Δύο πατέρες
παρακάλεσαν τον Θεό να τους πληροφορήσει σε ποιο μέτρο έφθασαν. Και ήλθε προς
αυτούς φωνή που έλεγε:
Στο τάδε χωριό της
Αιγύπτου υπάρχει κάποιος κοσμικός που ονομάζεται Ευχάριστος και η γυναίκα του
Μαρία. Εσείς δεν φτάσατε ακόμα στα μέτρα τους.
Και αφού σηκώθηκαν οι
δύο γέροντες, ήλθαν στο χωριό. Και ρωτώντας βρήκαν το σπίτι του και τη γυναίκα
του. Και της λέγουν:
-Πού είναι ο άνδρας σου;
Αυτή είπε:
-Βόσκει τα πρόβατα.
Και τους έβαλε στο
σπίτι. Και όταν βράδιασε, ήλθε ο Ευχάριστος με τα πρόβατα. Και καθώς είδε τους
γέροντες, τους ετοίμασε τράπεζα και έφερε νερό να πλύνει τα πόδια τους. Και του
λέγουν οι γέροντες:
Δεν θα γευτούμε
τίποτε, εάν δεν μας αναφέρεις την άσκη σή σου.
Ο Ευχάριστος είπε τότε
με ταπεινοφροσύνη:
- Εγώ είμαι βοσκός και αυτή είναι η
γυναίκα μου.
Οι γέροντες όμως
επέμειναν, παρακαλώντας τον, αλλά αυτός δεν ήθελε να πει. Τότε του είπαν:
-Ο Θεός μας έστειλε σε σένα.
Όταν ο βοσκός άκουσε τον λόγο αυτό, φοβήθηκε και τους είπε:
Να, αυτά τα πρόβατα τα
έχουμε από τους γονείς μας. Και ό, τι ευοδώσει ο Θεός να βγάλουμε από αυτά, το
χωρίζουμε σε τρία μέρη. Ένα μέρος για τους φτωχούς, ένα μέρος για την φιλοξενία
και το τρίτο μέρος για τις ανάγκες μας. Και αφότου πήρα την γυναίκα μου, ζούμε
εν παρθενία. Έως τώρα κανείς από τους
ανθρώπους δεν τα έμαθε αυτά.
Όταν οι γέροντες τα
άκουσαν αυτά, εθαύμασαν και έφυγαν δοξάζοντας τον Θεό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου