Σάββατο 29 Ιουνίου 2019

Μάξιμος ο Ομολογητής: Σύντομη ερμηνεία στην προσευχή "Πάτερ ημών" σταλμένη προς κάποιον φιλόχριστο ( Β Μέρος)



Επίσης δεν υπάρχει ούτε «Έλληνας και Ιουδαίος», με τους οποίους δηλώνονται οι διαφορετικοί, η πιο σωστά, οι αντίθετοι λόγοι περί Θεού. Γιατί ο πρώτος εισηγείται εκτεταμένη πολυαρχία και χωρίζει την μία αρχή σε αντιτιθέμενες ενέργειες και δυνάμεις, πλάθοντας μιά πολυθεϊκή λατρεία, αντιφατική λόγω του πλήθους των προσκυνουμένων θεών και γελοία λόγω των διαφόρων τρόπων προσκυνήσεως· ενώ ο δεύτερος εισάγει βέβαια μία αρχή, αλλά περιορισμένη και ατελή και σχεδόν ανυπόστατη, αφού δεν έχει λόγο και ζωή, και έτσι πέφτει κι αυτός στο ίδιο κακό με τον προηγούμενο, δηλαδή στην αθεΐα. Γιατί περιορίζει σε ένα πρόσωπο την μία Άρχή, που η ύπαρξή της στερείται λόγου και πνεύματος, ή τα έχει μόνο ως ιδιότητες. Και δεν αντιλαμβάνεται τούτο· ποιος Θεός είναι άμοιρος απ' αυτά; Ή πώς είναι Θεός, όταν τα έχει κατά μέθεξη ως γνωρίσματα, όπως συμβαίνει και με τα λογικά δημιουργήματα; Από αυτούς τους δύο λόγους, όπως είπα, κανένας δεν υπάρχει στο Χριστό· υπάρχει μόνο ο λόγος της αληθινής θεοσέβειας και ο σταθερός θεσμός της μυστικής θεολογίας, ο οποίος και τη διαστολή της θεότητας που εισάγει ο πρώτος αποδιώχνει, και τη συστολή της θεότητας του δευτέρου δεν παραδέχεται. Έτσι το θείον δε θα θεωρείται αντιφατικό, λόγω του φυσικού πλήθους —που είναι δοξασία ελληνική—, ούτε παθητό λόγο της ενικής υποστάσεως —που είναι άποψη ιουδαϊκή—, καθώς θα νομίζεται στερημένο από λόγο και πνεύμα, ή ότι τα έχει αυτά μόνο ως ιδιότητες, χωρίς να είναι Νους και Λόγος και Πνεύμα. Και διδάσκει εμάς που με την κλήση της χάρης έχομε υιοθετηθεί λόγω της πίστεως για να λάβομε επίγνωση της αλήθειας, να γνωρίζομε μιά φύση και μία δύναμη της θεότητας. Δηλαδή ένα Θεό σε τρεις υποστάσεις, του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ως Νου που είναι μόνος αναίτιος και υπάρχει ουσιωδώς, γεννήτορα του μόνου άναρχου Λόγου που υπάρχει ουσιωδώς και πηγή της μόνης αιώνιας ζωής που υπάρχει ουσιωδώς, δηλαδή του Αγίου Πνεύματος· Τριάδα σε Μονάδα και Μονάδα σε Τριάδα. Η θεότητα δεν είναι σαν κάτι μέσα σε άλλο· γιατί η Τριάδα δεν είναι για τη Μονάδα σαν γνώρισμα σε ουσία, ή αντίστροφα, η Μονάδα για την Τριάδα, επειδή η θεότητα είναι χωρίς ιδιότητες. Ούτε είναι κάτι και κάτι άλλο· γιατί η Μονάδα δε διαφέρει από την Τριάδα από ετερότητα φύσεως, αφού είναι μία και απλή φύση. Ούτε είναι κάτι και κάτι παραπλήσιο· γιατί η Τριάδα δε διακρίνεται από τη Μονάδα λόγω μειωμένης δυνάμεως, ή η Μονάδα από την Τριάδα, μήτε παραλλάζει η Μονάδα από την Τριάδα, ως κοινό και γενικό γνώρισμα που θεωρητικά μόνο διακρίνεται από τα επιμέρους, αφού είναι ουσία απολύτως αυθύπαρκτη και δύναμη όντως αυτοδύναμη. Ούτε πάλι η θεότητα είναι κάτι που προήλθε από κάτι άλλο· γιατί η Τριάδα δεν προήλθε από αύξηση της Μονάδας, αφού είναι αγέννητη και αυτοφανέρωτη. Αλλά είναι η ίδια αληθινά και Μονάδα και Τριάδα, και λεγόμενη και νοούμενη· Μονάδα κατά τον λόγο της ουσίας, Τριάδα κατά τον τρόπο της υπάρξεως. Η ίδια είναι όλη Μονάδα που δε μερίζεται από τις υποστάσεις, και η ίδια είναι όλη Τριάδα που δε συγχέεται στη Μονάδα, έτσι ώστε να μην εισάγε- ται ούτε η πολυθεΐα με το μερισμό, ούτε η αθεΐα με τη σύγχυση. Στην αποφυγή αυτών έγκειται το μεγαλείο του κατά Χριστόν λόγου.

Λόγο Χριστού εννοώ το καινούργιο κήρυγμα της αλήθειας, στο οποίο δεν υπάρχει «άντρας και γυναίκα», δηλαδή τα σημεία και τα πάθη της φύσεως που υπόκειται σε φθορά και γένεση· ούτε «Έλληνας και Ιουδαίος», δηλαδή οι αντίθετοι λόγοι σχετικά με τη θεότητα· ούτε «περιτομή και ακροβυστία», δηλαδή οι ανάλογες μ' αυτούς λατρείες. Από αυτές η πρώτη, μένοντας στά σύμβολα του Νόμου, θεωρεί κακή την ορατή κτίση και διαβάλλει τον Κτίστη ως δημιουργό κακών ενώ η άλλη, μένοντας στά πάθη, θεοποιεί την κτίση και εξεγείρει το πλάσμα εναντίον του Δημιουργού. Έτσι και οι δύο καταλήγουν στο ίδιο κακό, στην ύβρη του θείου. Επίσης δεν υπάρχει ούτε «βάρβαρος και Σκύθης», δηλαδή η διάσταση κατά τη γνώμη της κοινής φύσεως των ανθρώπων που τους οδηγεί σε συγκρούσεις μεταξύ τους, από την οποία μπήκε παρά φύση στη ζωή των ανθρώπων ο φθοροποιός νόμος της αλληλοκτονίας. Ούτε υπάρχει «δούλος ή ελεύθερος», δηλαδή δεν υπάρχει διαίρεση της κοινής φύσεως αντίθετα με τη γνώμη της, η οποία είναι αιτία να ατιμάζει ο ένας τον άλλο, παρ' όλο που είναι ομότιμοι κατά φύση, παίρνοντας ως επίκουρο νόμο τη διάθεση εκείνων που εξουσιάζουν τυραννικά και προσβάλλουν τη θεία είκόνα του ανθρώπου. Αλλά τα πάντα και στα πάντα είναι ο Χριστός, ο οποίος μέσω του Πνεύματος, με τρόπο που υπερβαίνει τη φύση και το νόμο, μορφώνει μέσα στον άνθρωπο την άναρχη βασιλεία.

Τη βασιλεία αυτή εκ φύσεως χαρακτηρίζει, όπως αποδείχτηκε, η πραότητα και η ταπείνωση της καρδιάς. Αυτά τα δύο όταν συνυπάρχουν, φανερώνουν τέλειο τον άνθρωπο που κτίζεται κατά Χριστόν. Γιατί κάθε ταπεινός είναι οπωσδήποτε και πράος· και κάθε πράος είναι οπωσδήποτε και ταπεινός. Είναι ταπεινός γιατί γνωρίζει ότι έχει λάβει την ύπαρξή του δανεική, και πράος γιατί έχει αντιληφθεί την ορθή χρήση των φυσικών δυνάμεων που του δόθηκαν έτσι τις θέτει στην υπηρεσία του λόγου προς γένεση της αρετής, ενώ απομακρύνει τελείως την ενέργειά τους από την αίσθηση. Και γι' αυτό είναι κατά το νου πάντοτε αεικίνητος προς το Θεό, ενώ κατά την αίσθηση δεν λαμβάνει καθόλου πείρα απ' ο,τιδήποτε είναι λυπηρό για το σώμα, ούτε εντυπώνει στην ψυχή του ίχνος λύπης, ώστε ν' αλλοιωθεί η χαροποιός διάθεσή της. Γιατί δε θεωρεί ότι το οδυνηρό στην αίσθηση είναι στέρηση της ηδονής, αφού μία μόνο ηδονή ξέρει, τη συμβίωση της ψυχής με το λόγο, η στέρηση της οποίας είναι κόλαση ατελείωτη και περιλαμβάνει φυσικώς όλους τους αιώνες. Και γι' αυτό, αφήνοντας και το σώμα και όλα τα του σώματος, προχωρεί με δύναμη προς τη θεία συμβίωση, και μία θεωρεί ζημία, έστω κι αν κυριαρχεί σ' όλη τη γη: την αποτυχία της κατά χάρη θεώσεως που ελπίζομε.

Ας αγνίσομε λοιπόν τον εαυτό μας από κάθε σαρκικό και πνευματικό μολυσμό, για να αγιάσομε το θείο όνομα αφού σβήσομε τη φωτιά της επιθυμίας που διεγείρεται άπρεπα από τα πάθη, και με το λογικό ας [δέσομε γερά] το θυμό που μανιάζει άτακτα για χάρη των ηδονών. Έτσι θα υποδεχτούμε τη βασιλεία του Θεού και Πατέρα, η οποία έρχεται με την πραότητα, και θα συνδέσομε τον επόμενο λόγο της προσευχής στά προηγούμενα, λέγοντας:

«Γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επί της γης». Εκείνος που λατρεύει μυστικά το Θεό με μόνη τη λογική δύναμη, χωρισμένη από την επιθυμία και το θυμό, αυτός εκπλήρωσε στη γη —όπως οι άγγελοι στον ουρανό— το θείο θέλημα και έγινε σε όλα μέτοχος της λατρείας και του τρόπου ζωής των αγγέλων, όπως λέει κάπου ο μέγας Απόστολος: «Εμείς όμως είμαστε πολίτες του ουρανού». Στον ουρανό δεν υπάρχει επιθυμία που να παραλύει με την ηδονή τις νοερές δυνάμεις, ούτε θυμός που να λυσσάει γαυγίζοντας μ' ευχαρίστηση κατά του πλησίον αλλά υπάρχει τελείως μόνος ο λόγος, που κατευθύνει φυσικώς προς τον πρώτο Λόγο τους λογικούς, και στον οποίο μόνο χαίρεται ο Θεός, και τον οποίο μόνο ζητεί από εμάς τους δούλους Του. Αυτό φανερώνει ο Θεός, λέγοντας προς τον μέγα Δαβίδ: «Τι υπάρχει για μένα στον ουρανό, και από σένα τι θέλω άλλο πάνω στη γή;» Τίποτε βέβαια δεν υπάρχει στον ουρανό που να προσφέρεται από τους αγίους αγγέλους στο Θεό, πλην της λογικής λατρείας· την οποία επιζητεί κι από μας ο Θεός και γι' αυτό μας δίδαξε να λέμε όταν προσευχόμαστε: «Γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επί της γης».



Ας κινηθεί λοιπόν το λογικό μας προς αναζήτηση του Θεού, και η επιθυμητική μας δύναμη προς τον πόθο Του, κι ας αγωνίζεται το θυμικό μας για να τον κρατήσει. Ή καλύτερα, ο νους ας τεντώνεται όλος προς το Θεό, παίρνοντας κατά κάποιο τρόπο τον τόνο και το νεύρο του από το θυμικό και φλογιζόμενος με τον πόθο της ακρότατης επιθυμίας. Γιατί όταν μιμούμαστε έτσι τους επουράνιους αγγέλους, θα βρεθούμε να λατρεύομε παντοτινά το Θεό, παρουσιάζοντας πάνω στη γή την ίδια πολιτεία με τους αγγέλους, καθώς ο νους μας —όμοια με το δικό τους— δε θα κινείται καθόλου προς κανένα δημιούργημα.

Όταν πολιτευόμαστε έτσι σύμφωνα με την προσευχή, θα δεχτούμε σαν άρτο επιούσιο και ζωοποιό για διατροφή των ψυχών μας και διατήρηση της ευεξίας των αγαθών που μας δωρήθηκαν, τον Λόγο που είπε: «Εγώ είμαι ο άρτος που κατέβηκε από τον ουρανό και δίνει ζωή στον κόσμο». Αυτός γίνεται τα πάντα για μας που τρεφόμαστε από Αυτόν μέσω της σοφίας και της αρετής, ανάλογα με τη δεκτικότητα καθενός, και σωματώνεται με ποικίλους τρόπους διά μέσου καθενός από τους σωζομένους, με τρόπο που ο ίδιος γνωρίζει. Αυτά όλα θα τα δεχτούμε, ενώ ακόμη είμαστε στον παρόντα κόσμο, σύμφωνα με την έννοια του ρητού της προσευχής που λέει: «τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον».

Με το «σήμερον» νομίζω ότι εννοεί την παρούσα ζωή, όπως θα μπορούσε κανείς να εννοήσει σαφέστερα το σημείο αυτό της προσευχής και να πει: «τον άρτο μας, που από την αρχή ετοίμασες για την αθανασία της φύσεως, δώσε μας σήμερα, που βρισκόμαστε στην παρούσα ζωή της θνητότητας, για να νικήσει τον θάνατο της αμαρτίας η τροφή του άρτου της ζωής και της επιγνώσεως», στην οποία δεν επέτρεψε στον άνθρωπο να συμμετάσχει η παράβαση της θεϊκής εντολής. Γιατί αν είχε χορτάσει με αυτή τη θεϊκή τροφή, δεν θα κυριευόταν από το θάνατο της αμαρτίας. (Εκείνος όμως που παρακαλεί να λάβει αυτόν τον άρτο τον επιούσιο, δεν δέχεται οπωσδήποτε όλο τον άρτο όπως είναι, αλλά ανάλογα με τη δεκτικότητά του. Γιατί ο Άρτος της ζωής, ως φιλάνθρωπος, δίνει σ' όλους όσους ζητούν, όχι όμως σ' όλους το ίδιο, αλλά σ' εκείνους που έχουν κάνει μεγάλα έργα, περισσότερο, ενώ στους κατώτερους απ' αυτούς, λιγότερο. Στον καθένα λοιπόν όσο μπορεί να δεχτεί η κατάσταση του νου του.) Σ' αυτή την ερμηνεία του χωρίου αυτού με οδήγησε ο ίδιος ο Σωτήρας, ο οποίος διατάζει ρητώς τους μαθητές Του να μη φροντίζουν διόλου για αισθητή τροφή, λέγοντας: «μη μεριμνάτε για τη ζωή σας, τι θα φάτε και τι θα πιείτε, ούτε για το σώμα σας, τι θα ντυθείτε. Όλα αυτά τα επιζητούν τα έθνη του κόσμου. Να ζητάτε πρώτα απ' όλα τη βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη Του, κι όλα αυτά θα ακολουθήσουν».

Πώς λοιπόν διδάσκει να προσευχόμαστε για όσα μας έδωσε πριν εντολή να μη ζητάμε; Γιατί είναι φανερό ότι δε θα πρόσταζε να αιτούμε με προσευχή όσα συμβούλεψε να μη ζητάμε με την εντολή, αφού με την προσευχή μας πρέπει να αιτούμε μόνο ό,τι αρμόζει να ζητάμε σύμφωνα με κάποια εντολή. Επομένως δεν είναι θεμιτό να αιτούμε με προσευχή εκείνο που δε μας επιτρέπεται να ζητάμε από την εντολή. Αφού ο Σωτήρας έδωσε εντολή να ζητάμε μόνο τη βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη Του, εύλογα παρακινεί εκείνους που επιθυμούν τα θεία δώρα, να τη ζητούν και με την προσευχή. Έτσι, επικυρώνοντας τη χάρη όσων εκ φύσεως αρμόζει να ζητούνται με την προσευχή, ενώνει την προαίρεση εκείνων που ζητούν με το θέλημα Αυτού που παρέχει τη χάρη, και την κάνει ένα μ' αυτό. Αν τώρα και τον καθημερινό άρτο, με τον οποίο συγκρατείται φυσικώς η παρούσα ζωή, έχομε εντολή να ζητάμε με την προσευχή, ας μην ξεπεράσομε τα όρια της προσευχής φροντίζοντας με πλεονεξία για πολλά χρόνια, και ξεχάσομε ότι είμαστε θνητοί και ότι η ζωή μας φεύγει σαν σκιά. Αλλά ας ζητήσομε χωρίς μέριμνα με την προσευχή τον καθημερινό άρτο και ας άποδείξομε ότι, φιλοσοφώντας κατά Χριστόν, κάνομε το βίο μας μελέτη θανάτου και προφθάνομε τη φύση με τη γνώμη μας, αποχωρίζοντας την ψυχή από τη μέριμνα των σωματικών πριν ακόμη έρθει ο θάνατος. Έτσι η ψυχή δε θα προσηλωθεί στα φθαρτά, μεταφέροντας προς την υλη τη χρήση της κατά φύση επιθυμίας, και δε θα μάθει την πλεονεξία, η οποία στερεί από τον πλούτο των θείων αγαθών.

Ας αποφύγομε λοιπόν με όλη μας τη δύναμη την αγάπη της ύλης, και ας πλύνομε τη σχέση με αυτή σαν σκόνη από τα νοερά μάτια· και ας αρκεσθούμε μόνο σ' εκείνα που συντηρούν την παρούσα ζωή και όχι σ' εκείνα που την ευχαριστούν. Και γι' αυτά ας παρακαλέσομε το Θεό όπως διδαχτήκαμε, για να μπορέσομε να φυλάξομε αδούλωτη την ψυχή μας, ώστε να μην αιχμαλωτιστεί από κανένα από όσα είναι αγαπητά για χάρη του σώματος, και να δείξομε ότι τρώμε για να ζούμε και όχι ότι ζούμε για να τρώμε. Γιατί το ένα είναι γνώρισμα λογικής, ενώ το άλλο άλογης φύσεως. Ας φυλάγομε με ακρίβεια την προσευχή και ας φαινόμαστε πάνω στα πράγματα ότι το μόνο που επιδιώκομε μ' όλη μας τη δύναμη είναι η πνευματική ζωή, και για ν' αποκτήσομε αυτήν χρησιμοποιούμε την παρούσα ζωή· που για χάρη της πνευματικής τη χρησιμοποιούμε τόσο, όσο να τη στηρίζομε με άρτο μονάχα και να φυλάγομε αδιάφθορη τη φυσική ευεξία της, όσο εξαρτάται από μας· όχι για να ζούμε απλώς, αλλά για να ζούμε κοντά στο Θεό. Και να κάνομε το σώμα άγγελο της ψυχής, λογικοποιημένο με τις αρετές, τη δε ψυχή να κάνομε κήρυκα του Θεού, στερεωμένη μόνιμα στο αγαθό. Τον άρτο τον φυσικό να τον ζητούμε για μιά μόνο ημέρα, χωρίς να τολμούμε να επεκτείνομε τη δέηση για δεύτερη ημέρα, από σεβασμό προς Αυτόν που μας έδωσε την προσευχή. Τέτοια διάθεση λοιπόν αν μπορέσομε να έχομε πραγματικά, σύμφωνα με την έννοια της προσευχής, θα μπορέσομε να προχωρήσομε και παρακάτω, λέγοντας: «και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών».

Σύμφωνα με την πρώτη ερμηνεία του προηγουμένου ρητού της προσευχής, είπαμε ότι το «σήμερον» είναι σύμβολο αυτού του αιώνα. Όποιος σ' αυτόν τον αιώνα ζητεί με την προσευχή τον άφθαρτο άρτο της σοφίας, από τον οποίο μας χώρισε από την αρχή σαν τείχος η παράβαση των πρωτοπλάστων, μία ηδονή γνωρίζει, την απόκτηση των θείων, τα οποία δίνει κατά φύση ο Θεός και τα φυλάγει η προαίρεση, κατά τη θέληση αυτού που τα έλαβε· και μία οδύνη γνωρίζει, την αποτυχία των θείων, την οποία υποβάλλει ο διάβολος και την πραγματώνει κάθε άνθρωπος, που από ατονία της προαιρέσεώς του παραιτείται από τα θεία και δε φυλάγει με τη διάθεση της γνώμης του το πολύτιμο δώρο. Εκείνος λοιπόν που η προαίρεσή του δεν κλίνει καθόλου προς κανένα από τα ορατά και που γι' αυτό δεν επηρεάζεται απ' όσα λυπηρά του συμβαίνουν σωματικώς, αυτός αληθινά συγχωρεί όσους του φταίνε. Γιατί κανείς δεν μπορεί καθόλου να του πάρει το καλό που επιδιώκει και επιθυμεί, αφού, όπως πιστεύομε, αυτό είναι από τη φύση του ακυρίευτο. Και κάνει τον εαυτό του παράδειγμα αρετής στο Θεό —αν επιτρέπεται να το πούμε αυτό—, γιατί καλεί τον αμίμητο Θεό να τον μιμηθεί, λέγοντας: «Χάρισε μας τα χρέη των αμαρτιών μας, όπως κι εμείς τα χαρίζομε στους δικούς μας οφειλέτες»· και παρακαλεί το Θεό να γίνει απέναντί του τέτοιος, όπως έγινε και αυτός απέναντι στον πλησίον. Γιατί αφού θέλει να τον συγχωρήσει ο Θεός, όπως και αυτός συγχώρεσε τις αμαρτίες εκείνων που του έφταιξαν, είναι φανερό ότι, όπως ο Θεός συγχωρεί απαθώς όσους συγχωρεί, έτσι κι αυτός μένοντας απαθής σ' ό,τι λυπηρό του συμβαίνει, συγχωρεί όσους του έφταιξαν χωρίς να επιτρέπει ν' αποτυπώνεται στο νου του η θύμηση κάποιου από τα λυπηρά που του έκαναν. Αλλιώς ελέγχεται ότι χωρίζει τη φύση συνειδητά, όταν ενώ είναι άνθρωπος, βρίσκεται σε διάσταση με κάποιο άνθρωπο.



Έτσι, όταν ενωθεί η γνώμη με το λόγο της φύσεως, γίνεται φυσικώς η συμφιλίωση του Θεού με την ανθρώπινη φύση· γιατί διαφορετικά δεν είναι δυνατόν, όταν η φύση βρίσκεται κατά τη γνώμη σε διάσταση προς τον εαυτό της, να δεχτεί τη θεία και ανέκφραστη συγκατάβαση. Κι ίσως γι' αυτό ο Θεός θέλει να συμφιλιωνόμαστε εμείς προηγουμένως μεταξύ μας, όχι για να μάθει από εμάς να συμφιλιώνεται με όσους αμαρτάνουν και να παραγράφει την εξόφληση εκ μέρους μας των πολλών και φοβερών εγκλημάτων μας, αλλά για να μας καθαρίσει από τα πάθη και να δείξει ότι συμβαδίζει με τη χάρη η διάθεση εκείνων που συγχωρούνται από Αυτόν. Είναι ολοφάνερο ότι όταν η γνώμη ενωθεί με το λόγο της φύσεως, θα πάψει να στασιάζει προς το Θεό η προαίρεση εκείνων που το κατόρθωσαν αυτό. Επειδή είναι φυσικό να μην παρατηρείται τίποτε το παράλογο στο λόγο της φύσεως —ο οποίος είναι νόμος και φυσικός και θείος— όταν η γνώμη κινείται σύμφωνα μ' αυτόν. Kι αν δεν υπάρχει τίποτε το παράλογο στο λόγο της φύσεως, είναι εύλογο, η γνώμη που κινείται σύμφωνα με το λόγο της φύσεως, να έχει σε όλα σύμφωνη με το Θεό την ενέργειά της, την έμπρακτη δηλαδή διάθεση που έχει λάβει την ποιότητα της χάρης του φύσει καλού, για τη γένεση της αρετής.

Έτσι λοιπόν, αυτή τη διάθεση έχει εκείνος που προσεύχεται ζητώντας τον άρτο της γνώσεως, κοντά στον οποίο και εκείνος που ζητεί με την προσευχή τον άρτο της ημέρας εξαιτίας της ανάγκης της φύσεως, κατά τον ίδιο τρόπο θα διατεθεί, συγχωρώντας τα πταίσματα σ' εκείνους που του έφταιξαν, γιατί γνωρίζει ότι είναι θνητός· και περιμένοντας κάθε μέρα την άγνωστη ώρα του φυσικού τέλους, προλαβαίνει με τη γνώμη τη φύση και γίνεται αυτοπροαίρετα νεκρός για τον κόσμο, σύμφωνα με το ρητό που λέει: «Για Σένα θανατωνόμαστε όλη την ήμερα· μας θεωρούν σαν πρόβατα προορισμένα για σφαγή». Και γι' αυτό κάνει ειρήνη μ' όλους, για να μην μεταφέρει μαζί του κανένα γνώρισμα της μοχθηρίας αυτού του κόσμου όταν πάει στην αιώνια ζωή, και πάρει από τον Κριτή των όλων ίση ανταπόδοση για όσα εδώ έκανε. Είναι λοιπόν αναγκαία και στους δύο για το συμφέρον τους η καθαρή διάθεση έναντι εκείνων που τους λύπησαν, για κάθε λόγο και προπάντων για το περιεχόμενο των υπολοίπων λόγων της προσευχής, οι οποίοι είναι: «και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού».

Αυτά τα λόγια σημαίνουν ότι εκείνος που δε συγχώρησε τελείως εκείνους που του έφταιξαν και δεν παρουσίασε την καρδιά του στο Θεό καθαρή από λύπη και λαμπερή από το φώς της συμφιλιώσεως με τον πλησίον, δε θα επιτύχει να λάβει τα καλά που ζήτησε με την προσευχή του, και θα παραδοθεί με δίκαιη κρίση στον πειρασμό και στον πονηρό, για να μάθει να καθαρίζεται, όταν αμαρτάνει, με το να αφαιρεί τις μομφές που έχει εναντίον των άλλων. Πειρασμό εδώ εννοεί το νόμο της αμαρτίας, τον οποίο δεν είχε ο πρώτος άνθρωπος όταν δημιουργήθηκε. Πονηρό εννοεί τον διάβολο που εισήγαγε το νόμο της αμαρτίας στην ανθρώπινη φύση, και έπεισε με απάτη τον άνθρωπο να μεταφέρει την επιθυμία του από το επιτρεπόμενο στο απαγορευμένο και να τραπεί στην παράβαση της θείας εντολής, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η αποβολή της κατά χάρη αφθαρσίας που του είχε δοθεί. Η αλλιώς, πειρασμό λέει τη θεληματική κλίση της ψυχής προς τα πάθη της σάρκας, και πονηρό τον τρόπο που μεταχειρίζεται ο άνθρωπος για να εκπληρώσει την εμπαθή του κλίση.

Από κανένα απ' αυτούς (τον πειρασμό και τον πονηρό) δεν απαλλάσσει ο δίκαιος Κριτής όποιον δε συγχώρεσε εκείνους που του έφταιξαν, ακόμη και αν του το ζητά με τα λόγια στην προσευχή του. Αλλά παραχωρεί να μολύνεται ο άνθρωπος αυτός από το νόμο της αμαρτίας, και εγκαταλείπει τον σκληρό και απότομο κατά τη γνώμη να κυριεύεται από τον πονηρό, επειδή προτίμησε τα πάθη της ατιμίας, τα οποία σπέρνει ο διάβολος, από τη φύση, της οποίας δημιουργός είναι ο Θεός. Και ακόμη, δεν εμποδίζει όποιον κάνει θεληματική συγκατάθεση στα σαρκικά πάθη, ούτε τον λυτρώνει από τον τρόπο της εκπληρώσεως στην πράξη της διαθέσεώς του, γιατί νόμισε τη φύση κατώτερη από τα ανυπόστατα πάθη και από το ζήλο του γι' αυτά αγνόησε το λόγο της φύσεως. Σύμφωνα μ' αυτόν έπρεπε να κινηθεί και να μάθει ποιος είναι ο νόμος της φύσεως και ποια είναι η τυραννία των παθών που επιβάλλεται με τη συγκατάθεση της γνώμης και όχι εκ φύσεως. Και έτσι με τις φυσικές του ενέργειες να φυλάξει το νόμο της φύσεως, να διώξει όμως μακριά την τυραννία των παθών, και με το λογικό να διαφυλάξει τη φύση, όπως είναι αφ' εαυτής καθαρή και άμεμπτη, χωρίς μίσος και χωρίς διάσταση από τους άλλους ανθρώπους· και να κάνει πάλι τη γνώμη του να συμβαδίζει με τη φύση, χωρίς να έχει μαζί της τίποτε απολύτως απ' όσα δεν επιτρέπει ο λόγος της φύσεως. Και γι' αυτό ν' απομακρύνει κάθε μίσος και κάθε διάσταση προς το συνάνθρωπο, ώστε καθώς θα λέει αυτή την προσευχή, να εισακούεται, και να δέχεται διπλή χάρη από το Θεό, τόσο δηλαδή τη συγχώρηση των προηγουμένων αμαρτημάτων, όσο και την προφύλαξη και τη λύτρωση από τα μελλοντικά. Και για ενα πράγμα, την πρόθυμη δηλαδή συγχώρηση των άλλων, να δέχεται δύο ανταμοιβές: να μην παραχωρείται να πέσει σε πειρασμό, και να μην αφήνεται να υποδουλωθεί στον πονηρό.

Κι εμείς λοιπόν —για να επαναλάβω συνοπτικά το νόημα όσων είπα— αν θέλομε να λυτρωθούμε από τον πονηρό και να μην μπούμε σε πειρασμό, ας πιστέψομε στο Θεό και ας συγχωρήσομε όσους μας έφταιξαν. «Γιατί αν δεν συγχωρήσετε, λέει, στους ανθρώπους τα παραπτώματά τους, ούτε τα δικά σας θα συγχωρήσει ο Πατέρας σας ο ουράνιος». Έτσι όχι μόνο θα πάρομε την άφεση των αμαρτιών μας, αλλά και το νόμο της αμαρτίας θα νικήσομε, και δε θα εγκαταλειφθούμε ώστε να τον δοκιμάσομε, και θα πατήσομε τον γεννήτορα αυτού του νόμου, το πονηρό φίδι, από το οποίο παρακαλούμε να σωθούμε. Στρατηγός θα είναι ο Χριστός που νίκησε τον κόσμο, ο Οποίος μας οπλίζει με τους νόμους των εντολών Του και με την αποβολή των παθών συνδέει νόμιμα την ανθρώπινη φύση με τον εαυτό της μέσω της αγάπης· και κινεί ακόρεστα την όρεξή μας προς τον εαυτό Του που είναι άρτος ζωής, σοφίας, γνώσεως και δικαιοσύνης. Και με την εκπλήρωση του πατρικού θελήματος μας κάνει μετόχους της λατρείας των αγγέλων, που θα δείχνομε με τον τρόπο της ζωής μας, κατά πιστή μίμηση των αγγέλων, την επουράνια ευαρέστηση. Κι από εκεί πάλι μας ανεβάζει στην ακρότατη κορυφή των θείων, στον Πατέρα των φώτων, και μας κάνει κοινωνούς της θείας φύσεως με την κατά χάρη μέθεξη του Πνεύματος. Στην κατάσταση αυτή θα είμαστε τέκνα Θεού, έχοντας μέσα μας όλοι χωρίς περιορισμό, με άκρα καθαρότητα, όλο τον κατά φύση Υιό του Πατέρα και χορηγό αυτής της χάρης, από τον οποίο και μέσω του Οποίου και μέσα στον οποίο έχομε και θα έχομε την ύπαρξη, την κίνηση και τη ζωή.

Σ' αυτό το μυστήριο της θεώσεως ας αποβλέπει ο σκοπός της προσευχής μας, για να μάθομε τι είμαστε και τι μας έκανε η κατά σάρκα κένωση του Μονογενούς, και από ποιο βάθος, εμάς που βρεθήκαμε στο κατώτερο επίπεδο όπου μας κατέβασε το βάρος της αμαρτίας, σε ποιό ύψος μας ανέβασε με τη δύναμη του σπλαχνικού Του χεριού· και ας αγαπήσομε περισσότερο Εκείνον που με τόση σοφία ετοίμασε τη σωτηρία μας. Ας δείξομε ότι με τα έργα μας εκπληρώνεται η προσευχή μας και ας φανούμε ότι κηρύττομε το Θεό αληθινό Πατέρα μας κατά χάρη. Να μη φανούμε από τα πράγματα ότι έχομε πατέρα του βίου μας τον πονηρό, που πάντοτε προσπαθεί να εξουσιάζει τυραννικά με τα πάθη της ατιμίας, και ότι, χωρίς να το καταλά-βομε, ανταλλάζομε τη ζωή με τον θάνατο. Γιατί και οι δύο εκ φύσεως μεταδίδουν τα δικά τους ιδιώματα ο καθένας σ' εκείνους που πηγαίνουν με το μέρος τους· ο ένας χορηγεί αιώνια ζωή σ' όσους τον αγαπούν, ο άλλος προκαλεί το θάνατο σ' όσους τον πλησιάζουν, με τους εκούσιους πειρασμούς που υποβάλλει.



Κατά τη Γραφή, ο πειρασμός εκδηλώνεται με δύο τρόπους. Ο ένας είναι ηδονικός, ο άλλος οδυνηρός. Και ο πρώτος γίνεται με την προαίρεσή μας, ενώ ο άλλος χωρίς αυτήν. Ο πρώτος γεννά την αμαρτία, και έχομε διαταχθεί από τον Κύριο να παρακαλούμε να μην μπούμε σ' αυτόν, λέγοντας: «μην αφήσεις να μπούμε σε πειρασμό», και: «να είσαστε άγρυπνοι και να προσεύχεστε να μην μπείτε σε πειρασμό». Ο άλλος πειρασμός είναι για τιμωρία της αμαρτίας, και με ακούσιες επιφορές τιμωρεί τη διάθεση που αγαπά την αμαρτία. Αυτόν αν τον υπομείνει κανείς, και μάλιστα αν δεν είναι τρυπημένος με τα καρφιά της αμαρτίας, θα ακούσει τον μέγα απόστολο Ιάκωβο που διακηρύττει: «Όταν πέσετε, αδελφοί μου, σε ποικίλους πειρασμούς, να το θεωρείτε ως μεγάλη χαρά. Γιατί η δοκιμασία της πίστεώς σας καλλιεργεί την υπομονή, και η υπομονή τη σταθερότητα. η σταθερότητα όμως πρέπει να κρατήσει ως το τέλος».

Και των δύο ειδών τους πειρασμούς τους εκμεταλλεύεται με κακουργία ο πονηρός, δηλαδή και τον εκούσιο και τον ακούσιο. Τον πρώτο τον σπέρνει ερεθίζοντας την ψυχή με τις ηδονές του σώματος και μηχανεύεται να απομακρύνει την επιθυμία της από τη θεία αγάπη. Για τον άλλο, ζητεί την παραχώρηση από το Θεό με σοφίσματα, θέλοντας να φθείρει με την οδύνη την ανθρώπινη φύση, για ν' αναγκάσει την ψυχή, που θα καταβληθεί από ατονία λόγω των πόνων, να κινήσει τους λογισμούς της σε διαβολή του Δημιουργού. Εμείς όμως, γνωρίζοντας τα διανοήματα του πονηρού, ας πετάξομε το ζυγό του εκουσίου πειρασμού, για να μην απομακρύνομε την επιθυμία μας από τη θεία αγάπη, και τον ακούσιο που έρχεται με παραχώρηση Θεού, ας τον υπομένομε με γενναιότητα, για να φανούμε ότι προτιμήσαμε όχι τη φύση, αλλά τον Κτίστη της φύσεως.

Είθε όλοι εμείς που επικαλούμαστε το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, να λυτρωθούμε από τις τωρινές ηδονικές προσβολές του πονηρού, και να ελευθερωθούμε από τις μελλοντικές θλίψεις, με τη μέθεξη στη συγκεκριμένης μορφής υπόσταση των μελλόντων αγαθών που μας φανερώθηκε στο πρόσωπο του ίδιου του Χριστού, του Κυρίου μας, του μόνου που δοξάζεται μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα απ' όλη την κτίση. Αμήν.

http://paterikakeimena.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: