“Συνάντησα
γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά.
Μία ήταν 88 ετών. Μία άλλη μου είπε ότι
κλείδωσε το μικρό σε μια καλύβα,, για να
βοηθήσει τον στρατό. Το βράδυ είδα μια
γριούλα να κρατά δύο μικρά και η μητέρα
τους ζύμωνε ψωμί για τον στρατό με το
φως δύο κεριών που είχε μέσα σ’ ένα
ποτήρι. Τα χιόνια, ο πάγος, το τρομερο
κρύο δεν φαίνονταν να τις τρόμαζε. Όλες
γεμάτες χαρά ήθελαν να προσφέρουν στον
στρατό ό, τι δεν μπορούσαν τα μεταγωγικά.
Αλήθεια, γυναίκες θαύμα”
“Οι
νικητές της Πίνδου προχωρούσαν. Καθώς
έφτασαν στον ποταμό Βογιούσα κι είδαν
οι ατρόμητες γυναίκες της Πίνδου πως
το απότομο ρέμα εμπόδιζε τους σκαπανείς
στη δουλειά τους, έκαναν αυθόρμητα κάτι,
που ξανάγινε ύστερα στον Καλαμά και στο
Δρίνο: μπήκαν οι ίδιες μέσα στα νερά και
πιασμένες σφικτά από τους ώμους,
σχημάτισαν πρόσχωμα, που ανάκοβε την
ορμή του ποταμού και ευκόλυνε τους
γεφυροποιούς!”
“Ανεβοκατέβαινε
παρά την ηλικία της με μια στάμνα στον
ώμο της στις βουνοκορφές της Πίνδου,
προσφέροντας νερό στους μαχόμενους
στρατιώτες. Κάποια στιγμή γλίστρησε
στους βράχους και κατατσακίστηκε
σπάζοντας την στάμνα της. Οι τραυματιοφορείς
έτρεξαν, τη σήκωσαν και τη μετέφεραν
στη σκηνή του Διοικητή. Έτρεξε εκείνος,
την αγκάλιασε και ξέσπασε:
-Γιαγιούλα
μου, της είπε, τι έπαθες; Που πονάς; Τι
θέλεις να σου δώσω;
Την
ικέτευε κλαίγοντας.
Τον
κοίταξε εκείνη με παγωμένα μάτια και
λίγο πριν φύγει του ψιθύρισε:
Στρατηγέ
μου.... μια στάμνα!”
Και
σιώπησε.
(Αποσπάσματα
από το Ημερολόγιο Στρατιώτη, στις 7
Νοεμβρίου 1940)
“Προς
τη ΝΙΚΗ” Ορθοδ. χριστ. περιοδικό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου