Ο Μ. Αθανάσιος αντιμετώπισε τις απόψεις του αιρεσιάρχη Αρείου με
βάση την πίστη της Εκκλησίας, ότι στο πρόσωπο του Χριστού ενώθηκε ο άνθρωπος με
το Θεό. Η ένωση ήταν απαραίτητη, επειδή ο άνθρωπος ήταν αδύνατο να ελευθερωθεί
μόνος του από τον πνευματικό και σωματικό θάνατο και να λυτρωθεί. Η διδασκαλία
του Αρείου, που θεωρούσε το Χριστό κτίσμα και όχι κατ’ ουσία Θεό, αρνιότανε την
ένωση του ανθρώπου με το Θεό στο πρόσωπο του Χριστού και άρα ήταν αδύνατη η
λύτρωση και σωτηρία του ανθρώπου.
Ο Μ. Αθανάσιος
συνεχίζοντας την παράδοση κηρύττει ότι “ο Λόγος
ενηνθρώπησε, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν” και υποστηρίζει τρεις θέσεις για να
διασφαλίσει την εν Χριστώ σωτηρία. Κηρύττει ότι ο Χριστός είναι τέλειος Θεός
ομοούσιος, δηλαδή από την ίδια ουσία με τον Πατέρα, από τον οποίο γεννιέται
προαιώνια. Έγινε πραγματικός άνθρωπος σε μια ιστορική εποχή και στο πρόσωπό του
ενώθηκε με το θείο και ανθρώπινο, έγινε δηλ. Θεάνθρωπος, το αληθινό πρότυπο ,
στο οποίο πρέπει να οδηγείται κάθε
άνθρωπος για να λυτρωθεί και θεωθεί.
Σ’ αυτή την ιστορική
για τον χριστιανισμό σύνοδο διατυπώθηκαν τα επτά πρώτα άρθρα του Συμβόλου της
πίστεως, που από τότε πιστεύει και ομολογεί η Εκκλησία σε κάθε λειτουργική
σύναξη και ορίζονται τα όρια, μέσα στα οποία η Θεολογική σκέψη των πιστών
πρέπει να στοχάζεται για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, Υιού Και Λόγου του Θεού.
Γ.
1 σχόλιο:
Ωραίο κείμενο πάτερ.
Χρόνια πολλά.
Δημοσίευση σχολίου