Μια μέρα πέρασαν από την καλύβα του
οσίου και Μεγάλου Παϊσίου (4ος αι. μ.Χ) τρεις άνδρες κουρελήδες.
Φαίνονταν αξιοθρήνητοι και καταφρονεμένοι.
-Περάστε, τους είπε. Ελάτε να
μοιραστούμε τα λίγα παξιμάδια και βρεγμένα κουκιά που έχω. Ελάτε, να πλύνω τα
πόδια σας με δροσερό νερό για να ξεκουραστούν λίγο.
Ο όσιος και μεγάλος αυτός πατέρας της
Εκκλησίας μας έφερε αμέσως νερό και άρχισε να πλένει τα πόδια των επισκεπτών
του λέγοντας συγχρόνως λόγια πνευματικής οικοδομής προς αυτούς. Ξαφνικά όμως
τα’χασε. Ο τρίτος άνθρωπος, του οποίου εκείνη τη στιγμή έπλενε τα πόδια, έσκυψε
τον αγκάλιασε στοργικά και τον φίλησε! Με φανερή την απορία, σήκωσε το κεφάλι του
ο όσιος και είδε! Τι είδε; Είδε τον Σωτήρα, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό σ’ όλη
Του τη Δόξα, σ’ όλη Του τη θεϊκή μεγαλοπρέπεια. Τα ’χασε ο άγιος. Παρέμεινε
εκστατικός, άφωνος… Και ο Κύριος του είπε:
-Ειρήνη σοι, εκλεκτέ μου δούλε Παΐσιε.
Κι έγινε άφαντος!
Τα
πάντα πλημμύρισαν από φώς, από ειρήνη και από θεία ευωδία. Μόλις ο άγιος
κατάλαβε τι είχε γίνει, η καρδιά του «άρπαξε» φωτιά. Και ξέροντας πλέον Τίνος
είχε πλύνει τα πόδια, επήρε την πήλινη λεκάνη και ήπιε το νερό για να λάβει
Χάρι και αγιασμό. Και αυτό το νερό του αφαίρεσε τη δίψα μια για πάντα και όπως
μας διασώζει ο βιογράφος του από τότε επί 70 ολόκληρα χρόνια «ετρέφετο» ο όσιος
μόνο με τη Θεία Κοινωνία.
Από το βιβλίο «Γνώσις και βίωμα της
ορθοδόξου πίστεως» του π.Στεφ. Αναγνωστόπουλου
1 σχόλιο:
Αγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών
την ευχή του να έχουμε.
Δημοσίευση σχολίου