Παρασκευή 5 Απριλίου 2024

Τι θα έλεγε ο Κολοκοτρώνης;

 


Το κείμενο που ακολουθεί το πρωτοδημοσίευσα το 2012. Το αναδημοσιεύω ως -δυστυχώς- ακόμη επίκαιρο και με τρόμο αναρωτιέμαι τι θα έλεγε σήμερα ο Γέρος του Μωριά με τις παντριές των αρσενικών να γίνονται νόμος, με την εθνική μας νύφη στον στρατό, με έναν δεσπότη να κάνει κήρυγμα κατά του... τηγανητού μπακαλιάρου, με τα Τέμπη της πολιτικής αλητείας και με την Ελλάδα να ψάχνει ανάσες στα κλάματα όσων απέμειναν Έλληνες.....

 

Από το ανοιχτό παράθυρο του γραφείου μου μπαίνει το μεσημέρι της πόλης, η άνοιξη και ο ...εθνικός μας ύμνος -σκεπάζοντας τον θόρυβο των αυτοκινήτων-.

Ένα σχολείο, παραδίπλα, κάνει πρόβες για την εθνική επέτειο και κάποιος δάσκαλος είναι -προφανώς- πληγωμένος Έλληνας.

Δεν εξηγείται αλλιώς το "Μακεδονία ξακουστή", οι "Σουλιώτισες" και άλλα τραγούδια,  από δίπλα στον Ύμνο, να απλώνονται με "αναίδεια" στην πολιτεία τούτης της χώρας που την έχουν σώσει....

Πρόκειται για τα ίδια τραγούδια, τα γνωστά από χρόνια, αλλά τώρα έχουν έναν σπαραγμό, ένα "αχ", μια κραυγή αιμάσουσσα. Είναι πιο διασταλτικά, λες και θέλουν να χωρέσουν όλο το αδιέξοδο της "σωτηρίας", όλον τον ανήμερο πόνο του λαού για την περηφάνια που του στερούν.

Στη γωνιά του δρόμου, δίπλα στον φούρνο, αθέατος, κάθεται ανακούρκουδα ο Κολοκοτρώνης -τρόμαξα σαν τον ένιωσα-, πατούν την άκρη της φορεσιάς του τα δεκάποντα τακούνια των γυναικών "μισό κιλό πολύσπορο" και αυτός με τα μούτρα κατεβασμένα μονολογεί σαν σε ηχώ:

"Αδέλφια μου, δεν περιμένουμε βοήθεια από κανέναν. Τρέχετε γρήγορα να διώξουμε τους Αράπηδες από τον τόπο μας πριν μας τραβήξουν σκλάβους στην Μπαρμπαριά...".

Αλαφιασμένη κοιτάζω ένα γύρω, μην ακούσουν τίποτε "προοδευτικοί" να λέει αράπηδες...

Το κατάλαβε ο Γέρος, έφτυσε με δύναμη στο πεζοδρόμιο και συνέχισε:

" 'Οταν αποφασίσαμε νὰ κάμωμε την Επανάσταση, δὲν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πὼς δὲν έχομε άρματα, ούτε ότι οἱ Τούρκοι εβαστούσαν τὰ κάστρα καὶ τὰς πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «ποὺ πάτε εδώ νὰ πολεμήσετε μὲ σιταροκάραβα βατσέλα», αλλὰ ως μία βροχὴ έπεσε εἰς όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί καὶ οι καπεταναίοι καὶ οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτὸ τὸ σκοπὸ και εκάμαμε την  Επανάσταση. "

Έσκυψα το κεφάλι και δεν μίλησα.

Δεν του είπα πως άδικα επαναστάτησαν γιατί τώρα εμείς πουλάμε το χώμα που λευτέρωσαν.

Δεν του είπα πως ξεπουλάμε τις αγιασμένες ξερολιθιές των πατεράδων μας ,για να γίνουμε Ευρωπαίοι.

Δεν του είπα πως δεν μας αφήνουν ούτε να αντιμιλήσουμε γιατί ή θα μας φυλακώσουν ή θα μας λοιδορήσουν

Μόνο έφερα το χέρι στο σημείο της καρδιάς σαν συγγνώμη και για να του δείξω πού πονάω.

Τότε έσκυψε εκείνος το κεφάλι, σηκώθηκε, ίσιαξε αμήχανα την φουστανέλα και με αργά βήματα πέρασε ανάμεσα από τις ταμπέλες "φαρμακείον", "κοσμήματα", "ψωμί στα ξύλα" και χάθηκε.

Στο σχολείο ακουγόταν ακόμη το παράπονο του εθνικού ύμνου και το ρολόι της Μητρόπολης χτυπούσε δύο ακριβώς....

Να θυμάμαι την ώρα, μήπως και ξανάρθει......

Δεν υπάρχουν σχόλια: