Γεννήθηκε το 1787, στην Μεγάλη
Αναστασόβα στους πρόποδες του Ταϋγέτου .
Το 1816, Τούρκοι του Μοριά βασάνισαν και δολοφόνησαν τον πατέρα και τον αδερφό
του Ιωάννη, ο οποίος αγιοκατατάχθηκε απ’ την Εκκλησία ως Νεομάρτυρας με το
προσωνύμιο Άγιος Ιωάννης ο Τουρκολέκας.
Μετά την δολοφονία του πατέρα του, ακολούθησε τον θείο του Θ. Κολοκοτρώνη στα
Επτάνησα όπου εντάχθηκε μαζί του σε Ευρωπαϊκά τάγματα κατά την περίοδο των
Ναπολεόντιων Πολέμων. Το 1818, επιστρέφει στον Μοριά όπου μυήθηκε στην Φιλική
Εταιρεία και αφιερώθηκε στην Ελληνική Επανάσταση.
Ρίχτηκε για πρώτη φορά στην φωτιά
της μάχης του Βαλτετσίου τον Απρίλιο του 1821, υπό την καθοδήγηση του Θ.
Κολοκοτρώνη, κατά την διάρκεια της οποίας θρυλείται πως έπαψε να σφάζει
Τούρκους μονάχα για μια στιγμή, όπου βρέθηκε μπροστά από τον Θ. Κολοκοτρώνη και
από σεβασμό “οπισθοχώρησε”.
Τον Μάιο του 1821, στην μάχη στα
Δολιανά συνέτριψε τους Τούρκους σφίγγοντας ακόμη περισσότερο τον κλοιό γύρω από
την Τριπολιτσά της οποίας η κατάληψη αποτελούσε μείζονος σημασίας στόχο. Κατά
την διάρκεια της μάχης, μονολογούσε κατάκοπος κι εξουθενωμένος “Κουράγιο
Νικήτα, Τούρκους σφάζεις”. Οι μαρτυρίες για την μάχη των Δολιανών αναφέρουν πως
στόμωσε κι έσπασε 3 σπαθιά στην διάρκεια της. Με το πέρας της μάχης, η φήμη του
εξαπλώθηκε ανάμεσα στους Έλληνες Επαναστάτες και του αποδόθηκε το προσωνύμιο
“Τουρκοφάγος”.
Κατά την Άλωση της Τριπολιτσάς,
τον Σεπτέμβριο του 1821, ο Νικηταράς εισέβαλε μενόμενος στην πόλη ισοπεδώνοντας
κάθε Οθωμανική αντίσταση που συνάντησε.
Ο Αρχιστράτηγος Θ. Κολοκοτρώνης έκτοτε τον αποκαλούσε “Αρχάγγελο Μιχαήλ”.
Στις 26 Ιουλίου 1822, συμμετείχε
στην μάχη στα Δερβενάκια και πάλι υπό την καθοδήγηση του Θ. Κολοκοτρώνη στην
οποία συνετρίβη ο πολυάριθμος στρατός του Δράμαλη. Ομοίως στις 27 και 28
Ιουλίου 1822, στον Άγιο Σώστη και στο Αγιονόρι Κορινθίας δίδοντας την χαριστική
βολή στο στράτευμα του Δράμαλη.
Συμμετείχε επίσης στην Β’
πολιορκία του Μεσολογγίου, όπου οι Έλληνες Επαναστάτες απώθησαν τα Οθωμανικά
στρατεύματα διατηρώντας στην κατοχή τους την πόλη, πλήττοντας σημαντικά τα
Οθωμανικά σχέδια για την καταστολή της επανάστασης.
Ο Νικηταράς Σταματελόπουλος, σε
καμία απ’ τις μάχες στις οποίες συμμετείχε δεν λαφυραγώγησε ΠΟΤΕ. Μάλιστα, ο
πρίγκιπας Δ. Υψηλάντης δέχτηκε κάποτε μια αποστομοτική απάντηση από τον ίδιο,
όταν τον παρότρυνε να γυρέψει λάφυρα για να ταΐσει την φαμίλια του: “Δεν
πολεμούμε για τα λάφυρα Πρίγκιπα.”
Κατά τις εμφύλιες διαμάχες,
αρνήθηκε να μετέχει σε οποιαδήποτε μάχη μεταξύ Ελλήνων. Τάχθηκε απόλυτα υπέρ
του Θ. Κολοκοτρώνη, και ήταν ανάμεσα στους ελάχιστους ο οποίος είχε το κύρος να
συνομιλεί και να διαπραγματεύεται και με τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές,
επιχειρώντας την εύρεση λύσης και την διακοπή του αλληλοσπαραγμού.
Έλαβε μέρος στην Δ’ Εθνοσυνέλευση
του Άργους ως πληρεξούσιος του Λεονταρίου.
Έπειτα από την δολοφονία του Ι. Καποδίστρια διώχθηκε ως συνωμότης κατά του
Βαυαρού Μονάρχη Όθωνος, με εντολή των αντιβασιλέων. Προφυλακίστηκε τον
Σεπτέμβριο του 1840 αλλά αθωώθηκε στο δικαστήριο λόγω έλλειψης στοιχείων.
Στην κατάθεση του, αρνήθηκε τις κατηγορίες και ορκίστηκε “Να με φάει το σπαθί
του Νικήτα, αν σας λέγω ψέμματα”. Η κράτηση του όμως παρατάθηκε, κατά την
διάρκεια της οποίας υπέστη φρικτούς βασανισμούς και απερίγραπτους ξυλοδαρμούς
με αποτέλεσμα ανεπανόρθωτη βλάβη στην υγεία του. Κατόπιν απειλητικής επέμβασης
του Μακρυγιάννη, αποφυλακίστηκε τον Σεπτέμβριο του 1841, τυφλός πλέον και
σακατεμένος.
Ο ίδιος ισχυριζόταν πως τόσο πόνο δεν αισθάνθηκε ποτέ σε κάποια μάχη.
Μετά την εξέγερση της 3ης
Σεπτεμβρίου και την παραχώρηση συντάγματος, του απονεμήθηκε τιμητικά από την
πολιτεία ο βαθμός του Υποστράτηγου και του αποδόθηκε μια πενιχρή σύνταξη
“αναγνωρίζοντας” την προσφορά του στον Αγώνα. Λίγο μετά, του παραχωρήθηκε και
άδεια επαιτείας, καθότι πάμφτωχος αδυνατούσε να συντηρήσει την οικογένειά του.
Θρυλείται, πως κάποτε ένας Γάλλος Πρέσβης τον αναγνώρισε μια Παρασκευή όπου
ζητιάνευε στον ναό της Ευαγγελίστριας Πειραιώς και τον ρώτησε “Τι κάνετε
στρατηγέ μου;”. Ο Νικηταράς μόλις αντιλήφθηκε ότι πρόκειται περί Αξιωματούχου,
μάζεψε το απλωμένο χέρι του και απήντησε “Απολαμβάνω την ελεύθερη πατρίδα”. Ο
Πρέσβης κατάλαβε, και διακριτικά, φεύγοντας άφησε να του πέσει ένα πουγκί με
χρυσές λίρες. Ο Νικηταράς άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγκί και φώναξε στον
Πρέσβη “Ξένε, μάζεψε το πουγκί που σου έπεσε, μην το βρει κανένας και το
χάσεις”.
Το 1847 διορίσθηκε μέλος της
Γερουσίας, περισσότερο ως μια ένδειξη ντροπής και μετάνοιας της Πολιτείας προς
το μέρος του, για την υπέρμετρη αχαριστία την οποία επέδειξε εις βάρος αυτού
του τίμιου κι ανιδιοτελή Ήρωα. Το 1849, ο Νικηταράς αφήνει την τελευταία του
πνοή και εισέρχεται στο πάνθεον των Ηρώων του Έθνους.
Ετάφη δίπλα στον πολυαγαπημένο του Θ. Κολοκοτρώνη,
όμως.. πλέον ο ιερός τάφος και τα ιερά λείψανα του Νικηταρά του Τουρκοφάγου
ΑΓΝΟΟΥΝΤΑΙ!
Δυστυχώς, η Πατρίς αγνωμονούσα,
μαγάρισε και εν ζωή αλλά και μετά θάνατον αυτόν τον σπουδαίο ρομαντικό Έλληνα.
Και ήταν – σας ορκίζομαι, να με φάει το σπαθί του Νικήτα – ο σπουδαιότερος
όλων..
Δόξα
και Τιμή στους Έλληνες Αγωνιστές της Επανάστασης του 1821.
Δόξα και Τιμή στους Αγίους και Μαρτυρικούς τόπους του Έθνους.
Δόξα και Τιμή στον Άγνωστο Στρατιώτη.
Ζήτω το Έθνος των Ελλήνων.
Ελευθερία ή Θάνατος.
Χρόνια Πολλά στον απανταχού Ελληνισμό.
1 σχόλιο:
Τέτοιους ήρωες θέλουμε και σήμερα!
Ανιδιοτελής αφανείς μα δυναμικοί και χριστιανοί!
Ζήτω η Ελλάδα μας!
Δημοσίευση σχολίου