Τὴν χαρήκαμε, ἀγαπητά μου παιδιά, πραγματικὰ τὴν λειτουργία μας
σήμερα. Ἀκόμη δὲν ἔχει φέξει καὶ τελειώσαμε. Εἶναι εὐκαιρία τώρα νὰ ποῦμε δύο
σκέψεις, διότι πολλὲς φορὲς παραπονεῖσθε ὅτι δὲν μπορεῖτε νὰ χαρῆτε τὴν
λειτουργία, δὲν τὴν εὐχαριστιέστε, δὲν τὴν καταλαβαίνετε, δὲν μπορεῖτε νὰ
προσευχηθῆτε. Ἄλλες ὅμως φορὲς χαρούμενες μοῦ λέτε: Σήμερα λειτουργήθηκα πολὺ
καλά· τὴν ἔζησα τὴν λειτουργία.
Ἄραγε πότε μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι τὴν ζήσαμε καὶ πότε τὸ λέμε χωρὶς
νὰ εἶναι ἀλήθεια; Προσευχόμεθα εἰς τὴν λειτουργίαν, ἀλλὰ τί πρέπει νὰ ζητοῦμε; Ἢ
μᾶλλον τί μᾶς παρέχει ἡ θεία λειτουργία, γιὰ νὰ τὸ ζητήσωμε καί, ὅταν τὸ
λάβωμε, νὰ ἔχωμε τὴν βεβαιότητα ὅτι εἰσακούσθηκε ἡ προσευχή μας;
Ἀναμφιβόλως ὁ τελικὸς σκοπὸς τῆς θείας λειτουργίας εἶναι ἡ
συμμετοχή μας εἰς τὴν θείαν ζωήν, εἶναι ἡ δόσις καὶ ἡ ἀντίδοσις, νὰ δώσωμε καὶ
νὰ πάρωμε. Τί νὰ δώσωμε; Τὰ δῶρα, «τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν». Εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ
δίνομε εἰς αὐτόν. Εἶναι δικά του καὶ τοῦ τὰ προσφέρομε. Τοῦ προσφέρομε ἄρτον καὶ
οἶνον.
Γιατί ἄραγε; Μὲ τὰς θυσίας ποὺ προσέφερον οἱ «παλαιοί», οἱ Ἰουδαῖοι,
προσέφερον πάντοτε καὶ δῶρα, ὅπως χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ σκεύη, ἀπαρχάς, δηλαδὴ τοὺς
πρώτους καρποὺς τῆς γῆς, ἢ «ζῶα τῶν ἐδωδίμων», ἀπὸ αὐτὰ ποὺ τρώει ὁ ἄνθρωπος.
Ἐμεῖς δὲν κάνομε τοιαύτας προσφοράς· προσφέρομε ἄρτον καὶ οἶνον, τὰ
ὁποῖα ἔχει εἰς τὴν διάθεσίν του ἀποκλειστικῶς ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶναι κύρια
διατροφή του. Εἶναι ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα τοῦ ἐξασφαλίζουν τὴν ἐπίγειον ζωή.
Προσφέροντας λοιπὸν ἄρτον καὶ οἶνον, αὐτὰ ποὺ κατ\’ ἐξοχὴν ἁρμόζουν εἰς τὴν ζωὴ
τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι σὰν νὰ προσφέρωμε τὴν ἴδια μας τὴν ζωή, τὴν ἐπικηρόν, τὴν ἐπίγειον,
τὴν προσωρινήν. Προσφέρομε κάτι τὸ πρόσκαιρο, γιὰ νὰ πάρωμε κάτι τὸ αἰώνιο, τὴν
αἰώνιον ζωήν. Εἰς τὴν δόσιν τὴν ἰδικὴν μας ἔρχεται ἡ ἀντίδοσις τοῦ Χριστοῦ· μᾶς
παρέχει τὴν ἰδικὴν του ζωήν, τὸ σῶμα τουκαὶ τὸ αἷμα του.
Τί ὡραῖα τὸ λέγει ὁ Καβάσιλας• «προῖκα δίδωσιν ἡμῖν ὁ Θεὸς πάντα τὰ
ἅγια, καὶ οὐδὲν αὐτῶν προεισφέρομεν, ἀλλ\’ ἀτεχνῶς εἰσι χάριτες». Ὁ,τιδήποτε μᾶς
χαρίζει ὁ Θεός, καὶ οἱ ἐπιτυχίες εἰς τὸν ἀγῶνα μας καὶ οἱ ἀρετὲς καὶ οἱ εὐσεβεῖς
σκέψεις καὶ τὰ πάντα, ὅλα τὰ ἅγια, «πᾶν δώρημα τέλειον», εἶναι «προῖκα», δωρεά,
καὶ «ἀτεχνῶς χάριτες τοῦ Θεοῦ», ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον δῶρα χαρισμένα ἀπὸ τὸν
Θεόν. Ἐμεῖς δὲν ἔχομε τίποτε νὰ προσφέρωμε, τίποτε ἐνώπιον αὐτοῦ νὰ
συνεισφέρωμεν• τὰ πάντα προέρχονται ἐξ αὐτοῦ.
Γιὰ νὰ μπορέση ὅμως νὰ γίνει αὐτὴ ἡ ἀντίδοσις ποὺ εἶναι ὁ τελικὸς
σκοπὸς τῆς θείας λειτουργίας, γιὰ νὰ γίνη καὶ σὲ μᾶς αὐτὸ ποὺ ἔγινε ἐν τῷ
προσώπῳ τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸ ὁποῖον διὰ μιᾶς τοιαύτης περιχωρήσεως καὶ ἀντιδόσεως
ἡνώθη ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, πρέπει νὰ προπαρασκευασθῶμεν. Χωρὶς
προπαρασκευήν, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ματαίως γίνεται ἡ λειτουργία. «Ἀλλὰ τὸ γε ἐπιτηδείους
γενέσθαι πρὸς τὸ δέξασθαι αὐτὰ καὶ φυλάξαι ἐξ ἀνάγκης ἀπαιτεῖ παρ\’ ἡμῶν καὶ οὐκ
ἂν μεταδοίη τοῦ ἁγιασμοῦ μὴ οὕτω διατεθεῖσιν», λέγει πάλι ὁ Καβάσιλας· ναί, ὅλα
μᾶς τὰ δίνει ὁ Θεός, ἀλλὰ θέλει νὰ γίνωμε ἱκανοί, ὥστε νὰ δεχθοῦμε τὸν ἁγιασμόν
του καὶ τὰ δῶρα του, καὶ ἄξιοι νὰ τὰ φυλάξωμε. Ἀναγκαστικῶς λοιπόν, γιὰ νὰ μᾶς
τὰ μεταδώση, πρέπει νὰ διατεθοῦμε καὶ ἡμεῖς καταλλήλως. Ἐπειδὴ «οὕτως ἀναγκαῖον
ἦν πρὸς τὴν τεῦξιν τῶν μυστηρίων τὸ εὖ ἔχοντας ἀπαντῆσαι καὶ παρεσκευασμένους»,
διὰ τοῦτο ὁ ἱερὸς συγγραφεύς, ὁ ἑρμηνευτὴς τῆς θείας λειτουργίας, μᾶς λέγει ὅτι
ἡ προετοιμασία οὐσιαστικῶς καὶ μυστικῶς γίνεται εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν. Πῶς ἐπιτυγχάνεται
αὐτό; Μὲ τὶς εὐχές, μὲ τοὺς ψαλμούς, μὲ τὰ ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματα, μὲ ὅλα τὰ
λεγόμενα καὶ τὰ τελούμενα ἐν αὐτῇ.
Εἰς τί συνίσταται ἡ προπαρασκευή; Εἰς τὴν προετοιμασίαν τῆς καρδίας
μας, ὥστε νὰ γίνη χωρητικὴ τῆς θεότητος. Πῶς μᾶς προετοιμάζει, τί προσφέρει ἡ
λειτουργία; Τί πρέπει νὰ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸν καί, ὅταν τὸ λάβωμε, τότε εἴμεθα
παρεσκευασμένοι, ἕτοιμοι, νὰ δεχθοῦμε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ;
Αὐτὸ τὸ θέμα θὰ μᾶς ἀπασχολήση σήμερα, παιδιά μου. Καὶ γιὰ νὰ ἐκφράσωμε
μερικὲς σκέψεις, θὰ μᾶς βοηθήσουν ὁ συγγραφεὺς τὸν ὁποῖον ἀναφέραμε
προηγουμένως, ὁ ἱερὸς Καβάσιλας, τὸ ἀποστολικὸ καὶ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα καὶ ἡ
σημερινὴ ἀκολουθία.
Τὸ πρῶτον, τὸ ὁποῖο ἐπιτυγχάνομεν εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν, εἶναι ἡ
ἄφεσις τῶν ἁμαρτιῶν μας. Πραγματικὰ τὴν κερδίζομε. Πῶς; Κατ\’ ἀρχάς, μὲ τὶς εὐχὲς
οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται πρὸς τὸν Θεὸν ἐκ μέρους μας διὰ τῶν χειλέων τοῦ ἱερέως καὶ
ἔχουν μίαν δύναμι. Τὰ ὡραιότατα νοήματά τους συντρίβουν τὴν καρδιά μας, καὶ ἂν ἀκόμη
αὐτὴ εἶναι πέτρινη. Μᾶς κάνουν νὰ νοιώσωμε τὴν ἁμαρτωλότητά μας. Ἀναπεμπόμενες
δὲ καὶ ἀνερχόμενες οἱ εὐχὲς εἰς τὸν Θεὸντὸν καθιστοῦν ἵλεων. Δέχεται τὴν
παράκλησή μας, διότι ἔχει ὑποσχεθεῖ ὅτι θὰ ἀκούη τὴν προσευχή μας. Εἰς ὅλες τὶς
εὐχὲς παρακαλοῦμε νὰ μᾶς συγχωρήση ὁ Θεός. Ἑπομένως, εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ μᾶς ἀκούση,
τὴν ὥρα μάλιστα ἐκείνην τὴν φρικτήν τοῦ μυστηρίου; Μᾶς ἀκούει καὶ δι\’ αὐτὸ ἀκριβῶς
μᾶς παρέχει τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν. Νὰ σκεπτώμεθα λοιπὸν τὴν ἁμαρτωλότητά μας
καὶ νὰ ἀγωνιζώμεθα νὰ συντριβῆ ἡ σκληρότης τῆς καρδίας μας, οὕτως ὥστε νὰ ἐπέλθη
ἡ ἄφεσις.
Τὸ δεύτερον, τὸ ὁποῖο κερδίζομε, εἶναι μία μετάθεσις τοῦ νοῦ καὶ τῆς
καρδίας εἰς τὸν οὐρανόν• δὲν ζοῦμε πλέον εἰς τὴν γῆν τὴν ὥρα τῆς λειτουργίας.
Προσέξατε τί ἔλεγε ἕνα τροπάριο τῶν αἴνων, ποὺ ψάλαμε; «Διὰ τοῦ σταυροῦ σου
Χριστέ, μία ποίμνη γέγονεν, ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων, καὶ μία Ἐκκλησία• οὐρανὸς καὶ
ἡ γῆ ἀγάλλεται· Κύριε δόξα σοι». «Διὰ τοῦ σταυροῦ σου Χριστὲ» — ὁ σταυρὸς ὑψώνεται
χωρὶς χύσιμο αἵματος εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν, ἡ ὁποία εἶναι μία ἀναπαράστασις
ἀκριβῶς τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, τοῦ σταυρικοῦ του θανάτου — «διὰ τοῦ σταυροῦ σου»
καὶ διὰ τῆς λειτουργίας σου ἑπομένως, ὅλα γίνονται «μία ποίμνη καὶ μία Ἐκκλησία».
Ἄγγελοι, ἀρχάγγελοι καὶ ἄνθρωποι, οὐρανὸς καὶ γῆ συμμετέχουν. Ὅλα γίνονται ἕνας
οὐρανός. Οἱ πάντες καὶ τὰ πάντα συγχωνεύονται καὶ ὅλοι καὶ ὅλα μαζὶ δοξάζουν τὸν
ἐπὶ τοῦ θρόνου του καθήμενον Χριστόν.
Ἡ λειτουργία μας λοιπὸν εἶναι μία σύναξις τῶν ποιημάτων, τῶν
δημιουργημάτων τοῦ Θεοῦ καὶ μάλιστα τοῦ ἀγγελικοῦ, τοῦ πνευματικοῦ καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου
κόσμου. Εἶναι δημιουργία ἑνὸς πνευματικοῦ οὐρανοῦ, μπροστὰ στὴν ὀμορφιὰ τοῦ ὁποίου
ὁ ἐπίγειος κόσμος, οἱ ὁρατοὶ οὐρανοὶ ὠχριοῦν.
Ὅταν ζῆ κανεὶς αὐτὴν τὴν ἀλήθεια εἰς τὴν λειτουργίαν, αὐτὸν τὸν
πνευματικὸν οὐρανόν, αὐτὴν τὴν παράστασι τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τότε πλέον δὲν
νοιώθει ἄνετα εἰς τὸν κόσμο αὐτόν. Ὅποιος μπορεῖ νὰ χωρέσει καὶ εἰς τὴν ζωὴ αὐτὴν
καὶ εἰς τὸν κόσμο αὐτόν, ὅποιος μπορεῖ νὰ βολευτεῖ, αὐτὸς δὲν εἶναι «εὔθετος εἰς
τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Ὅταν εἶσαι εἰς τὴν λειτουργίαν, νοιώθεις ὅτι εἶσαι
ξένος πλέον γιὰ τὸν κόσμο. Χαίρεσαι, διότι εἶσαι γεγραμμένος εἰς τὴν βασιλείαν
τῶν οὐρανῶν. Ἀνάβει ἡ ἐπιθυμία στὴν καρδιά σου νὰ γίνης καὶ σὺ πολίτης τῆς
βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δύσκολο; Εἶναι ὑπόθεσις τοῦ Θεοῦ.Ὅταν οἱ μαθηταὶ τοῦ
Χριστοῦ ἔτρεξαν, ὅπως ἀναφέρεται εἰς τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα,
χαρούμενοι εἰς τὸν Κύριον διότι ἔκαναν θαύματα, εὐηγγελίζοντο, ἐκέρδιζαν ψυχές,
ἔβγαζαν δαιμόνια καὶ τοῦ εἶπαν «καὶ τὰ δαιμόνια ὑποτάσσεται ἡμῖν, Κύριε», τί ἀπήντησεν
ἐκεῖνος; Μὴ χαίρετε δι\’ ὅλα αὐτά, ἀλλὰ νὰ χαίρετε διότι τὰ ὀνόματά σας ἐγράφησαν
ἐν οὐρανοῖς· «ὅτι τὰ ὀνόματα ὑμῶν ἐγράφη ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Αὐτὸ εἶναι τὸ
δύσκολο νὰ ἐπιτύχη κανείς· εἶναι τὸ πραγματικὸ κέρδος ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἔχη.
Ἡ λειτουργία εἶναι σὰν νὰ μᾶς λέγη: Γίνε καὶ σὺ ἐκλεκτός, ποὺ θὰ
συγκαταριθμηθῆς εἰς αὐτὴν τὴν πολιτείαν τοῦ Θεοῦ. Νὰ νοσταλγῆς πάνω ἀπὸ ὅλα τὴν
βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, τὴν κοινωνίαν τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἀνθρώπων, ἐκεῖ ὅπου ὅλα
ἀγάλλονται, ὅλα δοξολογοῦν τὸν Θεόν.
Τὸ τρίτον, τὸ ὁποῖο κερδίζομε ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ προηγουμένου, εἶναι
ὁ ἁγιασμός μας. Μόνον σὲ ἁγίους μπορεῖ νὰ ἐπαναπαυθῆ ὁ Θεὸς καὶ μόνον μὲ αὐτοὺς
μπορεῖ νὰ ἐπικοινωνῆ· «Ὅτι ἅγιος εἶ, ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ ἐν ἁγίοις ἐπαναπαύῃ».
Γι\’ αὐτὸ καὶ τοῦ ζητοῦμε συνεχῶς νὰ μᾶς ἁγιάση. Τί εἶναι λοιπὸν ὁ ἁγιασμὸς καὶ
πῶς ἐπιτυγχάνεται; Εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀποκοπή μας ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὰ τοῦ κόσμου.
Ἅγιος εἶναι ὁ ξεχωρισμένος, ὁ ἀφωρισμένος, ὁ δοσμένος εἰς τὸν Θεόν. Ἑπομένως,
γινόμεθα ξένοι διὰ τὸν κόσμο καὶ ἐπιθυμοῦμεν πλέον νὰ ἀνήκωμεν ὁλοκληρωτικὰ εἰς
τὸν Θεόν. Αὐτή μας ἡ ἐπιθυμία μᾶς ἁγιάζει. Γίνεται μία προϋπόθεσις, γιὰ νὰ
μπορέσωμε νὰ ἀποκτήσωμε καὶ κάθε ἄλλην ἀρετή, ἀπαραίτητη γιὰ τὸν ἁγιασμόν μας.
Ἡ λειτουργία μας λοιπὸν εἶναι ἕνα δόσιμο, μία προσφορὰ τοῦ ἑαυτοῦ
μας εἰς τὸν Κύριον ἢ καλύτερα μία ἐπανάληψις τῆς προσφορᾶς μας, μία ἀνανέωσις τῆς
συνθήκης ποὺ ἔχομε ὑπογράψει μαζί του, τότε ποὺ ἐβαπτιζόμεθα καὶ ἐχριόμεθα.
Κάθε φορὰ ποὺ πηγαίνομε εἰς τὴν λειτουργίαν ὑποσχόμεθα καὶ πάλι: Κύριε, σοῦ
ξαναδίνω τὸν ἑαυτόν μου.
Ὁ ἁγιασμὸς μας αὐτὸς ὅμως γίνεται καὶ μὲ τὴν συμμετοχήν μας εἰς τὸ
σῶμα του καὶ εἰς τὴν ζωήν του. Ἐν τῇ λειτουργίᾳ γίνεται ἡ σύναξις τοῦ λαοῦ τοῦ
Θεοῦ. Συμμετέχομεν καὶ ἡμεῖς. Ἑπομένως, ἐπικοινωνοῦμεν ἄμεσα μὲ τὸν Θεόν. Αὐτὸ
σημαίνει ὅτι οἱ χυμοὶ τοῦ Θεοῦ, ἡ ἁγιότης του ρέουν μέσα μας, γινόμεθα μέλη
Χριστοῦ, γινόμεθα Χριστός. Ἐκεῖνος ἡ κεφαλὴ καὶ ἐμεῖς τὰ μέλη. Ἀφοῦ ἡ κεφαλὴ εἶναι
ἁγία καὶ ἐμεῖς γινόμεθα ἅγιοι ὡς «μέλη ἐκ μέρους», ὡς «σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός του
καὶ ὀστᾶ ἐκ τῶν ὀστέων του».
Συμμετέχομεν εἰς τὴν ζωήν του. Τί σημαίνει αὐτό; Ἡ λειτουργία οὐσιαστικῶς
δὲν εἶναι προσευχή• εἶναι δόσις καὶ ἀντίδοσις. Εἶναι ὅμως καὶ μία ἀνάμνησις καὶ
μία ἐπανάληψις, μία ὅρασις. Ὁ Χριστὸς ζῆῖ τώρα μπροστά μας. Δι\’ ὅλων «ὁρῶμεν τὸν
Χριστὸν τυπούμενον καὶ τὰ ὑπὲρ ἡμῶν αὐτοῦ ἔργα καὶ πάθη• καὶ γὰρ ἐν τοῖς ψαλμοῖς
καὶ ταῖς ἀναγνώσεσι καὶ πᾶσι τοῖς ὑπὸ τοῦ ἱερέως διὰ πάσης τῆς τελετῆς
πραττομένοις, ἡ οἰκονομία τοῦ Σωτῆρος σημαίνεται».
Ἑπομένως, ὁλόκληρη ἡ θεία μυσταγωγία εἶναι εἰκόνα τοῦ ἰδίου τοῦ
σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὁλόκληρη ἡ θεία λειτουργία εἶναι μία ἐν χρόνῳ καὶ ἐν χώρῳ ἐπανάληψις
τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ· σὰν νὰ ζεῖ τώρα μπροστὰ μας ὁ Χριστός. Διότι αὐτὰ ποὺ
γίνονται εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν, «εἰς τὴν τοῦ Σωτῆρος οἰκονομίαν ἀναφέρεται
πάντα, ἵνα ἡμῖν ἡ αὐτῆς θεωρία πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν οὖσα τὰς ψυχὰς ἁγιάζῃ καὶ οὕτως
ἐπιτήδειοι γινώμεθα πρὸς τὴν ὑποδοχὴν τῶν ἱερῶν δώρων». Κατὰ τὴν ἐπίγειον ζωὴ
του ὁ Χριστὸς ἐχάρισε τὴν ἀνάστασίν του εἰς ὅλον τὸν κόσμο. Τώρα «φιλοπόνως
θεωρουμένη» ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καθιστᾶ καὶ ἡμᾶς ἱκανοὺς νὰ ἀνιστάμεθα εἰς τὴν ἰδικὴν
του ζωή.
Ὅλα, ὅσα λέγονται καὶ πράττονται εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν, ἀρχικῶς
εἶχον ἕνα πρακτικὸν σκοπὸν ἄλλα καὶ ἕνα δεύτερον: νὰ τυποῦν τὸν Χριστόν· δύο ἔργα
δηλαδὴ μποροῦν νὰ ἐπιτελοῦν. Ἡ περιφορά, παραδείγματος χάριν, τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε
ἕνα πρακτικὸν σκοπόν. Ταυτοχρόνως ὅμως εἶναι καὶ μία τύπωσις καὶ μία δήλωσις καὶ
μία φανέρωσις τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ. Ἐπίσης, ὅπως τὰ ἐνδύματά μας καλύπτουν
μίαν πρακτικὴν ἀνάγκην, καλύπτουν τὴν γυμνότητά μας καὶ προφυλασσόμεθα ἀπὸ τὴν
θερμότητα ἢ ἀπὸ τὸ κρύο, ἀλλὰ συγχρόνως ἀποκαλύπτουν τὴν ἡλικίαν μας, τὸ ἀξίωμά
μας, τὸν χαρακτῆρα μας, ὑποδηλώνουν τὸν ἄνθρωπον, τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ
μὲ τὰ ἄμφια τῆς θείας λειτουργίας. Ὑπάρχουν τέλος πράξεις καὶ λόγοι, ποὺ ἔχουν ἀποκλειστικῶς
καὶ μόνον συμβολικὸν χαρακτῆρα, δηλωτικόν τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ.
Δι\’ αὐτὸ εἰς τὴν λειτουργίαν πρέπει οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς διανοίας μας νὰ
εἶναι συνεχῶς εἰς τὰ νοούμενα καὶ εἰς τὰ τελούμενα, οὕτως ὥστε, συμμετέχοντες
μυστικῶς εἰς τὴν ζωὴν τοῦ Κυρίου, νὰ γινώμεθα ἱκανοὶ νὰ συμμετέχωμεν καὶ
μυστηριακῶς εἰς αὐτήν. Δι\’ ὅλων λοιπὸν τῶν μέσων «καλλίω… καὶ θειοτέραν ἐργάζεται
τὴν ψυχὴν» ἡ θεία λειτουργία καὶ μᾶς καθιστᾶ ἀξίους πρὸς ὑποδοχὴν τοῦ σώματος
καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
Ἕνα τέταρτον, τὸ ὁποῖον προσφέρει ἡ θεία λειτουργία, εἶναι ἡ ἄνευ ὁρίων
ἀγάπη πρὸς τοὺς ἄλλους, πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας. Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ἔλεγε•
«Ἀσπάσασθε ἀλλήλους ἐν φιλήματι ἀγάπης». Ἕνα τέτοιο φίλημα ἔκαναν οἱ ἀρχαῖοι
χριστιανοί. Σὲ μᾶς κατηργήθη. Μπορεῖ ὅμως νὰ εἶναι ἐσωτερικό• μὲ ἕνα βλέμμα τῆς
καρδιᾶς νὰ ἀγκαλιάζη τρόπον τινὰ ὁ ἕνας ὅλους τοὺς ἄλλους. Ἐν πάσῃ ἀγάπῃ καὶ ἐν
πλήρει ἑνότητι μετὰ τῶν ἄλλων πρέπει κανεὶς νὰ ἔρχεται εἰς τὴν λειτουργίαν καὶ
ταυτοχρόνως νὰ τὸ ζητεῖ, γιὰ νὰ γίνη μία αὔξησις. Πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ ἑνωθεῖ μὲ
τὸν Χριστόν, ἐὰν δὲν εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸ κάθε μέλος τοῦ σώματος αὐτοῦ;
Τέλος, ἡ θεία λειτουργία μὲ τὴν προετοιμασία ποὺ κάνει μέσα μας
δημιουργεῖ πίστιν καὶ ἐναπόθεσιν τῶν ἐλπίδων, τῶν δυσκολιῶν, τῶν προβλημάτων
μας εἰς Ἐκεῖνον. Εἰς τὴν λειτουργίαν δὲν πηγαίνομε γιὰ νὰ ζητήσωμε αὐτὸ ἢ τὸ ἄλλο,
δηλαδὴ νὰ ἱκανοποιήσουμε τὶς ἀνάγκες μας. Πηγαίνομε νὰ ζητήσωμε ἀποκλειστικῶς
καὶ μόνον Ἐκεῖνον. Ἀφήνομε εἰς τὸν Θεὸν τὰ ὑπόλοιπα, «πᾶσαν τὴν μέριμναν ὑμῶν ἐπιρρίψαντες
ἐπ\’ αὐτόν», κατὰ τὸ σημερινὸν ἀποστολικὸν ἀνάγνωσμα, ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ρίχνεται
στὴν θάλασσα καὶ ἀφήνεται νὰ ἄγεται καὶ νὰ φέρεται ἀπὸ τὰ κύματά της. Ἀποκτοῦμε
τότε θάρρος, δικαιώματα• κατακτοῦμε τὴν ἐλευθερίαν εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν νὰ
μποροῦμε νὰ ἀφηνώμεθα εἰς τὸν Θεόν. Διότι, ἐφ\’ ὅσον ἀφηνόμεθα εἰς αὐτὸν καὶ ἔχομε
τὸ δικαίωμα νὰ γίνωμε κάτι τὸ θεϊκό, εἶναι φυσικό, ἀφοῦ Ἐκεῖνος ἔχει ἀρχίσει τὴν
ζωὴ μέσα μας, Αὐτὸς νὰ τὴν φέρη καὶ εἰς πέρας, νὰ τακτοποιήσει κάθε πρόβλημα ἐξωτερικὸ
ἀλλὰ καὶ πνευματικό. «Ὁ δὲ Θεὸς πάσης χάριτος, ὁ καλέσας ὑμᾶς εἰς τὴν αἰώνιον αὐτοῦ
δόξαν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ὀλίγον παθόντας, αὐτὸς καταρτίσει ὑμᾶς, στηρίξει,
σθενώσει, θεμελιώσει». Ὁ Χριστὸς ἀναλαμβάνει πλέον αὐτὸς ὁ ἴδιος τὴν ζωή μας, νὰ
μᾶς δώση σθένος, νὰ μᾶς στηρίξη, νὰ μᾶς καταρτίση καὶ νὰ μᾶς τελειοποιήση. Τὰ
πάντα ἀναλαμβάνει Ἐκεῖνος.
Εἴδαμε λοιπὸν ὅτι εἰς τὴν λειτουργίαν κερδίζομε τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν,
γίνεται μία μετάθεσις τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδίας μας εἰς τὸν οὐρανόν, ἐπιτυγχάνομεν
τὸν ἁγιασμόν, ἑνούμεθα ἐν ἀπολύτῳ, ἐν πλήρει ἀγάπῃ μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους, ἡ
πίστις ἐνισχύεται καὶ τὰ πάντα ἐναποτίθενται εἰς τὸν Θεόν.
Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπιτυγχάνομεν μὲ τὶς εὐχές, ὅπως λέγαμε στὴν ἀρχή. Δὲν
βοηθοῦν ὅμως μόνον οἱ εὐχές. Βοηθοῦν καὶ οἱ ψαλμοὶ — ἰδίως οἱ ψαλμοὶ τῶν ἀντιφώνων,
τῶν ὁποίων ὅμως σήμερα δὲν διαβάζονται παρὰ μόνον ὡρισμένοι στίχοι — καὶ οἱ
ψαλμωδίες, διότι καὶ αὐτὰ ὁμιλοῦν περὶ τοῦ Χριστοῦ. Οἱ μακαρισμοὶ ἐν συνεχείᾳ
καὶ τὰ ἀναγνώσματα ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ἔργο του, μᾶς ἀνάβουν
τὸν πόθο καὶ τὴν ἐπιθυμία νὰ τηροῦμε τὶς ἐντολές του.Τοιουτοτρόπως, δι\’ ὅλων τῶν
δρωμένων καὶ τῶν τελουμένων ἐν τῇ λειτουργίᾳ, ἐπιτυγχάνομεν νὰ κάνωμε τὴν ψυχὴν
μας καλυτέραν, ὡραιοτέραν. Δι\’ αὐτὸν τὸν λόγον ὁ ἱερὸς συγγραφεὺς τῆς ἑρμηνείας
τῆς λειτουργίας μᾶς προτρέπει- «Οὕτω… αἰδεσθῶμεν τὸν οὕτως ἐλεήσαντα, τὸν οὕτω
σώσαντα καὶ πιστεύσωμεν αὐτῷ τὰς ψυχάς», ἂς τοῦ ἐμπιστευθῶμεν τὶς ψυχές μας,
«καὶ παραθώμεθα τὴν ζωήν, καὶ φλέξωμεν τὰς καρδίας τῷ πυρὶ τῆς ἀγάπης αὐτοῦ• καὶ
τοιοῦτοι γενόμενοι, τῷ πυρὶ τῶν μυστηρίων ὁμιλήσωμεν ἀσφαλῶς καὶ οἰκείως». Ὅταν
τοῦ ἐμπιστευθῶμεν τὰς ψυχάς μας, ὅταν τοῦ παραθέσωμεν τὴν ζωήν μας, ὅταν
φλέξωμεν τὰς καρδίας μας μὲ τὸ πῦρ τῆς ἀγάπης του, τότε πλέον εἴμεθα ἕτοιμοι καὶ
μποροῦμε νὰ «ὁμιλήσωμεν τῷ πυρὶ τῶν μυστηρίων ἀσφαλῶς καὶ οἰκείως», νὰ ἔλθωμεν
εἰς ἐπαφήν, νὰ ἀποκτήσωμεν πλέον ἐμπειρικὴν συνάφειαν μὲ τὸ πῦρ τῶν μυστηρίων
του. Τότε μόνον ἡ ἐν τῆ πράξει, ἡ ἐμπειρικὴ αὐτὴ αἴσθησις, ἡ πραγματικὴ αὐτὴ ἐκζήτησις
τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ γίνεται βίωμά μας. Καὶ ἡ μετάληψις τῶν τιμίων δώρων, ἡ
μετάληψις τῆς θεότητος καὶ ἡ θέωσίς μας, ἔρχεται ὡς ἀπόρροια ὅσων μᾶς χαρίζει ἡ
θεία λειτουργία.
Τὸ τεμάχιο τοῦ ἄρτου, τὸ ὁποῖο πρόκειται νὰ γίνει σῶμα Χριστοῦ, τὸ
βγάζομε ἀπὸ τὸ πρόσφορο. Δὲν προσφέρομε ὁλόκληρο τὸ πρόσφορο εἰς τὸν Κύριον, ἀλλὰ
ἕνα τεμάχιό του. Τὸ πρόσφορο εἰκονίζει τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, τὸ ἡμέτερον
φύραμα, τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἐξῆλθε ὁ Χριστὸς ἐκ τοῦ ἡμετέρου φυράματος διὰ νὰ
θεώση αὐτό. Ἂς ἐξέλθωμεν καὶ ἡμεῖς ἐκ μέσου τῶν ἀνθρώπων, διὰ νὰ θεωθῶμεν, διὰ
νὰ προσφερθῶμεν εἰς τὸν Θεόν. Διότι, προσφέροντας αὐτὸ τὸ ἀντίτυπον,
προσφέρομεν τὸν ἑαυτόν μας. Τὰ ἀντίτυπα τοῦ τιμίου σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ
Χριστοῦ πρῶτα τὰ ἐναποθέτομεν ὡς δῶρα εἰς τὸν Κύριον ἐπὶ τῆς ἁγίας Προσκομιδῆς
καὶ ἐν συνέχειᾳ τὰ προσφέρομεν ὡς θυσίαν ἐπὶ τοῦ ἁγίου θυσιαστηρίου.
Ἂς καταστήσωμεν τὸν ἑαυτὸν μας δῶρο διαλεγμένο, δῶρο ξεχωρισμένο, δῶρο
ποὺ θὰ τὸ ἀφήσωμε μιὰ γιὰ πάντα στὰ χέρια Ἐκείνου καὶ δὲν θὰ θελήσωμε ποτὲ νὰ τὸ
πάρωμε πίσω. Ὅταν προσφερθοῦμε εἰς Αὐτὸν ὡς δῶρο, τότε μόνον θὰ μποροῦμε,
πλησιάζοντες καὶ κυκλοῦντες καθ\’ ἑκάστην τὸ θυσιαστήριόν του καὶ
προσεδρεύοντες εἰς αὐτό, νὰ προσενέγκωμεν ὁλόκληρο τὸ εἶναι μας, τὸν ἑαυτὸν μας
— νοῦν, ψυχὴν καὶ καρδίαν— θυσίαν ζῶσαν καὶ εὐάρεστον. Τὸ εἶναι μας μᾶς τὸ ἐχάρισε
Ἐκεῖνος· τὸ ὀφείλομεν εἰς Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος δὲν θὰ παύση νὰ εἶναι τὸ κέντρο καὶ
τὸ τέλος, ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας.
http://agiazoni.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου