Τετάρτη 17 Μαΐου 2017

ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΝΤΑ ΤΗ ΤΡΙΤΗ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑ ΤΑΣ ΓΡΑΦΑΣ



Το 5ο άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως, αναφέρεται στο μέγα θαύμα της Αναστάσεως του Χριστού μας. Να ποιο είναι: «Και αναστάντα τη τρίτη ημέρα κατά τάς Γραφάς». Καίτοι πολλά γνωρίζουμε και διαβάσαμε για την Ανάστασιν του Κυρίου, αλλά αυτά όλα θα πρέπει να τα φρεσκάρουμε από καιρού εις καιρόν. Αφού μάλιστα εις την σειρά των άρθρων του Συμβόλου της Πίστεως είναι και η Ανάστασις του Χριστού, θα πρέπει να αναφερθούμε και στο γεγονός αυτό. Γιατί η Ανάστασις του Χριστού δεν είναι απλώς ένα μεγάλο θαύμα σαν τα άλλα θαύματα που έκανε ο Χριστός μας. Η Ανάστασις του Χριστού είναι το μέγιστον των θαυμάτων. Είναι το θαύμα που έκανε στον εαυτό του. Ανέστησε και τον Λάζαρον βέβαια, ανέστησε και τον υιόν της χήρας της Ναΐν, ανέστησε και την κόρη του Ιαείρου. Εδώ όμως ανασταίνει μόνος του τον εαυτό του. Πότε άλλοτε δεν έγινε αυτό. Και αποδεικνύει έτσι τη θεότητά του.

Για σκεφθήτε, αγαπητοί μου, να μη ανασταίνονταν ο Χριστός! Τι θα συνέβαινε; Θα τελείωνε η ζωή του και η ιστορία του στον Σταυρό και στον Τάφο. Τι θα γράφονταν τότε γι’ αυτόν; Ότι ήταν κάποτε ένας καλός προφήτης και διδάσκαλος που έκανε θαύματα για τον λαό του, αλλά που τέλος τον σταύρωσαν οι συμπατριώτες του. Υπέροχος άνθρωπος ναι, αλλά όχι και Θεός! Το ότι σήμερα, αγαπητοί  μου, υπάρχει Χριστιανισμός, οφείλεται στην Ανάστασι του Χριστού. Ο Χριστιανισμός, δεν στηρίζεται τόσο στην διδασκαλία και στην αγιότητα του Χριστού, αλλά στηρίζεται κυρίως στην Ανάστασι. Αυτή αποδεικνύει ότι δεν ήταν απλός άνθρωπος, γιατί, επαναλαμβάνω κανένας δεν αναστήθηκε μόνος του. Γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος το λέγει ξεκάθαρα: «ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών» (Α΄ Κορ. ιε’ 14). Αν δηλαδή δεν ανασταινόταν ο Χριστός μας, άνευ αξίας θα ήταν και το κήρυγμα ημών των Αποστόλων και η πίστις όλων των Χριστιανών, γιατί θα ήταν πίστις σ’ ένα νεκρό άνθρωπο, έστω και σπουδαίο.

Ναι, θεμέλιο του Χριστιανισμού είναι η Ανάστασις του Χριστού. Και η Ανάστασις του Χριστού αποδεικνύεται πρώτον από τον κενόν Τάφον. Έβαλαν λίθον μέγαν εις τον τάφον του Χριστού, και επί πλέον φρουρά στρατιωτών εφρουρούσε επί τρείς ημέρες τον Τάφον. Παρά ταύτα ο Χριστός αναστήθηκε.

Δεύτερον, η Ανάστασις του Χριστού αποδεικνύεται και από τη μαρτυρία των Αποστόλων, που τον είδαν και τον εψηλάφησαν και συνέφαγαν μαζί του και συνεζήτησαν μαζί του, επί σαράντα ολόκληρες ημέρες. Και τρίτον, η Ανάστασις του Χριστού αποδεικνύεται από την αλλαγήν των Αποστόλων. Τι ήσαν, αλήθεια, πριν οι Απόστολοι; Δειλοί, πολύ δειλοί. Εγκατέλειψαν τον Διδάσκαλο τους στη Γεθσημανή, όπου τον συνέλαβαν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, και απεδείχθησαν πιο δειλοί και από τις γυναίκες τις Μυροφόρες. Εκείνες έμειναν και στο Σταυρό, παρακολούθησαν και την κηδεία του Κυρίου, ετοίμασαν και αρώματα και πήγαν στο τάφο να τον μυρώσουν. Οι μαθητές του όμως τίποτε! Κρύφθηκαν. Ένας εξ αυτών τον πρόδωσε, κι ένας άλλος τον αρνήθηκε.

Και όμως! Αυτοί οι δειλοί έγιναν απότομα λεοντόψυχοι, γενναίοι, άγιοι, έτρεξαν σ’ όλο τον κόσμο και μιλούσαν για το Χριστό και την Ανάστασι του. Οι πλειστοί απ’ αυτούς σταυρώθηκαν, κάηκαν ζωντανοί, ρίχτηκαν στα θηρία. Από πού έπαιρναν αυτή τη δύναμι; Πώς άλλαξαν; Πώς; Από την Ανάστασι του Χριστού! Γιατί είδαν τον Αναστάντα Χριστόν, γιατί τον εψηλάφησαν. Μετά την Ανάστασι έγιναν αλλοιώτικοι, γενναίοι και άγιοι. Το έλεγαν οι ίδιοι. Όταν κάποτε τους συνέλαβαν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι και τους ωδήγησαν στο δικαστήριο, τους έλεγαν: Μη μιλάτε στο όνομα του Χριστού, θα σας φυλακίσουμε, θα σας σκοτώσουμε. Κι εκείνοι τι απαντούσαν; Δεν μπορούμε εμείς να υπακούσουμε σε σας. Εμείς ακούμε τον Θεόν, θα πειθαρχούμε εις τον Θεόν «ό εωράκαμεν τοις οθαλμοίς ημών, ό εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν» (Α’ Ιω. α’ 1). Τι σημαίνουν αυτά; Αυτά που είδαμε, είπαν οι Απόστολοι, αυτά που ψηλαφήσαμε αυτά και κηρύττομε, αυτά είναι η αλήθεια η ζωντανή.

Ακόμη, η Ανάστασις του Χριστού αποδεικνύεται και από την αλλαγήν του Απόστολου Παύλου. Αλήθεια τι ήταν ο Παύλος πρίν; Το ξέρουμε. Ήταν φοβερός διώκτης. Εβραίος φανατικός, που γύριζε, συνελάμβανε στα Ιεροσόλυμα Χριστιανούς και τους φυλάκιζε. Όταν όμως κάποτε πήγαινε στη Δαμασκό για να συλλάβη και κει Χριστιανούς τότε παρουσιάζεται στο δρόμο ο Αναστημένος Κύριος. Φως άστραψε εις τον Παύλον, τον Σαούλ, έπεσε από το άλογό του κάτω και μέσα από το φως που ήταν σαν αστραπή ακούστηκε μια φωνή που του έλεγε: «Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις;» (Πραξ. θ’4). –Ποιος είσαι συ, Κύριε, τον οποίον εγώ διώκω; Ερωτά. -Είμαι ο Ιησούς, ο Αναστάς, τον οποίον εσύ διώκεις. Αι, από τότε το θηρίο έγινε αρνί. Βαπτίστηκε, και ο διώκτης, ναι, ο διώκτης του Χριστού, έγινε τώρα δια μιας κήρυξ, Απόστολος, άφοβος, άτρομος. Όλον τον κόσμο τον γύρισε. Τι φυλακίσεις δοκίμασε, τι ραβδισμούς, τι κινδύνους, μέχρι και εμαρτύρησε  για τον Χριστόν. Και το ερώτημα είναι πάλι; Πώς άλλαξε και για ποιο Χριστό θανατώθηκε; Για τον σταυρωμένο Χριστόν; Όχι! Για τον δάσκαλον Χριστό; Ούτε! Αλλά για ποιόν; Για τον αναστημένο Χριστό! Ο αναστημένος Χριστός, που ήταν όχι απλούς άνθρωπος, αλλά Θεάνθρωπος. Αυτός τον άλλαξε ριζικά.

Κι εδώ θα πρέπει ν’ αναφέρω την αλλαγή και την μετάνοια των Ιουδαίων την ημέρα της Πεντηκοστής. Πενήντα  ημέρες μετά την Ανάστασι, όταν κατέβηκε το Πνεύμα το    Άγιον, οι Μαθηταί άρχισαν το κήρυγμα. Πρώτος μίλησε στα Ιεροσόλυμα ο απόστολος Πέτρος, ο δειλός Πέτρος, ο αρνητής Πέτρος, που μόλις είδε τον αναστάντα Κύριον, έγινε λιοντάρι κι αυτός. Μίλησε σε χιλιάδες Ιουδαίους. Και τι τους είπε; «Αυτός ο Ιησούς Χριστός, τον Οποίον σεις εσταυρώσατε, αναστήθηκε, γιατί ήταν ο Υιός του Θεού». Συντρίφτηκαν τότε πολλοί ακροαταί του, συγκλονίστηκαν όταν τα άκουσαν αυτά. Τι να κάνουμε, ερώτησαν, για να σωθούμε; Να τι να κάνετε, τους είπε ο Πέτρος. Να μετανοήσετε και να βαπτισθήτε στο όνομα του Χριστού. Και βαπτίσθηκαν την πρώτη ημέρα τρείς χιλιάδες ψυχές. Και όλοι αυτοί άλλαξαν ζωή, άλλαξαν ήθη και έθιμα, ήταν μια ψυχή και μια καρδιά και «είχον άπαντα κοινά» (Πραξ. β’ 44). Όλα τα είχαν κοινά. Κανένας δεν έλεγε τούτο είναι δικό μου και κείνο δικό σου. Όλα κοινά.

Ερωτώμεν και πάλιν, πώς άλλαξαν; Αυτοί πριν πενήντα ημέρες φώναζαν κάτω από το Πραιτώριον του Πιλάτου «άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν» (Ιω. ιθ’ 15). Τώρα πως επίστευσαν στον      Χριστόν και υπέστησαν αργότερα και διωγμούς από τους άλλους Ιουδαίους που δεν πίστεψαν; Πώς; Από την Ανάστασιν του Χριστού. Βεβαιώθηκαν ότι ο Χριστός αναστήθηκε. Τον είδαν λοιπόν οι Δώδεκα Απόστολοι, τον είδαν οι Εβδομήκοντα, τον είδαν και άλλες πεντακόσιες ψυχές στο όρος των μακαρισμών τον Αναστάντα Κύριον.

Να και μιά άλλη απόδειξι που φανερώνει την Ανάσταση του Χριστού μας. Είναι το θαύμα που λέγεται Εκκλησία. Τι δεν αντιμετώπισε η Εκκλησία απ’ αρχής που ιδρύθηκε. Τι διωγμούς, τι μαρτύρια για τον Χριστόν! Ένδεκα εκατομμύρια άνθρωποι μαρτύρησαν  για τον Χριστό στους τρείς πρώτους μόνο αιώνες. Και δεν έπαθε τίποτε η Εκκλησία. Έμεινε όρθια. Γιατί; Διότι ιδρυτής της, θεμέλιο της ήταν ο Αναστάς Κύριος, κυβερνήτης ο Αναστάς Κύριος. Η δύναμις της Αναστάσεως την συγκρατούσε και την έκανε νικήτρια.

Ας αφήσουμε τους παλαιούς καιρούς κι ας έλθουμε στους καιρούς μας. Τι πόλεμο δεν έκαναν οι κομμουνισταί στην Ρωσία κατά της Εκκλησίας και του Χριστού. Γκρέμισαν τις εκκλησίες, εκατόν πενήντα επίσκοποι εθανατώθηκαν, χιλιάδες ιερείς και μοναχοί επίσης. Εκατομμύρια πιστοί, είπε ο Σολτζενίτσιν, εκτελέστηκαν από το Στάλιν για να σβήση η θρησκεία του Χριστού μας. Τι φυλακές, τι εξορίες, τι ψυχιατρεία! Εβδομήντα έως ογδόντα χρόνια διωγμοί. Με φωτιά και σίδερο πολεμούσαν το Χριστό μας. Το αποτέλεσμα; Πού είναι οι διώκται σήμερα; Πού ο Λένιν, πού ο Στάλιν και ο Κρούτσεφ; Έσβησαν! Χάθηκαν! Ενώ η Εκκλησία ζή και βασιλεύει. Γίνεται τώρα Ανάστασις στην πλατεία της Μόσχας και πλημμυρίζουν, οι δρόμοι από χιλιάδες λαού. Πότε δεν συγκεντρώθηκε, λένε, τόσος κόσμος από το 1917,  όσος συγκεντρώθηκε την πρώτη χρονιά που έγινε η Ανάστασις μετά την πτώση του άθεου Κομμουνισμού. Τι αποδεικνύει αυτό; Ότι η Εκκλησία έχει αρχηγό όχι άνθρωπο, αλλά τον Θεάνθρωπο Ιησού.

Μήπως και στις άλλες χώρες δεν έγινε το ίδιο; Μήπως και στην Αλβανία το κακό δεν ήταν χειρότερο; Τι έλεγε ο Εμβέρ Χότζα; «Ύστερα από εκατόν πενήντα χρόνια θ’ ακούσουν για το Χριστό οι νέοι». Και όμως! Ύστερα από 5-6 χρόνια από το θάνατό του οι εκκλησίες γέμισαν και τα αγάλματά του γκρεμίστηκαν και σωριάστηκαν και τ’ όνομά του έγινε ανάθεμα. Αυτή είναι η δύναμις της Αναστάσεως του Χριστού μας.

Θ’ αναφέρω εδώ ένα συγκλονιστικό γεγονός από τη Ρωσία. Από τα πρώτα χρόνια της κομμουνιστικής επαναστάσεως. Ένα Μέγα Σάββατο βράδυ γίνονταν μία διάλεξις σ’ ένα τεράστιο κινηματόγραφο. Ποιος μιλούσε; Ένας άθεος. Τι εκήρυττε; Ότι η Ανάστασις του Χριστού είναι παραμύθι. Οι παπάδες τα έφτιαξαν αυτά, έλεγε, για να γελούν τον κόσμο.

Και αφού ετελείωσε και νόμισε ότι κατέκτησε τις χιλιάδες και επείσθηκαν αυτοί που τον άκουγαν, τότε είπε με ψηλά το κεφάλι, υπερήφανα: Αν κανένας έχη να με αντικρούση, ας ανέβη επάνω στο βήμα αλλά μόνο δυό λεπτά θα μιλήση. Και τότε ανέβηκε ταπεινά-ταπεινά ένα  γεροντάκι. Για μια στιγμή ησυχία νεκρική. Μετά, το γεροντάκι κοίταξε το ρολόϊ του και λέει στις χιλιάδες: «Αδελφοί μου, Μέγα Σάββατο είναι απόψε, η ώρα είναι 12 ακριβώς, ώρα της Αναστάσεως του Χριστού. Χριστός Ανέστη, αδελφοί!». Και τότε, σείσθηκε η αίθουσα από την απάντηση του λαού «Αληθώς Ανέστη, ο Κύριος». Επί δύο ώρες αγωνίστηκε ο άθεος να γκρεμίση στις ψυχές των ανθρώπων την Ανάστασι του Χριστού, και με δύο λόγια και μόνο το πιστό γεροντάκι κονιορτοποίησε τα επιχειρήματα του. Τελείως τα κονιορτοποίησε. Βεβαίως το αποτέλεσμα το καταλαβαίνετε. Το γεροντάκι εξαφανίστηκε από την ώρα εκείνη για τιμωρία του. Ναι, αδελφοί μου, η Ανάστασις του Χριστού μας είναι γεγονός, γεγονός ατράνταχτο. Πάνω σ’ αυτό συντρίφτηκαν όλοι οι διωγμοί.

Η Ανάστασις του Κυρίου, λοιπόν, αποδεικνύει την θεότητα του. Αποδεικνύει ότι όσα γράφονται στο ιερό Ευαγγέλιο και τα όσα είπε ο Χριστός μας δεν ήταν λόγια ανθρώπινα, αλλά λόγια Θεού. Αυτά θα πρέπει και να τα ακούμε και να τα διαβάζουμε, αλλά κυρίως να τα εφαρμόζουμε. Οι Απόστολοι, οι Μάρτυρες, οι Χριστιανοί στη Ρωσία και αλλού έδωσαν και το αίμα τους για τον Αναστάντα Κύριον.

Ας το ακολουθήσουμε και ημείς πιστά. Και πότε τον ακολουθούμε; Όταν ζούμε καθαρή ζωή. Εκείνο, που λέει το τροπάριο στον κανόνα της Αναστάσεως: «Καθαρθώμεν τας αισθήσεις και οψόμεθα τω απροσίτω φωτί της αναστάσεως, Χριστόν, εξαστράπτοντα και Χαίρετε φάσκοντα τρανώς ακουσόμεθα, επινίκιον άδοντες». Όσο καθαρίζουν τα μάτια μας, τα αυτιά μας και η καρδιά μας από το κακό, τόσο περισσότερο θα βλέπουμε την λαμπρότητα της Αναστάσεως του Κυρίου.

Έτσι λοιπόν πρέπει ν’ ακολουθούμε τον Χριστόν, τον Αναστάντα. Και να τελειώσουμε με ένα θαυμάσιον ύμνον. Κατά την νύκτα της Αναστάσεως, που βγαίνει όλο το πλήθος έξω στο προαύλιο για την Ανάσταση του Χριστού ψάλλουν οι ιερείς και οι ψάλται: «Την ανάστασίν σου, Χριστέ Σωτήρ, άγγελοι υμνούσιν εν ουρανοίς. Και ημάς τους επι γης καταξίωσον εν καθαρά καρδία σε δοξάζειν».

Είθε αδελφοί μου, να μας αξιώνη ο Κύριος, ο Αναστάς να τον εορτάζουμε, να τον πιστεύουμε με καθαρά την καρδιά και την ψυχή, για να αξιωθούμε να τον συναντήσουμε ένδοξον, φωτεινόν, λαμπρόν, και τροπαιούχον και εις τον ουρανό. Αμήν.

 Από το βιβλίο «Πιστεύω…» του μακαριστού μητροπολίτου Δρυινουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης κ.κ. Σεβαστιανού

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Αθάνατος, ηρωϊκή μορφή ο μακαριστός Σεβαστιανός!

Ανώνυμος είπε...

Άγιο άνθρωπο, τον θυμάμαι τον σεβαστό ιεράρχη στα συνέδρια της ΣΦΕΒΑ, με τι αγωνιστικό φρόνημα μιλούσε.
Σαν τον ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟ κανείς, μα κανείς.