Πριν από λίγο καιρό έχασε το
δεκαεξάχρονο παιδί της. Από τότε κάθε μέρα πηγαίνει στον τάφο του.
Αλλάζει το φιτίλι από το
καντηλάκι, προσθέτει λάδι, ανάβει το θυμιατό κι ύστερα κάθεται στο κάτω μέρος
του μνήματος, σιμά στη φωτογραφία του. Τον ρωτά αν κοιμήθηκε καλά το βράδυ, αν
κρύωνε, αν πόνεσε κάπου. Του λέει και τα δικά της. Και βουβά θρηνεί τον άδικο
χαμό του.
Σήμερα της έτυχε αναπάντεχη
συνάντηση. Ένα περιπολικό της έκλεισε το δρόμο προς το κοιμητήριο κι ο νεαρός
αστυνομικός, φορώντας μάσκα και γάντια βγήκε από το αυτοκίνητο, την πλησίασε κι
όταν έφτασε στα δυο μέτρα της είπε:
"Δείξτε μου το χαρτί με την
υπεύθυνη δήλωση και την ταυτότητά σας"
Το χαρτί;
Ω ... ναι! Το χαρτί!
Είχε τελείως ξεχάσει την
απαγόρευση κυκλοφορίας.
Είχε βγει από το μυαλό της πως
ολάκερος ο πλανήτης είχε μπει σε μια πρωτόγνωρη φάση.
Κόμπιασε.
"Δεν έχω χαρτί"
ψέλλισε.
"Έχετε στείλει τουλάχιστον
SMS;" ρώτησε κάπως πιο μαλακά το παλικάρι.
Τον κοίταξε ίσια στα μάτια. Τον
ζύγισε. Ήταν στο ύψος του δικού της του παιδιού. Μόνο στα χρόνια ήταν
μεγαλύτερος.
"Άκου παιδί μου" του
είπε ήσυχα.
"Κάθε μέρα πάω ν' ανταμώσω
στο μνήμα το παιδί μου.
Συγχώρα με...
Δεν είχα μυαλό να στείλω μήνυμα
ούτε να συμπληρώσω χαρτί.
Μα εσύ, κάνε το καθήκον σου.
Κόψε μου κλήση.
Έχασα τα πάντα ...
Δε θα μου λείψουν τα 150€, το
παιδί μου, μού λείπει"
Γύρισε απότομα ο αστυνομικός και
μπήκε στο περιπολικό.
"Όλα εντάξει;" τον ρώτησε ο οδηγός.
"Όλα" είπε εκείνος
χωρίς να τον κοιτάξει.
"Να προσέχετε παιδιά
μου!" φώναξε η μαυροφορεμένη από μακριά.
Μα, το περιπολικό είχε χαθεί στη
στροφή του δρόμου.
Μόνο οι πασχαλιές και οι κάλες
την άκουσαν κι έγειραν τα πέταλά τους ως κάτω τη γη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου