Η τελευταία φράση αυτής της προσευχής είναι ο πονηρός. Η πρώτη φράση της προσευχής είναι το «Πάτερ ημών». Ο Θεός είναι η πρώτη λέξη, η πρώτη πραγματικότητα, τελευταία δε είναι ο πονηρός. Η ζωή μας κινείται μεταξύ του πονηρού και του Θεού. Ο πονηρός δεν άφησε κανένα απέραστο, ούτε τον πρώτο Αδάμ στον Παράδεισο ούτε το δεύτερο Αδάμ, τον Κύριο Ιησού Χριστό, όταν βγήκε στην έρημο. Και λέει ο Κύριος πάλι, ότι «το γένος τούτο εν ουδενί δύναται εξελθείν ει μη εν προσευχή και νηστεία». Δεν μπορούμε να ελευθερωθούμε από τον πονηρό παρά με την προσευχή και τη νηστεία. Δεν φεύγει ο πονηρός με τη λογική όπως δεν φεύγει το καρκίνωμα με τιςς ασπιρίνες. Δεν φεύγει ο διάβολος με τις εξυπνάδες. Λέγει και ένας μοναχός, ότι ο μεγαλύτερος δικηγόρος δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα με το μικρότερο διάβολο. Γι’ αυτό δεν πρέπει να αρχίζουμε συζήτηση με τον πονηρό. Ας τον αφήνουμε και να φεύγουμε.
Το θέμα στην πνευματική
ζωή είναι να αποκτήσουμε τη διάκριση την πνευματική, να ξεκαθαρίζουμε τα
πράγματα αν είναι από το Θεό ή από το διάβολο. Μα θα πει κανένας: Εγώ είμαι αδύναμος άνθρωπος πως
μπορώ να αποκτήσω αυτή τη διάκριση; Νομίζω τα πράγματα είναι απλά εάν τυχόν
κάνουμε συνειδητά αυτή την προσευχή που μας δίδαξε ο Κύριος. Μπορούμε τώρα να
αρχίσουμε από πίσω: εάν συγχωρούμε τους εχθρούς μας ασυζητητί, εάν τρεφόμεθα με τον ουράνιον
άρτον, εάν στη δύσκολη στιγμή λέμε, «Θεέ
μου, να γίνει το θέλημά σου» και εάν νιώθουμε το Θεό, Πατέρα μας, τότε,
ενώ είμαστε πάρα πολύ αδύνατοι, θα είμαστε ταυτόχρονα και πανίσχυροι. Εάν,
αντίθετα, κάνουμε το θέλημά μας και δεν συγχωρούμε τον άλλο, τότε τον διάβολο
από μυρμήγκι τον κάνουμε λιοντάρι. Και δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα με
καμιά δύναμη. Αντίθετα, εάν λέμε: το θέλημά του Θεού να γίνει, εγώ δεν ξέρω
τίποτα, αν συγχωρούμε ασυζητητί, αν τη στιγμή που μας έχουν σκοτώσει, εμείς
σκοτωμένοι, μπορούμε να πούμε ότι δεν κρατάμε καμιά κακότητα γι’ αυτόν που μας
σκότωσε και λέμε έχει ο Θεός, τότε ο άνθρωπος, αυτός ο αδύνατος, είναι
παντοδύναμος και μπορεί να τα βγάλει πέρα και ο διάβολος μπροστά του είναι
μυρμήγκι. Και προχωρεί ελεύθερα.
Θυμάστε στη Γεσθημανή, όταν ο Κύριος «γενόμενος εν αγωνία
εκτενέστερον προσηύχετο» και είπε «ου το εμόν θέλημα γενέσθω», αναφέρεται εκεί
στην Αγία Γραφή ότι, «ώφθη δε αυτώ άγγελος απ’ ουρανού ενισχύων αυτόν». Και
επίσης όταν στην έρημο είπε, «ύπαγε οπίσω μου, σατανά. Γέγραπται γαρ, Κύριον
τον Θεόν σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις», τότε τον άφησε ο διάβολος
«και ιδού άγγελοι προσήλθον και διηκόνουν αυτώ». Έτσι, λοιπόν, συμβαίνει και σ’
εμάς. Αν λέμε την προσευχή αυτή, αν ζούμε τη ζωή αυτή, ο πονηρός φεύγει, η
διάκριση η πνευματική έρχεται μέσα μας και άγγελοι μας διακονούν. Και μπορούμε
από τώρα να ζήσουμε στον Ουρανό. Και μπορούμε να πούμε ότι η ζωή μας τότε γίνεται «αγγελόκτιστη», «Θεοσκέπαστη».
Τότε ο άνθρωπος ο μικρός γίνεται με τη χάρη του Θεού παντοδύναμος.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Προηγουμένου Ι.Μ. Ιβήρων Αγίου Όρους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου