Ἡ Σμύρνη εἶναι μία ἀπὸ τὶς
σημαντικότερες Ἑλληνικὲς πόλεις, τῆς ἀρχαίας καὶ τῆς Ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς τῆς
Μικρᾶς Ἀσίας, ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της ὡς καὶ τὰ νεώτερα χρόνια. Ἡ ἀνάπτυξή της σὲ ὅλες
τὶς ἐποχὲς ὀφείλεται στὴ γεωγραφική της θέση, τὴν ἐνδοχώρα καὶ τὸ λιμάνι της,
παράγοντες ποὺ τὴν εὐνόησαν.
Στὴν ἀρχαιότητα ἦταν γνωστὴ ὡς μιὰ
ἀπὸ τὶς πόλεις ποὺ… διεκδικοῦσαν τὴν καταγωγὴ τοῦ Ὁμήρου. Οἱ
μυθικὲς παραδόσεις ἀναφέρουν ὅτι ἱδρύθηκε ἀπὸ τὴν ἀμαζόνα Σμύρνα ἢ Σμύρνη ἢ ἀπὸ
τὸν Θησέα. Οἱ ἀρχαιολογικὲς μαρτυρίες ἐπιβεβαιώνουν τὸ ἱστορικὸ πυρῆνα τοῦ
μύθου. Ἡ πρώτη κατοίκηση τῆς Σμύρνης ἐντοπίστηκε σὲ μιὰ μικρὴ χερσόνησο στὴ
βορειοανατολικὴ ἀκτὴ τοῦ κόλπου τῆς Σμύρνης, τὴ γνωστὴ Μπαϊρακλή, ἡ ὁποία ἔχει
τὸν ἔλεγχο τῆς περιοχῆς καὶ ἦταν ἰδιαίτερα ἀσφαλής, ἀφοῦ προστατευόταν ἀπὸ τὴν
θάλασσα[1].
Ἡ ἀρχαία πόλη ἱδρύθηκε ἀπὸ τοὺς Αἰολεῖς
τὸ 1.100 π. Χ. Τὸν 8ο αἰ. Ἴωνες ἀπὸ τὴν Κολοφώνα, παραγκώνισαν τοὺς Αἰολεῖς, ἐγκαταστάθηκαν
στὴν Σμύρνη καὶ τὴν ἔκαναν μέρος τῆς Ἰωνικῆς Δωδεκάπολης. Μεγάλη ἀκμὴ γνώρισε ἡ
πόλη καὶ τὸ λιμάνι της, τὸ Ναύλοχον, κατὰ τοὺς ἀρχαϊκοὺς χρόνους. Στὴν Ἀρχαϊκὴ
περίοδο ἡ Σμύρνη, μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες ἀποικίες, ὅπως ἡ Μίλητος, ἡ Ἔφεσος, ἡ Τεὼς
καὶ οἱ Ἐρυθρές, ἦταν πόλεις-κράτη ποὺ διοικοῦνταν μὲ βάση τὸ ἀριστοκρατικὸ
σύστημα, μὲ ἕνα βασιλέα[2]. Σύμφωνα
μὲ τὸ Θέογνι (500 π. Χ.), αὐτὸ ποὺ κατέστρεψε τὴ Σμύρνη ἦταν ἡ περηφάνια της. Ὁ
Μίμνερμος, καταγόμενος ἀπὸ τὴ Σμύρνη, ἔγραψε γιὰ τὸν ἐκφυλισμὸ τῶν πολιτῶν στὶς
μέρες του, καθὼς δὲν μποροῦσαν πιὰ νὰ ἀντισταθοῦν στὴ λυδικὴ προέλαση. Ὁ Ἀλυάττης
Γ' (609-560 π. Χ.) κατέκτησε τὴν πόλη καὶ τὴ λεηλάτησε.
Ἡ Σμύρνη ὡς οἰκισμὸς δὲν ἔπαψε νὰ
ὑπάρχει, ἀλλὰ ὁ ἑλληνικὸς τρόπος ζωῆς καὶ ἡ πολιτικὴ ἑνότητα καταστράφηκαν καὶ ἡ
πόλη-κράτος, ποὺ ἐκείνη τὴν περίοδο ξεχώριζε ἀνάμεσα στὰ χωριὰ τῆς
περιβάλλουσας ὑπαίθρου χώρας, ἀναδιοργανώθηκε ἡ ἴδια ὡς χωριό. Ἀναφέρεται σὲ ἕνα
χωρίο τοῦ Πινδάρου καὶ σὲ μιὰ ἐπιγραφὴ τοῦ 388 π. Χ., ὡστόσο τὸ μεγαλεῖο της εἶχε
χαθεῖ.
Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἦταν αὐτὸς ποὺ
ἐπανίδρυσε τὴ πόλη τὸ 334 π.Χ. καὶ ἐπανέφερε τὴν παλιά της αἴγλη. Ὡστόσο, τὸ
σχέδιο αὐτὸ ὁλοκληρώθηκε ἀπὸ τοὺς διαδόχους του, Ἀντίγονο (316-301 π. Χ.) καὶ
Λυσίμαχο (301-281 π. Χ.), οἱ ὁποῖοι τὴν ἐπέκτειναν καὶ τὴν ὀχύρωσαν. Στὴν
πραγματικότητα ὁ Λυσίμαχος μετονόμασε τὴν πόλη σὲ Εὐρυδίκη, ἀπὸ τὴν κόρη
του, ἕνα ὄνομα ποὺ ἡ Σμύρνη τὸ διατήρησε ἕως τὸ 281 π. Χ.
Κατὰ τὴν Ἑλληνιστικὴ περίοδο
διακοσμήθηκε μὲ ἐξαιρετικὰ ἀρχιτεκτονικὰ ἔργα, ἡ ὁποία ξανακτίστηκε στὴν περιοχὴ
ὅπου βρίσκεται ἡ σύγχρονη πόλη. Ἰδιαίτερα ἀκμάζουσα περίοδος ἦταν τὸ τέλος τοῦ
3ου αἰ. π.Χ., ὅταν ἡ Σμύρνη πέρασε στὴ σφαῖρα ἐπιρροῆς τῶν βασιλέων τῆς
Περγάμου. Ὡστόσο, τὸ 197 π. Χ. ἡ πόλη ξαφνικὰ ἀποστάτησε ἀπὸ τὸ βασιλιᾶ Εὐμένη
τῆς Περγάμου καὶ στράφηκε γιὰ βοήθεια στὴ Ρώμη μαζὶ μὲ τὴ Λάμψακο καὶ τὴν Ἀλεξάνδρεια
Τρωάδα. Ἡ τελευταία ἄδραξε τὴν εὐκαιρία καί, ὅταν οἱ ρωμαϊκὲς κοόρτεις
στάλθηκαν στὴ Μικρὰ Ἀσία, ἡ πόλη χρησιμοποιήθηκε ὡς προπύργιο γιὰ τὴν ἀνατολικὴ
ἐξάπλωση τῆς Ρώμης ἐξαιτίας τοῦ ἐξαιρετικοῦ φυσικοῦ λιμανιοῦ της. Ἔκτοτε
παρέμεινε πιστὴ σύμμαχος τῆς Ρώμης.
Ἡ Ρωμαϊκὴ περίοδος γιὰ τὴ Σμύρνη ἦταν
σημαντικὴ ἀπὸ πολλὲς ἀπόψεις. Μετὰ τὴν ἵδρυση τῆς ἐπαρχίας τῆς Μ. Ἀσίας
θεωρήθηκε μητρόπολη: ἐκεῖ διοργανώνονταν περιοδικὰ δικαστήρια καὶ πραγματοποιοῦνταν
συχνὲς ἐπισκέψεις τοῦ κυβερνήτη. Ἐξακολούθησε νὰ παρέχει βοήθεια στὸ ρωμαϊκὸ
στρατὸ πολλαπλῶς. Μέσῳ μιᾶς σειρᾶς αὐτοκρατορικῶν δωρεῶν καὶ τοπικῶν εὐεργεσιῶν,
τὸ 2ο αἰῶνα ἡ ὀμορφιὰ τῆς πόλης ἀνταγωνιζόταν ἐκείνη τῆς Ἐφέσου τῆς
Περγάμου καὶ μερικοὶ μάλιστα θεωροῦσαν τὴ Σμύρνη «τὴν πιὸ ὄμορφη πόλη τῆς Ἀσίας».
Κατά τοὺς πρώιμους
βυζαντινοὺς χρόνους, συνέχισε νὰ εἶναι μιὰ σημαντικὴ πόλη, ὅμως μεγάλη ἀκμή,
γνώρισε καὶ κατὰ τοὺς μέσους βυζαντινοὺς χρόνους. Ἀνέπτυξε ἀξιόλογη ἐμπορικὴ
κίνηση κι οἰκονομικὴ ζωή, γεγονὸς ποὺ προκάλεσε πολλὲς πειρατικὲς ἐπιδρομές. Τὸ
1084 κυριεύθηκε ἀπὸ τοὺς Σελτζουκίδες[3] καὶ
τὸ 1092 ἀπὸ τὸν πειρατὴ Τσαχά. Ἀνακαταλήφθηκε ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Κομνηνό[4], κατὰ τὴν διάρκεια τῆς βασιλείας
τοῦ ὁποίου (1118 -1143) ἀνακαινίστηκε καὶ ἐπισκευάστηκε τὸ φρούριο τοῦ Πάγου. Ἀπὸ
τὸ 1204 - 1261 ἡ Σμύρνη, βρισκόταν στὴν ἐπικράτεια τῆς αὐτοκρατορίας τῆς
Νίκαιας. Τὸ 1261 Γενουάτες ἔμποροι ἐγκαταστάθηκαν στὴν πόλη. Κατὰ τὴν διάρκεια
τοῦ 14ου αἰ. ἡ πόλη βρισκόταν ἄλλοτε ὑπὸ τὴν κυριαρχία τῶν Λατίνων καὶ ἄλλοτε, ὑπὸ
Τούρκικη. Ὁριστικὰ στοὺς Τούρκους ἡ πόλη πέρασε το 1424, ὅταν ὁ Μωάμεθ Α΄[5] διέταξε τὴν κατεδάφιση τοῦ
φρουρίου της.
Παρὰ τὸν ἀποδεκατισμὸ τοῦ
πληθυσμοῦ της, τὶς καταστροφὲς καὶ τὶς πολεμικὲς συγκρούσεις, τὸ ἑλληνικὸ
στοιχεῖο διατηρήθηκε καὶ ἀπὸ τὰ μέσα του 16ου αἰ. ἐνισχύθηκε ἀπὸ ἐποίκους. Ἄγγλοι
καὶ Ὁλλανδοὶ ἐγκαταστάθηκαν στὸ λιμάνι της, ὅπου κατέληγαν ἐμπορικοὶ δρόμοι ἀπὸ
ὅλη τὴν Μεσόγειο, τὴν Ἰνδία καὶ τὴν Κίνα.
Ἐντυπωσιακὴ ἀκμὴ καὶ
δραστηριότητα, ἄρχισε νὰ παρατηρεῖται ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰ. σύμφωνα μὲ τὶς
περιγραφὲς τοῦ ἄγγλου περιηγητῆ Ritcard Pococke[6], ὅταν ἀριθμοῦσε πληθυσμὸ 10.000 κατοίκους. Μὲ βάση τὰ
χαρτογραφικὰ καὶ ἄλλα ντοκουμέντα, ἡ ἐξέλιξη τοῦ χώρου τῆς πόλης μπορεῖ νὰ
περιγραφεῖ σὲ 3 φάσεις:
Ἡ «παραδοσιακὴ» φάση διαρκεῖ ἕως
τὸν 17ο αἰ., μὲ κυρίαρχο πληθυσμιακὰ τὸ μουσουλμανικὸ στοιχεῖο καί, χωρὶς ἰδιαίτερη
χωρικὰ ταξικὴ φυσιογνωμία. Ἡ ὀργάνωση τοῦ ἀστικοῦ χώρου ἀκολουθεῖ τὸ μεσαιωνικὸ
μοντέλο τῶν ὀθωμανικῶν πόλεων: ἀμφιθεατρικὴ διάταξη σὲ ἕναν λόφο ποὺ κατεβαίνει
πρὸς τὴν θάλασσα, παλιὸ βυζαντινὸ κάστρο στὴν κορυφὴ καὶ ἴχνη τειχῶν ποὺ
κατηφορίζουν πρὸς τὴν ἀκτή, προστατευμένος κόλπος καὶ εἰσέχον μικρὸ λιμάνι, ποὺ
ἐξυπηρετοῦν τὴν φορτωεκφόρτωση τῶν ἐμπορευμάτων, μὲ μικρὲς σκάλες στὴν παραλία.
Ἀνάμεσα στὸ λιμάνι καὶ τὴν ἀκρόπολη, ἀναπτύσσεται ἡ τυπικὴ «ἀνατολίτικη» πόλη.
Στὶς παρειὲς τοῦ λόφου, οἱ περιοχὲς κατοικίας, σὲ χωριστὲς κατὰ θρήσκευμα
συνοικίες (μουσουλμανικές, χριστιανικές, ἑβραίικες, ἀρμένικες) καὶ κάτω οἱ ἀγορές.
Σύμφωνα μὲ τὰ σχέδια καὶ τὶς
περιγραφὲς τοῦ De Bruyn ὑπάρχουν δύο τομεῖς: στὴ μία διατίθενται προϊόντα ἀπὸ τὸ
ἐσωτερικὸ τῆς Αὐτοκρατορίας καὶ τὴν Αἴγυπτο (μισιρτζίδικα) καί, στὴν ἄλλη
προϊόντα ποὺ φτάνουν ἀπὸ τὴν Εὐρώπη, κυρίως μὲ ὁλλανδικὰ πλοῖα. Συνεχεῖς ἐναποθέσεις
γῆς, ἀλλοιώνουν τὴν ἀκτογραμμὴ καὶ ἐπεκτείνουν μέσα στὴν θάλασσα τὸ χῶρο τῆς
πόλης, κάνοντας ἀναγκαῖο ἕναν νέο χῶρο γιὰ τὸ λιμάνι. Τὸ λιμάνι αὐτὸ ἐπιβίωσε
μέχρι τὸ 1750 - 1760 καὶ ἔπειτα ἐπιχωματώθηκε σὲ μιὰ ἔκταση 100 στρεμμάτων, ἐπιτρέποντας
τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἑνιαίας σμυρνιώτικης ἀγορᾶς.
Ἀπὸ τὸν 17ο αἰ. παρατηρεῖται εἰσροὴ Εὐρωπαίων καὶ κυριαρχία στὸ ἐμπόριο, κατ᾿ ἀρχὰς
Γάλλων, Ἄγγλων καὶ Ὁλλανδῶν, δευτερευόντως Ἰταλῶν, Δανῶν, Σουηδῶν κλπ καθὼς καὶ
Ἑλλήνων, Ἀρμενίων καὶ Ἑβραίων, ποὺ ἀναπτύσσουν παράλληλες δραστηριότητες. Ἡ αὔξηση
τοῦ διαμετακομιστικοῦ ἐμπορίου, ἔχει ὡς συνέπεια τὴν ἐκ νέου ἀνάπτυξη τοῦ
λιμανιοῦ, ἰδιαίτερα τὸν 18ο αἰ. Μὲ τὴ ἄφιξη τῶν Εὐρωπαίων καὶ τὴν ἐγκατάστασή
τους ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη (17ος αἰ.), ἡ πόλη ἀποκτᾷ νεοσύστατο τομέα, τὸν
Φραγκομαχαλᾶ ἢ Εὐρωπαϊκὴ συνοικία, ἕνα ἐντελῶς ἰδιαίτερο πολεοδομικὸ καὶ ἀρχιτεκτονικὸ
σύνολο.[7] Ἡ επιχωμάτωση τοῦ
κλειστοῦ λιμανιοῦ ἀφήνει τὴν Σμύρνη χωρὶς ἑνιαῖο προστατευμένο λιμένα καὶ ὅλη ἡ
κίνηση, γίνεται μέσῳ τῶν πολυάριθμων σκαλῶν καὶ βερχανέδων (παράφραση τοῦ frenk
hane, δηλ. Φράγκικο σπίτι). Ἡ Πάνω Πόλη, ἐξακολουθεῖ νὰ στεγάζει τὶς τούρκικες
συνοικίες καί, δυὸ παλιὲς ἑλληνικές: Πάνω Χαλαλᾶς καὶ Ἁγία Βούκλα. Βορειότερα
καὶ δίπλα στὸν Φραγκομαχαλᾶ ἐγκαθίστανται ἀπὸ τὸν 15ο - 18ο αἰ. κι ἄλλες ἑλληνικὲς
συνοικίες: Νέος Χαλαλᾶς, Σερβετάδικα, Ἁγ. Φωτεινὴ καὶ Ἅγ. Γεώργιος. Ἡ ἑβραϊκὴ
συνοικία ἀναπτύσσεται στὴν παλιὰ πόλη καὶ δίπλα ἀπὸ τὴν ἀγορὰ καὶ ἡ ἀρμένικη
βορείως τῆς ἀγορᾶς, σὲ ἐπαφὴ μὲ τὶς ἑλληνικὲς συνοικίες.
Ἡ τρίτη φάση περιλαμβάνει τὴν πόλη
τοῦ 19ου αἰ. καὶ ἕως τὸ 1922. Κύριο χαρακτηριστικό της ἡ μεγάλη ἐξάπλωση τοῦ ἀστικοῦ
χώρου καὶ ἡ κυριαρχία τῶν μὴ μουσουλμάνων. Σὲ αὐτὴν τὴν φάση ἀναδεικνύεται καὶ ὁλοκληρώνεται
ἡ εἰκόνα τῆς ἑλληνικῆς Σμύρνης.
Ἡ οἰκονομικὴ ἀκμὴ καὶ ἡ πνευματικὴ
παράδοση δύο τοὐλάχιστον αἰώνων, ὑπῆρξαν ἡ βάση γιὰ τὴν διαμόρφωση μιᾶς ἑλληνικῆς
κοινωνίας ποὺ σὲ πολλὰ ὑπερτεροῦσε ἐντυπωσιακὰ ἀπὸ ἄλλες τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου, ἀλλὰ
καὶ τοῦ ἀποικιακοῦ. Τὴν ὥρα ἀκριβῶς ποὺ εἶχε κορυφωθεῖ ἡ ἀνάπτυξη τοῦ
μικρασιατικοῦ καὶ ἰδιαίτερα τοῦ σμυρναϊκοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ στὴν Σμύρνη εἶχε ἀποβιβαστεῖ
(Μάϊος 1919) τμῆμα τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ, ὕστερα ἀπὸ ἀπόφαση τοῦ Ἀνωτάτου
Συμβουλίου Εἰρήνης, ἄρχιζε τὸ προμήνυμα τῆς τραγωδίας ποὺ ἔληξε μὲ τὸν
ξεριζωμό-γενοκτονία τῶν Ἑλλήνων. Ἡ ἄφιξη τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ καὶ οἱ βλέψεις τῶν
ἄλλων συμμάχων τοῦ Α' Παγκοσμίου Πολέμου, προκάλεσαν ἄμεσα τὴν τουρκικὴ ἀντίδραση.
Μετὰ τὴν ὑπογραφὴ τῆς συνθήκης τῶν Σεβρῶν (Αὔγουστος 1920) ὁ Μουσταφᾶ Κεμὰλ (Ἀτατούρκ)[8], ἐκφραστὴς τοῦ τουρκικοῦ ἐθνικισμοῦ
τῆς ἀναμόρφωσης τοῦ νέου τουρκικοῦ κράτους, ἄρχισε ἀμέσως συστηματικὸ ἀγῶνα κατὰ
τῶν Ἑλλήνων.
Ὁ μικρασιατικὸς Πόλεμος, μέσα σὲ
δυσμενεῖς γιὰ τὴν Ἑλλάδα συνθῆκες, ἔληξε μὲ δραματικὲς γιὰ τὸν ἑλληνισμὸ ἐπιπτώσεις.
Ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς ποὺ εἶχε πλησιάσει τὴν Ἄγκυρα, ἀναγκάστηκε τὸν Αὔγουστο τοῦ
1922, νὰ συμπτυχθεῖ, διωκόμενος συνεχῶς. Στὶς 27 Αὐγούστου οἱ Τοῦρκοι μπῆκαν στὴν
Σμύρνη καὶ τέσσερεις μέρες ἀργότερα ἡ πρωτεύουσα τῆς Ἰωνίας πυρπολήθηκε. Ἀκολούθησε
φοβερὴ λεηλασία καὶ σφαγὴ ἀμάχων, ἐνῶ οἱ Ἕλληνες κάτοικοί της ἐγκατέλειπαν ἀλλόφρονες
τὸν τόπο τῆς συμφορᾶς μὲ ὅποιον τρόπο μποροῦσαν. Ὁ μητροπολίτης Χρυσόστομος[9], βρῆκε μαρτυρικὸ θάνατο καθὼς καὶ ἄλλοι
ἐξέχοντες ἐκπρόσωποι τῆς σμυρναϊκῆς κοινωνίας. Τὸ χρονικὸ τῆς καταστροφῆς εἶναι
γνωστὸ καὶ φρικαλέο. Γιὰ τὴν τουρκικὴ ἡγεσία ἡ «διαγραφὴ ἀπὸ τὸν χάρτη» τῆς ἑλληνικῆς
Σμύρνης, ἦταν ζωτικῆς σημασίας.
Οἱ σφαγὲς κατὰ Ἑλλήνων καὶ Ἀρμενίων
ἀπὸ τοὺς Τούρκους ἔκαναν τὸν Ἀμερικανὸ Πρόξενο στὴν Σμύρνη Τζώρτζ Χόρτον
(George Horton) νὰ γράψει: «Ἕνα ἀπὸ τὰ δυνατώτερα συναισθήματα ποὺ πῆρα μαζί
μου ἀπ᾿ τὴ Σμύρνη, ἦταν τὸ συναίσθημα τῆς ντροπῆς, διότι ἀνῆκα στὸ ἀνθρώπινο
γένος».
Στὴ Σμύρνη πέθανα,
δὲν ἔχω πιὰ ζωή,
μέσα στὶς φλόγες σ᾿ ἔχανα
ἄχ, πατρίδα μου πικρή.
Οἱ Τοῦρκοι γι᾿ αὐτὴ τὴν
γενοκτονία δὲν καταδικάστηκαν ποτέ. Οἱ Ἕλληνες, κι ἂν ἔφυγαν, ὁ νοῦς τους καὶ ἡ
ψυχή τους παρέμειναν ἐκεῖ, καρτερῶντας τὴ μέρα, ποὺ θὰ ξαναγιορτάσουν τὴν ἐπιστροφὴ
τῆς Σμύρνης στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας Ἑλλάδας.
Σμύρνη
Σμύρνη, Ἑλλήνων λιμάνι καὶ πόλη
ποὺ στοὺς αἰῶνες σὲ θαύμαζαν ὅλοι.
Φάρε σὺ καὶ ὀφθαλμὲ Μικρασίας
γιὰ τὴν Ἑλλάδα μεγάλης ἀξίας.
***
Σὺ σκλαβωμένη γιὰ πέντε αἰῶνες
καὶ σ᾿ ἐθνικοὺς συμμετεῖχες ἀγῶνες,
ὕστερα ψεύτικη λευτεριά σοῦ δῶσαν
κάποιοι πού ᾿θέλαν καὶ σὲ προδῶσαν.
***
Ξένοι τῆς Δύσης καθόλου δὲ
κλάψαν,
ὅταν οἱ βάρβαροι Τσέτες σὲ κάψαν.
Τὸ μεγαλεῖο σοῦ ἄχ! τ᾿ ἀφανίσαν
διότι τὸ δρόμο προδότες ἀνοῖξαν.
***
Σμύρνη γλυκύτατή μας εὐωδία
τῶν ποιητῶν ὦ! πικρὴ ραψωδία!
***
Ὁ νόστος γιὰ σὲ δὲν ἔχει σβήσει
τ᾿ ὄνειρό μου δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀτονήσει
ὕμνο χαρᾶς ἡ ψυχὴ θὲ
νὰ ψάλει
ἄχ, σὰν ἐλεύθερη σὲ
δεῖ καὶ πάλι.
Εὐαγγελία Κ. Λάππα
Μαθήτρια Γ'
Λυκείου
8 Νοεμβρίου 2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου