Λόγος που εκφωνήθηκε στο τριετές μνημόσυνο του μακ.αρχιεπισκόπου
Χριστοδούλου (Ι.Ν. Αγίου Νικολάου Βόλου- 28/1/2011), από τον αρχιμανδρίτη
Χριστοφόρο Καρδατζή, ο οποίος διετέλεσε ιδιαίτερος γραμματέας του μακαριστού,
στη μητρόπολη Δημητριάδος
".............Λοιπόν πατέρα, ξέρω ότι με ακούς και θέλω καταρχήν να
σου εξομολογηθώ την τελευταία μου ανάμνηση από σένα, που είναι ο τρόμος των
χειλέων μου από το παγωμένο σου χέρι, στον ασπασμό του αποχαιρετισμού.
Άραγε ποτέ πριν δεν είχα
συνειδητοποιήσει αυτή την παγωνιά του
νεκρού σώματος ή μήπως ήλπιζα πως εσύ, τόσο ζεστός στην καρδιά μου, δεν θα με
τρόμαζες με τον χειμώνα των χεριών σου; Τρία χρόνια μετά, δεν μπορώ να απαντήσω
με ασφάλεια.
Κι’όμως ήταν αυτό το ίδιο χέρι που με έδειξε, ανάμεσα σε πολλούς, όταν με
διάλεξες –κατ’οικονομία Θεού- για να με
αναδείξεις σε ιερέα Του και παιδί σου.
Κοντά σου έζησα την οικογένεια που είχα
στερηθεί και πείσθηκα πως τα αντικρινά χαμόγελα, πολλές φορές, είναι
αληθινά.
Δεν ήταν εύκολες οι μέρες μαζί σου αλλά ήταν αληθινές, καρδιακές και μου
έδωσαν το δικαίωμα της ελπίδας, που έκτοτε δεν έχασα ποτέ.
Ήμουν πολύ μικρός και πολύ μόνος,
όταν μου είπες «Έλα».
Ο τρόπος σου μου επέτρεψε να παραμείνω μικρός αλλά να πάψω να είμαι
μόνος, με τον τρόπο που οι άνθρωποι σιγουρεύονται στην θαλπωρή μιας ζέουσας
καρδιάς που τους προετοιμάζει για τις ευλογίες του Ουρανού.
Όρισες, με την βιωτή και τον λόγο σου, την υπεροχή του Χριστού, της
Εκκλησίας Του και της Ελλάδας στην ζωή μου, τόσο απόλυτα που σφράγισες τον
μετέπειτα βηματισμό μου.
Όχι πως υπήρξα ο ιδανικός θεματοφύλακας των συγκεκριμένων αξιών αλλά
τις έθεσες τόσο στιβαρά εντός μου, που
κατάλαβα πως δεν έχω άλλη επιλογή από την προδοσία ή την υπεράσπισή τους. Η
αδιαφορία ή η ουδετερότητα δεν ήταν ποτέ στις προοπτικές.
Περνώντας τα χρόνια και ταξιδεύοντας τα χιλιόμετρα των δρόμων σου και της
κοινής μας ζωής, πείστηκα πως και η προδοσία δεν ήταν στις προοπτικές….
Όταν έκλεισες τα μάτια, ξανακοίταξα τις από σένα παρακαταθήκες και τις βρήκα, μέσα μου, στέρεες και λαμπερές
από τις ανατολές των βλεμμάτων σου, που τόσο καλά γνώριζα.
Σ’ευχαριστώ πατέρα……….
Μετά την κοίμησή σου, άρχισα να μαζεύω, όπως οι οικείοι τα προσωπικά
αντικείμενα του πεφιλημένου, εκφράσεις, κουβέντες, στιγμές που, όταν ζούσες, μέσα στην ασφάλεια των
κοινών μας ημερών, ήταν δεδομένα. Τα ξεσκόνισα από τη σκόνη των γεγονότων, τα
απομάκρυνα από ευκαιριακούς
επαίνους και χειροκροτήματα, τα γυάλισα από το θάμπος της απουσίας σου και
τα ένιωσα φυλαχτά.
Όσα με δίδαξες, απέβησαν τα εφόδιά μου.
Όσα μου έμαθες, ορίστηκαν ως τα προσόντα μου.
Όσα, εξαιτίας σου, αγάπησα, έγιναν η ανθρωπιά μου.
Τώρα, με σένα παρά τω Θεώ (όπως εύχομαι, παρακαλώ και ελπίζω), έχω πάλι
το καλύτερο μέσον στον Ισχυρό που μηδένισε τους χρόνους και τους τρόπους του
ανθρωπίνως εφικτού και ανασκεύασε το χωμάτινο ανέφικτο σε, κατά χάρη, θεϊκή
προοπτική.
Μιλούν πολλοί και γράφουν για
σένα, με τον τρόπο των ζώντων προς δικαιωθέντες κεκοιμημένους. Δεν έχω τα
προσόντα να εκθειάσω την προσωπικότητά σου.
Μόνο ότι δεν σε ξέχασα μπορώ να σου πω, με τον τρόπο που δεν λησμονεί το
παιδί τον γονιό του, με τα λόγια που σου λέω και στα ενύπνιά μου, όπου τόσο
συχνά έρχεσαι.
Παρακαλώ τον Κύριο να συνεχίσεις νάρχεσαι στον ύπνο μου, εκεί κατά το
ξημέρωμα και γω να μπερδεύομαι γλυκά και να νομίζω πως πέρασε η ώρα και πρέπει
να ξυπνήσω να σε διακονήσω, οδηγώντας για ένα ταξίδι, ετοιμάζοντας σου τα άμφια
για άλλη μία θεία λειτουργία ή για να κρατήσω
τα ραντεβού σου στο γραφείο.
Τα ξαναζώ όλα πατέρα, με την αφοσίωση που εσύ ήξερες πως σου είχα και με
την αγάπη που μπορεί να μην έγινε όσο της άξιζε ρητή αλλά παραμένει ανάμεσά
μας, ως καταλύτης της τωρινής απόστασης και ως ομολογία υιού προς πατέρα.
Για πρώτη φορά σου μιλώ στον ενικό. Σε σένα που μου δίδαξες το πρωτόκολλο
και τις συμπεριφορές…..
Παράξενο δεν είναι;
Όχι, μου γνέφεις… Δεν είναι παράξενο. Είναι φυσιολογικό. Πέρασαν οι
εποχές των ανθρώπων. Είναι ο καιρός του Θεού… Δεν υπάρχουν τώρα πια, πρωτόκολλα
και συμβατικότητες.
Υπάρχει μόνο η Αγάπη με το Αλφα κεφαλαίο και αυτή, ως μοναδική, είναι
ενικού αριθμού.
Είμαστε πολλοί εμείς που αγκαλιαστήκαμε μπροστά στο σκήνωμά σου και
κλάψαμε, λες, για να δεις όχι πόσο σε αγαπήσαμε αλλά πόσο εμείς αγαπηθήκαμε, κάτω από το βλέμμα
σου.
Τρία χρόνια μετά, δεν αγαπιόμαστε λιγώτερο….Σου το λέω γιατί θα σου
αρέσει.
Τρία χρόνια μετά, η έλλειψή σου δεν λιγόστεψε. Σου το λέω για να
συνεχίσεις νάρχεσαι στον ύπνο μας.
Τρία χρόνια μετά μιλάμε για σένα, όπως τότε….και εμείς και όλη η Ελλάδα.
Τρία χρόνια μετά, αχρηστεύουμε το
χρόνο και σε νιώθουμε παρόντα, ασπαζόμαστε την δεξιά σου και το χέρι είναι
ζεστό πια….
Κάνει ζέστη εκεί στα αιώνια μοναστήρια, είναι τα δάκρυά μας των χιλίων τόσων ημερών ή απλά
είναι η αγάπη που ξεστομίσαμε φωναχτά και έφερε συμβατές θερμοκρασίες στο χέρι
που μας τρόμαξε παγωμένο;
Πατέρα ευχαριστούμε γι' αυτό που έγινες για μας.
Πατέρα σ’ευχαριστώ.
Κυρίως όμως ευχαριστούμε εσένα
Κύριε, γιαυτόν που μας χάρισες και Σοι προσπίπτομεν και Σου δεόμεθα υπέρ της
αιωνίου αναπαύσεως του πατρός ημών Χριστοδούλου Αρχιερέως, εκεί όπου επισκοπεί το Φως του προσώπου Σου, το
Φως που τόσο αγάπησε."
Παλιά και λατρεμένα (3) | τί και πώς (anazhthseis-elena.blogspot.com)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου