Σε τον αναβαλλόμενων το φως ώσπερ ιμάτιον καθελών Ιωσήφ από του ξύλου συν Νικοδήμω και θεωρήσας νεκρόν, ευσυμπάθητον θρήνον αναλαβών, οδυρόμενος έλεγεν. Οίμοι, γλυκύτατε Ιησού! ον προ μικρού ο ήλιος εν σταυρώ κρεμάμενον θεασάμενος ζόφον περιεβάλλετο, και η γη τω φόβω εκυμαίνετο, και διερρήγνυτο ναού το καταπέτασμα. Αλλ’ ιδού νυν βλέπω σε δι’ εμέ εκουσίως υπελθόντα θάνατον. Πως σε κηδεύσω, Θεέ μου; ή πως συνδόσιν ειλήσω; ποίαις χερσί δε προψαύσω το σον ακήρατον σώμα; η ποία άσματα μέλψω τη ση εξόδω, Οικτίρμον; Μεγαλύνω τα πάθη σου, υμνολογώ και την ταφήν σου συν τη Αναστάσει, κραυγάζων. Κύριε, δόξα σοι.
Ο
ευσχήμων Ιωσήφ από του ξύλου καθελών
το
άχραντόν σου Σώμα, σινδόνι καθαρά ειλήσας
και
αρώμασιν, εν μνήματι καινώ κηδεύσας απέθετο.
Ταις
μυροφόροις γυναιξί παρά το μνήμα επιστάς
ο
άγγελος εβόα. Τα μύρα τοις θνητοίς υπάρχει αρμόδια.
Χριστός
δε διαφθοράς εδείχθη αλλότριος.
Ότε
κατήλθες προς τον θάνατον, η ζωή η αθάνατος,
τότε
τον Άδην ενέκρωσας τη αστραπή της θεότητος.
Ότε
δε και τους τεθνεώτας εκ των καταχθονίων ανέστησας,
πάσαι
οι Δυνάμεις των επουρανίων εκράυγαζον. Ζωοδότα
Χριστέ
ο Θεός ημών, δόξα σοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου