοινωνία εν γένει, αλλά πώς σκέφτεται και
αντιδρά ακόμη και μερίδα της Εκκλησίας. Έχω ξανακούσει τέτοια σχόλια από
πιστούς.
Άλλος μητροπολίτης:
«Ομοφυλοφιλία δεν υπάρχει, είναι μια άτεχνη απομίμηση του ετέρου ρόλου. Έχουμε
έναν άνδρα που κάνει τη γυναίκα και μια γυναίκα που κάνει τον άνδρα και αυτό
έρχεται και τό θεσμοθετεί η πολιτεία».
Ώστε δεν υπάρχει
ομοφυλοφιλία! Στα ζευγάρια ομοφύλων υποδύονται ρόλους! Οι δηλώσεις αυτές
φανερώνουν βαθειά άγνοια του ζητήματος, καθώς και σύγχυση του σεξουαλικού
προσανατολισμού με την ταυτότητα φύλου.
Θα ήταν πολύ καλύτερα
για όλους μας αν οι κληρικοί μας δήλωναν ότι αγνοούν το θέμα, αν παραδέχονταν
την έλλειψη εξοικείωσής τους με αυτόν τον κόσμο. Τώρα καμώνονται ότι γνωρίζουν.
Στη συνέχεια έχουμε την
ανακοίνωση της Ιεραρχίας η οποία εκδόθηκε μετά την έκτακτη συνεδρίασή της. Σε
γενικές γραμμές τήν βρίσκω καλή και χωρίς προβλήματα, εκτός από την αναφορά της
σε «σεξουαλικές επιλογές των ομοφυλόφιλων ενηλίκων». Πρόκειται για
χαρακτηριστική φράση της παρωχημένης νοοτροπίας πως η ομοφυλοφιλία αποτελεί
επιλογή. Η άποψη αυτή βασίζεται σε άγνοια και σε στερεότυπα του παρελθόντος -
θα επανέλθω στη συνέχεια.
Η Εγκύκλιος που αναγνώσθηκε
στους ναούς ήταν σε γενικές γραμμές προσεκτική, εκτός από το ότι επαναλάμβανε
τα περί σεξουαλικής επιλογής. Ομολογώ ότι μέ διακατείχε κάποια αγωνία αφού τις
μέρες εκείνες περίμεναν όλοι, δημοσιογράφοι και κίνημα, να δουν το περιεχόμενό
της, αν τυχόν θα πρότεινε αλλαγή σεξουαλικού προσανατολισμού. Ο κίνδυνος
μηνύσεων ήταν ορατός αλλά ευτυχώς απεφεύχθη.
Άστοχο βρίσκω, όμως, το
επιχείρημα της Εγκυκλίου πως «η Εκκλησία είναι θεσμός αρχαιότατος, έχει
διαχρονικές παραδόσεις αιώνων, συμμετέχει σε όλες τις κατά καιρούς δοκιμασίες
του λαού, συνετέλεσε αποφασιστικά στην ελευθερία του, όπως φαίνεται από την
ιστορία, την παλαιότερη και την πρόσφατη, και πρέπει όλοι να στέκονται με
σεβασμό, τον οποίο κατά καιρούς διακηρύσσουν. 'Αλλωστε και όλοι οι άρχοντες,
εκτός από μερικές εξαιρέσεις, είναι δυνάμει και ενεργεία μέλη της. Η Εκκλησία
ούτε συμπολιτεύεται ούτε αντιπολιτεύεται, αλλά πολιτεύεται κατά Θεόν και
ποιμαίνει όλους. Γι' αυτό και έχει ιδιαίτερο λόγο που πρέπει να γίνεται
σεβαστός»
Εδώ έχουμε δύο ειδών
προβλήματα. Το ένα είναι ο διαρκής κουραστικός μηρυκασμός όσων προσέφερε η
Εκκλησία στο έθνος, άρα πρέπει τώρα να σέβονται τη γνώμη της. Έχω ξαναγράψει
ότι το επιχείρημα αυτό είναι τόσο σοβαρό όσο και το παράπονο της συζύγου ότι
πρόσφερε τόσα πολλά στον γάμο της ώστε ο άνδρας της δεν επιτρέπεται να πάψει να
τήν αγαπά. Όμως όλοι γνωρίζουμε ότι, αν θέλει να συνεχίσει να απολαμβάνει την
αγάπη του συζύγου της, χρειάζεται να τήν ξανακερδίζει κάθε μέρα. (Και το
αντίστροφο, φυσικά).
Το άλλο πρόβλημα
αντανακλά την εσφαλμένη εικόνα την οποία η Σύνοδος διατηρεί για τον εαυτό της
και την Εκκλησία εν γένει. Ποιος μάς είπε πως η Εκκλησία ποιμαίνει τους
πολιτικούς; Ποιμαίνεται μόνο όποιος θέλει να ποιμαίνεται. Βρισκόμαστε προ
πολλού σε μιαν ανοιχτή κοινωνία όπου η Εκκλησία αποτελεί έναν από τους πολλούς
φορείς που τήν επηρεάζουν. Δεν υπάρχει τίποτε αυτονόητο πλέον, όσο και αν μάς
δυσαρεστεί. Το να φανταζόμαστε ένα ‘συμβόλαιο’ το οποίο μόνο εμείς έχουμε στην
πραγματικότητα υπογράψει και το οποίο στην φαντασία μας θα θέλαμε να έχει υπογράψει
και το άλλο μέρος, υποδηλώνει βαρειά ανικανότητα να αντιληφθούμε την κατάσταση
και φανερώνει την τάση μας να συγχέουμε τις επιθυμίες μας με την
πραγματικότητα. Αυτό το έλλειμμα αυτοκατανόησης εξηγεί πολλές από τις σημερινές
παθολογίες της Εκκλησίας μας, μερίδα του κλήρου της οποίας ζη ακόμη ψυχολογικά
στο Βυζάντιο.
Στη χορεία των δηλώσεων
εισήλθε και ηγούμενος σε τηλεοπτική συνέντευξή του. Ερωτηθείς για το νόμο, αφού
διευκρίνισε πως η θέση του δεν είναι διαφορετική από την θέση της Εκκλησίας της Ελλάδος και
χαρακτήρισε λυπηρό το γεγονός, συμπλήρωσε για τους ομοφυλόφιλους τα εξής
εξωφρενικά:
«Δεν γεννιούνται. Αλλά
κι αυτά τα κληρονομικά ακόμη, αν υπάρχουν, είναι δυνατή η Χάρις του Θεού να τά
εκριζώσει όλα. Η Χάρις του Θεού θεραπεύει κατά πάντα τον άνθρωπο. Γι’ αυτό κι
εμείς έχουμε περιπτώσεις που ήλθαν κάποια παιδιά και μάς πλησίασαν και μάς
είπαν πως έχουν λογισμούς τέτοιους και πήγαν σε ψυχολόγους οι οποίοι τούς είπαν
‘τράβα όπως είσαι, παιδί μου’, σήμερα είναι επιτυχημένοι οικογενειάρχες και επιστήμονες,
και μακαρίζουν την ώρα που συνάντησαν ανθρώπους πνευματικούς που τούς έβαλαν
στην ορθήν οδόν… Είναι λάθος αυτό το πράγμα. Δεν σημαίνει ότι, αν κανείς δεχθή
τέτοιον λογισμόν, είναι και τέτοιος. Πολλές φορές δεχόμεθα διάφορους λογισμούς.
Οι λογισμοί είναι ουτοπία, δεν είναι πράξις. [Και προχωρεί σε περιγραφή των
πατερικών σταδίων των λογισμών!]. Άρα μπορεί ο άνθρωπος με την παντοδυναμία της
Θείας Χάριτος να τά βγάλει πέρα… Υπάρχει χάσμα μέγα από την θεώρηση της
Εκκλησίας και την θεώρηση των δήθεν ειδικών».
Και βέβαια υπάρχει
χάσμα, υπό την έννοια πως η Εκκλησία καλεί σε αγιότητα ενώ οι ειδικοί μόνο σε
ψυχική ισορροπία. Αλλά εδώ ο ηγούμενος διαπιστώνει χάσμα και στην διάγνωση.
Αποφαίνεται για την αιτιολογία της ομοφυλοφιλίας, δηλαδή για ζήτημα το οποίο
εξόφθαλμα αγνοεί. Ουσιαστικά απευθυνόμενος στους ειδικούς είναι σαν να λέει:
«Σε ζητήματα σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου αφήστε σε εμάς
τους πνευματικούς την διάγνωση»!
Και η στάση του
κορυφώνεται με μιαν αδιανόητη στρεψοδικία: μεταθέτοντας τεχνηέντως το ζήτημα
του σεξουαλικού προσανατολισμού σε ένα ‘γήπεδο’ στο οποίο η Εκκλησία μόνο έχει
λόγο, αυτό των λογισμών, πετάει έξω ολόκληρη την επιστημονική γνώση και
αποφαίνεται ως εξουσίαν έχων. Από πού συνεπέρανε πως η ομοφυλοφιλία είναι απλώς
ζήτημα λογισμών; Απλώς έτσι τό αποφάσισε ο ίδιος ώστε να ξεμπερδεύει με τα
σταυρικά όντως ερωτήματα.
Στη συνέχεια
αναλογίζεται τι θα πρέπει να πράξουμε με κάποια γυναίκα που θα γίνει άνδρας («η
κορούλα θέλει να γίνει άνδρας διότι έτσι τής κάπνισε») και θα ζητήσει να μεταβή
στο Άγιον Όρος, συμπληρώνοντας: «Είναι θέματα που αναφύονται με τη νομοθέτηση
αυτή». Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς; Την παντελή άγνοια η οποία αποδίδει την
αλλαγή φύλου σε βίτσιο, ή την σύγχυση η οποία συνδέει την δυσφορία φύλου με τον
γάμο ομοφύλων;
Άλλος πρεσβύτερος
κηρύττει, ή μάλλον ωρύεται, με πλήρη ιερατική στολή: ορίζει 4 χρόνια
ακοινωνησία σε όσους ψήφισαν τον σημερινό πρωθυπουργό (επειδή «έκλεισε τις
εκκλησίες»), κατηγορεί ως ηθικούς αυτουργούς του νέου νόμου «τον τριτοκλασάτο οικονομικό
σύμβουλο και τον ξανθομπάμπουρα», για να καταλήξει: «φύγετε, θα σάς διώξει ο
Θεός». Και παραμένει υπηρεσιακά ανενόχλητος, όπως ανενόχλητοι παρέμειναν και
όσοι κληρικοί σαμποτάριζαν τα μέτρα κατά της πανδημίας και έγιναν ηθικοί
αυτουργοί θανάτων. (Μόλις έμαθα ότι τού ασκήθηκε εκκλησιαστική δίωξη – αλλά όχι
για το ‘κήρυγμα’ αυτό).
Όπως διαπιστώνουμε,
δηλαδή, επικρατεί πλήρης ασυδοσία δημοσίων δηλώσεων, οι οποίες εκθέτουν τόσο
τους ίδιους που τό αποτολμούν ‘ξυπόλητοι στ’ αγκάθια’, όσο και την Εκκλησία
ευρύτερα.
*
Η εισήγηση στην
Ιεραρχία
Καθώς η εισήγηση του
μητροπολίτη Μεσογαίας στην Ιεραρχία υπήρξε μεγάλη σε έκταση, αναπόφευκτα
γίνονται και πολλά τα σημεία στα οποία μπορεί να ασκηθή κριτική. Ίσως, όμως
όπως θα φανή στη συνέχεια, να μην είναι το μήκος η μόνη αιτία…
Αναμφίβολα εκτιμούμε όλοι
τον κόπο τον οποίο κατέβαλε και συμμετέχουμε στον ζήλο και στον πόνο του για το
επίμαχο θέμα. Τα επαινετά σημεία της εισήγησης υπήρξαν πολλά: τόνισε την σοφία
της κατασκευής του σώματος και την θεολογική αξία του εκκλησιαστικού γάμου,
υπογράμμισε την σκοτεινή δύναμη του κινήματος λοατκι και τις καταστροφικές
δράσεις του, επεσήμανε την περίεργη βιασύνη και επιμονή της κυβέρνησης,
αποδόμησε το επιχείρημα περί ανάγκης υιοθεσίας παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια
κ.ά.
Δυστυχώς, όμως, είναι
αρκετά και τα προβληματικά σημεία. Αντιλαμβάνομαι πως η εισήγηση θα συνετάγη
υπό χρονική πίεση και υπό το βάρος του φορτισμένου κοινωνικού κλίματος. Οι
παράγοντες αυτοί, όμως, δεν τήν τοποθετηθούν στο απυρόβλητο της κριτικής. Δεν
θα σχολιάσω ένα-ένα τα κατά τη γνώμη μου σφάλματα, αλλά θα προσπαθήσω να
ομαδοποιήσω τις αβάσιμες θέσεις και προτάσεις.
Κατ’ αρχήν, δεν
ασχολείται κανένας νόμος με την ‘επιλογή σεξουαλικού προσανατολισμού’, όπως
λέει η εισήγηση: και διότι δεν υπάρχει τέτοια επιλογή, αλλά και να υπήρχε πώς
θα μπορούσε άλλωστε; Μόνο τα σχετικά με την ταυτότητα φύλου ρυθμίζουν οι νόμοι.
Συνηθισμένη η σύγχυση αυτή μεταξύ των Χριστιανών.
Μια διαδεδομένη, και
βαθιά παγιωμένη, εντύπωση πολλών πιστών είναι πως η ομοφυλοφιλία αποτελεί
επιλογή. Να τονίσουμε απερίφραστα ότι αυτό είναι λάθος! Η ομοφυλόφιλη έλξη
αναδύεται, δεν προκαλείται. Αυτό που εμπίπτει στην θέληση των ανθρώπων είναι η
χρήση της, το αν θα προβούν σε ανάλογη ζωή.
Η εισήγηση εκλαμβάνει
αυτή την εσφαλμένη αντίληψη ως βεβαιότητα και πάνω σε αυτήν οικοδομεί όλο της το
σκεπτικό. Απορώ γιατί: δεν υπάρχουν ούτε ερευνητικά στοιχεία ούτε μαρτυρίες
ομοφυλόφιλων που να φανερώνουν κάποια συνειδητή ψυχική διεργασία η οποία να
γεννά την έλξη. Η αντιεπιστημονική αυτή αφετηρία παράγει σοβαρές παρενέργειες,
τόσο θεολογικά όσο και ποιμαντικά.
Όσον αφορά στην
δυσφορία φύλου, συνήθως ξεκινά κατά την νηπιακή ή παιδική ηλικία – και, φυσικά,
ούτε και αυτή είναι επιλογή. Η μόνη περίπτωση ‘μεταδοτικής’ δυσφορίας φύλου
αφορά σε μια υπο-ομάδα έφηβων κοριτσιών (έχω γράψει γι’ αυτήν), η οποία απέχει
και πάλι από το να ονομασθή ελεύθερη.
Βρίσκω ακατάλληλο το
επιχείρημα περί κρατών τα οποία αντιστέκονται στις επιδιώξεις του κινήματος
λοατκι, αφού ταυτόχρονα αυτά αντιστέκονται και στην ελευθερία του λόγου και του
τρόπου ζωής. Η σύμπτωση αυτή δεν είναι τυχαία. Άραγε δεν έχει κάποια σημασία
ότι πρόκειται για κράτη στα οποία δεν έχουν ωριμάσει τα ανθρώπινα δικαιώματα,
τα οποία καταδιώκουν ποινικά την ομοφυλοφιλία φυλακίζοντας, και βασανίζοντας;
Αυτές τις χώρες φέρνουμε ως υποδείγματα;
Δεν είναι εφικτό να
προχωρήσει μια κοινωνία μπροστά χωρίς τα καλά στοιχεία της Νεωτερικότητας – και
οι αναφερθείσες χώρες είναι σαφώς προνεωτερικές. Τέτοιες συγκρίσεις δημιουργούν
την εντύπωση ότι επιθυμούμε τη δημοκρατία συμφεροντολογικά, μόνο όταν
προστατεύει την Εκκλησία, και ότι ανεχόμαστε δικτατορικά καθεστώτα όταν
εμφανίζονται (ψευδεπίγραφα) ως υπέρμαχοι χριστιανικών αξιών.
Ακόμη, το γεγονός ότι
σχεδόν δεν υπάρχουν κράτη δημοκρατικά που προασπίζουν χριστιανικές αξίες δεν θα
πρέπει να χρεωθή και ως αποτυχία του Χριστιανισμού; Δεν είναι φανερό ότι δεν
κατάφερε να εμπνεύσει θετική επίδραση στο δίκαιο; Ή μάλλον, το αντίθετο: με την
ιστορική συμπεριφορά του στο μακρινό παρελθόν ‘κατάφερε’ να υποκινήσει
αντιχριστιανικές αντιδράσεις.
Η εισήγηση περιγράφει
τις διαφορές των φύλων, με στόχο να τίς αποδώσει αποκλειστικά στην βιολογία,
έτσι ώστε να θεωρούνται ως απαρασάλευτες. Για να τό επιτύχει αυτό καταφεύγει σε
ουσιοκρατική περιγραφή, ως εάν τα γνωρίσματα των φύλων να αποτελούν αναλλοίωτα
δομικά χαρακτηριστικά τους. Όμως, πρώτον, οι διαφορές αυτές των φύλων δεν είναι
απόλυτες αλλά στατιστικές: στην πραγματικότητα κάθε άνδρας και κάθε γυναίκα
διαπνέονται και από χαρακτηριστικά του άλλου φύλου. Ουσιαστικά δεν ισχύει ένα
δίπολο, άσπρο-μαύρο, αλλά ένα συνεχές.
Δεύτερον, οι εν λόγω
διαφορές δεν έχουν αποκλειστικά βιολογική αιτιολογία αλλά και ψυχοκοινωνική. Με
άλλα λόγια, τα αγόρια και τα κορίτσια ‘εκπαιδεύονται’ από την ευρύτερη
οικογένεια και την κοινωνία προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις: στα αγόρια υπάρχει
μεγαλύτερη ανοχή να είναι παρορμητικά, δεν επιτρέπεται εύκολα το κλάμα, δεν
προτρέπονται να συμμετέχουν σε απλές δουλειές του σπιτιού, ενώ αργότερα
συγχωρείται περισσότερο η απιστία κτλ. Τα κορίτσια ενθαρρύνονται να
επικοινωνούν με πλάγιους τρόπους, να μην προβάλλουν δυναμικά την άποψή τους σε
συζητήσεις, να μην εκδηλώνουν πρώτες το ενδιαφέρον για το άλλο φύλο, να
ανέχονται καταπίεση ή και κακοποίηση ακόμη κ.ά.
Όλα αυτά (που εντελώς
επιγραμματικά αναφέρω εδώ) συνιστούν το αποτύπωμα της κοινωνίας πάνω στα φύλα.
Διαθέτουμε αρκετή γνώση πλέον σχετικά με την διαφοροποίηση του εγκεφάλου του
εμβρύου κατά φύλο εξαιτίας των ορμονικών επιδράσεων στη διάρκεια της
εγκυμοσύνης, αλλά δεν είναι ανάγκη να είναι κάποιος κονστρουξιονιστής για να καταλήξει στο
συμπέρασμα ότι δεν καθορίζουν τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά μόνο οι ορμόνες!
Πιθανολογώ ότι ο
σεβασμιώτατος πιεζόταν από την επιθυμία του να καταδείξει τις διαφορές των
φύλων απέναντι στο κίνημα λοατκι το οποίο μισεί την διάκριση των φύλων. Αλλά τα
επιχειρήματά μας κατά του γάμου ομοφύλων δεν μπορούν να βασίζονται σε
μονομερείς θέσεις. Ο αντίλογος στον κονστρουξιονισμό δεν είναι η ουσιοκρατία
αλλά μια δημιουργική σύνθεσή τους, η οποία πηγάζει από έντιμη και προσεκτική
παρατήρηση της πραγματικότητας.
Για να διατηρήσει
συνδεδεμένες σεξουαλικότητα και τεκνογονία η εισήγηση προσκομίζει την αναλογία
πέψης και γεύσης, ως αντίστοιχα σκοπού και μέσου. Αλλά το παράδειγμα είναι
ανεπιτυχές. Όπως βεβαιώνει η εμπειρία μας, η τέρψη της γεύσης με ένα γλυκό και
η ευφορία την οποία προκαλεί το (μετρημένο) αλκοόλ δεν γίνονται για την θρέψη
αλλά εξυπηρετούν και άλλους σκοπούς: δημιουργούν ευχάριστη διάθεση, συσφίγγουν
τους κοινωνικούς δεσμούς, γεννούν στάση ευγνωμοσύνης. Μήπως, λοιπόν, η
σεξουαλική ηδονή δεν αποτελεί μόνο τέχνασμα για να αναπαράγεται ο άνθρωπος;
Η τόσο σημαντική ψυχική
λειτουργία της σεξουαλικότητας (ψυχική σύνδεση του ζεύγους, ανανέωση και
ενδυνάμωση, ευγνωμοσύνη προς τον Θεό: «παν κτίσμα Θεού καλόν, μετ’ ευχαριστίας
λαμβανόμενον») απουσιάζει εντελώς από την εισήγηση, υποθέτω α) για να μην αποδοθή
και στην ομόφυλη σχέση και β) για να αντικρουσθή ο ηδονιστικός χαρακτήρας του
σύγχρονου κόσμου. Αλλά όταν πονά το κεφάλι η θεραπεία δεν είναι να τό κόψουμε…
Επίσης, τα έωλα
αιτήματα του κινήματος λοατκι για επικύρωση κάθε συντροφικότητας δεν καταρρίπτονται
μειώνοντας την ανθρώπινη ανάγκη για φυσιολογική συντροφικότητα, για την οποία ο
μητροπολίτης Μεσογαίας δηλώνει ότι δεν τή θεωρεί κίνητρο του γάμου. Άλλη
εντύπωση φαίνεται να έχουν οι Πατέρες. Αφορμώμενοι από το «ου καλόν είναι τον
άνθρωπον μόνον» ανέπτυξαν πλήθος παρατηρήσεων για τα αγαθά της συντροφικότητας
και της αλληλοβοήθειας. Για δε την σεξουαλικότητα μίλησαν με αξιοθαύμαστη
γενναιοδωρία:
Άγιος Ιωάννης
Χρυσόστομος: «Δεν είναι δυνατόν να υπάρξει πιο στενός σύνδεσμος μεταξύ των
συζύγων από την σαρκική επικοινωνία… Είναι φανερό πλέον ότι δεν είναι ανθρώπινο
κατασκεύασμα, δεν είναι εικόνα ενός γήινου πράγματος η ερωτική επιθυμία που
αναπτύσσεται ανάμεσα στον άνδρα και στη γυναίκα… Ο Θεός αυτή την επιθυμία τήν
προσφέρει στους συζύγους να τήν απολαμβάνουν χωρίς ενοχή, χωρίς ντροπή, και
χωρίς φόβο. Απεναντίας δε να ευχαριστούν τον Θεό γι’ αυτό το δώρο που τούς
προσφέρει».
Άγιος Αμφιλόχιος
Ικονίου: «Ο Θεός ενέσπειρε την ηδονή μέσα στον άνθρωπο».
Άγιος Βασίλειος
Αγκύρας: «Η ηδονή από τη συνουσία είναι απαραίτητο επακολούθημα του γάμου… Ο
Θεός έβαλε στον άνδρα και στη γυναίκα έναν απερίγραπτο οίστρο για να συμπλέξει
το κάθε μέρος με το άλλο».
Προκειμένου να
αντικρούσει τις ακρότητες του κινήματος ο εισηγητής αποφαίνεται πως η ταυτότητα
ορίζεται από αντικειμενικά κριτήρια. Αυτό ξεκάθαρα δεν ευσταθεί. Η έννοια της
ταυτότητας (κάθε ταυτότητας, όχι μόνο φύλου) ανήκει στην επικράτεια και
δικαιοδοσία της επιστήμης της Ψυχολογίας και συνίσταται στο υποκειμενικό
αίσθημα. Και τούτο διότι ένα από τα γνωρίσματα της ψυχικής ταυτότητας είναι να
παρέχει αίσθημα συνοχής και διάρκειας στον εαυτό.
Η βιβλιογραφία για την
ταυτότητα ως αίσθηση του υποκειμένου είναι αχανής. Θα παραθέσω μόνο τον
νομπελίστα Έρικ Κάντελ: «Ταυτότητα φύλου είναι η αίσθησή μας για το πού
ανήκουμε στο φάσμα της σεξουαλικότητας… Εμπεριέχει τη βιολογική μας ανάπτυξη,
τις συγκινήσεις και τη συμπεριφορά μας. Η ταυτότητα φύλου, λοιπόν, παρότι μπορεί
να ποικίλλει σημαντικά από άτομο σε άτομο, είναι αποτέλεσμα της φυσιολογικής
διαφοροποίησης φύλου του εγκεφάλου… Η ‘ασυμφωνία’ μπορεί να ανακύψει, διότι το
ανατομικό φύλο μας και η ταυτότητα φύλου μας καθορίζονται ξεχωριστά, σε
διαφορετικές χρονικές στιγμές κατά την πορεία της ανάπτυξης» (‘Ο διαταραγμένος
νους’).
Πιο πέρα η εισήγηση
παρουσιάζει μετ’ εμφάσεως το πρώτο κεφάλαιο της προς Ρωμαίους επιστολής. Έχω
γράψει επ’ αυτού στα δύο βιβλία μου σχετικά με τις ερμηνευτικές προϋποθέσεις
των Παυλείων θέσεων, οπότε εδώ προσθέτω επιγραμματικά τα εξής.
Στην ομολογουμένως
έντονη αυτή περικοπή η ομοφυλοφιλία συνδέεται με μια γενικότερη στάση ανταρσίας
εναντίον του Θεού: ο αυτονομημένος άνθρωπος επαναστατεί συνειδητά και στρέφεται
στα είδωλα («σεβάστηκαν και λάτρεψαν την κτίση αντί για τον Κτίστη»), οπότε ο
Θεός τόν εγκαταλείπει στα ποικίλα πάθη του, μεταξύ των οποίων και η
ομοφυλοφιλία. Η εντύπωση που ένας Χριστιανός αποκόμιζε από τους τότε
ομοφυλόφιλους ήταν ότι επρόκειτο για αποβράσματα: η άστατη και προκλητική ζωή
τους, καθώς και η παράδοσή τους στις απολαύσεις μέσα στην ειδωλολατρική
συνάφεια στην οποία ανήκαν, δημιουργούσαν αβίαστα την αίσθηση ότι ως ομάδα
αποτελούσαν κοινωνικό και ηθικό περιθώριο.
Ταυτόχρονα – κάτι πολύ
σημαντικό – δεν υπήρχε καν στην προνεωτερική εποχή η έννοια της εφηβείας και
της ψυχικής ανάπτυξης η οποία τήν συνοδεύει, μέσα στα πλαίσια της οποίας
ανιχνεύεται σήμερα ο σεξουαλικός προσανατολισμός. Γενικώς δεν υπήρχε η
παραμικρή υποψία για την ψυχική ενδοχώρα της σεξουαλικότητας, έλλειμμα το οποίο
συνοδεύει ακόμη και σήμερα πολλούς κληρικούς που αξιολογούν την σεξουαλική
συμπεριφορά επιφανειακά.
Ας προσέξουμε το εξής
απόσπασμα από την εν λόγω περικοπή: «Είναι γεμάτοι από κάθε λογής αδικία,
πορνεία, πονηρία, πλεονεξία, κακία. Είναι γεμάτοι φθόνο, φόνο, φιλονικία, απάτη
και κακοήθεια. Κακολογούν και κατηγορούν ο ένας τον άλλο, μισούν τον Θεό, είναι
κακοποιοί, υπερήφανοι, αλαζόνες, σκέφτονται μόνο πώς θα βλάψουν τους άλλους,
είναι ανυπάκουοι στους γονείς τους. Άνθρωποι χωρίς σύνεση, δεν κρατούν τον λόγο
τους, δεν έχουν στοργή, διαλλακτικότητα, και έλεος». Υπάρχει σήμερα κάποιος
Χριστιανός, έστω και συντηρητικός, ο οποίος να θεωρεί πως οι ομοφυλόφιλοι
αποτελούν την επιτομή όλων αυτών των θλιβερών παθών;
Ο Απόστολος Παύλος προφανώς δεν γίνεται
επιθετικός προς τους ομοφυλόφιλους, ακριβώς επειδή το κύριο θέμα του δεν είναι
αυτοί. Αντικείμενό του είναι η νοοτροπία και η συμπεριφορά του ανθρώπου της
αποστασίας εν γένει. Βλέποντας τι συμβαίνει γύρω του παρατηρεί πως οι
διεφθαρμένοι της εποχής ανήκουν στους ειδωλολάτρες, οπότε περιγράφει τις
πλούσιες πτυχές της διαφθοράς τους. Ότι αυτά τα πάθη καλλιεργούνται στο πλαίσιο
μιας αποχαλινωμένης ειδωλολατρείας φαίνεται και στην Α΄ προς Κορινθίους όπου
προσθέτει: «Και τέτοιοι ήσασταν κάποτε μερικοί· αλλά με την δύναμη του Κυρίου
μας Ιησού και με την ενέργεια του Πνεύματος του Θεού καθαριστήκατε από την
αμαρτία και γίνατε λαός του Θεού».
Έτσι λοιπόν, αν
προσκαλέσετε έναν σημερινό ομοφυλόφιλο να διαβάσει το πρώτο κεφάλαιο της προς
Ρωμαίους, αναμφίβολα θα δυσκολευθή να αναγνωρίσει σε αυτό τον εαυτό του. Και,
φυσικά, ούτε εσείς οι αναγνώστες το έφηβο παιδί σας που μόλις σάς ανακοίνωσε
ότι ελκύεται από το ίδιο φύλο…
Καθώς λοιπόν πολλοί
Χριστιανοί σήμερα υπογραμμίζουν αυτούσιες τις διατυπώσεις του Αποστόλου Παύλου,
αποκομμένες από τις ιστορικοκοινωνικές συνιστώσες, εξάγουν από αυτές λάθος
συμπεράσματα.
Ως συνέπεια όλων των
προηγούμενων θέσεων διατυπώνεται απερίφραστα η άποψη πως η ομοφυλοφιλία
αποτελεί διαταραχή προς θεραπεία. Επιπλέον, εντελώς αυθαίρετα, ονομάζεται και
‘εκουσίως προκλητή’! Εδώ εγείρεται ένα δεοντολογικό ζήτημα.
Εάν η ποιμαντική πράξη
και η πνευματική ζωή κατορθώνουν να επιτύχουν αλλαγή του σεξουαλικού
προσανατολισμού, παρακαλούμε τον σεβασμιώτατο να μάς παράσχει τα επιχειρήματά
του, τις αποδείξεις του, και τις παραπομπές του, ως εκδήλωση αγάπης και
συμπαράστασης προς όλους τους κληρικούς οι οποίοι ποιμαίνουν. Επίσης
χρειάζονται δημοσιεύσεις ή επιμορφωτικές ευκαιρίες στις οποίες θα
παρουσιάζονται ανωνύμως πραγματικές περιπτώσεις ανθρώπων που άλλαξαν σεξουαλικό
προσανατολισμό μέσω της πνευματικής ζωής. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις τα
δεδομένα αυτά θα υποβληθούν στην βάσανο της επιστημονικής λογικής και
μεθοδολογίας, έτσι ώστε να διαπιστώσουμε α) αν όντως ήταν ομοφυλόφιλοι και β)
αν όντως άλλαξαν. (Όχι αν εγκρατεύθηκαν, αυτό είναι εφικτό). Κάθε άλλος
ατεκμηρίωτος ισχυρισμός αποπροσανατολίζει.
Ο μητροπολίτης
Μεσογαίας (και πολλοί άλλοι μαζί του, δυστυχώς) αποδίδει αναξιοπιστία στον
ισχυρισμό των ομοφυλόφιλων ότι αγαπούν ερωτικά, επειδή παρεισφρύει η
σεξουαλικότητα. Εδώ έχουμε πολλαπλή σύγχυση.
Κατ’ αρχήν, κάθε
ανθρώπινη δραστηριότητα ενδέχεται να επιμολύνεται «από ανελευθερία και ιδιοτέλεια» (έκφραση του ιδίου), όχι μόνο η
σεξουαλικότητα. Η παραβολή των ζιζανίων μάς τό διδάσκει ξεκάθαρα. Μήπως και η
επιθυμία να κορέσουμε την πείνα μας και να συντηρηθούμε στη ζωή μέσω της
τροφής, δεν συμπλέκεται με την γαστριμαργία; Δεν περιέχουν «παρορμητισμό και
ηδονικό αίσθημα» (έκφραση του ιδίου) ο εγωκεντρισμός, η υπεροψία, η εκδίκηση;
Γιατί αυτή η ιδιαίτερη έμφαση στο σεξ;
Ο ομόφυλος έρωτας
κινδυνεύει από ανελευθερία και ιδιοτέλεια όσο και ο ετερόφυλος. Γενικώς ο
έρωτας είναι ανώριμος, όχι επειδή συνοδεύεται από σεξουαλική έλξη, αλλά επειδή
δεν έχει μεταμορφωθή ακόμη σε βαθειά ώριμη αγάπη, κάτι που απαιτεί χρόνο και
προσπάθεια. Και αυτό ισχύει εξίσου και για τον ετερόφυλο έρωτα.
Οι παραπάνω κίνδυνοι
δεν απειλούν μόνο την ερωτική μορφή αγάπης επειδή τάχα αυτή αντιδιαστέλλεται
από τις άλλες μορφές λόγω της σεξουαλικότητας. Όλοι γνωρίζουμε ότι ανελευθερία
και ιδιοτέλεια υπεισέρχονται σε κάθε μορφή αγάπης: πατρική, μητρική, υιική,
αδελφική, φιλική, ακόμη και ποιμαντική. Δεν είναι το σεξ το πρόβλημα! Και τούτο
διότι μήτρα της ανελευθερίας και της ιδιοτέλειας υπήρξε η πρώτη αμαρτία που
έλαβε χώρα στον κόσμο, η υπερηφάνεια, από κάποιον που δεν είχε σώμα, τον
διάβολο!
Το ορθό επιχείρημα της
εισήγησης ότι δεν επιτρέπεται να επικαλούμαστε την ερωτική αγάπη για την
μοιχεία, την εύκολη εναλλαγή συντρόφων, την παράλληλη πολυσυντροφικότητα κτλ.
ευσταθεί για άλλο λόγο: επειδή οι μορφές αυτές σχέσης φανερώνουν ψυχικό και
πνευματικό πρόβλημα του δήθεν ‘αγαπώντος’: ανικανότητα ή απροθυμία για
δέσμευση. Υφίσταται εδώ έλλειμμα ψυχικής συνοχής, υπάρχει αντίσταση στην
αυτοπειθαρχία και καλλιέργεια τις οποίες προωθούν η αφοσίωση και η πιστότητα, ο
ναρκισσισμός ωθεί σε ‘κατανάλωση’ ανθρώπων, η δε ψυχική θραυσματοποίηση
εκφράζεται με αντίστοιχη αποσπασματικότητα στις σχέσεις. Δεν είναι αυτή η
περίπτωση για το ομόφυλο μονογαμικό ζεύγος.
Το άλλο σημείο σύγχυσης
βρίσκεται στη λέξη ‘αντισταθμίζεται’. Αν αντιλαμβάνομαι σωστά, εδώ διατυπώνεται
ο ισχυρισμός ότι τυχόν ανελευθερία και ιδιοτέλεια που υπεισέρχονται στην
ετερόφυλη ερωτική σχέση λόγω του σεξουαλικού στοιχείου εξισορροπούνται επειδή η
επαφή «δίνει ζωή»! Με άλλα λόγια, το ζευγάρι εξιλεώνεται (ως προς τα
παρεμπίπτοντα ζιζάνια) δια της τεκνογονίας! Δεν θα ήθελα να σχολιάσω περαιτέρω,
σήμερα ευτυχώς βρισκόμαστε πολύ μακριά από τέτοιες θέσεις.
Άλλη διαδεδομένη πλάνη
είναι ότι στην ομοφυλοφιλία ταυτίζεται η αγάπη με την σεξουαλική έλξη, κάτι που
δείχνει να αποτελεί και θέση της εισήγησης. Λάθος: η βεβαιότητα αυτή αποτελεί
προκατάληψη η οποία στοχεύει στο να απαξιώσει τους ομοφυλόφιλους ως δήθεν
σκλάβους στο σεξουαλικό πάθος. Οι ομοφυλόφιλοι ακολουθούν την ίδια πορεία όπως
οι ετεροφυλόφιλοι: ερωτεύονται! Η ποιότητα του έρωτά τους ενδέχεται να είναι
υγιής ή νοσηρή, όπως ακριβώς και των ετεροφυλόφιλων. Γι’ αυτό και αρκετοί είναι
ικανοί για ώριμη και μακροχρόνια αγάπη. Άλλωστε, σε αντίθεση με τους μύθους που
κυκλοφορούν γι’ αυτούς, αρκετοί δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για σεξουαλική ζωή,
όπως και αρκετοί ετεροφυλόφιλοι.
Θα πρέπει να είναι
ακραία ανόητος κάποιος για να αυταπατάται ότι όταν αισθάνεται σεξουαλική ορμή
αγαπά. Η ταύτιση των ομοφυλόφιλων με πρωτίστως σεξουαλικά όντα υπηρετεί
μεθόδευση, σίγουρα ανεπίγνωστη. Αποβλέπει στην κατασυκοφάντηση αυτής της ομάδας
ώστε να απαξιωθή το μεταξύ τους ερωτικό συναίσθημα. Έτσι, παραμένοντας δήθεν ως
αμιγώς σεξουαλικό πάθος, γίνεται στη συνέχεια η πρόταση να θεραπευθή μέσω της
πνευματικής ζωής.
Ο μητροπολίτης
Μεσογαίας πασχίζει να αποδείξει πως η ομοφυλοφιλία είναι ψυχική διαταραχή ώστε
να έχει «την ελπίδα της ψυχιατρικής θεραπείας» (δική του έκφραση). Μη
αποδεχόμενος την αποπαθολογικοποίησή της υποδεικνύει στην Ψυχιατρική τι να
κάνει. Θα τόν παρακαλούσαμε να προσκομίσει τις ενδείξεις που διαθέτει πως η
Ψυχιατρική μπορεί να θεραπεύσει την ομοφυλοφιλία.
Υπάρχει αντίφαση: από
τη μια ζητά από την Ψυχιατρική να θεραπεύσει την ομοφυλοφιλία και λίγο μετά
υπόσχεται ότι αυτό μπορεί να τό κάνει η Εκκλησία. Θα μάς βοηθούσε αν
χαρτογραφούσε το πεδίο αρμοδιότητας του κάθε χώρου – τι πρέπει να κάνουν οι
ψυχίατροι και τι οι κληρικοί – ώστε κι εμείς είτε να ωφεληθούμε είτε να
αντιτάξουμε τα επιχειρήματά μας.
Βέβαια, το πώς η
«διάχυτη κοινωνική αμαρτία» (δική του έκφραση) γέννησε την έλξη προς το ίδιο
φύλο ενός παιδιού που ενίοτε δεν έχει καν εισέλθει στην εφηβεία ακόμη,
ενδέχεται δε να μεγάλωσε σε χριστιανική οικογένεια (ενίοτε και ιερατική!),
παραμένει αξιοπερίεργο.
Κλείνοντας, εκφράζω την
απορία μου γιατί, μέσα σε 30 σελίδες, ο σεβασμιώτατος παραπέμπει μόνο σε άλλους
8 επισκόπους και σε 2 νομικούς. Δεν αξιοποίησε τον μόχθο και τις γνώμες
ανθρώπων που έχουν γράψει ή μιλήσει υγιώς για τα επίμαχα θέματα σεξουαλικού προσανατολισμού
και ταυτότητας φύλου, γνώμες οι οποίες θα ενίσχυαν τις θέσεις του. Ενδεικτικά,
αναφέρομαι σε ανθρώπους όπως (ζητώ συγγνώμη αν μού διαφεύγει κάποιος) οι
καθηγητές π. Αθανάσιος Γκίκας και π. Νικόλαος Λουδοβίκος, ο π. Βασίλειος
Χαβάτζας, η παιδοψυχίατρος κ. Καλλιόπη Προκοπάκη, ο ψυχίατρος κ. Κλεάνθης
Γρίβας, η ιατρός κ. Παναγιώτα Χατζηγιαννάκη, ο φιλόσοφος κ. Στέλιος Ράμφος, ο
κ. Γιώργος Καραμπελιάς, ο κ. Γιώργος Ρακκάς, ο κ. Νικήτας Αλιπράντης, ο κ.
Βλάσης Αγτζίδης, ο κ. Ευάγγελος Κοροβίνης, ο κ. Δημήτρης Καραδήμας (τούς
αναφέρω εν αγνοία τους, εννοείται), ή Ορθοδόξων ξένων όπως ο π. Θωμάς Χόπκο και
ο π. Μάρκος-Αντώνιος ντε Μποργκάρ, ή άλλων όπως ο Κριστιάν Φλαβινύ. Ο δημόσιος
λόγος των παραπάνω έχει καταθέσει πληθώρα πληροφοριών και επιχειρημάτων, οπότε
η κατοχύρωση της εισήγησης μέσω αυτών θα τήν ενίσχυε και ενδεχομένως θα τήν
βελτίωνε. Αντ’ αυτού ο εισηγητής κατέφυγε μόνο σε δηλώσεις ιεραρχών, οι
περισσότερες των οποίων ήταν κοινότοπες και τίποτε καινούργιο δεν προσέφεραν.
Γιατί; Μόνο ο ίδιος γνωρίζει.
Η εισήγηση στην
Ιεραρχία υπήρξε το τελικό επιστέγασμα μιας διανοητικής πορείας του ομιλητή, η
οποία είχε δώσει και άλλα δείγματα στο παρελθόν. Το 2017 έδωσε ομιλία στα
Χανιά, της οποίας αγνοώ τον τίτλο, αλλά της οποίας απόσπασμα κυκλοφόρησε ευρέως
στο διαδίκτυο. Πρόσφατα καθηγητής θεολόγος της Κύπρου προέβαλε το απόσπασμα σε
μαθητές Γ’ Λυκείου, γεγονός το οποίο οδήγησε σε διαμαρτυρία μια Βουλευτή.
Ευτυχώς το Υπουργείο Παιδείας κάλυψε τον εκπαιδευτικό, αφού είναι εντελώς
νόμιμη και αποδεκτή η χρήση πρόσθετων οπτικοακουστικών ντοκουμέντων στην
διδασκαλία.
Το πρόβλημα του βίντεο,
όμως, βρισκόταν στο περιεχόμενο. Μια κοπέλα παρατηρεί: «Οι ομοφυλόφιλοι είναι
δύο διαφορετικοί άνθρωποι, ως ψυχικά πλάσματα, που θα μπορούν να συμπληρώνουν ο
ένας τον άλλον, να γίνεται ένωση, συγκατάβαση, να έρχεται ο ένας στη θέση του
άλλου, και να μιμούνται έτσι την αγιότητα του Χριστού… σε ψυχικό επίπεδο». Ο
ομιλητής τήν διακόπτει λέγοντας: «Μέ μπερδεύεις». Και κατόπιν μεταθέτει το
‘παιγνίδι’ σε άλλο ‘γήπεδο’:
«Το να πώ ‘αυτός είναι
ομοφυλόφιλος’ είναι λάθος. Το να πω, όμως, ‘αυτός ο άνθρωπος νομίζει ότι είναι
αυτό’ είναι άλλο. Αυτό που έχει κάνει όλο το σύστημα σήμερα είναι να πιστέψουν
ότι έτσι γεννιέσαι, ή έτσι γίνεσαι σε μια πολύ μικρή ηλικία και δεν ξεγίνεσαι…
Δεν δέχομαι έτσι μέσα μου ότι κάποιος είναι ομοφυλόφιλος». Και συνεχίζει
απαριθμώντας τη δύναμη του λοατκι λόμπυ.
Αυτό που χωρίς δυσκολία
αντιλαμβάνεται κανείς είναι ότι παρακάμπτει το καίριο σημείο το οποίο η κοπέλα
έθεσε, την ύπαρξη συναισθηματικά υγιών ομόφυλων ζευγαριών – και το οποίο είναι
τόσο διαδεδομένο – επειδή ανέτρεπε αυτό που ο ίδιος θέλει να πιστεύει για την
ομοφυλοφιλία. Δεν ταίριαζε με το σχήμα το οποίο έχει κατασκευάσει, γι’ αυτό και
αρνήθηκε πως υπάρχει καν η ομοφυλόφιλη ταυτότητα, ισχυριζόμενος ότι δεν
επιτρέπεται να δηλώνει κάποιος ‘είμαι ομοφυλόφιλος’. Δεν είναι, τόν έκανε το
κίνημα. Κάτι σαν τους λογισμούς που ανέφερε εκείνος ο ηγούμενος…
Όταν δεν αντέχουμε την
πραγματικότητα όπως είναι, τήν ανακατασκευάζουμε στην φαντασία μας. Πλάθουμε
τον αντίπαλο όπως θέλουμε, δηλαδή, προκειμένου κατόπιν να τόν ακυρώσουμε με τα
εννοιολογικά μέσα που διαθέτουμε. Το είδος των όπλων μας διαμορφώνει και την
αντίληψη για τον άλλον. Γι’ αυτό, όταν ο συνομιλητής μάς καλεί σε άλλο πεδίο
από αυτό που έχουμε εμείς προετοιμάσει, μάς ‘μπερδεύει’…
Το 2018 ο ίδιος κλήθηκε
ως αποκλειστικός ομιλητής σε ημερίδα κληρικών από όλη την Ελλάδα με θέμα
«Ταυτότητα φύλου». Ανάλωσε τον άφθονο χρόνο που είχε στην διάθεσή του α) για να
περιγράψει το μεγαλείο της ένωσης των δύο φύλων εν Χριστώ και β) για να
διεκτραγωδήσει τον σύγχρονο ηθικό ξεπεσμό της κοινωνίας. Είπε θαυμάσια
πράγματα, αλλά μάλλον περιττά για την περίσταση και το ακροατήριο. Τίποτε
διαφωτιστικό δεν ανέφερε για το κύριο θέμα.
Όλα τα παραπάνω
δείχνουν πως, ενώ η εισήγηση περιέχει πολλές σωστές και αξιοποιήσιμες θέσεις,
φαίνεται να υπάρχει πρόβλημα με τις απόψεις και την εν γένει στάση του
μητροπολίτη Μεσογαίας ειδικά γύρω από τα θέματα σεξουαλικότητας, σεξουαλικού
προσανατολισμού, και ταυτότητας φύλου. Συνοπτικά, συναντούμε εσφαλμένες θέσεις
ως αφετηρίες, ασυνέπεια και λογικά άλματα, λήψη του ζητουμένου, αποφάνσεις αντί
για διερεύνηση, επεκτατική τάση σε άλλους επιστημονικούς χώρους, παρανάγνωση
των επιστημονικών δεδομένων.
Είναι κρίμα, αφού κατά
κοινή ομολογία πρόκειται για επίσκοπο με σημαντική προσφορά διδαχής και πλούσια
ποιμαντική δραστηριότητα (σε ορισμένους τομείς πρωτοποριακή, όπως η
ανακουφιστική φροντίδα), αλλά επίσης διότι έχει συνεισφέρει καθοριστικά στη
διαμόρφωση της βιοηθικής συνείδησης της Εκκλησίας μας με έργο αξιοζήλευτο και
υγιείς θέσεις, για το οποίο τού είμαστε ευγνώμονες (και το οποίο έχω διδάξει
εγώ προσωπικά στους φοιτητές μου στο μάθημα Χριστιανικής Ηθικής και Βιοηθικής).
Και διερωτάται κανείς
εδώ: αν ένας τόσο μορφωμένος επίσκοπος διατυπώνει τόσο αναχρονιστικές,
προκατειλημμένες, και αβάσιμες εν τέλει απόψεις, τι να περιμένει κανείς από
τους υπόλοιπους μητροπολίτες οι οποίοι κατά τεκμήριο είναι αδαείς περί το
επίμαχο θέμα; Γνωστός μου μητροπολίτης μού διηγείτο ότι εξηγούσε σε άλλον
μητροπολίτη πως η ομοφυλοφιλία δεν αποτελεί επιλογή και εκείνος τά έχασε: «Τι
μού λέτε; Αλήθεια;».
Αυτή είναι η κατάστασή
μας. Χρειάζεται να παραδεχθούμε πως επικρατεί βαθειά άγνοια στους κληρικούς
μας, όλων των βαθμών. Οι περισσότεροι επίσκοποι και ιερείς μας δεν έχουν διαβάσει
περί του θέματος, δεν έχουν προσωπικά γνωρίσει ομοφυλόφιλους και διεμφυλικούς,
δεν έχουν συζητήσει μαζί τους, και φυσικά δεν έχουν ποιμάνει τους πιστούς εξ
αυτών. Έτσι μεταφέρουν από το παρελθόν στερεότυπες και προβληματικές απόψεις,
αυτές τις οποίες η ευρύτερη κοινωνία διέθετε πριν αυξηθή η επιστημονική γνώση
και προκόψει ο θεολογικός προβληματισμός. Το ότι ενίοτε συμβαίνουν ακραία
περιστατικά, όπως εκείνου του εφημερίου ο οποίος έδιωξε με σκαιότητα διεμφυλικό
άτομο από το συσσίτιο, είναι καρπός της ευρύτερης άγνοιας: ‘ξεφεύγουν’ οι λίγοι
όταν αγνοούν οι πολλοί.
Σαφώς η ομοφυλοφιλία
δεν δικαιώνεται θεολογικά αφού πουθενά δεν μπορεί να θεμελιωθή ως συμβατή με το
σχέδιο του Θεού. Όπως πάντοτε, όμως, έτσι και εδώ, όταν υπάρχει ανεπαρκής γνώση
και κατανόηση των φαινομένων, το κενό σπεύδει να καλύψει η ηθικολογία.
*
Αντιδράσεις προς τον
επίσημο εκκλησιαστικό λόγο
Το κείμενο αυτό θα ήταν
ελλιπές αν δεν περιελάμβανε, έστω και δειγματοληπτικά, αντιδράσεις άλλων στις
δημόσιες δηλώσεις στις οποίες άσκησα ήδη κριτική. Δεν θα αναφερθώ στις
επικρίσεις από κοσμικά έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα, διότι η αφετηρία τους είναι
διαφορετική. Θα περιορισθώ σε αντιδράσεις πιστών και συμπαθούντων.
Σχετικά με την εισήγηση
στην Ιεραρχία αξιοπρόσεκτη υπήρξε η ανάρτηση του γιατρού Γιώργου Κρανιδιώτη,
αλλά ξεχώρισα επίσης και την ευθύβολη οξυδέρκεια που χαρακτήριζε την κριτική
του καθηγητή Χαρίδημου Τσούκα, ο οποίος μάς υπενθύμισε την αναπόδραστη ανάγκη
της ερμηνείας των βιβλικών κειμένων.
Δεν μέ εξέπληξε ότι από
την επομένη κιόλας της Ιεραρχίας δέχθηκα θύελλα μηνυμάτων κληρικών και λαϊκών
οι οποίοι διαμαρτύρονταν, θλίβονταν, και αγανακτούσαν για όσα είχαν ακουσθή. Τα
μηνύματα αυτά συνέχισαν να καταφθάνουν τις επόμενες μέρες, και μετά την
ανακοίνωση της Συνοδικής Εγκυκλίου. Κεντρικός άξονας των ενισταμένων ήταν α)
ότι ο δημόσιος εκκλησιαστικός λόγος περιείχε επιστημονικά και θεολογικά λάθη,
β) πως υπήρχε πλήρης απουσία ποιμαντικού λόγου για τους ομοφυλόφιλους. Κληρικοί
μάλιστα διερωτώντο πώς θα χειριστούν την απογοήτευση των ομοφυλόφιλων τους
οποίους ποίμαιναν. Προσοχή: όχι επειδή η Ιεραρχία απέρριψε τον γάμο τους, αλλά
για όλα τα υπόλοιπα. Κανείς από τους διαμαρτυρόμενους κληρικούς που άκουσα δεν
υποστήριζε τον γάμο ομόφυλων προσώπων.
Σταχυολογώ λοιπόν
κάποια μηνύματα αυτούσια:
Από ιερέα της Αθήνας:
«Απουσία ποιμαντικής μέριμνας για το θέμα των ομοφυλοφίλων αλλά και τελικά για
το τι συμβαίνει με το θέμα της ομοφυλοφιλίας και της επιθυμίας γενικότερα.
Πρέπει να γίνουν ίσως κάποια σεμινάρια και να συζητηθούν τέτοια θέματα σε
ανοιχτό διάλογο με επιστημονικούς και πνευματικούς φορείς, διότι έχουμε χάσει
το τρένο της ιστορίας».
Από ιερέα της επαρχίας:
«Η εισήγηση ήταν μια γλωσσική μεταγραφή του... ‘Ζητήματος της Τεκνογονίας’ του
π. Σεραφείμ Παπακώστα!».
Από ιερέα της Αθήνας,
εκπαιδευτικό: «Εκείνες τις μέρες ντρεπόμουν τα παιδιά του λυκείου».
Από ιερέα της Αθήνας:
«Μέ θλίβει πολύ το ύφος και το ήθος των ανακοινώσεων πολλών μητροπολιτών. Αφού
στην αρχή αναφέρουν υποκριτικά πως αγαπούν τους αμαρτωλούς, στην συνέχεια
επιδίδονται σε ένα λαϊκίστικο υβρεολόγιο που μόνο την αγάπη του Χριστού δεν φανερώνει.
Πέρα από το ότι προκαλούν την οργή ή την λύπη των χιλιάδων ομοφυλόφιλων (ήδη
μού τό έγραψαν/είπαν κάποιοι που έρχονται στην εξομολόγηση) και βέβαια όσων
τούς υποστηρίζουν, αναλογίζομαι πόσοι
νέοι θα στρέψουν για μία ακόμη φορά την πλάτη τους στην Εκκλησία».
Από ιερέα της επαρχίας:
«Διέκρινα περισσότερο το ενδιαφέρον τους να δώσουν απάντηση προς τους ακραίους
φανατικούς παρά μια ποιμαντική μέριμνα προς τους ομοφυλόφιλους».
Από ιερέα της Αθήνας:
«Όλοι πια τά ξέρουμε όλα; Θα έπρεπε να είχαν αποφευχθεί ηθικισμοί και
χαρακτηρισμοί άτοποι που αυτό περιμένουν όλοι για να βασίσουν τα επιχειρήματά
τους... Δεν φαίνεται να έχουν καν συναίσθηση ότι τα λόγια τους απευθύνονται σε
ανθρώπους».
Από ιερέα της Αθήνας:
«Διαβάζοντας τις απόψεις μητροπολιτών, ηγουμένων, και ιερέων, προσωπικά δεν έχω
να καταθέσω τίποτε άλλο από την πεποίθηση μου ότι δεν μπορούν, ούτε πρόκειται
να ακούσουν. Ντρέπομαι για την στάση τους απέναντι σε αυτούς τους οποίους θα
έπρεπε να καλούν στον Χριστό».
Από ιερέα της Αθήνας:
«Ο λόγος του εκκλησιαστικού θεσμού είναι καθεστωτικός. Αυτό φαίνεται πολύ απλά
από την ολοσχερή σχεδόν καταφυγή στο νόμο. Φαίνεται και από τις εγκυκλίους.
Είναι νομικά κείμενα με πινελιές ποιμαντικού ενδιαφέροντος. Αυτό ένιωσα και με
το τελευταίο κείμενο της Συνόδου που
κληθήκαμε να διαβάζουμε στους ενορίτες μας. Ο συγγραφέας του κειμένου
ζητούσε τον απόλυτο σχεδόν σεβασμό της γνώμης της Εκκλησίας, της Συνόδου για να
είμαστε ακριβέστεροι, επειδή η Εκκλησία στο παρελθόν αγωνίστηκε υπέρ της
ελευθερίας του λαού. Όλα φαίνεται να τελείωσαν το 1828 με αναλαμπές το 1912-13
και το 1940-1944. Τα επιχειρήματα ήταν κατά βάση σωστά, αλλά αυτό που είδα, σε
ακόμα μια επανάληψη, είναι μια διελκυστίνδα ανάμεσα στους εκκλησιαστικούς
κύκλους και στο κράτος με έπαθλο την περαιτέρω απόκτηση προβαδίσματος δύναμης
σε βάρος του άλλου. Επικράτησε και πάλι η ρητορική της δύναμης και (συχνά) του
μίσους.
Ο θεσμός του Γάμου δεν
κινδυνεύει. Αλώθηκε όμως η σημασία του. Δυστυχώς περίτρανα φάνηκε η απουσία
ποιμαντικής. Ο εκκλησιαστικός λόγος αναφέρεται στο γάμο ως θεσμό. Σπάνια ως
μυστήριο που αγκαλιάζει ανθρώπινες σχέσεις. Σπανιότερα, αν όχι ποτέ, δεν
προστάτεψε την έννοια. Αν είχα χρόνο θα τό αποδείκνυα πολύ εύκολα αναζητώντας
τα φυλλάδια μητροπόλεων, ενοριών, και οργανώσεων. Ο γάμος κατανοείται ως θεραπευτικός
κλίβανος των σεξουαλικών σχέσεων, ως θεσμός που συγκροτεί την κοινωνία, ή ως
θεσμός που είναι ιερός και απαραίτητος για την προκοπή των ανθρώπων στην
καλύτερη των περιπτώσεων. Στην κατήχηση οι ανθρώπινες σχέσεις, το φύλο, ο γάμος, και η οικογένεια αποτελούν
ταμπού.
Η Ιερά Σύνοδος ως όργανο απλά δεν έχει να πει
τίποτα. Ούτε πρόκειται διότι δεν ασχολούνται σοβαρά.
Ακόμα μια φορά δεν έγινε σοβαρή συζήτηση
ανάμεσα επισκόπους και ιερείς. Μετά από την αμυντική έως φανατική αντίδραση του
θεσμού θα επανέλθουμε στις περιφορές λειψάνων και εικόνων. Παρόλα αυτά κάποιοι
θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για την ύπαρξη θεολογικού λόγου που θα
διαλέγεται με το σήμερα, θα θέτει κριτήρια και άξονες, και θα προσπαθεί να
ανοίγει παράθυρα για να αναπνέουμε και ορίζοντες για να σκεφτόμαστε ελεύθερα.
Κάποιοι επίσης θα προσπαθούμε να ποιμαίνουμε με την βοήθεια του Θεού και να
κατηχούμε όπως είναι αυτό δυνατό, σε πείσμα της αφασίας. Ούτε οι πρώτοι είμαστε
και σίγουρα ούτε οι τελευταίοι.
Ευχαριστώ τον Θεό που
σέ στηρίζει και μπορείς να αγωνίζεσαι και δεν είμαστε ακόμα περισσότερο μόνοι».
Θεωρώ περιττό να
υπομνηματίσω αυτές τις δηλώσεις. Θα ήθελα μόνο να διαβεβαιώσω τους μητροπολίτες
μας πως υπάρχουν πολλοί σαν αυτούς τους κληρικούς. Δυστυχώς φαίνεται να αγνοούν
εντελώς την βάση. Τό είχα γράψει και παλαιότερα, ότι αποτελεί μεγάλο δυστύχημα
η αποξένωση των επισκόπων μας από τον κλήρο τους. Μοιάζει σαν να μην έχουν
ιδέα, ούτε για την ποιότητα κάποιων ιερέων, ούτε για τις διανοητικά
εποικοδομητικές διεργασίες και συζητήσεις που λαμβάνουν χώρα, αλλά ούτε και για
την βαθειά αποθάρρυνση και παραίτηση από την οποία πολλοί κληρικοί μας πάσχουν
ή για τον θυμό από τον οποίο αρκετοί διακατέχονται.
*
Δι’ ευχών…
Είναι προφανές ότι στο
λογοτεχνικό παράθεμα της αρχής η παρομοίωση δεν αναφέρεται μόνο σε γυναίκες.
Εφαρμόζεται δυνητικά σε όλους τους ευλαβείς οι οποίοι ‘υπνοβατούν’. Επίσης
σπουδαία βρίσκω και τα περί αυταρέσκειας: χαρακτηρίζει όλες τις ιδεολογίες...
Το επίμαχο ζήτημα έφερε
στο προσκήνιο δύο συγκρουόμενες ιδεολογίες. Από τη μια, του κινήματος λοατκι,
από την άλλη της αμυντικής και φοβικής (εν μέρει και ακροδεξιάς) πλευράς της
κοινωνίας. Στην οποία, δυστυχώς, προσχώρησαν οι περισσότεροι κληρικοί. Δεν
κάνουμε θεολογία και ποιμαντική, αλλά ιδεολογία πλέον. Και τήν πληρώνουν οι
άνθρωποι…
Αν και η αιτιολογία της
ομοφυλοφιλίας είναι πολύπλοκη, όσο περνά ο καιρός τόσο περισσότερο καθίσταται
εμφανής ο βιολογικός παράγοντας (πχ βλ. το βιβλίο του Μπαλταζάρ ‘Η βιολογία της
ομοφυλοφιλίας’). Το ίδιο και με τη δυσφορία φύλου. Και δεν υπάρχει αμφιβολία
ότι, αν αναγνωρίσουμε αυτή την πραγματικότητα, βρισκόμαστε αυτομάτως ενώπιον
τραγικών ερωτημάτων, τα οποία προορίζονται να μείνουν αναπάντητα σε αυτήν εδώ
τη ζωή. Γιατί να συμβαίνει αυτό σε κάποιους χωρίς να φταίνε; Πώς
αντιμετωπίζονται τέτοιες σταυρικές καταστάσεις; Η απάντηση είναι ότι αντιδρούμε
με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο καλούμαστε να ενεργούμε σε κάθε είδους σταυρικό
ερώτημα: μόνο αν η Εκκλησία και η Θεολογία θελήσουν να συσταυρωθούν μαζί με τα
συγκεκριμένα πρόσωπα…
Δεν είναι καθόλου
εύκολο. Προϋποθέτει ξενιτεία από τα αυτονόητά μας, άρνηση να καταφύγουμε σε
ψυχικό αποκούμπι, έξοδο στην αγωνία του κόσμου, ασκητική αποχή από την εύκολη
ρητορεία, βαθύτατη ενσυναίσθηση, αναγνώριση της ελευθερίας του Χριστού να
σαρκώνεται όπως Αυτός θέλει μέσα στις ψυχές. Και, αφού απαιτεί όλα αυτά,
μπροστά στο ρίσκο και στην οδύνη να εισέλθει κάποιος σε αυτή την περιπέτεια δεν
είναι καθόλου παράξενο να ενδίδει στον πειρασμό της υπεραπλούστευσης. «Αν είναι
επιλογή, τότε έχουν αυτοί την ευθύνη να αλλάξουν». «Αν τούς βάζει την ιδέα το
κίνημα, τότε παλεύουμε ενάντια σε αυτόν τον αντίπαλο». «Αν είναι ψυχιατρική
διαταραχή ή πάθος, τότε να αναπτύξουμε μέσα για την αλλαγή». Και άλλα προϊόντα
μιας προκρούστειας παραμόρφωσης.
Ανθρώπινη κατάσταση,
που όμως δεν επιτρέπεται να γίνει πλοηγός της Εκκλησίας. «Είναι κι αυτή μια
στάσις, νοιώθεται», όπως γράφει και ο Καβάφης (τι σύμπτωση!). Αν και ενδέχεται
να συνυπάρχει με άγιο ζήλο και αγάπη προς αυτούς τους ανθρώπους, ψυχολογικά
κίνητρα έχει, όχι πνευματικά. Αποβλέπει στην ανακούφιση. Μού έχει συμβή να
επιμένουν απλοί πιστοί, άσχετου επαγγέλματος, χωρίς καμία ειδική γνώση:
«Αλλάζει, πάτερ! Δεν οφείλεται σε βιολογικά αίτια!». Το άγχος τους ξεχείλιζε
από παντού.
Όλα αυτά μάς κρατούν
μακριά και από την αλήθεια και από τους ανθρώπους. Καμία ποιμαντική στρατηγική
δεν μπορεί να αναπτυχθή έτσι. Δεν αρκούν οι καλές προθέσεις. Και ο πληθυσμός
των ομοφυλόφιλων και διεμφυλικών μάς βιώνει συλλήβδην ως έναν εσμό φανατικών
που δεν ξέρουν να διαλέγονται και στερούνται πατρικότητας. Αυτό ήταν το κλίμα
και στον δημοσιογραφικό κόσμο πριν και μετά την Ιεραρχία: δεν μάς κατηγορούσαν
που αρνηθήκαμε τον ομόφυλο γάμο - καλώς πράξαμε αφού αντιβαίνει προς τη
Θεολογία μας και τό περίμεναν. Φώναζαν κυρίως για τις ομοφοβικές δηλώσεις
κληρικών, για τον στόμφο, για την ψυχική απόσταση.
Ενδεικτική της χαώδους
απόστασης που χωρίζει πλέον Εκκλησία και κοινωνία θεωρώ την αλλεπάλληλη έκδοση
ψηφισμάτων μητροπόλεων, στα οποία οι κληρικοί που συγκεντρώθηκαν σε ιερατική
σύναξη διακηρύσσουν την αντίθεσή τους με το νέο νόμο. Αν τή διατύπωνα με
κομματική ορολογία θα έλεγα ότι πρόκειται για ‘επαναστατική γυμναστική’, μια
τυπική διαδικασία με την προτροπή (ενίοτε εντολή) του μητροπολίτη, για
εσωτερική κατανάλωση. Η προβολή δε των ψηφισμάτων αυτών από τις εκκλησιαστικές
ειδησεογραφικές ιστοσελίδες, με βαρύγδουπους τίτλους όπως «Ήχηρό ‘όχι’ στο νόμο
από την μητρόπολη (τάδε)», εγγίζει τα όρια του γελοίου.
Έχουν ευθύνη οι
κληρικοί για την άγνοιά τους; Αναμφίβολα ναι. Τις τελευταίες δεκαετίες έχει
συσσωρευθή πελώρια θεολογική εργασία για τον έρωτα και την σεξουαλικότητα, ενώ
τα τελευταία χρόνια κυκλοφορεί πλέον και αρκετή επιστημονική γνώση για τον
σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου. Αλλά πώς να έλθουν σε επαφή
με τις εξελίξεις όταν σχεδόν ποτέ δεν βλέπουμε κληρικό να συμμετέχει στις
ποικίλες θεολογικές ημερίδες και εκδηλώσεις που – δόξα τω Θεώ – λαμβάνουν χώρα,
ενώ ταυτόχρονα στερούνται πλήρως επαφών με την επιστημονική κοινότητα;
Έτσι, λοιπόν, σε
κατάσταση χρόνιας αδράνειας και δοκησισοφίας, η Εκκλησία μας ουσιαστικά βιώνει
πληγές σε μια μάχη γοήτρου. Το κράτος έπαψε πλέον να είναι φιλικό προς την
Εκκλησία, έγινε ουδέτερο. Αλλά αν έχεις καλομάθει επί δεκαετίες να τό έχεις
σύμμαχό σου, το ουδέτερο τό βιώνεις ως εχθρικό. Έτσι αισθάνονται πλήθος πιστών
μας.
Για τους περισσότερους
που ασφυκτιούν, λοιπόν, το ζήτημα δεν είναι να αναγγέλλεται το Ευαγγέλιο
Χριστού Αναστάντος και Λυτρωτή – ένα ιεραποστολικό άθλημα στο οποίο
αναδεικνύονται το βάθος και η συνέπεια της πίστης μας και η εξ αυτής
επιδραστικότητά μας – αλλά να κερδηθούν μάχες ταυτότητας. Για την επιρροή είναι
ο ανταγωνισμός: η Εκκλησία μας αρκείται στο να μνησικακεί στο κράτος το οποίο
σταδιακά ‘κλαδεύει’ την θεσμική επιρροή της, αντί να αγωνίζεται να τήν αυξήσει
η ίδια με τα δικά της μέσα. Επειδή αδυνατεί να παλέψει στην αρένα της ουσίας,
προσκολλάται απεγνωσμένα στο πεδίο των θεσμών…
Γευόμαστε τώρα τους
καρπούς του διαζυγίου Θεολογίας και κλήρου, καθώς και της απουσίας διαλεκτικού
ήθους. Διαμορφώσαμε ένα κλειστό ιεραρχικό σώμα που ακούει μόνο την ηχώ του και
κατόπιν έχει την απαίτηση να δέχεται η κοινωνία τα δικά του αυτονόητα…
Προσωπικά, η στάση την
οποία προ πολλού επέλεξα είναι να μην ταυτίζομαι με κάποια παράταξη. Όταν το
κίνημα λοατκι διαστρέφει την αλήθεια ή ασκεί κοσμική δύναμη, είμαι με την
αλήθεια και με τους Χριστιανούς. Όταν εκκλησιαστικοί άνδρες διαστρέφουν την
αλήθεια ή βάλλουν κατά των ομοφυλόφιλων-διεμφυλικών, είμαι με την αλήθεια και
με τους ομοφυλόφιλους-διεμφυλικούς.
Και τούτο διότι μόνο
πάνω στην αλήθεια είναι εφικτό να οικοδομηθή οποιαδήποτε Θεολογία και
Ποιμαντική. Και, επίσης, επειδή Εκκλησία δεν είναι το ίδρυμα αλλά οι ψυχές.
Σε πρόσφατη σχετική
εκπομπή του ραδιοφώνου της ΕΡΤ υποστήριξα πως η κυβέρνηση πάσχει από μυωπία
(διότι βλέπει μόνο το άμεσο που επιθυμεί και αδιαφορεί για το μακροπρόθεσμο),
ενώ η Εκκλησία από πρεσβυωπία (διότι, προσηλωμένη στη μεγάλη και διαχρονική
εικόνα, χάνει καθημερινά το παρόν και συγκεκριμένο).
Χρόνιες νόσοι,
αντιθετικές και συγκρουσιακές. Ας προσευχόμαστε και ας αγωνιζόμαστε να
θεραπεύσει ο Θεός αμφότερες…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου