ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ
«Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος... πάντα δι᾽ Αὐτοῦ ἐγένετο» (Ἰωάν. α΄ 1 καὶ 3).
Ἡ ἀνθρωπίνη γλῶσσα προορίζεται διὰ τὴν ἔκφρασιν πραγματικοτήτων διαφόρων ἐπιπέδων: τοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου τῶν φυσικῶν ἀναγκῶν· τοῦ παραπλησίου αὐτοῦ, καὶ ὅμως διακρινομένου ἀπ᾿ αὐτοῦ, τῶν πρωτογόνων ψυχικῶν αἰσθημάτων καὶ παθῶν· τοῦ τῆς γλώσσης τῆς πολιτικῆς δημαγωγίας· τοῦ τῆς ἐπιστημονικῆς γλώσσης, τῆς φιλοσοφικῆς, τῆς γλώσσης τῆς ποιήσεως· ἐν τέλει τοῦ τῆς ὑψίστης πασῶν: τῆς γλώσσης τῆς Θείας ᾿Αποκαλύψεως, τῆς προσευχῆς, τῆς θεολογίας καὶ τῶν ἄλλων σχέσεων μεταξύ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων: τῆς Λειτουργικῆς.
Ἡ ἀφηρημένη γνῶσις περὶ τοῦ εἶναι ἔχει μεταφυσικὰς ρίζας· εἰς τοῦτο ἀναφέρεται ἡ ἐπιστήμη, ή φιλοσοφία, καὶ πρωτίστως ἡ Θεογνωσία. Οἱ λόγοι οἱ ἐκφράζοντες τὰ ὡς ἄνω ὑποδειχθέντα εἴδη γνώσεως, ὡς καὶ τὰ Ὀνόματα τοῦ Θεοῦ, προέρχονται ἐκ τῆς νοερᾶς σφαίρας, τῆς μεταφυσικῆς. Ταὐτοχρόνως ἴδιον αὐτῶν εἶναι νὰ διεγείρουν ἐν τῷ νοῖ καὶ τῇ καρδίᾳ διαφόρους ἀντιδράσεις, καὶ ὑπ᾿ αὐτὴν τὴν ἔννοιαν ἀποτελοῦν «ἐξηρτημένα-ἀντανακλαστικά» φέροντα χαρακτῆρα ἄμεσον, αὐτόματον.
Ἐκάστη γλώσσα ἔχει ὡς σκοπὸν νὰ ὁδηγήσῃ τὸν ἀκροατήν ἢ τὸν ἄναγνώστην εἰς ἐκεῖνον τὸν χώρον, εἰς τὸν ὁποῖον αὕτη ἀνήκει. Έχοντες υπ' όψιν την «έξηρτημένην ἀντανακλαστικήν» ενέργειαν τῶν λόγων, ὀφείλομεν ἰδιαιτέρως να δώσωμεν μεγάλην προσοχήν εἰς τὴν λειτουργικήν γλώσσαν, ήτις σκοπόν ἔχει να γεννήση εν τῷ νοὶ καὶ τῇ καρδίᾳ τῶν προσευχομένων τὴν αἴσθησιν άλλου κόσμου, τοῦ ὑψίστου. Τοῦτο ἐπιτυγχάνεται διὰ τῆς παρουσίας ὀνομάτων καὶ ἐννοιῶν ἀνηκόντων άποκλειστικῶς εἰς τὸ θεῖον ἐπίπεδον, ὡς καὶ διὰ τῆς χρήσεως μικροῦ ἀριθμοῦ εἰδικῶν μορφῶν ἐκφράσεως.
Οἱ Ἕλληνες διὰ τῆς φιλοσοφίας έφθασαν εἰς τὰ υψηλότερα δυνατά όρια ἀναπτύξεως τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος καὶ διὰ τῆς γλώσσης παρουσίασαν την τελειοτέραν δυνατήν μορφήν ἐκφράσεως τοῦ ἀνθρωπίνου λόγου. Την μορφήν ταύτην τῆς ἐκφράσεως προσέλαβε καὶ ἐχρησιμοποίησε κατά Πρόνοιαν Θεοῦ εἰς τὴν λατρείαν ἐπὶ δύο χιλιετίας ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Η Λειτουργία, ὡς τὸ κορυφαῖον μέσον ἀναφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεόν, εἶναι φυσικόν νὰ ἔχῃ ὡς ἐκφραστικόν δργανον την κατά το δυνατόν τελειοτέραν γλώσσαν.
Ἡ χρῆσις τοῦ τελειοτέρου ὑπάρχοντος γλωσσικού ὀργάνου εἰς τὰς λατρευτικάς συνάξεις βοηθεῖ τοὺς πιστούς να διατηρούν τὴν αἴσθησιν τοῦ Τελείου καὶ συμβάλλει εἰς τὴν πληρεστέραν δυνατήν κοινωνίαν μετ' Αὐτοῦ.
Ἡ ἐπὶ τοσοῦτον χρόνον χρησιμοποιηθείσα καὶ καθαγιασθείσα γλώσσα τῆς Θείας Λειτουργίας, ἥτις δύναται να χαρακτηρισθῇ καὶ ὡς κατηγόρημα τῆς ὀρθοδόξου λατρείας, εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀντικατασταθῇ ἄνευ οὐσιώδους βλάβης* αὐτῆς ταύτης τῆς λατρείας. Διὰ τοὺς λόγους τούτους είμεθα κατηγορηματικώς πεπεισμένοι ότι εἶναι ἀναγκαία ή χρήσις τῆς παραδεδομένης Λειτουργικής γλώσσης ἐν ταῖς ἐκκλησιαστικαῖς ἀκολουθίαις· οὐδόλως ὑπάρχει ἀνάγκη άντικαταστάσεως αὐτῆς ὑπὸ τῆς γλώσσης τῆς καθ' ἡμέραν ζωῆς, πράγμα όπερ άναποφεύκτως θα καταβιβάση το πνευματικὸν ἐπίπεδον και θα προξενήση ούτως ἀνυπολόγιστον ζημίαν. Είναι άτοποι οἱ ἰσχυρισμοί περί τοῦ δήθεν ἀκατανοήτου διὰ πολλούς συγχρόνους ἀνθρώπους τῆς παλαιάς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης, μάλιστα δὲ δι' ἀνθρώπους έγγραμμάτους καὶ πεπαιδευμένους εἰσέτι. Δι' αὐτοὺς ἡ ἐκμάθησις ἐντελῶς μικροῦ ἀριθμοῦ λέξεων, αἴτινες δὲν εἶναι ἐν χρήσει εἰς τὴν καθ' ἡμέραν ζωήν, εἶναι ὑπόθεσις ὀλίγων ὡρῶν. Πάντες ἀνεξαιρέτως καταβάλλουν τεραστίας προσπαθείας διὰ τὴν ἀφομοίωσιν πολυπλόκων ορολογιών διαφόρων τομέων τῆς ἐπιστημονικῆς ἢ τῆς τεχνικής γνώσεως, τῆς πολιτικῆς, τῆς νομικῆς καὶ τῶν κοινωνικῶν ἐπιστημῶν· γλώσσης φιλοσοφικής ἢ ποιητικῆς καὶ τὰ παρόμοια. Διά τί λοιπόν ἀναγκάζομεν τὴν Ἐκκλησίαν νὰ ἀπολέση γλῶσσαν ἀπαραίτητον διὰ τὴν Εκφρασιν ὑψίστων μορφών τῆς θεολογίας καὶ τῶν πνευματικών βιωμάτων;
Πάντες, ὅσοι είλικρινῶς ἐπιθυμοῦν νὰ γίνουν κοινωνοὶ τῆς αἰωνοβίου παραδόσεως τοῦ Πνεύματος, εὐκόλως θὰ ἀνεύρουν τὴν δυνατότητα να εξοικειωθούν μετὰ τοῦ ἀτιμήτου θησαυροῦ τῆς ἱερᾶς λειτουργικής γλώσσης, ἥτις κατὰ τρόπον ὑπέροχον προσιδιάζει εἰς τὰ μεγάλα μυστήρια τῆς λατρείας. Ολίγαι ἰδιαιτερότητες τῆς γλώσσης αὐτῆς μειώνουν τὸν κόπον τῆς πρὸς καιρὸν ἀποταγῆς ἐκ τῶν ἐμπαθῶν συνηθειῶν: «Πᾶσαν νῦν βιοτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν».
Ἐὰν κατὰ τὴν τέλεσιν τῆς Θείας Λειτουργίας ἐχρησιμοποιοῦμεν γλῶσσαν τῆς καθ᾽ ἡμέραν ἡμῶν ζωῆς, τότε θὰ ἐγέννα αὕτη ἐν τῇ ψυχῇ καὶ τῷ νοῖ τῶν παρευρισκομένων ἀντιδράσεις κατωτέρου ἐπιπέδου, ἐπιπέδου τῆς φυσικῆς ἡμῶν ὑπάρξεως*. Ὁ ἀνθρώπινος λόγος εἶναι εἰκὼν τοῦ Προαιωνίου Λόγου τοῦ Πατρός. «Τῷ λόγῳ Κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν... Αὐτὸς εἶπε καὶ ἐγενήθησαν, Αὐτὸς ἐνετείλατο καὶ ἐκτίσθησαν» (Ψαλμ. λβ' 6, 9). Καὶ ὁ ἡμέτερος λόγος κατέχει δημιουργικὴν δύναμιν. «Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἡμῶν μένει εἰς τὸν αἰῶνα» (Ησ. μ΄ 8)· καὶ ὁ λόγος ἡμῶν φθάνει τὴν αἰωνιότητα, ἐὰν ἐλέχθη ἐν ταῖς ὁδοῖς τοῦ θελήματος Αὐτοῦ. Διὰ τῆς ἐπικλήσεως τῶν Ονομάτων τοῦ Θεοῦ τελοῦνται τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς μεταβολῆς τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου εἰς Σῶμα καὶ Αἷμα Κυρίου.
Οἱ λόγοι τῆς Λειτουργίας, καὶ ἐν γένει τῶν προσευχῶν, δὲν εἶναι μόνον ἀνθρώπινοι, ἀλλὰ καὶ ῎Ανωθεν δεδομένοι. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα ἀναφέρεται εἰς τὴν σφαῖραν τοῦ Θείου Εἶναι· ὀφείλει αὕτη νὰ ἐκφράζῃ τὴν ᾿Αποκάλυψιν τοῦ Πνεύματος καὶ τὰς ἐξ αὐτῆς γεννωμένας νοεράς θεωρίας. Διὰ τῆς «ἀκοῆς ρήματος Θεοῦ» (Ρωμ. ι' 17) ἐμπνέεται ὁ ἄνθρωπος εἰς πίστιν, ἥτις «ἐνίκησε τὸν κόσμον» (Α΄ ᾿Ιωάν. ε΄ 4, πρβλ. Α΄ Θεσσ. β΄ 13).
• Διαφωτιστική ίσως ένταύθα δύναται να θεωρηθή καὶ ἡ πείρα ἐκ τῆς ἀλλαγής της λειτουργικής γλώσσης ἐν τῇ ᾿Αγγλικανική Εκκλησία. Ούτως, ή είσαγωγή απλουστέρας λειτουργικής γλώσσης εἰς τὴν λατρείαν τῆς ἐν λόγῳ Εκκλησίας αμβλυνε την λατρευτικήν διάθεσιν τῶν πιστῶν καὶ ἐζημίωσε τὰς λατρευτικές συνάξεις.
* Ἐπὶ τοῦ προκειμένου σημειοῦμεν ὅτι οἱ Σλαῦοι, οἵτινες κατὰ Πρόνοιαν Θεοῦ παρέλαβον καὶ χρησιμοποιοῦν ἐπὶ αἰῶνας εὐλογημένην γλῶσσαν διὰ τὴν λατρείαν, τὴν ῾Αγίαν Γραφὴν καὶ τὰς προσευχάς, οὐδέποτε μετεχειρίσθησαν αὐτὴν διὰ τὰς κατωτέρας βιοτικὰς ἀνάγκας, οὐδὲ εἰσέτι διὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν φιλολογίαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου