Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

Αποκάλυψις λειψάνων Αγίας Βαρβάρας

 


Νεωκόρος οραματίζεται την Αγίαν.

Εις τον κόλπον του Σαρωνικού ευρίσκεται και η κειμένη εις το βορειοδυτικόν τμήμα της Πελοποννήσου χερσόνησος των Μεθάνων. Επ' αυτής και ένδεκα περίπου χιλιόμετρα μακράν της λουτροπόλεως Μεθάνων, υπάρχει το χωρίον Κουνουπίτσα. Εις Κουνουπίτσαν έζη παλαιότερον ευσεβής νεωκόρος, ονομαζόμενος Δημήτριος Δεδεγκίκας ή Μπεκιάρης. Ούτος έβλεπεν εν οράματι την Αγίαν Βαρβάραν, η οποία τον προ- έτρεπε να είπη εις τους κατοίκους του χωρίου του, να σκάψουν εις ωρισμένην θέσιν, δια να εύρουν τα λείψανά της. Εις την υποδεικνυομένην θέσιν, ο Δημήτριος ησθάνετο ευωδίαν. Ούτος ωμίλει επανειλημμένως περί των οραμάτων του, αλλά ουδείς έδιδε σημασίαν.

Η εκσκαφή αποφασίζεται.

Ακολούθως, το φθινόπωρον του έτους 1917, η Κουνουπίτσα εταράχθη εκ παραδόξου φαινομένου. Την νύκτα και περί ώραν 11ην, ηκούετο εις το χωρίον τρομακτική φωνή. Οι κάτοικοι υπωπτεύθησαν, ότι κάποιος κακοήθης τρομοκρατεί το χωρίον. Και διά να συλλάβουν τον κακοποιόν, μίαν νύκτα παρεφύλαξαν εις όλα τα σημεία τούτου. Η φωνή ηκούσθη, ως συνήθως, αλλά δεν ενετοπίζετο. Οι φυλάσσοντες δεξιά του χωρίου έλεγον, ότι την ήκουσαν εξ αριστερών. Οι ευρισκόμενοι αριστερά ισχυρίζοντο, ότι ήλθεν εκ δεξιών. Εκ τούτου αντελήφθησαν ότι επρόκειτο περί ανωτέρας δυνάμεως. Προσέτι, με το επερχόμενον σκότος της νυκτός, πολλοί κάτοικοι έβλεπον άλλο παράδοξον. Εις την άνωθεν του χωρίου ανηφορικήν τοποθεσίαν, κατά τον Ναόν του Αγίου Ιωάννου, εφαίνετο φως, κινούμενον προς τον εκεί χείμαρρον όπου και εχάνετο. Τότε δε ενέσκηψε και εις την Κουνουπίτσαν η γνωστή «Ισπανική» γρίππη του 1917 - 1918, εκ της οποίας απέθνησκον πολλοί και μάλιστα νέοι.

Την νύκτα της 2ας Δεκεμβρίου 1917, παρουσιάσθη πάλιν η Αγία εις τον μνημονευθέντα Δημήτριον και του είπεν, ως διηγήθη ο ίδιος: Είμαι η Αγία Βαρβάρα. Είμαι θαμμένη εις το τάδε μέρος. Να σκάψετε να με βρήτε, και θα σας σώσω από την γρίππην. Όταν εξημέρωσεν, ο νεωκόρος είπε το όραμα εις την Επιτροπήν του Ι. Ν. των Εισοδίων της Θεοτόκου Κουνουπίτσης και τον τότε ιερέα Σταμάτιον Δεδεγκίκαν, ο οποίος ησθένει εκ γρίππης. Επειδή εφοβούντο, λόγω της θανατηφόρου επιδημίας, αυτήν την φοράν δεν έφερον αντίρρησιν. Τοιουτοτρόπως απεφασίσθη η εκσκαφή, η οποία εγίνε μετ' ολίγας ημέρας.

Ανευρίσκονται αγία λείψανα.

Την ημέραν της εκσκαφής, οι κάτοικοι του χωρίου μετέβησαν ομαδικώς εις τον υποδειχθέντα τόπον. Ούτος ευρίσκεται υπεράνω της Κουνουπίτσης και εις απόστασιν τριών χιλιομέτρων σημερινής αμαξιτής οδού. Εκεί, ο Δημήτριος κύψας εχάραξεν επί του εδάφους σταυρόν, ειπών: Εδώ μου είπε να σκάψωμεν. Το σημείον τούτο ήτο πλησίον και δυτικώς μικρού υπολείμματος κόγχης Βήματος ιερού Ναού, ο οποίος υπήρχε παλαιότερον, άγνωστον πότε. Και ήρχισαν να σκάπτουν. Έσκαπτον τρεις άνδρες, αλλά ουδέν ανεκαλύπτετο. Ο Παπασταμάτης μονολογών έλεγε: Που είναι Μπαρμπαμήτσο τα οστά;... "Όταν η εκσκαφή έφθασεν εις βάθος, οι σκάπτοντες ήρχισαν να απογοητεύωνται. Εις εξ αυτών, μάλλον ηγανακτησμένος, είπεν "Ενα μπόϊ εσκάφαμεν, και τίποτε δεν ευρήκαμεν. Μπαρμπαμήτσο, μας κοροϊδεύεις; Ο Δημήτριος παρενέβη αμέσως. Σκάφτε - σκάφτε, εϊπεν. Ήλθε χθες βράδυ η Αγία και μου είπεν, εκεί να σκάψετε. Και συνέχισαν να σκάπτουν. Εντός όλίγου η σκαπάνη προσέκρουσεν εις τον τάφον. Συγκίνησις και θαυμασμός επεκράτησαν, μετά κοινής ευλαβείας. "Οταν ο τάφος ήνοιξεν, ο τόπος ευωδίαζεν.

Ο τάφος ευρέθη λιθόκτιστος και καμαρωτός διαστάσεων περίπου 1,70 μ. μήκους, 0,50 μ. πλάτους και 1,10 μ. ύφους, ως σώζεται μέχρι σήμερον. Εντός αυτού ανευρέθησαν ιερά λείψανα δύο γυναικείων προσώπων νεαράς ήλικίας. Ταύτα φέρονται επ' όνόματι της Αγίας Βαρβάρας και της Αγιας Ιουλιανής. Η Αγια Βαρβάρα, δι' οράματος προς τον Δημήτριον, διεχώρισε τα ιδικά της. Όταν ο νεωκόρος έπλυνε τα όστα με οίνον, ο οίνος έγινε κόκκινος ως αίμα. Ο τότε Μητροπολίτης της περιοχής Προκόπιος, που τα είδεν, είπεν ότι αυτά είναι αρχαία



Ανεγείρεται ναός.

Μετά την ανακάλυψιν των λειψάνων, οι κάτοικοι εκινήθησαν δραστηρίως. Διενήργησαν ἐ ρανον, συνεκέντρωσαν χρήματα και, εντός τριών ή τεσσάρων μηνών, εθεμελίωσαν επί τόπου Ναόν. Ο Ναός ούτος ανηγέρθη επ' ονόματι της Αγίας Βαρβάρας και εκτίσθη ταχέως. Όλοι οι κάτοικοι εβοήθησαν εις το έργον, μέχρι και των μικρών παιδίων. Και μικραί κορασίδες μετέφερον νερόν με πήλινα κανάτια. Προς την βορειοδυτικήν γωνίαν του Ναού, κατεσκευάσθη ημιυπόγειος χώρος. Ούτος, δια εξωθύρας και δύο λιθίνων βαθμίδων, οδηγεί προς τον τάφον. Ο τάφος ευρίσκεται εις το βάθος του χώρου τούτου, κάτω δεξιά και είναι σήμερον κενός. Διότι τα άγια λείψανα κείνται επί τραπέζης του ημιυπογείου, εντός δύο μεταλλικών λειψανοθηκών.

Η Αγία φυλάσσει τα λείψανα.

Η Αγία δεν επιτρέπει μεταφοράν των λειψάνων εις άλλον τόπον. Όσοι επεχείρησαν να τα μετακινήσουν εκείθεν, ημποδίσθησαν, ή και εκινδύνευσαν. Οι κάτοικοι Κουνουπίτσης φαίνεται, ότι διεφώνουν επί του θέματος τούτου. "Αλλοι υπεστήριζον, ότι τα άγια λείψανα πρέπει να παραμείνουν, όπου ευρέθησαν. ’λλοι έλεγον, ότι πρέπει να μεταφερθούν εις το χωρίον προς ασφάλειαν. Τον Ιανουάριον του 1920, ο ιερεύς Κουνουπίτσης έστειλε τον νεωκόρον Δημήτριον, να μεταφέρη τα λείψανα εις το χωρίον.

Αλλά δεν τα μετέφερε. Διότι, όταν εσήκωσε το κιβώτιον των λειψάνων προς μεταφοράν, παραδόξως ήτο πολύ βαρύ. Εφοβήθη, τα άφησεν όπου ήσαν και έφυγε. Μετά δύο ημέρας, ο Δημήτριος απουσίαζεν εις Πειραιά. Τότε ο ιερεύς έστειλε προς μετακίνησιν των λειψάνων άλλο πρόσωπον, τον Χρήστον Θεοδοσίου. Ούτος τα μετέφερεν, αλλά ησθένησεν. Ενώ, ο Δημήτριος επέστρεφεν εκ Πειραιώς νύκτα με ιστιοφόρον, τον εξύπνησεν η Αγία και, ως διηγήθη ο ίδιος, του είπε: Με πήρανε και με πήγανε στο χωριό. Να με ξαναπάτε στην θέση μου αμέσως είπε το όραμα εις τον πλοίαρχον. Εκείνος όχι μόνον δεν τον επίστευσεν, αλλά και τον έβριοεν, ότι λέγει ψέματα. " Όταν ὀ μως το πρωί κατέπλευσαν εις Αίγιναν, η μεταφορά των λειψάνων επεβεβαιώθη από μαραγκόν, ο οποίος ειργάζετο εις τον Ναόν της Αγίας Βαρβάρας. Εις Κουνουπίτσαν, ο Δημήτριος επεσκέφθη τον άρρωστον Θεοδοσίου. Ούτος, μετά την μεταφοράν των λειψάνων, δεν ημπορούσε να περιπατήση, διότι έβλεπεν ότι ήνοιγεν η γη και εσχηματίζοντο βάραθρα. Ο Δημήτριος του είπεν, ότι το έπαθεν αυτό, επειδή μετέφερε τα λείψανα. Όταν δε διηγήθη και τι είπεν η Αγία εις το ιστιοφόρον, ο Θεοδοσίου παραδόξως εσηκώθη αμέσως, εβάδισε κανονικώς, επήρε το κιβώτιον και το επέστρεψεν υγιής μαζί με τον νεωκόρον εις τον Ναόν της Αγίας Βαρβάρας.

Επίσης, η Αγία δεν επιτρέπει διασποράν των λειψάνων. Όσοι έλαβον εξ αυτών, ηναγκάσθησαν να τα επιστρέψουν. Κατά την εκσκαφήν, κάτοικος Κουνουπίτσης έλαβεν εκ των λειψάνων έναν οδόντα. Την νύκτα όμως υπέφερε τόσον, ώστε τον επέστρεψε. Κατά την θεμελίωσιν του Ναού, παιδίον δώδεκα περίπου ετών κατήλθεν εις τον τάφον, απ' όπου διεμοίραζε μικρά τεμάχια λειψάνων εις τους αίτουντας. Ούτοι ήσαν κάτοικοι τινες της λουτροπόλεως Μεθάνων. Μεταξύ τούτων υπήρχε και κάποια νέα, ονόματι Μαρούσα. Η Μαρούσα, ως διηγήθη η ιδία, επί τρεις ημέρας δεν ηδύνατο να κοιμηθή κανονικώς και υπέφερεν από ανεξήγητον ανησυχίαν. Την τρίτην νύκτα ήκουσε φωνήν, λέγουσαν: Μαρούσα - Μαρούσα, αυτά που πήρατε να τα φέρετε πίσω. Την πρωίαν η νέα είπε το γεγονός εις την μητέρα της και εκείνη εις τους λοιπούς. Τα άγια λείψανα συνεκεντρώθησαν και επεστράφησαν. Το δε παιδίον εκείνο ηκούσθη ότι εντός του έτους απέθανε. Τον Ιούνιον του 1920, ο νεωκόρος Δημήτριος εφιλοξένησεν εις την οικίαν του προσκυνήτριαν καλογραίαν. Εις ταύτην, κατόπιν πολλών παρακλήσεων της, έδωκε μικρόν τεμάχιον εκ των λειψάνων. Την νύκτα όμως παρσουσιάσθη εις αυτήν η Αγία εν οράματι καθ' ύπνους και της είπεν: Αυτό, που έχεις στο μαξιλλάρι, να μη το πάρης μαζί σου. Να το αφήσης έδώ. Πράγματι, η καλογραίαν είχε τοποθετήσει τα άγιον λείψανον εις το μαξιλλάρι της. Την πρωίαν το επέστρεψεν εις την θέσιν του.

Προ τριών ή τεσσάρων ετών, το ’γιον Ποτήριον του Ναού της Αγίας Βαρβάρας ευρέθη παραδόξως τυλιγμένον παρά το χείλος με κλωστήν, η οποία έδενε το ιερόν τούτο κάλυμμα. E ις την τυλιγμένην κλωστήν υπήρχεν εσφηνωμένη μικρά χαρτοπετσέτα με μικρόν τεμάχιον λειψάνου. Όταν η κλωστή εξετυλίχθη, εντός του Αγίου Ποτηρίου ευρέθη σημείωμα προς τον ιερέα, εις το οποίον εγράφετο: Επήρα από κάτω οστούν εκ των λειψάνων της Αγίας. Δεν ημπορώ να το κρατήσω. Παρακαλώ να το βάλης εις την θέσιν του. Τον αυτόν περίπου χρόνον, κυρία εκ των λουομένων εις Μέθανα παρεπονείτο εις κάτοικον Μεθάνων, ότι ηνωχλείτο την νύκτα. Είχεν αϋπνίας, το σπίτι έτρεμε και αυτή εθορυβείτο και ήτο άνήσυχος. Και ταύτα, διότι είχε λάβει τεμάχιον εκ των λειψάνων. Ο συνομιλητής υπέδειξεν εις αυτήν να το επιστρέψη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: