Ἀρχιμανδρίτης
Δοσίθεος
Ἡγούμενος Ἱερᾶς Σταυροπηγιακῆς
Μονῆς Παναγίας Τατάρνης
Ὁ σύρων αὐτὲς τὶς πενιχρὲς
γραμμὲς ἔχει ἐπισκεφθῆ αὐτὸν τὸν ναὸ τῶν ναῶν ἀμέτρητες φορές. Ἴσως φθάνουν καὶ
τὶς ἑκατό. Ποτὲ δὲν «ἐνεπλήσθη», ποτὲ δὲν χόρτασε, ποτὲ δὲν ἔμαθε τὰ
μυστικά του. Ὅλο καὶ κάτι τοῦ ξέφευγε. Τί λέγω ὁ τάλας «κάτι»; Τὰ πλεῖστα.
Προσπαθοῦσε νὰ μένῃ ὅσο τὸ δυνατὸν μόνος γιὰ νὰ μπορῇ νὰ φεύγῃ ἀπὸ τὸ παρὸν
καὶ νὰ ἀνιχνεύῃ τὸ παρελθόν, ὀπισθοβατῶν γιὰ νὰ ἑρμηνεύσῃ τὸ γιατί εἶπε στὰ ἐγκαίνια
ὁ Ἰουστινιανός: «Νενίκηκά σε, Σολομών»! Πλὴν ὅμως τὸ «μόνος» ἦτο
πάντοτε ἀνέφικτον. Πάντα εἶναι γεμάτος ἀπὸ ὀρδὲς τουριστῶν. Γιαπωνέζοι μὲ
σορτσάκια, γαλλιδοῦλες ἡμίγυμνες, ἐγγλέζοι μὲ τὴν φωτογραφικὴ μηχανὴ κρεμασμένη
στὸ στῆθος. Ἕλληνες φωνακλάδες· —Γιῶργο ἀπὸ δῶ! —Μαρία ἀπὸ κεῖ! Πανσπερμία,
συνονθύλευμα, Βαβέλ. Εἰσέρχονται μπουλουκηδὸν βιαστικοί, βιαστικοὶ κοιτοῦν ἐδῶ
καὶ ἐκεῖ, βιαστικὰ φεύγουν, γιὰ λίγο καθαρὸν ἀέρα… Ἀνυποψίαστοι. Τουρίστες.
Τί ἁγία Σοφία, τί μπλὲ τζαμί, τί
κλειστή ἀγορά! Ὅλα τὸ ἴδιο. Καλύτερα ὅμως ἀπὸ ὅλα εἶναι τὰ βραδυνὰ σὲ χοροὺς ὀριεντάλ…
Οἱ προσκυνηταὶ ἐλάχιστοι. Εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ μπαίνοντας τὰ πόδια τους τρικλίζουν,
τὰ μάτια βουρκώνουν, ἡ καρδιὰ πάει νὰ σπάσῃ, τὸ δεξὶ χέρι σηκώνεται ἀνεπαίσθητα
γιὰ νὰ κάμῃ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ.
Αὐτός, ναί,
ξέρει. Γνωρίζει ὅτι δὲν μπαίνει σὲ μουσεῖο, ἀλλὰ σὲ χῶρο ἁγιασμένο, στὸν ναὸ τῆς
τοῦ Θεοῦ Σοφίας. Πληρώνει εἰσιτήριο, ἀλλὰ τὸ λησμονεῖ ἀμέσως. Ἔχει μάθει ὅτι ὁ
Ὀρθόδοξος δὲν τιμᾷ καὶ δὲν προσκυνεῖ μόνον τὶς ἱερὲς εἰκόνες ἢ τὰ ἅγια λείψανα,
ἀλλὰ καὶ κάθε πέτρα ὅπου κάποτε ἐτελεῖτο θεία Λειτουργία, εἴτε τώρα εἶναι τζαμὶ
εἴτε εἶναι μουσεῖο. «Βλέπει», αἰσθάνεται, σκέπτεται πράγματα ἄγνωστα στοὺς
πολλούς. Βλέπει ἀπ’ ἔξω ἕνα ὀγκῶδες κτίριο μὲ μόνο στόλισμα ἕνα σουβᾶ, ἕνα
κονίαμα βαμμένο μὲ νερομπογιά, ξεθωριασμένο. Εἰσέρχεται καὶ βλέπει σεμνὴ
μεγαλοπρέπεια. Φῶς ἱλαρό, κολῶνες πορφυρὲς καὶ πράσινες, κιονόκρανα περίτεχνα,
δαντέλα πραγματική. Ὅμως δὲν διερωτᾶται γιατί τόση διαφορὰ τοῦ «ἔξω» ἀπὸ
τὸ «μέσα». Γνωρίζει ὅτι ἡ λατρεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ δὲν γίνεται ὅπως τῶν
εἰδωλολατρῶν. Ἐκεῖνοι ἐλάτρευαν τοὺς θεούς των ἔξω ἀπὸ τοὺς ναούς. Οἱ Ὀρθόδοξοι
«ἔσωθεν», μέσα στὸν ναό. Νὰ γιατί ἡ τόση διαφορά. Εἰσερχόμενος ἀκροποδητὶ
διακρίνει ἤδη στὸν νάρθηκα δικούς του ἀνθρώπους γνωστοὺς ἀπὸ παλιά. Εἶναι ὁ ἅγιος
Κωνσταντῖνος, ὁ Ἰουστινιανός, ὁ Λέων ὁ Σοφός. Εἶναι οἱ ἐν Χριστῷ βασιλεῖς τῶν Ῥωμαίων.
Μὰ καὶ ὁ εἰσερχόμενος Ῥωμηὸς εἶναι, ἄρα συγγενής. Ὁμόπιστος, ὁμαίμων.
Κάθομαι σ’ ἕνα παγκάκι ἔξω ἀπ’ τὴν
Ἁγιὰ Σοφιά, στὸν ἀπέναντι κῆπο. Προσπαθῶ νὰ ὀνειρευθῶ ξύπνιος. Διώχνω τοὺς
τέσσερις μιναρέδες. Κατεβάζω τὴν ἡμισέληνο ἀπὸ τὸν τροῦλλο καὶ τοποθετῶ ἕνα
λαμπυρίζοντα Τίμιο Σταυρό. Σκέπτομαι πῶς χώρεσαν μέσα σ’ αὐτὸ τὸν ναὸ τὰ πάθη
καὶ οἱ καημοὶ τῆς πονεμένης Ῥωμιοσύνης, τῆς Ἐσταυρωμένης Ὀρθοδοξίας! Τόση ἱστορία,
τόσοι θρύλοι, τόσες παραδόσεις! Ἦλθαν στὸ νοῦ μου αὐτὲς οἱ ὑπέροχες ἐσωτερικὲς ὀρθομαρμαρώσεις
ποὺ ἔγιναν τραγούδι: «σὰν τὰ μάρμαρα τῆς Πόλης πού ’ναι στὴν Ἁγιὰ Σοφιά, ἔτσι
τάχεις ταιριασμένα μάτια, φρύδια καὶ μαλλιά». Οἱ ἐλπίδες; «Σώπασε, κυρὰ
Δέσποινα, καὶ μὴν πολυδακρύζεις, πάλι μὲ χρόνια μὲ καιρούς, πάλι δικά μας θά
’ναι». Τὰ μοιρολόγια; «Πουλί μ’ γιατί δὲν κελαηδεῖς, ὡς κελαηδοῦσες πρῶτα;».
Ἡ μισοτελειωμένη Λειτουργία, ὁ μαρμαρωμένος Βασιληᾶς; Ὄνειρα… Ὄνειρα… Ναί, μὰ
ἡ ῥωμιοσύνη ἔζησε γιατὶ ὀνειρευόταν. Ὅταν τὰ ὄνειρα σβήσουν θὰ χαθῆ κι αὐτή;
Τὸ λέει ὁ ἐθνικὸς τῆς Κύπρου ποιητής, ὁ Μιχαηλίδης: «Ἡ ῥωμιοσύνη ἐν’ νὰ χαθῇ
ὄντας ὁ κόσμος λείψει»…
—Ξύπνα, πάτερ, σὲ πῆρε ὁ ὕπνος!
Νύχτωσε, φεύγουμε!
Νύχτωσε… «Ὁ ἥλιος ἔγνω τὴν δύσιν αὐτοῦ». Φεύγουμε, μὰ ἡ καρδιά μας
ξεριζωμένη μένει πίσω. Πίσω στὴν Πόλι τῶν ὀνείρων μας, πίσω στὴν Ἁγιὰ Σοφιά, τὸ
μέγα μοναστῆρι…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου