Οι περισσότεροι άνθρωποι
διατηρούν περιέργως παρόμοιες ιδέες για τη ζωή μετά το θάνατο. Αυτό υποδεικνύει
ότι τα περί της ζωής μετά θάνατον είναι κάτι πέρα από τις θρησκευτικές
πεποιθήσεις: συνυπάρχει ο φόβος και η αδυναμία να φανταστεί κανείς την μετάβαση
στην ανυπαρξία.
Ο RICHARD WAVERLY ήταν ένας
37χρονος καθηγητής ιστορίας. Μια μέρα οδηγούσε να πάει στην εργασία του
κουρασμένος εξαιτίας του λιγοστού ύπνου και πεινασμένος επειδή δεν είχε
προλάβει να πάρει πρωινό. Ήταν επίσης σε κακή διάθεση μετά από φιλονικία με τη
σύζυγό του που υποψιαζόταν ότι έχει εξωσυζυγική σχέση. Σε μια επικίνδυνη
διασταύρωση, έχασε τον έλεγχο, έπεσε σε κολόνα ηλεκτρισμού και πετάχτηκε από το
παρμπρίζ στο οδόστρωμα. Οι διασώστες που έφτασαν στο σημείο είπαν ότι ήταν
νεκρός προτού να χτυπήσει στο οδόστρωμα.
Αυτή η ιστορία είναι φανταστική,
αλλά όταν ο ψυχολόγος Jesse Bering την διηγήθηκε σε εθελοντές, ανακάλυψε κάτι
που μάλλον δεν φανταζόταν. Τέθηκαν
ερωτήσεις όπως «νομίζετε ότι ο Richard γνωρίζει ότι είναι νεκρός;» και
«νομίζετε ότι ο Richard ήθελε να είχε πει στην γυναίκα του ότι την αγαπούσε
πριν πεθάνει», πολλοί εθελοντές απάντησαν ναι. Για πολλούς, που είχαν ήδη
δηλώσει πίστη στη μετά θάνατον ζωή, αυτό δεν ήταν μεγάλη έκπληξη. Ωστόσο, ακόμη
και οι άνθρωποι που απέρριψαν εντελώς την ιδέα της ζωής μετά το θάνατο – οι
λεγόμενοι αφανιστές (extinctivists) – απάντησαν επίσης ναι.
Το πείραμα αυτό έγινε το 2002.
Έκτοτε, ο Bering – ο οποίος είναι τώρα στο Πανεπιστήμιο του Otago στο Dunedin
της Νέας Ζηλανδίας – και άλλοι επιβεβαίωσαν και επέκτειναν τα ευρήματά του.
Αντιμέτωποι με το αμετάκλητο του θανάτου, η πλειονότητα ημών,
συμπεριλαμβανομένων και των ορθολογιστών, υιοθετεί την πεποίθηση ότι ο θάνατος
δεν είναι το τέλος. “Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν στη ζωή μετά το
θάνατο”, λέει ο ψυχολόγος Jamin Halberstadt, επίσης στο Πανεπιστήμιο του Otago.
“Αυτό είναι εκπληκτικό. Η επιστήμη έχει αλλάξει τον τρόπο που σκεφτόμαστε
σχεδόν την κάθε πτυχή της ζωής μας, συμπεριλαμβανομένου του θανάτου, αλλά μέσα
σε όλα αυτά, η πίστη στη ζωή μετά το θάνατο παρέμεινε σταθερή. “Γιατί άραγε;”
Οι άνθρωποι δεν είναι τα μόνα
πρωτεύοντα θηλαστικά με επίγνωση του θανάτου. Οι ελέφαντες και τα δελφίνια
γοητεύονται από τα πτώματα των συγγενών τους και οι χιμπατζήδες έχουν
παρατηρηθεί να εκτελούν αυτό που ορισμένοι πρωτευοντιστές (primatologists) λένε
ότι συνιστούν περίτεχνα ταφικά τελετουργικά. Δεν έχουμε τρόπο να μάθουμε αν τα
πρωτεύοντα αυτά θηλαστικά έχουν μια έννοια της μετά θάνατον ζωής, αλλά
γνωρίζουμε σίγουρα ότι οι άνθρωποι έχουν. Τα αρχαιολογικά ευρήματα για τις
πεποιθήσεις σχετικά με την μεταθανάτια ζωή πάνε
τουλάχιστον 12.000 χρόνια πίσω όταν άρχισαν να θάβονται σώματα μαζί με
διάφορα σκεύη για χρήση “για την άλλη πλευρά”. Αλλά αυτές οι πεποιθήσεις
απέχουν πολύ από το να αποτελούν παρελθόν. Οι έρευνες που γίνονται τακτικά από
τη δεκαετία του 1940 δείχνουν σταθερά ότι περίπου το 70% των Αμερικανών πολιτών
πιστεύουν σε κάποια μορφή ζωής μετά το θάνατο – έναν ποσοστό που
αντικατοπτρίζεται σε ολόκληρο τον ανεπτυγμένο κόσμο. Επιπλέον, όπως διαπίστωσε
και ο Bering, ακόμα και το 30% που λένε ότι δεν το κάνουν, συχνά το κάνουν.
Όταν ρώτησε τους αφανιστές αν συμφωνούν με τη δήλωση ότι «η συνειδητή
προσωπικότητα επιβιώνει του θανάτου του σώματος αλλά δεν είμαι καθόλου σίγουρος
για το τι συμβαίνει μετά από αυτό», το 80% είπε ναι.
Μια προφανής εξήγηση είναι ότι οι
άνθρωποι εσωτερικοποιούν τις θρησκευτικές δοξασίες. “Μια λειτουργία της
θρησκείας είναι να ανακουφίσει από το άγχος του θανάτου, επειδή συνήθως
συνδυάζεται με πεποιθήσεις για την μεταθανάτια ζωή”, λέει ο Halberstadt. Αλλά
αυτό δεν εξηγεί γιατί η πίστη στη μετά θάνατον ζωή έχει διατηρηθεί ακόμα και
όταν η πίστη στις διάφορες θρησκείες έχει μειωθεί, ούτε γιατί αυτές οι
πεποιθήσεις σπάνια πηγάζουν από την θρησκευτικότητα. Αντί να υιοθετούν έννοιες
όπως ο παράδεισος και η κόλαση, μιλάνε με ασαφείς όρους για “το κάτι που
υπάρχει μετά θάνατον”. Αυτή η έλλειψη θεολογικής ορθότητας οδήγησε τους
κοινωνικούς ψυχολόγους να αρχίσουν να θεωρούν τις πεποιθήσεις για τη μετά
θάνατον ζωή ως πολύ περισσότερο διαισθητικές παρά διδακτές.
Είναι εν μέρει μια αποτυχία της
φαντασίας μας σύμφωνα με τον Bering. Παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχαμε εδώ και
δισεκατομμύρια χρόνια πριν από τη στιγμή της σύλληψή μας, δεν μπορούμε να
φανταστούμε την ανυπαρξία. Αυτό μπορεί να μας βοηθήσει να εξηγήσουμε ένα κοινό
χαρακτηριστικό σε πολλές πεποιθήσεις για την ζωή μετά θάνατον. Στο πείραμα του
Richard, για παράδειγμα, μαζί με τις ερωτήσεις για τις μεταθανάτιες ψυχικές
καταστάσεις – τις επιθυμίες, τις γνώσεις και τα συναισθήματα – ο Bering ρώτησε
επίσης για φυσικά χαρακτηριστικά όπως η πείνα, ο πόνος και η κούραση, και αν ο
Richard μπορούσε ακόμα να δει, να ακούσει και να δοκιμάσει. Οι άνθρωποι
δέχτηκαν ότι οι βιολογικές και αντιληπτικές ικανότητες χάθηκαν, αλλά
υποστήριξαν ότι οι ψυχολογικές καταστάσεις παραμένουν. Με άλλα λόγια, μπορούμε
να φανταστούμε ότι το σώμα μας πεθαίνει, αλλά δεν μπορούμε να δεχτούμε τον
θάνατο του πνεύματος. “Μπορώ να φανταστώ ότι δεν είμαι πεινασμένος ή ότι δεν
μπορώ να δω, αλλά να φανταστώ ότι δεν είμαι τίποτε, ότι δεν υπάρχω, είναι κάτι αδύνατο διότι η ίδια η φαντασία είναι
μια νοητική κατάσταση”, λέει ο Jonathan Jong στο Πανεπιστήμιο του Coventry στην
Αγγλία.
Αλλά το θέμα δεν εξαντλείται εδώ
. Οι πεποιθήσεις για τα μετά τον θάνατο δεν εμφανίζονται μόνο όταν προσπαθούμε,
και αποτυγχάνουμε, να φανταστούμε τον θάνατο. Φαίνεται ότι είναι μια
προεπιλεγμένη ρύθμιση της γνώσης. Σε ένα πρόσφατο πείραμα, ο Halberstadt κάλεσε μαθητές να
λάβουν μέρος σε κάτι που τους είπαν ότι ήταν μια δοκιμή διαλογισμού. Οδηγήθηκαν
σε ένα δωμάτιο και καλωδιώθηκαν για να καταγράψουν τα επίπεδα εγρήγορσής τους.
Στους μισούς μαθητές είπαν ότι λίγες εβδομάδες πριν ένας επιστάτης είχε πεθάνει
στο ίδιο δωμάτιο και ότι ένας μαθητής είδε αργότερα ένα φάντασμα σε μια γωνία.
Στα μισά της διαδικασίας, οι πειραματιστές έκαναν το φως στο δωμάτιο να
τρεμοπαίζει. Οι μισοί μαθητές που δεν είχαν ακούσει την ιστορία του φαντάσματος
έδειξαν ήπια έκπληξη. Οι υπόλοιποι, ακόμη και οι δηλωμένοι αφανιστές,
αναπήδησαν στις καρέκλες τους. Αυτό, λέει ο Halberstandt, υποδηλώνει ότι η
πίστη στην μεταθάνατο ζωή είναι ενστικτώδης και καθολική, απλώς οι αφανιστές
έμαθαν να την καταπιέζουν.
Οι ψυχολόγοι πιστεύουν ότι αυτές
οι “σιωπηρές πεποιθήσεις” είναι ένα υποπροϊόν της εξελισσόμενης γνώσης μας. Ένα
βασικό εργαλείο στην πνευματική εργαλειοθήκη μας είναι η θεωρία του νου: η
ικανότητα να σκεφτόμαστε για τις σκέψεις, τις πεποιθήσεις, τα συναισθήματα και
τις προθέσεις των άλλων ανθρώπων, ακόμη και στην απουσία τους. Αυτό
υπογραμμίζει την πίστη στους θεούς και τα άλλα υπερφυσικά όντα, και κάνει τις
πεποιθήσεις μετά θάνατον να εμφανίζονται εύκολα. Ακόμη και όταν κάποιος
πεθάνει, δεν σβήνουμε τη θεωρία του μυαλού μας. «Υπάρχει κάτι διαισθητικό για
την προβολή ψυχολογικών χαρακτηριστικών σε νεκρούς», λέει ο Jong.
Φυσικά, τίποτα από τα παραπάνω δεν μας λέει
κάτι βέβαιο για την ύπαρξη ή όχι της μετά θάνατον ζωής. «Είμαι κοινωνικός
ψυχολόγος, γι ‘αυτό ξέρω ότι το τι πιστεύουν οι άνθρωποι μπορεί να είναι
εντελώς άσχετο με την πραγματικότητα» (Τι είναι άραγε πραγματικότητα?) λέει ο
Halberstadt. Και συνεχίζει: “Αλλά μην ανησυχείτε, θα το ανακαλύψουμε όλοι αργά
ή γρήγορα”.
Επίμετρο
Η συντριπτική πλειοψηφία ημών έχει κάποιες πεποιθήσεις σε μια
μεταθανάτια ζωή, αλλά οι άνθρωποι που πιστεύουν σ ‘αυτήν έντονα είναι εκείνοι
που ισχυρίζονται ότι βρέθηκαν στην αντίπερα όχθη και τελικά έζησαν για να πουν
την ιστορία.
Περίπου το 25% των ανθρώπων που
σχεδόν πέθαναν αναφέρουν μια εμπειρία κοντά στο θάνατο (near death experience).
Αυτά συνήθως περιλαμβάνουν αισθήσεις ζουμ μέσω μιας σήραγγας προς ένα φως.
Πολλοί επίσης παρουσιάζουν επαναλήψεις της ζωής τους και επανασύνδεση με
νεκρούς αγαπημένους.
Οι εμπειρίες κοντά στο θάνατο
μπορεί να προκύψουν από την έλλειψη οξυγόνου στον εγκέφαλο. Ό, τι τις προκαλεί,
δεν μας λέει τίποτα για το αν υπάρχει η μετά θάνατον ζωή. Ωστόσο, τα ψυχολογικά
τους αποτελέσματα είναι βαθιά, λέει η Natasha Tassell-Matamua του Πανεπιστημίου
Massey, στην Νέα Ζηλανδία.
Οι επιζώντες συχνά πιστεύουν ότι
βρέθηκαν σε μια άλλη σφαίρα. Χάνουν όλο τον φόβο του θανάτου και αποκτούν την
πεποίθηση ότι κάποια πτυχή της συνείδησής τους θα επιζήσει – αν και δεν μπορούν
θετικά να προσδιορίσουν ποια και τελικά καταφεύγουν σε αόριστες έννοιες όπως το
πνεύμα και η ψυχή. Ακόμα και οι άνθρωποι που ήταν πεπεισμένοι ότι ο θάνατος
είναι τελικός συχνά επανέρχονται ως πιστοί σε μια μετά θάνατον ζωή.
Ο όρος “ψυχή” μπορεί να
προκαλέσει μεγάλες παρανοήσεις και παρερμηνείες. Αφήνουμε κατά μέρος τις άλλες
επιστήμες, ειδικά την ψυχιατρική, και επικεντρωνόμαστε στην Ορθόδοξη Θεολογία.
Καταρχήν ακόμη και στην Βίβλο ο όρος ψυχή δεν χρησιμοποιείται πάντα με το ίδιο
νόημα. Σύμφωνα με την Ορθόδοξη Θεολογία λοιπόν ο άνθρωπος αποτελεί ψυχοσωματικό
όν. Το μεν σώμα αποτελείται από συνήθη ύλη, η σύγχρονη φυσική την περιγράφει ως
“βαρυονική ύλη”, δηλαδή κουάρκ και λεπτόνια (σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής γνωστά
επιστημονικά δεδομένα). Η ψυχή από την άλλη αποτελείται από “πνευματική ύλη”,
είναι επίσης κτιστή, δίδεται από τον Θεό στον άνθρωπο κατά την στιγμή της
συλλήψεως, διαχέεται σε ολόκληρο το σώμα και δεν είναι περιορισμένη σε κάποιο
σημείο του σώματος και είναι κατά χάριν αθάνατη. Η πνευματική ύλη από την οποία
αποτελείται η ανθρώπινη ψυχή δεν είναι σαφές τι ακριβώς είναι. Περιγράφεται από
τους πατέρες ως διαφορετική και “παχύτερη” της πνευματικής ουσίας των Αγγέλων
που είναι ανώτερα πνευματικά όντα. Την στιγμή του θανάτου η ψυχή διαχωρίζεται
από το σώμα: το μεν σώμα αποσυντίθεται αλλά η ψυχή παραμένει ζωντανή και
μεταβαίνει στην λεγόμενη “ενδιάμεση κατάσταση” μέχρι την Δευτέρα Παρουσία όπου
θα ενωθεί και πάλι με το αναγεννημένο σώμα της. Τα ζώα είναι μεν ζωντανά όντα,
πολλά από αυτά έχουν και ευφυϊα και πιθανώς κάποια στοιχεία αυτοσυνειδησίας
αλλά δεν έχουν ψυχή με την θεολογική έννοια.
Παραπομπή (New Scientist): Why almost everyone believes in an
afterlife – even atheists
αντιφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου