Τὸ κλείσιμο τῆς Ὡραίας Πύλης τοῦ Ἱεροῦ (τὰ Βημόθυρα καὶ τὸ Καταπέτασμα) στὴν Θεία Λειτουργία στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος
(ἀπὸ τὸ βιβλίο: Τό ἀθέατον τῆς Ἁγίας Τράπεζας, κεφ. 18, β' ἔκδ.)
Παν. Δ. Παπαδημητρίου
analogio.gr
«Παλαιότερα,
καὶ σήμερα ἀκόμη, πολλοὶ Ναοὶ [στὶς θύρες τοῦ Ἱεροῦ Βήματος] ἔχουν Βῆλα –
Παραπετάσματα μὲ ἕναν ἁπλὸ Σταυρὸ ῥαμμένον ἢ κεντημένον.» 271, 272
«Ὄχι μόνο στὴν λειτουργία τῶν Προηγιασμένων, ἀλλὰ
καὶ στὴν τελεία λειτουργία μετὰ τὴν εἴσοδο τῶν Δώρων ἐκλείοντο τὰ Βημόθυρα καὶ
τὸ Καταπέτασμα. Οἱ παλαιότεροι Ἱερεῖς ἐνθυμοῦνται, ὅτι καὶ στὶς ἐνορίες μέχρι
προσφάτως ἴσχυε ἡ ἴδια πράξις.» 273
Τὰ καταπετάσματα – παραπετάσματα – βῆλα στὶς
θύρες τοῦ Ἱεροῦ μὲ ἕναν ἁπλὸ σταυρὸ κεντημένο (Εἰκ. 18-2 ἕως Εἰκ.
18-4) δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ἡ συνεχιζόμενη παράδοσις τοῦ μεγάλου
Καταπετάσματος ὡς φράγματος τοῦ Ἱεροῦ Βήματος. Ἀκόμη καὶ τὰ Τέμπλα μὲ τὶς θύρες
εἶναι ἡ συνέχισις τῆς ἀρχαίας παραδόσεως τοῦ μεγάλου Καταπετάσματος ἐπὶ τὸ ἀσφαλέστερον
καὶ μονιμώτερον.274 Βλέπε καὶ τὴν Εἰκ.
18-1, «Θεία Κοινωνία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων».
Εἰκ.
18-1. Θεία Κοινωνία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Κλειστά (ἁπλωμένα) Καταπετάσματα
τοῦ Ἱεροῦ Βήματος.275
Εἰκ.
18-2. Βῆλα-παραπετάσματα στὸ φράγμα τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ἀκόμη καὶ πίσω ἀπὸ
τὶς Εἰκόνες. Ξυλόστεγος Βασιλική, Ἱ.Ν. Ἁγ. Βαρβάρας (Ἀχαρναῖ). Μετόχιον Ἁγ. Αἰκατερίνης
Σινᾶ (φωτ. ΠΔΠ, 2017)
Εἰκ.
18-3. Ἐκκλησία, μὲ Βῆλα-Παραπετάσματα στὸ φράγμα τοῦ Ἱεροῦ Βήματος.276
Εἰκ.
18-4. Παρεκκλήσιον Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, μὲ Βῆλα-Παραπετάσματα στὸ
φράγμα τοῦ Ἱεροῦ Βήματος. Ἱερὰ Μονὴ Ἁγ. Χρυσοστόμου Σμύρνης καὶ Ἁγ. Κυπριανοῦ
καὶ Ἰουστίνης, Δερβενάκια Κορινθίας (φωτ., ΠΔΠ, 2003).
Μέχρι τό
1980, καὶ ἀργότερα, ὑπῆρχαν στὴν Ἑλλάδα, στὶς Ἐνορίες (πέραν ἀπὸ τὶς Ἱερὲς
Μονές), Ἱερεῖς ἔγγαμοι μάλιστα, ἀκολουθοῦντες τὴν ἀρχαῖαν Ἀποστολικὴν Παράδοσιν
τῆς κλείσεως τῶν ἁγίων θυρῶν (Ὡραίας Πύλης)2 καὶ τοῦ καταπετάσματος (βήλου) αὐτῶν,
ἀπὸ μετὰ τὴν Μεγάλην Εἴσοδον,277 φυσικὰ καὶ κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς,
μέχρι τὴν Θεία Κοινωνία.
Γιὰ παράδειγμα στὸ χωρὶον Κλένιες (ἢ Κλένια)
τῆς Κορινθίας, ὁ ἔγγαμος Ἱερεὺς τῆς ἐνορίας,
ἔκλεινε τὰ ἅγια θύρια καὶ τὸ βῆλον (καταπέτασμα) ἀμέσως μετὰ τὴν Μεγάλην Εἴσοδον
καὶ τὰ ἄνοιγε στὴν Θεία Κοινωνία. Ἐπίσης ἄνοιγε τὸ βῆλον προσωρινῶς γιὰ νὰ
δώσει τὴν εὐλογία (καὶ τὸ ξανὰ ἔκλεινε μετά).
Τὸ κλείσιμο τῶν ἁγίων θυρῶν καὶ τοῦ
καταπετάσματος (βήλου) αὐτῶν, μερικὲς δεκαετίες πρίν στὶς ἐνορίες, μᾶς τὸ ἐπιβεβαίωσε
καὶ ὁ Ἱερομόναχος π. Στέφανος Κ. Ἀναγνωστόπουλος.278
Ἐπίσης καὶ κατὰ μαρτυρία τοῦ π. Γερασίμου Ἁγιορείτου,279
στὸν Βύρωνα ὑπῆρχαν ἐνορίες (καὶ τὸ θυμᾶται ὡς ἱερόπαις) ὅπου τηροῦνταν ἡ ἀρχαῖα
παράδοσις τοῦ κλεισίματος τῶν βημοθύρων καὶ τοῦ βήλου μετὰ τὴν Μ. Εἴσοδον μέχρι
τὴν Θ. Κοινωνία, καὶ ἄνοιγαν μόνο σύντομα καὶ περιστασιακά, π.χ. μετὰ τὸ
Πιστεύω, γιὰ τὸ Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας καὶ τὸ Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ, καὶ μετὰ
ξανὰ ἔκλειναν ὄλα (ἀπὸ τοὺς ἱερόπαιδες), καὶ μετὰ τὸ Πάτερ ἡμῶν γιὰ τὸ Εἰρήνη πᾶσι,
ἐπίσης.
Σήμερα ἡ Παράδοσις τοῦ Καταπετάσματος στὶς Ἐνορίες,
διατηρεῖται ἀκόμη στὴν Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία, ὅπως θὰ δοῦμε ἀργότερα
(Πίναξ 18-3).
Εἰς τὸ ἐγκεκριμένον ἀπὸ τὴν Ἱερὰν Σύνοδον, Ἱερατικόν
τοῦ 1892, ἀναφέρεται εἰς τὴν σ. 46, ὑποσ. (α), εἰς τὸ Τὰς θύρας, τὰς θύρας· ἐν
σοφίᾳ πρόσχωμεν: «Κακῶς καὶ ἐσφαλμένως ποιοῦσι τινὲς τῶν ἱερέων, νὰ ἀνοίγωνται
αἱ θύραι [ἡ Ὡραία Πύλη]· διότι ἡ ἔννοια εἶνε διὰ τὰς ἔξω θύρας· (ἴδε περὶ
τούτου τὸν σοφὸν Ἀργέντην, περὶ Ἀζύμων)»280. Ἄρα κατὰ τὴν παράδοσιν αὐτήν, ἐγκρίσει
τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, τὰ ἅγια θύρια (ἡ Ὡραία Πύλη), ἦσαν κλειστὰ καθόλην τὴν Ἁγίαν
Ἀναφοράν, στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, σὲ ὅλες τὶς Λειτουργίες.
Παρόμοια καὶ στὸ Ἱερατικὸν τοῦ 1864, ἐκδ. Γ.
Καρυοφύλλη, σ. 22.
Πρόσσχες πόσο δυνατὴ ἦταν ἡ ἀρχαῖα Ἀποστολική
Παράδοσις ἀκόμη ἐν ἔτει 1892 στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Ἐνὼ στὸ προαναφερθὲν Ἱερατικὸν
δὲν ἀναφέρονται πότε κλείνουν καὶ πότε ἀνοίγουν τὰ ἅγια θύρια (ἡ Ὡραία Πύλη), ἐν
τούτοις ὑπάρχει ἡ ὑποσημείωση (α) τῆς σελ. 46, ποὺ θέλει νὰ διορθώσει τὴν
«διασκευὴ» τῆς Παραδόσεως νὰ ἀνοίγονται συντόμως τὰ ἅγια θύρια στὸ Πιστεύω. Αὐτὸ
δεικνύει ἰσχυροτάτη παράδοση (γιὰ τὸ καταπέτασμα-βῆλον καὶ τὰ ἅγια θύρια), ποὺ
δὲν εἶχε ἀνάγκη εἰδικῆς ῥουμπρίκας (εἰδικῶν ἐπεξηγήσεων), ἐπειδὴ ἦταν γενικὴ
πρακτική. Βλέπε καὶ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κορίνθου Βαρθολομαίο παρακάτω.
Ἔτσι πάντως ἐξηγεῖται ἡ συνήθης ἔλλειψις ῥουμπρικῶν
(σχολίων) γιὰ τὸ καταπέτασμα καὶ τὰ ἄγια θύρια, στὰ Εὐχολόγια καὶ Ἱερατικά, ἢ ἡ
σπανιοτάτη ὕπαρξις αὐτῶν. Παρόμοια βλέπουμε καὶ στὸ Ἐπισκοπικὸ Εὐχολόγιο,
Barb.gr.336, βλ. κεφ. 14.5, σ. 130, καί κεφ. 55, σ. 246.
Εἰς τό κεφ. 97, σ. 335, ἀναφέρουμε τὴν
διάταξιν τοῦ Καταπετάσματος ἀπὸ τὸν παρὰ τὴν ἐν Ὀδησσῷ Προϊστάμενον τῆς Ἑλληνικῆς
Ἐκκλησίας π. Ἄγγελον Πεφάνη (1897).281
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κορίνθου Βαρθολομαῖος
Γεωργιάδης (1829-1918),282 τελέσας Διευθυντὴς τῆς Ἱερατικῆς Σχολῆς Χαλκίδος, ἀναφέρει
ῥητά, ἀσφαλῶς καὶ γιὰ Ἀρχιερατικὴ Θεία Λειτουργία,283 ἐγκρίσει τῆς Ἱερᾶς
Συνόδου (1909), «τὴν κλείσιν τῆς Ὡραίας Πύλης διὰ Καταπετάσματος» ἀμέσως μετὰ τὴν
Μεγάλην Εἴσοδον,284 τὸ ἄνοιγμα τῆς Ὡραίας Πύλης ὅταν πεῖ ὁ Διάκονος «Τὰς θύρας,
τὰς θύρας»,285 τὸ ξανὰ κλείσιμο τῆς Ὡραίας Πύλης ἀπὸ τὸν Ἱερέα ἀμέσως μετὰ τό
«Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ», διότι «οὐχὶ πάντες εἶνε ἄξιοι νὰ προσβλέπωσιν εἰς τὰ
τίμια δῶρα, εἰμὴ μόνον οἱ ἱερουργοί».286 Καὶ τέλος ἀναφέρει ὅτι ἀνοίγει πάλιν ἡ
Ὡραῖα Πύλη ἀκριβῶς πρὸ τοῦ «Μετὰ φόβου».287
Παρόμοια μὲ τὸ ἐγκρίσει τῆς Ἱ. Συνόδου Ἱερατικὸν
τοῦ 1892, ἔχει καὶ τὸ Ἱερατικόν τοῦ 1924 (καὶ τοῦ 1940) ἐκδ. Σαλίβερου (ἔκδ. Γ.
Καρυοφύλλη),288 εἰς τὸ «Τὰς θύρας»: «Κακῶς καὶ ἐσφαλμένως ποιοῦσι τινὲς τῶν ἱερέων,
νὰ ἀνοίγωνται αἱ θύραι [ἡ Ὡραία Πύλη]· διότι ἡ ἔννοια εἶνε διὰ τὰς ἔξω θύρας, ἴδε
περὶ τούτου τὸν σοφὸν Ἀργέντην (περὶ Ἀζύμων)».
Τὰ Ἱερατικὰ τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας
1951-2007 ἀναλύονται ἐκτενέστατα ἀργότερα, βλ. §19.
Γενικὰ ἡ «σειρὰ» τῶν Ἱερατικῶν Ἀ.Δ. ἄλλαξε 5
φορές. Τὰ Ἱερατικὰ τῶν ἑτῶν 1951, (1968), 1971, 1981, θὰ λέγαμε καὶ τοῦ 1962,
κρατήσανε τὴν γραμμή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου 1895, ὡς πρὸς τὴν Παράδοσιν
τοῦ Καταπετάσματος, ἐνῷ τῶν ἑτῶν 1977, 1987-2000 διαφοροποιηθήκανε λίγο
φαινομενικά, πολύ οὐσιαστικά.
Τὴν μεγαλύτερη «ἔγγραφη ζημιά», μὲ τὰ μέχρι
τώρα δεδομένα, στὴν ἀρχαία ἀποστολική παράδοση τῆς κλείσεως τῆς Ὠραίας Πύλης, ἤτοι
τοῦ κλεισίματος τῶν βημοθύρων καὶ τοῦ βήλου – καταπετάσματος στὴν Ἁγία Ἀναφορά,
τὴν ἔκανε τὸ Ἱερατικόν τοῦ 1977, μὲ μιὰ σημείωση, βλ. §19.6, καὶ τὰ ὑπόλοιπα ποὺ
ἀκολουθήσανε τὴν σημείωσιν ὡς τοῦ 2000.
Καὶ οἱ πρώτες Ἀπαντήσεις τοῦ Φουντούλη (ἐν ἔτει
1967), ἴσως, δὲν εἶναι ἄμοιρες «εὐθυνῶν», καίτοι ξεκαθάρισε ἀργότερα τὰ
πράγματα, βλ. §19.6.
Ἀργότερα, τὸ Ἱερατικόν τῶν 2004-2007, ἀντὶ νὰ
διορθώσει τὰ προηγηθέντα, καὶ τὴν σημείωσιν τοῦ Ἱερατικοῦ τοῦ 1977 (-2000), ἦρθε
καὶ ἀφαίρεσε τὰ ἀπομεινάρια τῆς Παραδόσεως τοῦ Καταπετάσματος, βλ. §19.
Ὁ Ἰωάννης Μ. Φουντούλης289 παραδέχεται ὅτι ἔκλειναν
τὰ ἅγια θύρια [καὶ τὸ βῆλον / καταπέτασμά των] στὴν Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία [σὲ ὅλες
τὶς Λειτουργίες] μέχρι πρόσφατα (βέβαια ἀναπαράγοντας τὴν γνωστὴ ἀστοχία τῶν
Mathews/Taft στὴν Προθεωρία, περὶ μοναχικῆς πράξεως):290 «στὸ πρόσφατο παρελθὸν
εἶχε ἐπικρατήσει καὶ στὶς ἐνορίες ἡ μοναχικὴ τάξη, ποὺ κρατοῦσε καὶ κρατεῖ κλειστὰ
τὰ βημόθυρα τὸν περισσότερο χρόνο καὶ τὰ ἀνοίγει μόνο γιὰ χρηστικοὺς λόγους. Γιὰ
νὰ μὴ μποῦμε σὲ λεπτομέρειες, τὰ βημόθυρα ἀνοίγουν μόνο κατὰ τὶς εἰσόδους, τὶς
θυμιάσεις, τὴν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου, τὴν κοινωνία τοῦ λαοῦ μέχρι τὴν ὀπισθάμβωνο.
Ἡ ἀπόλυση γίνεται ἔξω μὲ κλειστὰ τὰ βημόθυρα, οἱ δὲ διάκονοι εἰσέρχονται ἀπὸ τὴ
νοτία πύλη τοῦ Ἱεροῦ καὶ ἐξέρχονται ἀπὸ τὴ βορεία». «Ὁμοίως ἐκλείετο καὶ τὸ
καταπέτασμα ἀπὸ τοῦ Συμβόλου [τῆς Πίστεως] μέχρι τῆς Κοινωνίας τοῦ Λαοῦ, οἱ δὲ
εὐλογίες ἐδίδοντο ἀπὸ μέσα μὲ κλειστὸ τὸ καταπέτασμα ἢ ἀφοῦ συρθεῖ ἐπ’ ὁλίγο». Ἐπίσης
παραδέχεται ὅτι ἡ παλαιὰ αὐτὴ πράξη «διατηρεῖται στὶς Μονὲς291 καὶ στὶς σλαβικὲς
Ἐκκλησίες».
Καὶ ἀλλοῦ ἐπίσης ἀναφέρει ὁ Φουντούλης, ὅτι:
«Οἱ παλαιότεροι Ἱερεῖς ἐνθυμοῦνται, ὅτι καὶ στὶς ἐνορίες μέχρι προσφάτως292 ἴσχυε
ἡ ἴδια πράξις [δηλ. ἡ κλεῖσις τῶν βημοθύρων καὶ τοῦ καταπετάσματος μετὰ τὴν εἴσοδο
τῶν δώρων]».293
Στὸ Συλλείτουργο δέ ὁ Φουντούλης, λέει: «Στὰ
συλλείτουργα ὅμως καὶ κατὰ τὴ διακαινήσιμο ἑβδομάδα τὰ βημόθυρα παραμένουν
διαρκῶς ἀνοκτά».294 Ὅμως αὐτὴ ἡ πράξις εἶναι νεωτερική, καὶ δὲν ἄπτεται τῆς
παραδόσεως. Ἡ παράδοσις ῥητῶς λέγει ὅτι καὶ στὶς Ἀρχιερατικὲς Λειτουργίες (ἀπὸ
τὶς ὁποίες προῆλθαν τὰ Συλλείτουργα),295 ἔκλεινε ἡ θέα πρὸ τὸ Ἱερὸ (ἔκλειναν τὰ
ἅγια θύρια καὶ τὸ καταπέτασμα) στὴν Ἁγία Ἀναφορά, βλ. ἐνταῦθα §14, καί §21.
Ὁ Φουντούλης ἀναφέρεται καὶ στὸν αʹ καί βʹ
τόμο τῶν Ἀπαντήσεων296 στὸ καταπέτασμα, π.χ. τόμ. αʹ, #51, #52, σσ. 103-107,
καί τόμ. βʹ, #267, σσ. 284-285, ἀλλὰ ἐμεῖς χρησιμοποιήσαμε παραπάνω τὶς
συγκεντρωμένες καὶ ἀποκρυσταλλωμένες θέσεις του ἀπὸ τὸ βιβλίον του Λειτουργική
Αʹ, ὡς μεταγενέστερον καὶ ὡριμότερον τῶν Ἀπαντήσεων.
Εἶναι «ἀπορίας ἄξιον» πῶς μέσα σὲ 40-50
χρόνια, ἰδιαίτερα δὲ στὰ τελευταῖα 24 χρόνια, ἀλλοιώθηκε, μεταλλάχθηκε, τόσο
πολὺ ἡ ἀρχαιοτάτη δισχιλιοετῆς Ἀποστολική Λειτουργική Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας
μας πρὸς τὴν κυρίαρχη - πλέον - ἰδεολογία.297
Πάντως ὁ Φουντούλης (1927-2007), στὰ τελευταῖα
χρόνια τῆς ζωῆς του, φάνηκε ἔντρομος νὰ παρακολουθεῖ τὰ ἀποτελέσματα τῆς κατ’ εὐφημισμὸν
«λειτουργικῆς ἀναγέννησης» ἢ «λειτουργικῆς ἀνανέωσης» (γιὰ τὴν ὁποῖα
«λειτουργικὴ ἀναγέννηση» ὅμως ἐργάστηκε):298, 299
«Οἱ μὴ εὐσεβεῖς [ὅταν οἱ ἀκολουθίες
μεταδίδονται στα Μ.Μ.Ε.] ἁπλὰ ἀλλάζουν σταθμὸ ἢ κανάλι. Δὲν μποροῦν ὅμως νὰ ἀλλάξουν
σπίτι ἢ κατάστημα, ὅταν βομβαρδίζονται ἀπὸ τὸ μεγάφωνο γειτονικῆς ἢ μὴ γειτονικῆς
ἐκκλησίας. Καὶ ἐκεῖ μέν, στὴν μετάδοση ἀπὸ τά Μ.Μ.Ε. τῶν ἀκολουθιῶν, μπορεῖ νὰ ἀμνηστευθοῦμε,
γιατὶ μόνο ἔμμεσα εἶναι ὑπεύθυνοι οἱ ἐκκλησιαστικοὶ παράγοντες καὶ ταγοί. Στὰ
μεγάφωνα ὅμως πρόκειται γιὰ μιὰ κραυγαλέα περίπτωση εὐθύνης τῶν ἀμέσως ἐκκλησιαστικῶν
ὑπευθύνων, ποὺ τοποθετοῦν τὰ μεγάφωνα στὴν διαπασῶν, ἐνοχλοῦν τοὺς ἀνθρώπους καὶ
διαπομπεύουν τὰ μυστήρια.300 Πῶς θὰ ἀπαιτούσαμε διακριτικὴ συμπεριφορὰ καὶ ἐφαρμογὴ
θεολογικῶν κριτηρίων ἀπὸ τὰ κατευθυνόμενα ἀπὸ κοσμικὰ κριτήρια Μ.Μ.Ε., ὅταν ἐμεῖς
οἱ ἴδιοι ἀσχημονοῦμε, συγχωρήσατέ μου γιὰ τὴν λέξη, τόσο ἀσύστολα στὰ ἱερὰ καὶ ἀπόρρητα
τῆς λατρείας μας; Οἱ χριστιανικὲς πόλεις ζήλεψαν ἢ καὶ ξεπέρασαν τὴν ἀδοξία τῶν
μουσουλμανικῶν πόλεων μὲ τοὺς ἀλαλαγμοὺς τῶν ἰμάμηδων καὶ τῶν χοτζάδων».298
Εἰκ.
18-5. Κυριακή 10 Μαΐου 1998, Ἱ. Καθεδρικὸς καὶ Μητρ. Ναὸς Ἀθηνῶν, στὴν ἱερότερη
στιγμή.301 Ἰωάννης Μ. Φουντούλης: «Ἕνα πάντως θὰ πρέπει νὰ ἀποκλεισθεῖ, νομίζω
χωρὶς ἀντίρρηση καὶ συζήτηση. Ἡ τοποθέτηση μηχανημάτων λήψεως μέσα στὸ ἅγιο βῆμα.
298, 302 Βλ. ἐπίσης, Ἐγκλύκλιος ΔΙΣ Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 2792/30-6-2004: «Ἡ
Μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὰ Ῥαδιοτηλεοπτικὰ Μέσα».
Καὶ συνεχίζει ὁ Φουντούλης:303
«Ἕνα πάντως θὰ πρέπει νὰ ἀποκλεισθεῖ, νομίζω χωρὶς
ἀντίρρηση καὶ συζήτηση. Ἡ τοποθέτηση μηχανημάτων λήψεως [βίντεο, φωτογραφιῶν,
μεταδόσεων] μέσα στὸ ἅγιο βῆμα. Ἡ μετάδοση ἀδιακρίτως σκηνῶν ἀπὸ αὐτό [τὸ ἅγιο
βῆμα], καὶ κατὰ τὶς πιὸ κρίσιμες μάλιστα ἱερὲς ὥρες τῆς Ἱερουργίας τῶν
μυστηρίων, ἔχω τὴν γνώμη ὅτι ἀποτελεῖ βεβήλωση καὶ διαπόμπευση [τί ἄρα θὰ ἔλεγε
σήμερα ποὺ Ἐπίσκοποι, Ἱερεῖς ἐπιτρέπουν ἢ βάζουν τό YouTube στὴν Ἁγία
Τράπεζα;]. Δὲν λέγω μόνο γιά […]. Ἀλλὰ γιὰ τὴν δημοσίευση τῶν ἀδημοσιεύτων σὲ μὴ
πιστούς304 καὶ τὴν ἔξοδό τους [τῶν ἀδημοσιεύτων] στὰ σπίτια καὶ στὶς πλατεῖες,
μιὰ καὶ δὲν εἶναι δυνατὸ μ’ ἕνα Χρυσοστομικὸ «Ἴσασιν οἱ μεμυημένοι» νὰ ἀποκλείσουμε
τὴν θέα καὶ τὴν ἀκρόαση ἀπὸ μὴ Χριστιανούς, Ἑβραίους, Μουσουλμάνους, καὶ Ἀθέους.
Συνηθίσαμε νὰ νομίζουμε ὅτι ὅλος ὁ κόσμος ἀποτελεῖται ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ ὀρθοδόξους
Χριστιανούς. Στοὺς ναούς μας ἦταν.305 Καὶ πάλι ὅμως τὸ Καταπέτασμα ἀνελκυόταν
μετὰ τὸν ἀσπασμὸ τῆς ἀγάπης καὶ τὴν ὁμολογία τῆς ὀρθῆς πίστεως μὲ τὴν ἀπαγγελία
τοῦ ἱεροῦ Συμβόλου. Τὸ δὲ «θεᾶσθαι αὐτοψεὶ τὸ πρόσωπον τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς»306 ἦταν
καὶ εἶναι τὸ φοβερὸ καὶ ἱερὸ προνόμιο307 τοῦ λειτουργοῦ, τοῦ «ἐνδεδυμένου τὴν τῆς
ἱερατείας χάριν»308. Ἡ ἀγάπη μας πρὸς τὸν περιούσιο λαὸ τοῦ Θεοῦ ἂς μὴν ἐπιτρέψει
νὰ τοῦ ἐπιβάλλουμε βρόγχους εἰς κρίμα καὶ εἰς κατάκριμα».
Βλέπουμε λοιπὸν ὅτι ὁ Φουντούλης μπροστὰ στὴν
κατρακύλα τῶν ἡμερῶν του/μας, καὶ τὴν διαπόμπευση τῶν ἀπορρήτων τῆς
Λειτουργίας, (μετὰ τὰ ὅσα αὐθαίρετα καὶ ἀστήρικτα ἔγραφε χρόνια πρὶν περὶ
μοναχικῆς πράξεως ἢ περὶ λειτουργίας πρὸς τὸν λαόν309), παραδέχεται, γενικά, τό
2002, ὅτι τὸ Καταπέτασμα ἀνελκυόταν πάλι μετὰ τὸ Πιστεύω, καὶ ὅτι τὸ «θεᾶσθαι αὐτοψεὶ
τὸ πρόσωπον τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς»306 ἦταν καὶ εἶναι τὸ φοβερὸ καὶ ἱερὸ προνόμιο
τοῦ λειτουργοῦ, τοῦ «ἐνδεδυμένου τὴν τῆς ἱερατείας χάριν».308
Πάντως, ἐμμέσως πλὴν σαφῶς «βλέπουμε» ἀκόμη καὶ
σήμερα τὸ κλείσιμο τοῦ Καταπετάσματος μετὰ τὴν Μ. Εἴσοδον στὶς Ἐνορίες. Πῶς;
Τὰ Ἱερατικὰ (π.χ. Ἱερατικόν Ἀ.Δ. 1962, 1977,
1995), διευκρινίζουν ὅτι μετὰ τὴν Μ. Εἴσοδον «ὁ Διάκονος, ἐπειπὼν τὸ Ἀμήν, καὶ
τὴν δεξιὰν τοῦ Ἱερέως ἀσπασάμενος, ἐξέρχεται διὰ τῆς βορείας πύλης310 καὶ ἵσταται
ἐν τῷ συνήθει τόπῳ καὶ ἅμα τῇ λήξει τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου λέγει τὴν Ἐκτενῆ».
Ἐρώτησις· Γιατὶ ὁ Διάκονος μετὰ τὴν Μ. Εἴσοδον
ἐξέρχεται διὰ τῆς βορείας πύλης, καὶ εἰσέρχεται διὰ τῆς νοτίας πύλης;
Ἀπάντησις· Διότι ἡ Ὡραία Πύλη εἶχε (ἔχει)
κλείσει μετὰ τὴν Μ. Εἴσοδον.273
Καὶ στὴν ΙΕΜΘ, καὶ στὴν Προθεωρία βλέπουμε,
παρόμοια μαρτυρία γιὰ τὴν Ἁγία Ἀναφορά, ὅπου ὁ ἱερεὺς εἶναι μόνος καὶ συλλαλεῖ
μὲ τὸν Θεὸ μόνος μόνῳ, μυστήρια ἀπαγγέλων ἐν μυστηρίοις, ἂρα μυστικῶς καὶ φυσικὰ
μὲ κλειστὰ τὰ ἅγια θύρια καὶ τὸ καταπέτασμα (ἤ/καὶ μὲ κλειστὰ τὰ παραπετάσματα
τοῦ ἱεροῦ Κιβωρίου), διότι μόνος μόνῳ, βλ. κεφ. 53, 65:
«Εἶτα πρόεισιν ὁ ἱερεὺς μετὰ παῤῥησίας τῷ
θρόνῳ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, μετὰ ἀληθινῆς καρδίας, ἐν πληροφορίᾳ πίστεως, ἀπαγγέλων
τῷ Θεῷ, καὶ συλλαλὼν μόνος Αὐτῷ, οὐκέτι διὰ νεφέλης, ὥς ποτε Μωσῆς ἐν τῇ σκηνῇ
τοῦ μαρτυρίου, ἀλλ’ ἀνακεκαλυμμένῳ προσώπῳ τὴν δόξαν Κυρίου κατοπτεύων· καὶ
μεμύηται τὴν τῆς Ἁγίας Τριάδος θεογνωσίαν καὶ πίστιν, καὶ μόνος μόνῳ προσλαλεῖ
Θεῷ μυστήρια, μυστήρια ἀπαγγέλων ἐν μυστηρίοις, τὰ κεκρυμμένα πρὸ τῶν αἰώνων καὶ
ἀπὸ γενεῶν, νῦν δὲ φανερωθέντα ἡμῖν διὰ τῆς ἐπιφανείας τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἅπερ ἡμῖν
ἐξηγήσατο ὁ μονογενὴς Υἱός, ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ Πατρός. [...].»311
Βλ. ἐπίσης καὶ τὸν Ἅγ. Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο,
Κεφ. 36, «ὅταν ἴδῃς ἀνελκόμενα τὰ Ἀμφίθυρα»,
Κεφ. 37, «ἂν δὲ ἀναπετάσῃς, ἐκπομπεύεις σου τὸ μυστήριον», κλπ..
Τὸ κλείσιμο τῶν βημοθύρων, καὶ τοῦ βήλου /
καταπετάσματος, εἶναι ἰσοδύναμα τῆς μυστικῆς (ἢτοι μὴ εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ) ἀναγνώσεως
τῶν Εὐχῶν.312, 313
Ἔτσι λοιπὸν προτοῦ πολεμηθεῖ ἡ μυστικὴ ἀνάγνωσις
τῶν Εὐχῶν, πολεμήθηκε πρωτίστως ἡ ἀπόκρυψις τῆς θέας τῆς Ἁγίας Τράπεζας ἀπὸ τὸ
Καταπέτασμα-Βῆλον, καὶ τὸ Τέμπλον.
Καὶ μὴ μᾶς ἐκπλήσσει αὐτὸ, ἀφοῦ τὴν ἴδια
πολεμικὴ ἀντιμετώπισε τὸν 11ον ἀκόμη αἰώνα, ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ Στηθᾶτος ὁ
Στουδίτης, βλ. κεφ. 64, σ. 258.
Σίγουρα ἡ ἴδια πολεμικὴ ὑπῆρχε καὶ τὸν 8ον αἰώνα,
καὶ γιὰ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία ἔβαλε τὴν Ὀπισθάμβωνο Εὐχή: «Ἐπειδὴ γάρ τινες τῶν ἔξω
τοῦ θυσιαστηρίου ἑστώτων εἰς ἀπορίαν πολλάκις χωροῦσι, γνωσιμαχοῦντες καὶ
λέγοντες· Τίς ἄρα ὁ σκοπός, καὶ ἡ τῶν παρὰ τοῦ Ἀρχιερέως ὑποψιθυριζομένων Εὐχῶν
ἔννοιά τε καὶ δύναμις; καὶ ἐφίενται εἴδησίν τινα καὶ τούτων καταλαβεῖν, κατὰ τοῦτον
οἱ θεῖοι Πατέρες, ὡς ἀνακεφαλαίωσιν πάντων τῶν διὰ τῶν Εὐχῶν αἰτουμένων, τὸν
χαρακτήρα ταύτης [τῆς Ὀπισθαμβώνου Εὐχῆς] ἐποιήσαντο, διδάσκοντες τοὺς ἐπιζητοῦντας,
ἐκ τοῦ κρασπέδου τὸ ὕφασμα», Ἅγ. Γερμανὸς Ἀρχιεπ. Κων/πόλεως (640-740), [PG 98,
452C].
Ἀκόμη καὶ ὁ Ἰουστινιανὸς (482-565) μὲ τὴν
(κατ’ ἔμπνευσιν τοῦ Μονοφυσιτικοῦ περιβάλλοντός του) 137ην Νεαρὰν314 ἐπολέμησε
(χωρὶς καμία ἐπιτυχία στοὺς Ὀρθοδόξους) τὴν μυστικὴν ἀνάγνωσιν τῶν Εὐχῶν, δηλ. ἐπολέμησε
τὴν μυστικὴν Προσευχὴν τῶν Ἱερέων315. Πρβλ. §11.2. Βλ. ἐπίσης, τὴν ἀναίρεσιν τῆς
Νεαρᾶς ἀπὸ τὸν ἀρχιμ. Νικόδημο Μπαρούση.316
Ἄρα πάντοτε, στὴν ἰστορία τῆς Ἐκκλησίας, ὑπῆρχε
καὶ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ πολεμική, αὐτὴ ἡ ἀμφισβήτησις τῆς Παραδόσεως τῶν Πατέρων στὴν
Ἐκκλησία (καὶ περισσότερο σήμερα, μὲ τὴν à la carte λειτουργιολογία),317 ἀλλὰ
δόξα τῷ Θεῷ, οἱ πολεμικὲς αὐτὲς ἔπεφταν τελικὰ στὸ κενό, ἀφοῦ ὅμως πρώτα
ταρακουνιόμασταν καλά318 γιὰ 10, 50 καί 100 χρόνια.
Ἂς ἀκούσουμε ὅμως πάλι τὸν Φουντούλη, ποὺ ἐν ἔτει
2003, παραδέχεται ὅτι:
«ἡ ἔλλειψη βημοθύρων καὶ καταπετάσματος στὴν Ὡραία
Πύλη δημιουργεῖ καὶ πρόσθετα τελετουργικὰ προβλήματα».319
Βέβαια, δὲν μᾶς λέει ἐκεῖ ποιὰ εἶναι αὐτὰ τὰ
προβλήματα, καὶ δὲν γνωρίζουμε (μέχρι στιγμῆς) ἂν τὰ κατέγραψε κάπου ἀλλοῦ αὐτὰ
τὰ τελετουργικὰ προβλήματα, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ τὰ ἀναφέρει ἐδῶ τοὐλάχιστον ἐπιγραμματικά.
Τὸ μεγαλύτερο τελετουργικὸ πρόβλημα ἀπὸ τὴν ἔλλειψη
βημοθύρων καὶ καταπετάσματος στὴν Ὡραία Πύλη, εἶναι φυσικὰ ἡ ἔλλειψις φυσικοῦ
ταμιείου Προσευχῆς τοῦ Ἱερέως (γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ «κινηθεῖ» ἄνετα στὴν Προσευχή
του, πρβλ. §11.2), καὶ δή στὶς Μυστικὲς Εὐχές, ἤτοι στὴν Ἁγία Ἀναφορά.320
Ἐπίσης, τὸ κλείσιμο τῆς Ὡραίας Πύλης στὴν Ἁγίαν
Ἀναφοράν, ἐπιβάλλεται καὶ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ ὁ Λαὸς ἐκτενέστερα καὶ ἀπερίσπαστα
στὸν Θεόν.
Ποὺ θὰ κοιτάξει ὁ Λαὸς γιὰ νὰ προσευχηθεῖ; Στὸν
Χριστὸ καὶ στὴν Παναγία, ἢ στὸν Ἱερέα καὶ στὸν Ἐπίσκοπο; Φυσικά, στὸν Χριστὸ καὶ
στὴν Παναγία. Ἡ Ὡραία Πύλη λοιπὸν κλείνοντας κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Ἀναφορᾶς (ἀπὸ
μετὰ τὴν Μ. Εἴσοδο μέχρι τὴν Θεία Κοινωνία), βοηθάει καὶ τὸν Λαὸν νὰ προσευχηθεῖ
ἐκτενέστερα, ἀπερίσπαστα τὸ κατὰ δύναμιν ἑκάστου, στὴν Ἁγία Ἀναφορά, καὶ πέραν ἀπὸ
τὶς διὰ Προσφωνήσεως Εὐχές, μὲ τὶς ἴδιες ἑκάστου προσΕὐχές καὶ αἰτήματα, μὴ ἐξαιρουμένου
τοῦ ἁπλοῦ Κύριε ἐλέησον.116
Συνεπῶς, ἀφοῦ ὅπως εἴδαμε ἡ Ἑλλάδα στὶς Ἐνορίες
μεγάλως κρατοῦσε τὴν Παράδοσιν τοῦ κλεισίματος τοῦ Καταπετάσματος στὴν Ἁγία Ἀναφοράν
(καὶ τὴν κρατεῖ ἀκόμη στὴν Προηγιασμένη Λειτουργία, ὅπως καὶ τὸ Οἰκ. Πατριαρχεῖο),
ἴσως ὁ Παΐσιος, ἢ αὐτὸς ποὺ ἔγραψε στὸ ὄνομά του τὴν ἐπιστολὴ στοὺς Ῥώσσους,
ξέχασε (μᾶλλον ἀντιγράφοντας τὸν Ἅγιο Συμεὼν Θεσσαλονίκης, βλ. σ. 283) νὰ κλείσει
τὴν Ὡραῖα Πύλη μετὰ τὸ Πιστεύω καὶ πρὸ τῆς Εὐχῆς τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς (αὐτὸ
πάντως μπορεῖ νὰ εἶχε γίνει καὶ νωρίτερα ἀπὸ τὸν Παΐσιο, καὶ νὰ εἶχε ἀλλοιωθεῖ ἤδη
ἡ Παράδοσις). Πάντως καὶ σήμερα, στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο στὴν Προηγιασμένη,
κλείνει τὸ Καταπέτασμα μετὰ τὴν Μ. Εἴσοδον μέχρι τὴν Θεία Κοινωνία. Βλ. §18.1.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου