Λογικών Προβάτων του Χριστού
του
Πρωτοπρεσβυτέρου
Ευαγγέλου Κ. Πριγκιπάκη,
Δρος Θ. & Δρος Φ.
Καθηγητού του
Πρότυπου Γυμνασίου Πατρών
1. Περί τα
τέλη του δεύτερου εικοσαημέρου του Αυγούστου, συμπληρώθηκαν τέσσερα χρόνια από
τη μακάρια κοίμηση του οσίας βιωτής αοιδίμου πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου
Μπιτσάκου, εφημερίου για σαράντα και πλέον έτη, αρχικά της ορεινής αχαϊκής
Αργυράς (1976-2005) και κατόπιν του ναϊδρίου της
Αγίας Ευφροσύνης του Ασύλου Ανιάτων (2006-2017) της πόλεώς μας. Ο μακαριστός π.
Γεώργιος, που αναχώρησε πλήρης ημερών και θείας χάριτος, μετατιθέμενος από τον
μάταιο τούτο κόσμο στην «ποθεινήν πατρίδα» το Σάββατο 18 Αυγούστου 2018,
αναδείχθηκε με το αθόρυβο και κρυφό, αλλά πλήρες θεραπευτικής εν Χριστώ αγάπης
και αγιαστικής χάριτος ποιμαντικό του έργο, ένας επιπλέον πολύτιμος κρίκος στη
μακρά χρυσή αλυσίδα του «τιμίου
πρεσβυτερίου» της Αποστολικής Εκκλησίας των Πατρών, ο οποίος με το
ακραιφνές και γνήσιο ιερατικό ήθος που λιτάνευε, αλλά και την αγία βιωτή που
ασκητικώς και εμπόνως διήγε, απέβη υπόδειγμα ορθοδόξου κληρικού, που κόσμησε
μεγαλοπρεπώς και συμπληρωματικώς το μεγάλο αχαϊκό ιερατικό συναξάρι. Παρόλο που
προσήλθε στις τάξεις του ιερού κλήρου σε σχετικά μεγάλη ηλικία, ο αλήστου
μνήμης π. Γεώργιος κατέλειπε φήμη εναρέτου ιερέως και αγίου ανδρός, καθώς
υπήρξε ευλαβέστατος ως κληρικός, αφοσιωμένος ως ποιμένας, κατανυκτικός ως λειτουργός
και διακριτικός ως πνευματικός, αλλά και απέβη, με το πολυσχιδές και εν πολλοίς
αφανές ποιμαντικό του έργο, γνήσιος εργάτης του Ευαγγελίου του Χριστού, καθώς
και ακάματος διάκονος και ποιμήν αγαθός του λογικού ποιμνίου που του
εμπιστεύθηκε η Εκκλησία. Έτσι, όπως παρατηρείται προσφυώς, ο π. Γεώργιος υπήρξε
ο «μικρὸς τὸ δέμας, ἀλλὰ γίγας τῇ ψυχῇ καὶ
τῷ πνεύματι», ο «κατὰ κόσμον, ἄσημος
καὶ ὀλιγογράμματος, κατὰ Θεόν, ὅμως ἐπίσημος καὶ εὐρυμαθής», ο οποίος «διὰ τῆς καρδιακῆς αὐτοῦ προσευχῆς»,
απέβη «ἀρωγὸς καὶ βοηθὸς ‘τῶν ἐν θλίψεσι
καὶ πόνοις καὶ περιστάσεσιν ὄντων’!», ώστε «διὰ τῆς ἁπλοϊκῆς ἀλλ' ἐγκαρδίου προσευχῆς του ἠξιώθη πολλῶν θαυμασίων
Θείων ἐνεργειῶν καὶ ὀπτασιῶν», καθιστάμενος άριστο παράδειγμα ποιμαντικής
αυτογνωσίας για εμάς τους νεωτέρους κληρικούς, αλλά και υπόδειγμα ενάρετου εν
Χριστώ βίου για τον ευσεβή λαό του Θεού.
2. Ο μακαριστός π. Γεώργιος γεννήθηκε το έτος
1928 στην Αργυρά Αχαΐας, όπου και διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα, αλλά και
γαλουχήθηκε από την οικογένειά του και το εκεί ενοριακό περιβάλλον με τα νάματα
της Ορθοδόξου πίστεως και ζωής, ώστε να καλλιεργήσει σταδιακά την κλίση του προς
την ιερωσύνη. Έτσι, και επειδή από τα νεανικά του χρόνια φλεγόταν από τον πόθο
και ενδυνάμωνε στην καρδιά του δια της προσευχής και του πνευματικού του αγώνα
τη βαθιά επιθυμία να αξιωθεί, αν θα το επέτρεπε ο Θεός, να διακονήσει το άγιο Θυσιαστήριο,
επιδίωξε κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες να καταρτιστεί, σπουδάζοντας σε ηλικία
σαράντα πέντε και πλέον ετών στο μετέπειτα Μέσο Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο των
Αθηνών, πλησίον της Μονής Πετράκη, για τέσσερα χρόνια τα Ιερά Γράμματα, προκειμένου
να προετοιμαστεί επαρκέστερα για το επίμοχθο, αλλά υψηλό ιερατικό στάδιο της
ζωής του. Ήταν μάλιστα τόσο δύσκολες οι συνθήκες κατά τη διάρκεια της ιεροσπουδαστικής
του ζωής, εφόσον είχε ήδη δημιουργήσει οικογένεια, ενώ αρκεί επίσης να αναλογιστεί κανείς μόνο,
όπως ανέφερε συχνά ο ίδιος, ότι τα Σαββατοκύριακα που επισκεπτόταν τους
οικείους του στην Αργυρά, ήταν αναγκασμένος, φέροντας στον ώμο το ξύλινο βαλιτσάκι
με τα πράγματά του, να διανύσει πεζός τη μακρά και δύσβατη ακόμη τότε διαδρομή
από το Ρίο μέχρι την Αργυρά υπό βροχή, χιόνι ή και καύσωνα, για να προσεγγίσει
τη συγκοινωνία από και προς την Αθήνα.
Μετά την ολοκλήρωση της φοίτησής του στο Δημοτικό Σχολείο της Αργυράς
και τη σύντομη, λόγω του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και της Γερμανικής
Κατοχής, επίσκεψή του σε Γυμνάσιο των Πατρών, αφοσιώθηκε στις αγροτικές
εργασίες, ενώ μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων και σε ηλικία
τριάντα ετών περίπου, διορίστηκε γραμματέας στην κοινότητα Αργυράς, θέση στην
οποία παρέμεινε μέχρι και την οικειοθελή του παραίτησή το 1971 ή 1972 περίπου, για
να προετοιμαστεί για την είσοδό του στον κλήρο με τις ιερατικές του σπουδές στην
Αθήνα, φροντίζοντας παράλληλα, με την εκλεκτή του σύζυγο να πρωτοστατεί, την
κτηματική περιουσία που κατείχαν από τους προγόνους τους για τον βιοπορισμό της
οικογένειάς τους. Επειδή μάλιστα ο Θεός φαίνεται
ότι τον προόριζε προβλεπτικώς για την ιερωσύνη, του χάρισε ως πλέον κατάλληλο
πρόσωπο για σύζυγο τη μακαριστή πλέον Γεωργία, το γένος Κυριαζοπούλου, μια
ενάρετη και ευλογημένη γυναίκα, η οποία με την πίστη, την υπομονή και την
καρτερία της, όχι μόνο συγκατατέθηκε αργότερα στην επιθυμία του να εισέλθει
στις τάξεις του ιερού κλήρου, αλλά και απέβη με την αρωγή και την άοκνη
συμπαράστασή της, «ὁμόζυγος» αληθινή,
«ἀλείπτις» άριστη, βακτηρία πολύτιμη,
παρηγορία βαθιά και επιστηριγμός μεγάλος στην άρση και την περιφορά του μεγάλου
σταυρού του μαρτυρίου της ιερωσύνης από τον σύζυγό της. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα της βαθιάς πίστεως, της υπομονής και της καρτερίας στις θλίψεις,
αλλά και στις δoκιμασίες
του ζεύγους, αποτέλεσε το γεγονός της φυσικής τους αδυναμίας αποκτήσεως άλλου
τέκνου εκτός από την μονάκριβη κόρη τους Ανδριάνα, κάτι για το οποίο δέχθηκαν
πολλές φορές τα κύματα των παθών και τα έκγονα της πνευματικής ασθένειας του φθονερού
ελέγχου και των λοιδοριών ομάδας χριστιανών, οι οποίοι, ωστόσο, δεν γνώριζαν ή
παρέβλεπαν ότι ο μετέπειτα π. Γεώργιος και η σύζυγός του επιθυμούσαν διακαώς να
αποκτήσουν και άλλα τέκνα. Τα κύματα αυτά των θλίψεων και των ποικίλων πειρασμών
προσέβαλαν περισσότερο τη μελλοντική πρεσβυτέρα Γεωργία, η οποία γινόταν πολύ
συχνά αποδέκτης απρεπών συμπεριφορών συγχωριανών, κυρίως γυναικών, από τις
οποίες έλειπε η αγία διάκριση και κυρίως η αγάπη του Χριστού. Και αυτό διότι,
όπως ανέφερε ο π. Γεώργιος, όλοι σχεδόν γνώριζαν ότι δεν μπορούσαν να
αποκτήσουν άλλο τέκνο, δεδομένου ότι ο Θεός είχε αποφασίσει δια πρεσβειών του
αγίου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, του οποίου μάλιστα δέχθηκε σχετική αποκαλυπτική
οπτασία ο γέροντας, να τους χαρίσει μόνο ένα παιδί, μια θυγατέρα, το οποίο,
μάλιστα, υπήρξε καρπός θερμής προσευχής και πολλών δακρύων, γι’ αυτό και έλαβε το όνομα του
προστάτου τους Πρωτοκλήτου των Αποστόλων και εφόρου της γης της Αχαΐας αγ.
Ανδρέου. Παρά ταύτα, όμως, η φυσική τους αυτή αδυναμία, αποτέλεσε αφορμή για να
ελεγχθούν σκληρά με τη σύζυγο και μετέπειτα πρεσβυτέρα του, αλλά και να κληθούν
να απολογηθούν επανειλημμένα σε ανθρώπους που τους εγκαλούσαν απρεπώς, χωρίς,
ωστόσο, εκείνοι να ανταποδίδουν, αλλά να αντιμετωπίζουν την πειρασμική αυτή
στάση με υπομονή, εγκαρτέρηση, πραότητα και συγχωρητικότητα, ομολογώντας με
θάρρος και ευθύτητα την αλήθεια για τη φυσική τους αδυναμία.
3. Είναι αξιοσημείωτο, επίσης, ότι ο μετέπειτα
π. Γεώργιος, παρόλο που δεν χειροτονήθηκε στη νεανική του ηλικία ιερεύς, αλλά
στα πενήντα του χρόνια, έζησε και πριν αλλά και μετά τον γάμο του υποδειγματικά
ως ορθόδοξος χριστιανός, με βαθιά πίστη, πολλή προσοχή στα πνευματικά ζητήματα και
σωφροσύνη, έχοντας οδηγό την Αγία Γραφή, την οποία μελετούσε διαρκώς
προετοιμαζόμενος για το ιερατικό στάδιο του βίου του, προσπαθώντας να τηρεί απαρεγκλήτως
το θέλημα του Θεού όχι μόνο στη ζωή και το οικογενειακό του περιβάλλον, αλλά
και στην εργασία του ως γραμματέας της κοινότητας του χωριού του, αντιτιθέμενος
με σθένος σε οποιαδήποτε απόφαση ή πράξη προσέκρουε στον λόγο του Θεού ή τους
νόμους του κράτους. Το γεγονός ότι διήγε χριστιανικό βίο, ωστόσο, δεν του
στέρησε τη δυνατότητα να συμμετέχει ευσχημόνως στις εορτές και τις πανηγύρεις
του χωριού του, καθώς ήταν καλλίφωνος και του άρεσε να τραγουδά τα παραδοσιακά
δημοτικά τραγούδια κυρίως για να ψυχαγωγεί τους συνδαιτυμόνες του. Θα πρέπει να
επισημανθεί επιπλέον, ότι κατά το διάστημα της θητείας του ως κοινοτικός
γραμματέας, διακρίθηκε για την εντιμότητα, την ευθυκρισία, την ευσυνειδησία, το
αίσθημα της δικαιοσύνης και την προσπάθεια επικράτησης της νομιμότητας στη
διαχείριση των κοινοτικών θεμάτων, γι’ αυτό και αναγκαζόταν αρκετές φορές να
αντιταχθεί σε απόπειρες αδικιών και μη χρηστής διεκπεραιώσεως ζητημάτων που
αφορούσαν στη διοίκηση της κοινότητας, αποκαλύπτοντας και επιβεβαιώνοντας την
ακεραιότητα του χαρακτήρα και το ανεπίληπτο του ήθους του, μια στάση που θα
τηρούσε απολύτως και κατά το ιερατικό στάδιο της ζωής του, η οποία βέβαια θα
είχε το ανάλογο κόστος, καθώς ουδέποτε προσπάθησε να γίνει αρεστός στους
ανθρώπους, αλλά να τους συνδράμει να αποβάλουν το σαρκικό φρόνημα του κόσμου για
να αρέσουν στον Θεό με τον βίο και την πολιτεία τους, γνωρίζοντας καλώς, ότι «οἱ … ἐν σαρκὶ ὄντες Θεῷ ἀρέσαι οὐ δύνανται»
[Ρωμ. 8,8].
4.
Βαδίζοντας μια τέτοια πνευματική πορεία, αλλά και γνωρίζοντας ότι η ιερωσύνη
δεν είναι ένα κοσμικό αξίωμα που νοηματοδοτεί κοινωνικά τον άνθρωπο και τον
οδηγεί σε μια σταδιοδρομία επαγγελματικής καταξιώσεως με στόχο την εγωκεντρική
αλληλεγγύη και την ατομοκεντρική κοινωνική προσφορά, αποσκοπώντας κυρίως στην
αυτοπροβολή και στον προσωπικό του έπαινο, αλλά συνιστά επίπονο και πλήρες
θλίψεων έργο Θεού που δίδεται κατά παραχώρηση δική Του για τη διακονία της εν
Χριστώ σωτηρίας του ανθρώπου, ο π. Γεώργιος, δέχθηκε το έτος 1976 την κλήση της
Εκκλησίας δια του τότε διορατικού, σοφού, ευγενούς και διακριτικού μητροπολίτου
Πατρών Νικοδήμου και εισήλθε στις τάξεις του ιερού κλήρου. Η χειροτονία του εις
διάκονο έλαβε χώρα την Κυριακή 7 Μαρτίου και εις πρεσβύτερο την αμέσως επόμενη
Κυριακή 14 Μαρτίου 1976. Διαβλέποντας μάλιστα τα χαρίσματα, αλλά και εκτιμώντας
την πνευματική ωριμότητα, το ορθόδοξο ήθος, την ακεραιότητα, τη θέρμη της
πίστης, αλλά και την πείρα του, ο τότε σεπτός και αοίδιμος πλέον ιεράρχης των
Πατρών, του ανέθεσε δια χειροθεσίας στις 23 Μαρτίου 1983 το βαρύ έργο της
καθοδηγήσεως του λογικού ποιμνίου του Χριστού με τη διακονία του λειτουργήματος
της πνευματικής πατρότητος, το οποίο έμελε να αποβεί πηγή πολλών πνευματικών
δωρεών για τα υπάκουα από τα πολυπληθή πνευματικά του τέκνα.
Έτσι, ο π. Γεώργιος ως ορθόδοξος κληρικός και ακριβής ακόλουθος της
παραδόσεως των αγίων Πατέρων, επικέντρωσε την ποιμαντική του μέριμνα στο κατ’
εξοχήν έργο του ιερέως που είναι η ορθή και κατανυκτική τέλεση της θείας
λατρείας, η οποία καθίσταται πηγή αγιασμού και εν Χριστώ παιδαγωγίας για τον άνθρωπο,
καθώς έχει ως σκοπό να μεταμορφώσει πνευματικά όσους από τους χριστιανούς
συμμετέχουν ταπεινώς και αξίως στην επιτέλεση των ιερών μυστηρίων και
ακολουθιών, με προεξάρχουσα τη θεία Ευχαριστία. Αναλαμβάνοντας, λοιπόν, τα
εφημεριακά του καθήκοντα στην Αργυρά, έθεσε ως πρωταρχικό του μέλημα τον
ευπρεπισμό των Ναών της μικρής του ενορίας, μεριμνώντας για την ανακαίνιση και
τον λιτό, αλλά αναγκαίο, εξοπλισμό του κεντρικού Ναού και των Παρεκκλησίων με
σκοπό να τελούνται σε κατάλληλους χώρους λατρείας και απρόσκοπτα τα ιερά
μυστήρια. Για την εκπλήρωση του σκοπού αυτού έδειξε επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον
για την επάνδρωση του ιερού αναλογίου με κατάλληλα πρόσωπα, προκειμένου να επιτυγχάνεται η ορθή τέλεση των ιερών
ακολουθιών με τη συνδρομή καλλίφωνων ιεροψαλτών με ορθόδοξο ήθος, καταρτισμένων
στο εκκλησιαστικό τυπικό και τη μουσική (θεωρία και μέλος), κάτι που
καλλιέργησε στο πλαίσιο της συστηματικής κατήχησης των νέων, αγοριών και
κοριτσιών, με σκοπό να εξακολουθήσει να τελείται η θεία λατρεία στην Αργυρά με
την παρουσία και την ενεργό συμμετοχή πιστών και στο μέλλον.
5. Με πολύ μόχθο και διαρκή αγώνα, δηλαδή, ο π. Γεώργιος κατάφερε να
ανακαινίσει και να συντηρήσει με τη συνδρομή των ενοριτών του όλους τους Ναούς
της Αργυράς, δηλαδή τον Απ. Ανδρέα, τον Άγ. Νικόλαο, τον Άγ. Δημήτριο, τον
Προφ. Ηλία και την Αγ. Σκέπη, αλλά και να ανοικοδομήσει έναν νέο, τον Άγ.
Γεώργιο, όπου θα τελούνταν η θεία
Ευχαριστία και τα λοιπά μυστήρια, συνδεδεμένα αδιάρρηκτα και συνδυασμένα
αδιάσπαστα με την ανελλιπή επιτέλεση επίσης του μυστηρίου της ιεράς
Εξομολογήσεως, ώστε να συνδράμουν αποτελεσματικά στην εν Χριστώ πνευματική
ανακαίνιση του ανθρώπου. Αναφορικά με την τέλεση της θείας Λειτουργίας, ο π.
Γεώργιος προσερχόταν στον Ναό πολύ νωρίς το πρωί, στην Αργυρά συνήθως από τις 3.00΄,
συνοδευόμενος από την πρεσβυτέρα του η οποία εκτελούσε συνήθως και πάντοτε
αφιλοκερδώς χρέη νεωκόρου, ενώ στην Αγία Ευφροσύνη του Ασύλου πολλές φορές από
τις 3.00 ή και τις 4.00΄, προκειμένου να προετοιμαστεί πνευματικά και να
ξεκινήσει από νωρίς την «Πρόθεση», αφού συνήθιζε να μνημονεύει πλήθος ονομάτων,
τα οποία είχε καταχωρήσει σε ειδικά για τον σκοπό αυτό βιβλία, όπου μάλιστα
κατέγραφε και τα αιτήματα των πασχόντων ιδίως ανθρώπων. Γι’ αυτό και όταν του
έδινε κάποιος πιστός δελτίο με τα ονόματα της οικογένειάς του, το κρατούσε για
πάντα και το μνημόνευε στην αγία Πρόθεση ανελλιπώς. Η
προσέλευσή του επίσης πολύ νωρίς το πρωί στο Ναό είχε ως σκοπό να παραλαμβάνει
ο ίδιος προσωπικώς τα πρόσφορα, καθώς θεωρούσε ιδιαίτερη ευλογία να παραδίδονται
οι προσφορές των πιστών στα χέρια του ιερέως.
Η
τέλεση της θείας Λειτουργίας για τον π. Γεώργιο ήταν αυτή καθεαυτή ένα μέγα
μυστήριο, μέσω του οποίου οι ενσυνειδήτως συμμετέχοντες πιστοί μεταρσιώνονταν
πνευματικά, αισθανόμενοι στην πράξη εκείνο του υμνωδού, ότι «ἐν τῷ Ναῷ ἑστῶτες τῆς δόξης Σου ἐν Οὐρανῷ
ἑστᾶναι νομίζομεν». Και αυτό
διότι ο αοίδιμος γέροντας υπήρξε ιεροπρεπής και γαλήνιος ως λειτουργός, επιζητώντας
διαρκώς την τάξη, τη σιωπή και την ησυχία στο ιερό Βήμα και τον κυρίως Ναό, ενώ
κατά την επιτέλεση της αναιμάκτου Θυσίας διεπνέετο από συστολή και θείο φόβο, συγκεντρωμένος
απόλυτα και ευχόμενος, ευρισκόμενος συνήθως σε βαθιά κατάνυξη και συνεπαρμένος
πνευματικά από τα τελούμενα, ενώ διεκρίνετο για τη λιτότητα και την καθαρότητα
των εκφωνήσεών του, αλλά και για τη διαρκή προσευχητική του εγρήγορση,
προσφέροντας αξίως τα Τίμια Δώρα «ὑπὲρ τῶν»
δικών του «ἁμαρτημάτων καὶ τῶν
τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων», συνηθίζοντας να επιστέφει τη θεία Μυσταγωγία με
τη διδασκαλία του λόγου του Θεού με τρόπο απλό, εύληπτο και κατανοητό, με
χριστολογικό χαρακτήρα, αντιαιρετικό περιεχόμενο και μαχητικό φρόνημα,
στηλιτεύοντας ενίοτε τις πάσης φύσεως ηθικές εκτροπές, αλλά και απευθύνοντας διαρκή
πρόσκληση προς το εκκλησιαστικό πλήρωμα για μετάνοια και επιστροφή στον δρόμο
που επιτάσσει το θέλημα του Θεού.
Επειδή γνώριζε, επίσης, ότι η αγρυπνία, συνδυασμένη με τη θεία λατρεία,
προσφέρει μεγάλη πνευματική ωφέλεια στην προκοπή των πιστών, τελούσε πολύ συχνά
νυκτερινές θείες Λειτουργίες («Μικρές Αγρυπνίες») σε όλους τους Ναούς της
Αργυράς, στις οποίες συμμετείχαν δεκάδες φιλακόλουθοι πιστοί από την πόλη αλλά
και την ευρύτερη περιοχή των Πατρών. Στους συμμετέχοντες αγρυπνούντες πιστούς
μάλιστα, συνήθιζε, προκειμένου να τους επιβραβεύει και να τους ενθαρρύνει, να
προσφέρει ως ευλογία, μετά το πέρας των παννυχίδων, σάκους με κεράσια από τα
κτήματά του, τα πρόσφορα που δεν είχαν χρησιμοποιηθεί για το αντίδωρο, αφού
όμως τους αφαιρούσε το λεγόμενο «ύψωμα», αλλά και φιάλες από το εκλεκτό κρασί
που ο ίδιος παρασκεύαζε από το μικρό αμπέλι που διατηρούσε και φρόντιζε, δείγμα
απτό της αρχοντικής του αγάπης και της σπάνιας ομορφιάς του εσωτερικού του
κόσμου.
6. Απαραίτητη προϋπόθεση για την υγιή και ωφέλιμη συμμετοχή στη θεία
Ευχαριστία, ο π. Γεώργιος θεωρούσε τη συχνή συμμετοχή στο μυστήριο της
Μετανοίας με τακτική καθαρή εξομολόγηση και σκοπό την απαλλαγή των πιστών από
τα ποικίλα πάθη με την τήρηση των θείων εντολών και την απόκτηση των αγίων αρετών.
Ως εξομολόγος ό π. Γεώργιος ήταν ακριβής τηρητής των Ιερών Κανόνων και
παράλληλα συμπονετικός στην ανθρώπινη αδυναμία, χωρίς όμως να παρασύρεται σε
πνευματικές εκπτώσεις, καθώς παρέμενε αμετακίνητος από τα όρια που έθεσαν οι
άγιοι Πατέρες και αποθησυρίστηκαν στην εκκλησιαστική μας παράδοση, γνωρίζοντας
καλώς ότι επιτελεί έργο Θεού και όχι δικό του για να ορίζει εκείνος τον κανόνα
της ζωής των πνευματικών του τέκνων με βάση τα προσωπικά του κριτήρια. Για τον
λόγο αυτό και αναγκαζόταν αρκετές φορές να
ορθώσει το ανάστημά του και να υψώσει προφητικώς ως γνήσιος ποιμένας τη φωνή
του σε περιπτώσεις που καταπατούνταν και περιφρονούνταν το θέλημα του Θεού στην
ενορία του, ώστε να δυσαρεστήσει κάποιους από τους ενορίτες και χωριανούς του,
με συνέπεια να αντιμετωπίσει την περιφρόνηση ή και την απόρριψή τους, ώστε να
επιβεβαιωθεί και στη δική του ιερατική διακονία το ευαγγελικό ρητό, ότι «οὐκ ἔστι προφήτης ἄτιμος εἰ μὴ ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ
καὶ ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ» [Ματθ. 13,57]. Εκείνος όμως ως καλός και στοργικός
πατέρας κατανοούσε, συγχωρούσε και ευλογούσε τους πάντες, υπομένοντας αγόγγυστα
τις πικρίες των κατά πνεύμα τέκνων του, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι στον ιερέα
επιτρέπεται να συγκατατίθεται μόνο σε ότι ευθυγραμμίζεται με το θέλημα του Θεού
και ωφελεί κάθε αγωνιζόμενη ψυχή πνευματικά και σε καμία περίπτωση ό,τι
ικανοποιεί την κάθε ανθρώπινη επιθυμία, ώστε να «ευλογεί» νομιμοποιώντας και ιεροποιώντας την αμαρτία σε κάθε της
μορφή και έκφανση για να ευχαριστήσει πρόσκαιρα τους ανθρώπους και,
επιδεικνύοντας «συγκατάβαση» και
ανεπίγνωστη «αγάπη», να είναι «αρεστός» στους ράθυμους πνευματικά και
με κοσμικό φρόνημα χριστιανούς εις βάρος της αλήθειας του Ευαγγελίου του
Χριστού, ακολουθώντας επακριβώς το αποστολικό ρητό, ότι «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις» [Πράξ. 5,29].
Ο π. Γεώργιος είχε συνειδητοποιήσει ότι η διακονία του ως ιερέως του
Εσταυρωμένου Κυρίου θα ήταν κατά το παράδειγμά Του μόνον κοπιώδης, θυσιαστική
και πλήρης θλίψεων ανάβαση στον φρικτό Γολγοθά του καρδιακού πόνου, αλλά και η
θέση του μόνιμη και διαρκής επάνω στο ικρίωμα του σταυρού της χαρισματικής ιερωσύνης,
όπως και η πατρική του καρδιά αιμάσσουσα αδιάλειπτα, προσβεβλημένη κατά κανόνα από
τις λόγχες της αγνωμοσύνης των ευεργετηθέντων σταυρωτών και κατά πνεύμα τέκνων
του, από τα οποία θα λάμβανε, όπως και ο Κύριός του, συνήθως «ἀντί τοῦ μάννα χολήν, ἀντί τοῦ ὕδατος ὄξος»
[Ιδιόμελον ΣΤ΄ Ώρας, Μ. Παρασκευής]. Κι αυτό διότι γνώριζε, ότι δεν του
επιτρεπόταν, με όποιο κόστος προσωπικό ή κοινωνικό, να επευλογεί και να
εξαγιάζει με τη συγκατάθεσή του τα πάσης φύσεως πνευματικά έκτροπα, όπως και την
κάθε είδους αδικία εναντίον του προσώπου του Θεού, αλλά να δρα προφητικά και
θεραπευτικά, δηλαδή να ελέγχει συμπαθώς, να νουθετεί πατρικώς, να προσκαλεί σε
μετάνοια, να αγαπά απέραντα, να συγχωρεί πάντοτε και να περιθάλπει μυστηριακώς
τα τραύματα των μετανοούντων πνευματικών του τέκνων, χωρίς ταυτόχρονα να
περιφρονεί, να περιθωριοποιεί ή και να ακυρώνει εν ονόματι ενός αδιάκριτου «κατ’ οικονομίαν», όπως συμβαίνει
δυστυχώς σήμερα με μεγάλο μέρος του ευαγούς κλήρου που θέλει να παρουσιάζεται
ως «σύγχρονο» και «κοντά στον κόσμο» για να κερδίσει τον
πρόσκαιρο έπαινο και τα λοιπά «συμπαρομαρτούντα»,
το άγιο θέλημα του Θεού.
Ο π. Γεώργιος, αντιθέτως, ποθούσε να επικρατήσει το θέλημα του Θεού στον
κόσμο και τις ζωές των ανθρώπων, γι’ αυτό και μοχθούσε για την ακρίβεια στην
τήρηση των θείων εντολών, κινούμενος με ευθύτητα στη σχέση του με τους
ανθρώπους και όχι βεβαίως με «διπλωματικότητα»,
«διγλωσσία» και «ελαστικότητα», αλλά με πολλή αγάπη, συμπάθεια, ειλικρίνεια και αγία
διάκριση που δεν ακυρώνει ωστόσο την ευαγγελική αλήθεια σε ζητήματα πνευματικής
φύσεως και δεν συνιστά περιφρόνηση και ανατροπή του θείου νόμου, καθώς δεν
επιδίωκε, συμπεριφερόμενος κοσμικά, να διευρύνει τον κύκλο του ή την ομάδα του
με το να κερδίσει κυρίως τους «επιρρεπείς
νέους» ή τους «χλιαρούς πιστούς»,
όπως δυστυχώς συμβαίνει κατά κόρον στις μέρες μας, αφού συνειδητοποιούσε την
τρομερή ευθύνη έναντι του Θεού που είχε αναλάβει ως ιερεύς και πνευματικός,
ώστε με τον αγώνα του να επιδιώκει διαρκώς το πώς θα αρέσει, τόσο εκείνος όσο
και τα πνευματικά του τέκνα, μόνο στο Θεό και όχι στους ανθρώπους, δηλαδή προσπαθούσε
να οδηγεί τα πνευματικά του παιδιά «εἰς
νομὰς σωτηρίους» και όχι να συνδράμει ενσυνείδητα και εν ονόματι ενός θολού
και ακατανόητου «συγχρονισμού» και
συσσωμάτωσης με τον κόσμο [Πρβλ. Ιω. 15,19] στην πνευματική τους έκπτωση και απώλεια.
Αγαπούσε δηλαδή βαθιά και πονούσε πατρικά για τον κάθε άνθρωπο, γι’ αυτό και ως
καλός πατέρας υποδείκνυε με παρρησία ποιο είναι το θέλημα του Θεού, με συνέπεια
να μην διστάζει να αντιταχθεί, με όποιο κοσμικό κόστος, όταν αυτό δεν
τηρούνταν, περιφρονούνταν ή καταπατούνταν, δεδομένου ότι ο σκοπός της
ποιμαντικής του διακονίας δεν ήταν να υποβαθμίσει το έργο του Θεού και να μετατρέψει
την Εκκλησία σε κόσμο για να προσελκύσει δήθεν στις τάξεις της κυρίως τα «απόδημα» μέλη της, αλλά να συνδράμει στη
μεταμόρφωση του κόσμου και στην μετατροπή του σε Εκκλησία Θεού, ώστε ολόκληρη η
δημιουργία να καταστεί μια Ποίμνη υπό έναν Ποιμένα [Ιω. 10, 16].
Βέβαια ο π. Γεώργιος ήταν περισσότερο αυστηρός με τον εαυτό του, γι’ αυτό
και προσπαθούσε να τηρεί πάντοτε ο ίδιος και με όση δυνατή ακρίβεια μπορούσε το
θέλημα του Θεού στη ζωή του, ώστε να καθίσταται παράδειγμα και «τύπος», πρότυπο,
των πιστών, ζώντας λιτά και ασκητικά, αλλά και αγρυπνώτας, προσευχόμενος και
επικοινωνώντας για πνευματική στήριξη με οποιονδήποτε ζητούσε την αρωγή του
ημέρα και νύχτα. Για τριάντα ολόκληρα χρόνια διακόνησε ανελλιπώς το ιερό Θυσιαστήριο
της μικρής του ιδιαίτερης πατρίδας, με ήθος και πολλή ευλάβεια, θεωρώντας ότι
το έργο του ιερέως είναι πρωτίστως και αποκλειστικώς πνευματικό, παράμετρος και
προέκταση αλλά όχι αυτοσκοπός του οποίου αποτελεί και το φιλανθρωπικό, δεδομένου
ότι, αν και έχει κοινωνική διάσταση, δεν είναι κοινωνικό, αλλά έκτακτο έργο έμπρακτης
έκφρασης της μητρικής αγάπης και στοργής της Εκκλησίας προς τον πάσχοντα
ποικιλοτρόπως άνθρωπο με ευκαιριακό και παροδικό κατά περίπτωση χαρακτήρα,
εφαρμόζοντας απλοϊκώς την προσωποκεντρική και εξατομικευμένη ποιμαντική, καθώς,
σε αντίθετη περίπτωση και με τη μονιμοποίησή του, κινδυνεύει να μετατραπεί σε
προτεσταντικού τύπου ενθουσιώδη και για απόκτηση κοινωνικών ερεισμάτων, μη
εκκλησιαστικό, «θρησκευτικό ακτιβισμό»,
μεταβάλλοντας ουσιαστικά την Εκκλησία σε θρησκευτικού χαρακτήρα φιλανθρωπικό οργανισμό,
ο οποίος λίγο θα διαφέρει από τους λοιπούς κοινωνικούς φορείς. Γι’ αυτό και η
φιλανθρωπική διακονία του π. Γεωργίου ήταν, σε αντίθεση με το συνήθως
παρερμηνευμένο «τήν διακονίαν σου
πληροφόρησον» [Β΄ Τιμ. 4,5] ως «διαφήμισον»,
κρυφή απολύτως, αδιάκριτη προς τον κάθε πάσχοντα, αλλά και στοχευμένη προς
ανακούφιση κυρίως των αναξιοπαθούντων, τους οποίους, όμως, δεν οδηγούσε σε
εφησυχασμό για να μην ακηδιούν, αλλά ενθάρρυνε και προέτρεπε πατρικά για την
εξασφάλιση του αξιοπρεπούς βιοπορισμού τους με την εξεύρεση και την άσκηση, της
θεσμοθετημένης από τον Θεό στον Παράδεισο της τρυφής, τίμιας εργασίας [Γεν. 2,
15].
7. Για την ορθή και κατά την
εκκλησιαστική τάξη απρόσκοπτη επιτέλεση της θείας λατρείας, επίσης, ο
μακαριστός π. Γεώργιος φρόντισε να γαλουχήσει τη νεότητα με το λόγο του Θεού,
οργανώνοντας κατηχητικό σχολείο, στο πλαίσιο του οποίου λειτουργούσε υποτυπώδη,
αλλά με σημαντικά αποτελέσματα, Σχολή Βυζαντινής Εκκλησιαστικής Μουσικής με
διδάσκαλο τον διάκονο τότε π. Τιμόθεο Παπασταύρου. Για να προσελκύσει, μάλιστα,
τα νέα παιδιά της Αργυράς στο κατηχητικό επισκεπτόταν προσωπικώς τις οικίες των
ενοριτών του, με αποτέλεσμα να καταφέρει να συγκεντρώσει εκατό και πλέον μαθητές
και μαθήτριες, για την πνευματική κατάρτιση των οποίων φρόντιζε να έρχονται
έμπειροι κατηχητές από την Πάτρα, αναλαμβάνοντας ο ίδιος τα έξοδα της μεταφοράς
τους. Αυτό το έκανε, διότι με την κατήχηση όχι μόνο θα οικοδομούσε στην πίστη,
όπως πίστευε, τα νεότερα από τα πνευματικά του τέκνα, αλλά και θα διασφάλιζε τη
ζωντανή παρουσία του χριστονύμου πληρώματος της ενορίας του για την τέλεση της
θείας Ευχαριστίας, ενώ με την εκμάθηση της ψαλτικής, ως ιεράς τέχνης, από
εκείνους που διέθεταν τα κατάλληλα φυσικά προσόντα, θεωρούσε ότι θα διακονείται
απρόσκοπτα και επάξια το ιερό αναλόγιο κατά τη θεία λατρεία, δημιουργώντας
επιπλέον χορωδίες γυναικών και ανδρών για τις περίφημες εορτές που οργάνωνε.
Έτσι, όσοι από τους κατηχητόπαιδες είχαν έφεση στην Εκκλησιαστική Μουσική,
αναλάμβανε και πάλι ο ίδιος τα έξοδα για την κατάρτισή τους. Όπως παρατηρεί
μάλιστα ο π. Τιμόθεος, «ὁ π. Γεώργιος εἶχε
Κατηχητικὸ σχολεῖο μέ, ὑπὲρ τοὺς ἑκατόν, μαθητὰς καὶ μαθητρίας, εἰς τὸ ὁποῖον ἐδίδασκεν
ὁ ἴδιος καὶ καλοῦσε καὶ ἐμὲ ‘διὰ νὰ ἔχουμε παιδιὰ στὰ ψαλτήρια’», γι’ αυτό
και «τὰ βιβλία τῶν Μουσικῶν διὰ τὰ τόσα
παιδιά, ἠγοράζοντο παρ' ἐμοῦ, ἀποκλειστικῶς, δι' ἐξόδων τοῦ π. Γεωργίου καὶ
τότε - ἐπὶ ... δραχμῆς - μόνον τὸ γνωστὸν ‘Ἀναστασιματάριον’ ἐτιμᾶτο ὑπὲρ τὰς
2000 δραχμάς».
Ο π. Γεώργιος, όμως, εκτός από τη
θεία λατρεία, συνήθιζε να προσεύχεται και κατά μόνας αδιάλειπτα για το ποίμνιό
του, αλλά και να νηστεύει στο μέτρο των δυνάμεών του, δεδομένου ότι υπέμενε με
πολλή καρτερία τη μεγάλη δοκιμασία από τη μακροχρόνια ασθένεια του στομάχου και
την «παρά φύσιν έδρα» που υπέφερε,
προσπαθώντας να μνημονεύει πάμπολλα ονόματα καθημερινώς και μάλιστα όρθιος και
για πολλές ώρες. Η μεγάλη δοκιμασία της ασθένειάς του, ωστόσο, όχι μόνο δεν
στάθηκε εμπόδιο στο ιερό του έργο, αλλά μάλλον κατέστη αφορμή για να καλλιεργήσει
ακόμη περισσότερο την καρτερία στις ποικίλες θλίψεις και τον μεγάλο πόνο. Ο
Κύριος επέτρεψε να δοκιμαστεί σοβαρά με την υγεία του, κάτι που δεν τον
κατέβαλε, αλλά αποτέλεσε μάλλον εφαλτήριο για νέα πνευματικά παλαίσματα,
υπομένοντας με θαυμαστή εγκαρτέρηση και θάρρος τον σταυρό του, προτρέποντας
μάλιστα και ανθρώπους που υπέφεραν από το ίδιο νόσημα να υπομένουν με πίστη την
ασθένειά τους. Ο π. Γεώργιος, τέλος, όπως ασφαλώς διαφάνηκε από τα παραπάνω
αναφερθέντα, υπήρξε υπόδειγμα αφιλοχρήματου και ελεήμονος ιερέως, ο οποίος
προσέφερε τα πάντα και πάντοτε με κρυφό και διακριτικό τρόπο στους ενδεείς και
σε ανάγκη ευρισκόμενους χριστιανούς που προσέφευγαν στην αγάπη του.
8. Επευλογώντας την αθόρυβη, αλλά ουσιαστική αυτή διακονία του π. Γεωργίου
λίγο πριν από τη συνταξιοδότησή του, ο νέος τότε μητροπολίτης Πατρών κ.
Χρυσόστομος τον τίμησε με το οφίκιο του πρωτοπρεσβυτέρου. Έτσι, το 2005 και σε
ηλικία εβδομήντα επτά ετών υπέβαλε την παραίτησή του και συνταξιοδοτήθηκε,
ωστόσο μόνον τυπικά, αφού αποχώρησε μεν από την ενεργό υπηρεσία ως εφημέριος
Αργυράς, ξεκίνησε όμως ένα νέο σπουδαίο ποιμαντικό στάδιο στη διακονία του
Ασύλου Ανιάτων Πατρών, όπου έχοντας πλέον βαθιά πνευματική πείρα καθοδήγησε,
μέχρι την οριστική του απόσυρση λόγω σωματικής αδυναμίας το 2017, πλήθος
πνευματικών του τέκνων και ανακούφισε πολλές βεβαρυμμένες ψυχές. Όπως
αναφέρεται χαρακτηριστικά για τον κατ’ επίγνωση ζηλωτή του αγίου Θυσιαστηρίου
π. Γεώργιο, «θεωρῶντας ὅτι ἔχει ἀκόμη
δυνάμεις διὰ νὰ συνεχίσῃ τὸ λειτουργικὸν καὶ πνευματικόν του ἔργον, ἐζήτησεν ἀπὸ
τὸν Μητροπολίτην κ.κ. Χρυσόστομον τὴν ἄδειαν, νὰ συνεχίσῃ νὰ προσφέρῃ, ὅσας
δυνάμεις τοῦ εἶχον ἀπομείνει, εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῶν νοσηλευομένων εἰς τὸ ‘Ἄσυλον
Ἀνιάτων Πατρῶν’, λειτουργῶν καὶ ἐξομολογῶν». Στο Άσυλο στήριξε πνευματικά
όχι μόνο τους ασθενείς τροφίμους του ιδρύματος, αλλά και πολλούς άλλους
δοκιμαζόμενους πιστούς που συμμετείχαν στις θείες Λειτουργίες των Κυριακών.
Ήταν τόσο επιτυχημένη η παρουσία και η δραστηριότητά του στο Άσυλο, ώστε κατά
την απόσυρσή του το ίδρυμα να τον τιμήσει για την προσφορά του στους ανιάτως
πάσχοντες τροφίμους του, καθώς αγαπήθηκε απ’ όλους ανεξαιρέτως, εργαζόμενους,
περιθαλπόμενους, συγγενείς και συμπαραστάτες του Συλλόγου Φίλων Ασύλου «Αγία
Ευφροσύνη», αλλά και να τον φιλοξενήσει για να ολοκληρώσει εκεί την επίγεια
πορεία του βίου του.
9. Παράλληλα όμως με τα καθήκοντά του στο Άσυλο,
αλλά και επειδή είχαν ελαττωθεί οι σωματικές του δυνάμεις, είχε μετατρέψει
ουσιαστικά την οικογενειακή του οικία στην Αργυρά σε χώρο πνευματικής επιστηρίξεως
και οικοδομής. Έτσι, δεν ήταν μόνο τα πρόσωπα που εξομολογούσε και καθοδηγούσε
πνευματικά στο παρεκκλήσιο της Αγ. Ευφροσύνης στο Άσυλο, αλλά και πολλά άλλα
πού ανηφόριζαν καθημερινά στην Αργυρά για να τους διαβάσει κατά περίπτωση διάφορες
ευχές, να εξαγορευθούν τα παραπτώματά τους, αλλά και να ενισχυθούν πνευματικά
από τις συμβουλές του άοκνου π. Γεωργίου. Είχε μάλιστα την ευλογημένη συνήθεια
να μην αφήνει κανέναν από όσους προσέρχονταν για να τον συναντήσουν χωρίς να
τον δεχθεί και να τον στηρίξει πνευματικά, παρόλο που ήταν εξαντλημένος από την
πολύωρη πνευματική του εργασία, ενώ, όταν το έκρινε αναγκαίο, επισκεπτόταν
συχνά και ιδιωτικές οικίες με σκοπό να τελέσει το μυστήριο του ιερού Ευχελαίου,
υπό την απαραίτητη προϋπόθεση όμως, να είναι όλοι οι παριστάμενοι
προετοιμασμένοι ορθά πνευματικά με εξομολόγηση και νηστεία.
10. Η μεγάλη του ηλικία, αλλά και ο «σκόλοψ τῆς σαρκός» [Β΄Κορ. 12,7], δηλαδή η σοβαρή ασθένεια που τον δοκίμαζε για τριάντα περίπου χρόνια με την «παρά φύσιν έδρα», καθώς και η μεγάλη κόπωση από την υπερτεσσαρακονταετή εντατική ιερατική του διακονία, οδήγησαν στη σωματική του κατάπτωση και στην ολοκλήρωση του επίγειου βίου του, ένα γεγονός που συνέβη στο Άσυλο Ανιάτων στις 18 Αυγούστου 2018, όπου φιλοξενήθηκε το τελευταίο διάστημα της ζωής του. Η κοίμησή του ήταν πράγματι μακάρια και οσιακή, ενώ ο ενταφιασμός του πάνδημος στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Αργυρά, όπου και αναπαύεται πλέον, προσδοκώντας την κοινή Ανάσταση και από τον Κύριο της Δόξης να λάβει τον «ἀμαράντινον» [Α΄ Πέτρ. 5,4] «τῆς δικαιοσύνης στέφανον» [Β΄ Τιμ. 4,8]. Η ανάμνησή του, ωστόσο, παραμένει έντονα ζωντανή στην Τοπική μας Εκκλησία και ιδίως στις ψυχές των πνευματικών του τέκνων, που τον αγάπησαν και παιδαγωγήθηκαν από το παράδειγμά του, αλλά και ευεργετήθηκαν από την πνευματική του καθοδήγηση και τις προσευχές του, ακουμπώντας την ζωή τους πάνω στο άγιο πετραχήλι του. Γι’ αυτό και είναι βέβαιο ότι ο αοίδιμος π. Γεώργιος θα παραμείνει στη μνήμη του Χριστονύμου πληρώματος της Εκκλησίας των Πατρών ως ένας σύγχρονος υποδειγματικός κληρικός, ο οποίος αφιέρωσε τη ζωή του στο έργο του Θεού και τη διακονία της σωτηρίας του ανθρώπου, καθώς με «τὴν ἁπλοϊκὴν πίστιν καὶ καρδιακὴν προσευχήν του», αλλά και «τὴν κατὰ Θεόν, πολιτείαν του» αναδείχθηκε γνήσιος ευαγγελικός ποιμένας και άξιος συνεχιστής του έργου του Κυρίου Ιησού Χριστού στον κόσμο, εφόσον με την εν Χριστώ και δια Χριστόν ζωή του κατάφερε να αποβάλλει το κοσμικό φρόνημα και να καταστεί δια της χάριτος του αγ. Πνεύματος με το ποιμαντικό του έργο ως διάδοχος των αγίων Αποστόλων «ἀνάκτορον σωφροσύνης, ἑστία φρονήσεως, ἀκρόπολις ἀνδρείας, μητρόπολις δικαιοσύνης, ταμεῖον φιλανθρωπίας, τέμενος ἡμερότατον καί, συλλήβδην, πασῶν τῶν ἀρετῶν θησαυρός» [Αγ. Ισιδώρου Πηλουσιώτου, Διδύμῳ πρεσβυτέρῳ, V, 28, PG 78, 1341A]. Να έχουμε την ευχή του !
Σημείωση : Πληροφορίες για τον βίο του αοιδίμου π. Γεωργίου έλαβα από τη θυγατέρα του κ. Ανδριάνα Μπιτσάκου, γι’ αυτό και την ευχαριστώ θερμά, ενώ τα εντός εισαγωγικών ανυπόγραφα αποσπάσματα του άρθρου προέρχονται από το εξαιρετικό αφιέρωμα του πολυσεβάστου και φιλτάτου Αρχιμανδρίτου, π. Τιμοθέου Παπασταύρου, Ιεροκήρυκος της Ιεράς Μητροπόλεως Πατρών και πνευματικού πατρός του μακαριστού π. Γεωργίου, με τίτλο : «Πρωτοπρεσβ(ύτερος). Γεώργιος Μπιτσάκος». Διαθέσιμο στους συνδέσμους : http://arpati.blogspot.com/2018/09/blog-post_332.html και https://agonasax.blogspot.com/2018/10/blog-post_17.html
* Πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα «Ο Εκκλησιολόγος» 780 / 10-09-2022, σ. 7-9.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου