Δευτέρα 15 Μαΐου 2017

Η ΝΙΚΗ ΣΤΟ ΒΑΛΤΕΤΣΙ. 12-13 Μαΐου 1821


Η ΝΙΚΗ ΣΤΟ ΒΑΛΤΕΤΣΙ
12-13 Μαΐου 1821
Δημητρίου Φωτιάδη
«Εάν η 25 Μαρτίου εγένετο ο Ευαγγελισμός της ελληνικής επαναστάσεως,
ωμολογήται η 12 Μαΐου ως το Πάσχα της ελληνικής αναστάσεως»
Φιλήμονας

Ο Κολοκοτρώνης παραδέχεται πως ο Κεχαγιάμπεης ήταν «τερτιπλής και πολεμικός».

Το σχέδιο των Τούρκων στάθηκε όμοιο μ’ εκείνο της εκστρατείας στην επανάσταση του 1770. Αφού θα σκόρπιζαν τους χαΐνηδες που βρί­σκονταν μπροστά από την Τριπολιτσά, θα κατηφό­ριζαν στο Σινάνο, όπως λέγανε τότε τη Μεγαλόπολη, και θα προσκάλαγαν τους Μοραΐτες να προσ­κυνήσουν.

Παρασκευή 12 του Μάη. Γλυκοχάραμα. Και να, η βίγλα στην Επάνω Χρέπα θωράει το τούρκικο α­σκέρι να βγαίνει από την Τριπολιτσά. Ανάβει δυο φωτιές, σημάδι πως τράβαγε για το Βαλτέτσι. Ήταν ίσαμε δώδεκα χιλιάδες ασκέρι — πεζούρα, καβαλα­ρία και με κανόνια του βουνού. Ο Κεχαγιάμπεης είχε πάρει μαζί του και δυο από τους πιο τρανούς μπέηδες του Μόρια, τον Αχμέτ από την Κορώνη και τον Κιαμήλ της Κορίνθου. Προφυλακή έταξε τους περιβόητους Μπουρδουνιώτες, Τούρκους της Κυπαρισσίας, με αρχηγό τους τον αντρόκαρδο Ρουμπή. Τον ακολούθαγαν κι άλλοι Μοραίτες Τούρκοι, Φαναρίτες και Τριπολιτσιώτες, που ανέβαιναν ίσαμε τρεις χιλιάδες όλοι μαζί. Τράβηξαν κι έπιασαν το Καλογεροβούνι, στις πλάτες εκείνων που κράταγαν το Βαλτέτσι. Άλλες δυο χιλιάδες βρέθηκαν στα πλά­για, στους Αραχαμίτες. Η καβαλαρία τάχθηκε στο Φραγκόβρυσο για να εμποδίσει τυχόν βοήθεια από τα Βέρβενα. Μια τέταρτη κολόνα παρατάχθηκε μπροστά στο ταμπούρι του Μητροπέτροβα, που βρι­σκόταν στα χαμηλά. Η πέμπτη κολόνα, με τον Κεχαγιάμπεη και τα κανόνια, πορεύτηκε νοτιοδυτικά. Οι δικοί μας στο Βαλτέτσι είχαν πια από παντού μπλοκαριστεί.Ο Φιλήμονας λέει πως ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, βλέποντας όλο τούτο τ’ ασκέρι νάρχεται καταπάνω τους, είπε: «Χαθήκαμε!». Και σε λίγο, όταν τους κόψανε οι εχθροί κάθε δρόμο φυγής, φώναξε: «Σωθήκαμε!», όπως δεν τους απόμενε πια παρά να νικήσουν ή να πεθάνουν.

Ο Ρουμπής «εβόησε κατά την προ της μάχης συνήθειαν»:

— Βρε Ρωμιοί! μα το καλό που σάς θέλω, ρίξετε τ’ άρματα κι εβγάτε να προσκυνήσετε. Μα του Ρουμπή τ’ όνομα! Και μα τα τέσσερα κιτάπια του Αλ­λάχ! Και μα του Πατισάχ μας το κεφάλι! τρίχα σας δε θα πειραχτεί, γιατί το ξέρουμε πως σας γελάσανε και δεν είναι από λόγου σας. Αν σας λέω ψέματα, από φράγκικο σπαθί να μη γλιτώσω!

Οι Ρωμιοί του αποκρίθηκαν:

—Ε, βρε Τούρκοι! πάνε κείνα που ξέρατε. Αν θέλετε να σας χαρίσουμε τη ζωή και να πάτε όπου αποθυμάτε, θα κάνετε καλά να μας δώσετε τ’ άρματά σας τώρα, γιατί θα μας παρακαλάτε υστερνά και δε θ’ ακούμε ! Άναψε το ντουφέκι. Δεκατέσσερεις μπαϊραχτάρηδες μπήκαν μπροστά να μπήξουν τα μπαϊράκια τους στα ταμπούρια μας. Μα και οι δεκατέσσερεις θερί­στηκαν από τα βόλια των δικών μας.Μα να, σύγκαιρα, έφτανε η πρώτη βοήθεια στους μπλοκαρισμένους—ήταν ο Κολοκοτρώνης. Βρι­σκόταν στο Χρυσοβίτσι. Σαν είδε τις δυο φωτιές της βίγλας, σηκώνει μεμιάς τα 700 παλικάρια του να τρέξει βοήθεια στους δικούς μας στο Βαλτέτσι. Κόβοντας δρόμο από μονοπάτια, κατάφερε να φτά­σει μόλις είχε αρχίσει η μάχη. Ανεβαίνει σε μια ράχη, που ίσαμε σήμερα την ονομάζουν του «Κολοκοτρώνη το βουνό». Βάζει χωνί τα χέρια του και μπήγει την αγριοφωνάρα του, να δώσει κουράγιο στον Μητροπέτροβα, που σήκωνε κείνη την ώρα το μεγαλύτερο βάρος:

— Μπάρμπα Μήτρο! ήρθε ο Κολοκοτρώνης, με δέκα χιλιάδες, κι ο Πετρόμπεης μ’ όλους τους Μανιά­τες, βαστάτε και σας φέρνουμε απ’ όλα11.

Ακούνε οι κλεισμένοι τη φωνή του και ρίχνουν μια μπαταριά από τη χαρά τους.

Σε λίγο φτάνει ο Πλαπούτας μ’ οχτακόσιους νο­ματαίους. Από κείνη την ώρα ο Ρουμπής, που πο­λιορκούσε τους δικούς μας στο Βαλτέτσι, βρέθηκε αυτός πολιορκημένος. Ο πόλεμος φούντωσε. Οι Έλληνες ελπίζανε πως οι Τούρκοι θα τα παρατή­σουν και οι Τούρκοι λέγανε πως οι Γκιαούρηδες θα κιοτήσουν και θα φύγουν.Όχι, δεν κιότησαν. Κι όχι μονάχα οι άντρες μα και η Σταυριάνα, που με τούτον εδώ τον τρόπο μας την περιγράφει ο Φιλήμονας: «Ουδείς των ανδρών εξήρχετο των προμαχώνων, εξ ων εις μόνος έσχε συγκοινωνίαν τινά αβλαβή. Αλλά, πράγμα αξιοπερίεργον, Λάκαινά τις, Σταυριάνα ονομαζομένη, εθελόπονος συστρατιώτης υπό τον Κυριακούλην Μαυρομιχάλην και μετ’ αυτού συναποκλεισθείσα εν Βαλτετσίω, μόνη ετόλμα συνεχώς εξέρχεσθαι από του ενός είς τον άλλον προμαχώνα και διανέμειν πυριτιδοβολάς, όπου η ανάγκη εκάλει. Ην δε αύτη φύσεως ανδρικής, μελανίζουσα, αναστήματος υψηλού εξαισίας γενναιοψυχίας, βαδίζουσα ως ανήρ και ομιλούσα ως στρατιώτης. Αείποτε έφερε το γυναικείον λακωνικόν ένδυμα, και ηλικίας τότε μέχρι των 40 ετών».Φέρνοντας στο νού μας τη Σταυριάνα, την ανελέητη κείνη ώρα του πολέμου, τη φανταζόμαστε ίδια η Λευτεριά που περπάταγε ανάμεσα στα βόλια.Καθώς είπαμε, το μεγαλύτερο βάρος το σήκωνε ο γέρο Μητροπέτροβας. Οι Τούρκοι κάνανε τόνα γιουρούσι πίσω από τ’ άλλο να τον αφανίσουν. «Αυτός», ήταν 70 χρονών, «ορθός πολεμούσε μέσα εις το ταμπούρι του, του εγέμιζαν τουφέκια, του τα έδιδαν εις το χέρι και εσκότωνε καβαλλαραίους· εδιάλεγε μάλιστα εκείνους όπου απόλυαν τα άλογά των με το σπαθί στο χέρι και έκλειαν τα μάτια των, εσκότωσε τοιούτους εξ-οκτώ»13. Και για το αντραγάθημά του η πατρίδα, όταν λευτερώθηκε, τον αντάμειψε όπως του άξιζε. Το 1833, όταν ήταν πιά 83 χρονών, το στρατοδικείο τής Βαυαροκρατίας, με εισαγγελέα τον Εγγλέζο Μάσον, τον καταδίκασε σέ θάνατο, με την ευχή όμως «η ποινή του να μεταβληθή από τον Βασιλέα εις δεσμά διά βίου, ώς υπεργήρου και ως αγωνισθέντος υπέρ πατρίδος». Σπολλάτη τους!Ξαναγυρναμε στο Βαλτέτσι, όπου κείνη την ώρα κρινόταν η τύχη του έθνους μας.Όταν ο ήλιος τέλος κάθησε και πέσαν τα σκοτά­δια, πρόβαλε ολόγιομο το φεγγάρι κι έτσι δεν έπαψε η μάχη. Κι όσο η ώρα πέρναγε τόσο κι έφτανε, από τα γύρω στρατόπεδα, βοήθεια στους δικούς μας, με κεφαλές τον Αντώνη και τον Ηλία Μαυρομιχάλη, τον Πέτρο Βαρβιτσιώτη, τον Γιατράκο, τον Πουλικάκο, τον Κανέλλο Δεληγιάννη και άλλους.Κατά τα μεσάνυχτα, για να δώσει θάρρος στους κλεισμένους, ο Κολοκοτρώνης σπάζει το μπλόκο και μπάζει τροφές στο Βαλτέτσι.

— Μη τυχόν κι έχετε ανάγκη να δυναμώσουμε τ’ ασκέρι σας; τους ρωτά.

Του αποκρίνονται:

— Σεις οι απόξω βαστάτε καλά και μη σας νοιά­ζει για μας.

Μόλις χάραξε φούντωσε πιότερο ο πόλεμος. Ο Ρουμπής τώρα χτυπιόταν απ’ όλες τις μεριές. Κι όταν είδε πώς πιά σίγουρα χανόταν «έκαψεν μπαρούτη και έκαμεν φουμάδα»14, σημείο στον Κεχαγιάμπεη πως δεν μπορεί πιά να κρατήσει. Ο Κολοκο­τρώνης εκείνη την ώρα βρισκόταν στο ταμπούρι του Κωνσταντίνου Αλεξανδρόπουλου, όπου τον τράταρε κρασί και μπουγάτσα. Βλέποντας ο Κολο­κοτρώνης τη φουμάδα «εγνώρισεν ότι ήτο σημείον να φύγουν και επειδή το στόμα του ήτο γεμάτον μπουγάτσα, ήτις τρίβεται και δεν αφίνει εύκολα την φωνήν να έβγη, έβαλεν ευθύς τον δάκτυλόν του και την έβγαλε, και έβαλε τις φωνές:

»— Οι Τούρκοι θα φύγουν καν ριχθήτε επάνω τους!

» Ο τόπος τότε εβούησεν από τις φωνές του Κο- λοκοτρώνη. Και τω όντι οι Τούρκοι όπου φύγη - φύγη».

Παρατώντας και τα συγύρια τους και τα τσαντήρια τους τρέχανε να σωθούν. Και πέφτουν σ’ ένα ρέμα. Οι κλεισμένοι στο Βαλτέτσι τους χτυ­πάνε από μπροστά και πλάγια, όσο που ο Κολοκο­τρώνης κι ο Πλαπούτας τους βάραγαν από πίσω. Θερίζονται. Ξεσπάει ο πανικός. Χύνονται τότε στον κάμπο και για ν’ αλικοντίσουν τους δικούς μας, ρίχνανε στη γη μπιστόλες, ντουφέκια, σπαθιά. Κι όπως αυτά ήτανε θησαυρός για τους Έλληνες, τρέ­χανε ποιος θα τα πρωταρπάξει και οι Τούρκοι βρή­κανε καιρό να μπούνε πίσω στην ΤριπολιτσάΠώς βγήκαν την αυγή 12 του Μάη και πώς γύρι­ζαν, έπειτα από 23 ώρες πόλεμο, το πρωί στις 13 του Μάη!...

Ο Φιλήμονας λέει πως οι Τούρκοι χάσανε σε τούτη τη μάχη «περί τους τριακοσίους φονευθέντας και πλείονας πληγωθέντας, εξ ων οι πλείστοι εξεμέτρησαν το ζην εν τη Τριπόλει»16. Ο Δεληγιάννης ανεβάζει μονάχα τους σκοτωμένους σε 170017. Ίσως οι αριθμοί που βρίσκονται πιο σιμά στην αλήθεια είναι τούτοι δω: Ίσαμε πεντακόσιοι οι σκοτωμένοι κι ως εφτακόσιοι οι λαβωμένοι. «Πολλούς δε των νεκρών τούτων γνωρίζοντες οι Έλληνες εφώνουν οι μεν ,,να το σκυλί ο σπαχής του χωριού μας“ κι άλλα από τα κουφάρια τα κλώτσα­γαν κι έλεγαν: ,,Να σου, αγά μας“!» Κι ανιστορούσαν ο ένας στον άλλον «τας κακοπραγίας των ότε εδέσποζον».

Δικοί μας, καθώς λέει ο Δεληγιάννης, σκοτώθη­καν 18 και 31 λαβώθηκαν.

Όταν νικημένοι οι Τούρκοι μπήκαν στην Τριπολιτσά, ξέσπασε θρήνος κι οδυρμός. «Αι γυναίκες των, τα παιδιά των και όλη η Τουρκιά της Τριπολιτσάς έτρεχαν εις τους δρόμους και ερωτούσαν και εφώναζαν ο καθένας δια τους δικούς των, αν τους είδαν ζωντανούς ή σκοτωμένους, και αν έρχωνται ή τι έγιναν. Εκεί έβλεπέ τις τας γυναίκας των Τούρκων να τραβούνε τα μαλλιά των, τα δε παιδιά να φωνά­ζουν και να γυρεύουν τους πατέρας των. Τοιαύτη ήτο η θέα της Τριπολιτσάς εις το έμβασμα των Τούρκων των τσακισμένων εις το Βαλτέτσι. Αλλά ποιος ημπορεί πάλιν να ζωγραφίσει την χαράν των Ελλήνων!

Η ένδοξος αύτη μάχη του Βαλτετσίου είναι η σω­τηρία της πατρίδος μας».

Το ίδιο λέει κι ο Κολοκοτρώνης: «Εκείνος ο πόλεμος εστάθη η ευτυχία της Πατρίδος».

Κι ο Φιλήμονας: «Εάν η 25 Μαρτίου εγένετο ο Ευαγγελισμός της ελληνικής επαναστάσεως, ωμολογήται η 12 Μαΐου ως το Πάσχα της ελληνικής αναστάσεως».

Και η νίκη μας έφερε τη διχόνοια στο κάστρο του εχθρού, ανάμεσα στους Τούρκους του Μόρια και τους Αρβανίτες του Κεχαγιάμπεη. Οι πρώτοι λέ­γανε γι’ αυτόν:

—  Κάλλιο να μην ερχόταν!

Και τούτη η διχόνοια, καθώς θα δούμε, θα οδηγή­σει, μια ώρα αρχήτερα, στο πάρσιμο της Τριπολιτσάς.

Από: «Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 21» Β’ Έκδοση ‘Ν.ΒΟΤΣΗ’ 1977

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

ΑΘΑΝΑΤΗ ΕΛΛΕΑΔ ΑΜΕ ΤΙΣ ΕΝΔΟΞΕΣ ΝΙΚΕΣ ΣΟΥ.

Ανώνυμος είπε...

Πράγματι η μάχη στο Βαλτέτσι ήταν η καθοριστικότερη για την άλωση της Τριπολιτσάς.Και όποιος ήλεγχε την Τρίπολη "είχε" και την Πελοπόννησο.Ο μέγας Κολοκοτρώνης έσωσε τόσες φορές την Πατρίδα μας!!!