Ο
Άγιος Ιωσήφ από μικρή ηλικία είχε αντιληφθεί το μέγεθος και την αξία των
χριστιανικών αρετών και κυρίως της ταπείνωσης, η οποία υπήρξε ο ακρογωνιαίος
λίθος για την απόκτηση μεγάλων πνευματικών χαρισμάτων. Στο πλαίσιο της
ταπείνωσης και της τέλειας υποταγής του θελήματός του στον Κύριο, ο άγιος
αφιέρωσε τη ζωή του στην καλλιέργεια και την άσκηση της νοεράς προσευχής, της
οποίας υπήρξε κορυφαίος μύστης. Μόνιμο μέλημά του υπήρξε η άσκηση της νοεράς
προσευχής, με οδηγό τους λόγους των Πατέρων, γι αυτό και στα έργα του ομιλεί
χωρίς να σφάλει περί νήψεως και ευχής.
Ο ίδιος αναζήτησε το δρόμο για να επικοινωνήσει με το Θεό και παρά το αντίξοο πνευματικό περιβάλλον στο οποίο βρέθηκε, κατάφερε με τη βοήθεια της Παναγίας και μέσω του «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε1» να πλημμυρίσει την ύπαρξή του από το Χριστό και να αξιωθεί της θείας ελλάμψεως. Πρότυπά του στάθηκαν οι γέροντες Καλλίνικος,, Γεράσιμος, Ιγνάτιος, παπα-Δανιήλ και κυρίως ο γέροντας Εφραίμ στα Κατουνάκια, κοντά στον οποίο προσάρμοσε μαζί με τον συνασκητή του Αρσένιο το πρόγραμμα της πρώτης υπακοής τους στον πόθο της σιωπής και της ευχής, την οποία συνέχισαν αργότερα στο σπήλαιο ως κανόνα.
Καθημερινά ο άγιος Ιωσήφ αγρυπνούσε διά νοεράς προσευχής επτά – οκτώ ωρών, όρθιος για να καταπολεμά τον ύπνο, συγκεντρώνοντας και βυθίζοντας το νου στην καρδιά και δεν αργούσε να δει την ακτίνα του νοητού ήλιου μετά από την αγρυπνία και τις συνεχείς μετάνοιες, που τις έκανε αλληλοδιαδόχως. Την εργασία της νοεράς προσευχής την έκανε στην αρχή προφορικά και αυτοδίδακτα. Η χάρη, τελικά, να τη λέει νοερώς του δόθηκε από την ίδια την Παναγία, την οποία και παρακαλούσε συνεχώς να τον βοηθήσει στην αναζήτησή του και από τότε ένιωσε την καρδιά του να λούζεται από το άγιο φως και να βρίσκεται στον ουρανό. Παράλληλα, άρχισε μεγάλους αγώνες για να βγει νικητής από τους πειρασμούς που δυνάμωναν όσο ενισχυόταν η προσευχή και τα ασκητικά του παλαίσματα.
Σε κάθε νέο μέλος της συνοδείας που τον ακολουθούσε, η πρώτη διδασκαλία του γέροντα ήταν η ευχή: «Παιδί μου, τήν εὐχή. Θέλω νά σέ ἀκούω νά λές τήν εὐχή». Σε όλη του τη ζωή δίδασκε την ευχή σε μοναχούς και λαϊκούς. Πίστευε ότι η νοερά προσευχή δεν είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό μόνο των μοναχών αλλά και κάθε ανθρώπου που ευαγγελίζεται το ευαγγέλιο της θεώσεως∙ θεωρούσε πω υπάρχει η δυνατότητα να ανεβεί ο άνθρωπος σε «ὄρος ὑψηλόν» της θεοπτίας και να γίνει κοινωνός «θείας φύσεως» με τις μυστικές ενέργειες του Αγίου Πνεύματος.
Σε ερώτημα ενός λαϊκού για τον τρόπο της νοεράς προσευχής, ο άγιος απάντησε: «Λοιπόν ἡ πρᾶξις τῆς νοερᾶς προσευχῆς εἶναι νά βιάσης τόν ἑαυτόν σου νά λέγης συνεχῶς τήν εὐχήν μέ τό στόμα ἀδιαλείπτως. Εἰς τήν ἀρχήν γρήγορα νά μήν προφθάνη ὁ νοῦς νά σχηματίζη λογισμόν μετεωρισμοῦ. Νά προσέχης μόνο στά λόγια: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με”. Ὅταν αὐτό πολυχρονίση, τό συνηθίζει ὁ Νοῦς καί τό λέγει. Εἰς τήν ἀρχήν λέγει μερικές φορές τήν Εὐχήν καί παίρνει μία ἀναπνοήν. Κατόπιν, ὅταν συνηθίση νά στέκη ὁ Νοῦς εἰς τήν καρδιάν λέγει εἰς κάθε ἀναπνοήν μίαν εὐχήν. “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ”: ἐμβαίνει ἡ ἀναπνοή, “ἐλέησόν με”: ἐβγαίνει. Αὐτό γίνεται μέχρις ὅτου ἐπισκιάση καί ἀρχίση νά ἐνεργῆ ἡ Χάρις μέσα εἰς τήν ψυχήν», μέχρι «νά καταπιεῖ ἡ καρδιά τόν Κύριο καί ὁ Κύριος τήν καρδιά καί νά γίνουν τά δύο ἕνα, γιά νά μεγαλυνθεῖ ὁ Χριστός μέσα τους». Αντιλαμβανόμαστε από τα παραπάνω ότι η άσκηση στη νοερά προσευχή δεν ήταν μόνο μια πνευματική εργασία στην οποία συμμετείχε μόνο ο νους, αλλά συμμετείχε και το σώμα, με την καρδιά και την αναπνοή, την άσκηση στην αγρυπνία και την όρθια στάση. Είναι άρα αναγκαίος και ο κόπος της «μετά προσοχής και ευλαβείας» εξάσκησης της «πρακτικής μεθόδου», την οποία ερμηνεύει ο γέροντας Ιωσήφ και οι μαθητές του. Η νοερά προσευχή λοιπόν αναπέμπεται σε όρθια στάση, ήσυχα, νοερά, και με εναλλαγή στάσεως του σώματος (όρθια, γονατιστά, καθιστά, περπατητά), ώστε να καταπολεμηθεί η ακηδία και ο ύπνος στην προσπάθεια συγκέντρωσης του όλου ανθρώπου.
Ο αγωνιστής της νοεράς προσευχής μπορεί να χρησιμοποιήσει δύο τρόπους προσευχής: α) τον αυτοσχέδιο τρόπο της αγαπητικής ευχαριστίας και δοξολογίας και β) τον νοερό, καρδιακό τρόπο της προσευχής δια της μονολογίστου ευχής «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με«, με τη σύναξη του νου στην καρδιά και δια της εισπνοής και εκπνοής. Όπως δηλαδή η αναπνοή παρέχει ζωή στο σώμα, η νοερά προσευχή ενώνει με το Χριστώ και με το αιώνιο έλεός Του.
Σκοπός
της «πρακτικής μεθόδου» της νοεράς προσευχής είναι η συγκράτηση του νου ώστε να
μη μετεωρίζεται. Ο γέρων Ιωσήφ αναφέρεται διεξοδικά στον πρακτικό τρόπο
εκτέλεσης της ευχής στις Επιστολές του14 (Έκφρασις, Επιστολή Α΄ σ. 35-36,
Επιστολή Β΄, σ. 39-40, Επιστολή Δ΄ σ. 51, Επιστολή Ε΄, σ. 58, Επιστολή ΛΕ΄σ.
206 κ.α.) και σύμφωνα με αυτές πληροφορούμαστε για τα εξελικτικά στάδια που
ακολουθούνται κατά την άσκησή της.
Αρχικά, σύμφωνα με τον γέροντα Ιωσήφ, η ευχή είναι αδιάλειπτη και προφορική, και αυτό βοηθά στο να «πολυκαιρίσει» και να οδηγηθεί ο άνθρωπος στο επόμενο στάδιο όπου θα τη λέει ο νους αβασάνιστα.
Γράφει χαρακτηριστικά ο γέροντας «Αυτό γίνεται μέχρι να χορτάσει ο νους και γίνει ενέργεια. Τότε θα λέγεται μέσα σου αδιαλείπτως, χωρίς την βίαν την εδικήν σου. Αυτό λέγεται αίσθησις – ενέργεια∙ επειδή η χάρις ενεργεί χωρίς την θέλησιν του ανθρώπου. Τρώγει, περιπατεί, κοιμάται, ξυπνά και μέσα φωνάζει διαρκώς την ευχή. Και έχει ειρήνην, χαράν».
Κατόπιν, ο νους παραλαμβάνει την ευχή και σε περίπτωση που διασπαστεί και μετεωριστεί έρχεται και πάλι η προφορική επίκληση της ευχής για να τον τροφοδοτήσει με τον γλυκασμό και τη χάρη της. Στη συνέχεια, ακολουθεί ο εμπλουτισμός της καρδιάς και της ψυχής από τον ευχόμενο νου μέσω της αγιαστικής δωρεάς του Θεού. Η καρδιά είναι για τον άνθρωπο «το κέντρον όλων των κινήσεων, των ψυχικών και των διανοητικών» και εκεί κρατά το ρυθμό της προσευχής ο ασκούμενος στην ευχή. Η καρδιά κινείται διά μέσω της αναπνοής∙ όταν παύσει ο άνθρωπος να αναπνέει, σιγά – σιγά σταματάει και η καρδιά.
Ο Γέροντας Ἰωσήφ ονομάζει την καρδιά θρόνο του νου και θεωρεί ότι εκεί βρίσκεται το κέντρο της σωματικής και της πνευματικής του δύναμης. Ο νους είναι ο τροφοδότης της ψυχής, γιατί η δουλειά του είναι να κατεβάσει στην καρδιά οτιδήποτε ακούσει ή δει είτε είναι καλό είτε είναι πονηρό. Επίσης, συνεχίζει στη διδασκαλία του ο Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής, εκτός από τους σωματικούς οφθαλμούς ο άνθρωπος έχει και τους νοητούς, τους ψυχικούς του οφθαλμούς. Με τον έναν βλέπει τον έσω άνθρωπο, τα μύχια της ψυχής του (αυτοόραση, ενδοσκόπηση), η οποία είναι προϋπόθεση για την ανύψωση του νου προς τον Θεό˙ βλέπει τις ψυχές των άλλων, τους αγγέλους, τους δαίμονες και την Παναγία. Με τον άλλον οφθαλμό βλέπει μόνο τον Χριστό, τον οποίο δεν βλέπει με τα σωματικά του μάτια, γιατί τυφλώθηκαν από τα πάθη, που έκλεισαν τους ψυχικούς του οφθαλμούς. Με τη διανοητική εργασία όμως θα ανοίξουν οι οφθαλμοί της ψυχής και θα καθαριστεί η καρδιά.
Λέγοντας την ευχή συνεχώς ανοίγει ο Θεός τον χείμαρρο της αγάπης και ποτίζει τον ευχόμενο. Ο θείος ησυχαστής ακολουθώντας την ασκητική γραμματεία αναφέρει πολλάκις πως η κυκλική νοερά προσευχή είναι δια της πνοής «Κύριε Ἰησοῦ, Χριστέ ἐλέησόν με» κατάβαση του νου μέσα στην καρδιά, κρατώντας την όσο το δυνατόν περισσότερο και εφιστώντας την προσοχή μόνο στα λόγια της ευχής.
Η αναπνοή με την τεχνική της δίνει βοήθεια στη διατήρηση της ευχής στην καρδιά: μερικές ευχές – μία αναπνοή ∙ όταν μπορεί και στέκει ο νους στην καρδιά, μία αναπνοή – μία ευχή ως εξής: εισπνοή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», εκπνοή: «ἐλέησόν με». Αυτή είναι η λεγόμενη και κυκλική και καρδιακή προσευχή.
Στην Επιστολή ΞΓ΄ ο Γέροντας Ιωσήφ λέει χαρακτηριστικά ότι η κυκλική προσευχή δεν μετατρέπεται με το πέρασμα των χρόνων και γι΄ αυτό δε γίνεται πλάνη, καθώς η επίκληση του ονόματος του Χριστού καθαρίζει το σκοτάδι και οδηγεί στο φως. Όταν λέγεται διαρκώς η ευχή τότε τη συνηθίζει ο νους με τον «ενδιάθετο λόγο» και την κατεβάζει στην καρδιά, όπου και επιτελείται ο κόπος και το έργον της νήψεως. Ο κόπος αυτός συνίσταται στο να κρατηθεί διά βίας ο νους «ασχημάτιστος», καθαρός, με προσοχή εις την επανάληψη της ευχής δια της εισπνοής και της εκπνοής μέσα στην καρδιά. Τότε ο νους δεν προλαβαίνει να μετεωριστεί σε λογισμούς και καθαρίζει σταδιακά μέχρι που να μην ευχαριστιέται πλέον με ενθυμήσεις πονηρές ούτε να θέλει να μείνει τελείως αργός. Τότε «γίνεται όλος πυριφλεγής εις την ενθύμησιν του θείου ονόματος και εις την αγάπην του σωτήρος Χριστού».
Η κατάβαση του νου στην καρδιά και η κυκλλικλή επανάληψη της νοεράς οπροσευχής μέσα σ΄αυτήν επιτυγχάνει τη χαρισματική θεϊκή συνάντηση «δύο μανικών εραστών όπου πολλά έτη δεν είχον ανταμωθεί».
Στο πέμπτο και τελευταίο στάδιο της καρδιακής προσευχής ο προσευχόμενος γίνεται μέτοχος των ακτίστων ενεργειών της θεώσεως και υψώνεται σε μέτρα «θεωρίας». Η αδιάλειπτη ευχή έχει καθαρίσει τον νου και έχει επέλθει συμφιλίωση με την καρδιά, οπότε και ακολουθεί η ένωση νου – λόγου – καρδιάς και «η καρδία δέχεται αναλόγως την επισκιάζουσα χάριν. Καί τότε ολίγον – ολίγον, χωρίς νατο εννοήσεις, γίνεται ουρανός – παράδεισος μέσα σου. Μέχρις αυτού είναη η πράξις, ύστερον λέγεται θεωρία…..Γίνωσκε μόνον ότι το παν – αρχή και τέλος παντός αγαθού – είναι ο Χριστός».
Σε
αυτό το στάδιο, της «θεωρίας», σταματά κάθε «πρακτική μέθοδος» και ο ευχόμενος
ανεβαίνει τα στάδια της θεωρίας χωρίς εγκλεισμό του νου στην καρδιά, γιατί
νοερά προσευχή είναι «να έλθει η χάρις. Όταν η χάρις έρθει, τότε ο νους δεν
μετεωρίζεται και ο ευχόμενος μπορεί να δοκιμάσει όλα τα είδη της προσευχής»27.
Εφόσον λοιπόν η χάρις λειτουργεί με αυτό τον θαυματουργικό τρόπο, ο ευχόμενος
πρέπει να σταθεί στο ύψος της αρπαγής εις θεωρίαν όπου και αν βρίσκεται εκείνη
την ώρα για να δεχτεί «την επομβρίαν του Πνεύματος», ειδάλλως η θεωρία
διακόπτεται28.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου