Εισαγωγή
Δυόμισι χρόνια πανδημίας είναι
διαδρομή με πολλές φάσεις: και με αιφνιδιασμούς, και με
επαληθεύσεις, και με διαψεύσεις. Σε μια τέτοια διαδρομή
χρειάζονται ιδιότητες ασκητικές: υπομονετικός στοχασμός και υπομονετικός
αναστοχασμός. Ο υπομονετικός στοχασμός και ο υπομονετικός αναστοχασμός είναι
άσκηση στην τόλμη, διότι φέρνουν τον άνθρωπο αντιμέτωπο με όλες τις αβύσσους,
και γύρω του και μέσα του. Αντιθέτως οι αφορισμοί, είτε εκ δεξιών είτε εξ
ευωνύμων, δεν εμπεριέχουν την ασκητική του στοχασμού και του αναστοχασμού. Οι
αφορισμοί παρουσιάζονται μεν ως γενναιότητα, αλλά στην πραγματικότητα αποτελούν
κορυφαία ατολμία: Είναι το σεντόνι με το οποίο κουκουλωνόμαστε όταν δεν τολμάμε
να αναμετρηθούμε με όλες τις αβύσσους, και γύρω μας και μέσα μας.
Θεωρώ λοιπόν ότι η αναμέτρηση
αυτή έχει για τους Χριστιανούς δύο παραμέτρους:
Πρώτη παράμετρος είναι τα κριτήρια
της χριστιανικής πίστης, τα οποία οφείλουν να είναι (ή μάλλον: οφείλουν να
γίνονται) διαυγή σε κάθε εποχή και σε κάθε συγκυρία.
Δεύτερη παράμετρος είναι η γνώση
και αξιολόγηση της πραγματικότητας. Για την γνώση και την αξιολόγηση της
πραγματικότητας έχει επισημανθεί από κοινωνιολογικής σκοπιάς ότι, τη στιγμή που
εξετάζουμε την πραγματικότητα, μέρος της οποίας είμαστε και οι ίδιοι,
διατρέχουμε τον κίνδυνο του «παροντισμού», της λεγόμενης «τυραννίας της
στιγμής» και της «κουλτούρας του παρόντος» (nowist culture), δηλαδή διατρέχουμε
τον κίνδυνο να διακηρύξουμε οριστικά συμπεράσματα πρόωρα, σαν τάχα το παρόν να
είναι αιώνιο ή σαν εμείς να είμαστε το κέντρο της ιστορίας. Συνεπώς, η
αναμέτρηση με το σήμερα είναι απολύτως απαραίτητη, αλλά να ‘ναι θωρακισμένη με
ισχυρή αίσθηση ιστορικότητας και με ταπεινή τόλμη.
Αυτές οι δύο παράμεροι (η
διαύγεια των χριστιανικών κριτηρίων και η αξιολόγηση της πραγματικότητας)
ισχύουν παντού. Ωστόσο εκδηλώνονται με πολύ διαφορετικό τρόπο από χώρα σε χώρα
και από τοπική εκκλησία σε τοπική εκκλησία. Εγώ θα μιλήσω βάσει της εμπειρίας
στην Ελλάδα, αλλά ταυτόχρονα θα προσπαθήσω να θέσω ζητήματα που αφορούν (ή που
ταλαιπωρούν) την παγκόσμια Ορθοδοξία. Θα επικεντρώσω δε στην περίπτωση της
πανδημίας, διότι αυτή, κατά τη γνώμη μου, δεν αποτελεί ένα περιστασιακό ζήτημα,
αλλά (είτε έχει τελειώσει είτε όχι) αποτελεί καλό μοντέλο για την προσέγγιση
και πλήθους άλλων διχονοιών που ενδημούν στη ζωή μας.
Κάποιοι δέχονται τη μάσκα αλλά
δεν δέχονται το εμβόλιο. Άλλοι δέχονται το εμβόλιο αλλά όχι τα lock down. Από
όσους δεχόμαστε ότι ο ιός μεταδίδεται και μέσα στον ναό, ορισμένοι θεωρούν
θεμιτή την αλλαγή του τρόπου της θείας Ευχαριστίας, άλλοι διαφωνούν μόνο σε
αυτό. Μα εκεί όπου η πικρή διχόνοια γίνεται και γελοία, είναι όταν πολέμιοι του
666 αντιεμβολιαστές καταγγέλλουν ως προδότες, άλλους πολέμιους του 666 οι
οποίοι όμως δέχονται τον εμβολιασμό. Είναι εντυπωσιακό (και λέει πολλά), ότι η
μεγαλύτερη σφοδρότητα εκδηλώνεται στη σύγκρουση όχι μεταξύ φονταμενταλιστών και
μη-φονταμενταλιστών, αλλά ανάμεσα σε φονταμενταλιστές (θρησκευτικούς και
πολιτικούς).
1.
Η διχόνοια
Από το πρώτο λεπτό που ο ιός
μπήκε στη χώρα, ξέσπασαν συζητήσεις και σκληρές συγκρούσεις. Από τα
χαρακτηριστικά αυτών των συγκρούσεων ξεχωρίζω δύο: την αγριότητα (την
οποία την ενισχύει παγκοσμίως η ευκολία γραψίματος στα μέσα κοινωνικής
δικτύωσης, δηλαδή η ευκολία διατύπωσης λόγου πριν αυτόν τον λόγο τον
επεξεργαστεί η σκέψη), και την πικρία: διχάστηκαν συνάδελφοι,
ενορίες, φίλοι, ακόμα και οικογένειες. Αντίθετα προς άλλους διχασμούς, όπου οι
αντιμαχόμενες πλευρές είναι κατά βάση δύο, η τρέχουσα διχόνοια είναι
πολυεστιακή. Δεν συγκρούονται δύο συμπαγείς χώροι (χοντρικά: οι αρνητές και οι
μη-αρνητές της πανδημίας), αλλά υπάρχει κατακερματισμός, ο οποίος φέρει ίσως
χαρακτηριστικά των λεγομένων «πολιτισμικών πολέμων». Κάποιοι, για παράδειγμα,
δέχονται τη μάσκα, άλλοι την απορρίπτουν. Κάποιοι δέχονται τη μάσκα αλλά δεν
δέχονται το εμβόλιο. Άλλοι δέχονται το εμβόλιο αλλά όχι τα lock down. Από όσους
δεχόμαστε ότι ο ιός μεταδίδεται και μέσα στον ναό, ορισμένοι θεωρούν θεμιτή την
αλλαγή του τρόπου της θείας Ευχαριστίας, άλλοι διαφωνούν μόνο σε αυτό. Μα εκεί
όπου η πικρή διχόνοια γίνεται και γελοία, είναι όταν πολέμιοι του 666
αντιεμβολιαστές καταγγέλλουν ως προδότες, άλλους πολέμιους του 666 οι οποίοι
όμως δέχονται τον εμβολιασμό. Είναι εντυπωσιακό (και λέει πολλά), ότι η
μεγαλύτερη σφοδρότητα εκδηλώνεται στη σύγκρουση όχι μεταξύ φονταμενταλιστών και
μη-φονταμενταλιστών, αλλά ανάμεσα σε φονταμενταλιστές (θρησκευτικούς και
πολιτικούς).
Πόσο μεγάλες είναι οι ομάδες που
βρίσκονται σε διχόνοια; Δεν μπορούμε να το πούμε με σιγουριά. Χρειαζόμαστε
μελέτες οι οποίες δεν έχουν γίνει. Νομίζω πάντως ότι δεν υπάρχει ισομοιρία.
Συχνά υπάρχουν μειοψηφούντες, αλλά πολύ θορυβώδεις, ιδιαίτερα δε στον
εκκλησιαστικό χώρο υπάρχουν πρόσωπα που διαθέτουν ολιγάριθμες αλλά αφοσιωμένες
διμοιρίες οπαδών, ανεξάρτητα από το αν η κοινωνία ευρύτερα τους γυρνά την
πλάτη. Χρειάζεται επί πλέον να δούμε πόσοι αντιτίθενται στα εμβόλια θεωρώντας
τα χάραγμα του αντιχρίστου, και πόσοι δυσπιστούν για καθαρά ιατρικούς λόγους ή
λόγω μιας ευρύτερης κρίσης εμπιστοσύνης προς τους διαχειριστές της κρίσης.
Πρόσφατη έρευνα του ερευνητικού οργανισμού Dianeosis κατέδειξε ότι πριν τρία
χρόνια, το 2019 (με την καταθλιπτική εμπειρία των μνημονίων) αισιοδοξία ένιωθε
το 30% των Ελλήνων. Φέτος την άνοιξη οι αισιόδοξοι έπεσαν στο 19,2%. Σήμερα
λοιπόν, σε μια ατμόσφαιρα όπου κυριαρχούν αυξημένη η ανασφάλεια και αυξημένη η
απογοήτευση (ακολουθεί αυξημένος ο θυμός και τέταρτη έρχεται μειωμένη η
αισιοδοξία), ποια κοινωνική ομάδα είναι η πιο αισιόδοξη; Όσοι έχουν μηνιαίο
εισόδημα πάνω από 3.000 ευρώ. Η προσπάθεια για θεραπεία της διχόνοιας έχει να
λάβει πολλά υπόψη…
2.
Η αναμέτρηση
Πριν ωστόσο προβληματιστούμε για
τις δυνατότητες θεραπείας της διχόνοιας, χρειάζεται μια διευκρίνιση για καθαυτή
την έννοια της διχόνοιας.
Για τους εκκλησιαστικούς
ανθρώπους είναι πανεύκολα τα μεγάλα λόγια για την ενότητα της Εκκλησίας, η
οποία ενότητα έχει βάση μυστηριακή – όχι απλώς κοινωνιολογική. Ωστόσο, αυτή η
ενότητα δεν υπάρχει ουρανοκατέβατη. Πηγάζει από τον Θεό, αλλά το μερδικό του
ανθρώπου είναι να ανταποκριθεί χτίζοντάς την. Ανθρωπίνως, λοιπόν, πώς χτίζεται
η εκκλησιαστική ενότητα; Χτίζεται μέσα από την αναμέτρηση. Στις Πράξεις των
Αποστόλων βρίσκουμε την εμβληματική διατύπωση ότι «τοῦ […] πλήθους τῶν
πιστευσάντων ἦν η καρδία καὶ η ψυχὴ μία», και ότι «ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν».
Όμως αυτό από μόνο του είναι μια ψευδής εικόνα! Οι Πράξεις είναι μια ιστορία
διχονοιών, διαφόρων διαμετρημάτων: Ανανίας και Σαπφείρα, γογγυσμός των χηρών εξ
εθνών για την αδικία, διαμάχη για τον τρόπο εισδοχής των προσηλύτων, άγριος
χωρισμός Βαρνάβα και Παύλου, και το αποκορύφωμα: η διαβεβαίωση του Παύλου προς
τους πρεσβυτέρους της Εφέσου, ότι «ἐξ ὑμῶν αὐτῶν [δηλαδή από τους «ομοθυμαδόν»
όντες] ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω
αὐτῶν».
Πότε λοιπόν η διχόνοια αποτελεί
αδιέξοδο; Όχι όταν υπάρχει διαφωνία και αναμέτρηση, αλλά όταν παύει να
υπάρχει κοινή βάση για διαφωνία και αναμέτρηση. Όταν δεν υπάρχει
κοινή βάση, τότε, όσο πικρό κι αν είναι, «ανένδεκτον εστί του μη ελθείν» τα
σχίσματα. Οπότε, δυνατότητα θεραπείας της σημερινής διχόνοιας (τόσο στην
Εκκλησία, όσο και στην κοινωνία) δεν υπάρχει σε όλες τις περιπτώσεις.
Συνεπώς (ερωτώ), το πρόβλημα
έγκειται στη διαφωνία και την αναμέτρηση; Όχι. Η δυνατότητα διαφωνίας και
αναμέτρησης είναι ευλογία. Δεν μπορεί να υπάρξει συμ-φωνία αν δεν υπάρχει
δυνατότητα δια-φωνίας ή όποτε ποινικοποιείται η γνώμη.
Πότε λοιπόν η διχόνοια αποτελεί
αδιέξοδο; Όχι όταν υπάρχει διαφωνία και αναμέτρηση, αλλά όταν παύει να
υπάρχει κοινή βάση για διαφωνία και αναμέτρηση. Όταν
δεν υπάρχει κοινή βάση, τότε, όσο πικρό κι αν είναι, «ανένδεκτον εστί του μη
ελθείν» τα σχίσματα. Οπότε, δυνατότητα θεραπείας της σημερινής διχόνοιας (τόσο
στην Εκκλησία, όσο και στην κοινωνία) δεν υπάρχει σε όλες τις
περιπτώσεις.
3.
Θεραπεία;
Νομίζω ότι ουσιαστικά δύο απόψεις
υπάρχουν για την αντιμετώπιση της διχόνοιας.
Η μία είναι αυτή του αυτόματου
πιλότου. Κατά την άποψη αυτή, η διχόνοια θα σβήσει μόνη της, με την παρέλευση
του χρόνου και την αποδυνάμωση της πανδημίας. Κατά τη γνώμη μου, αυτή είναι μια
δοκιμασμένη συνταγή καταστροφής, υπό την έννοια ότι τα προβλήματα (προβλήματα
πνευματικά και κοινωνικά – ταξικά) τα κρύβει κάτω από το χαλί, κι αυτά
συνεχίζουν να υπάρχουν ή και να αυγαταίνουν, μέχρι που για κάποιον λόγο θα
ξεσπάσουν και θα πλημμυρίσουν ξανά την επιφάνεια. Ιδίως τα εκκλησιαστικά
προβλήματα τα οποία παρουσιάστηκαν κατά την πανδημία, είναι σε μεγάλο βαθμό
απόνερα χρόνιων και ανθεκτικών προβλημάτων, τα οποία αποτελούν καθεστώς στον
εκκλησιαστικό χώρο.
Η άλλη άποψη (την οποία και συμμερίζομαι)
είναι ότι ο δρόμος που γνωρίζει διαχρονικά η Εκκλησία (όπως και ο δρόμος που
γνωρίζει μια δημοκρατική κοινωνία) είναι να εκτεθείς μιλώντας, αλλά και κάτι
ακόμα: Να εκτεθείς και ακούγοντας. Το λέω αυτό διότι στις μέρες μας το να
μιλήσεις θεωρείται αυτονόητο δικαίωμα και καμάρι. Ωστόσο συχνά αυτό είναι
ομιχλώδες, ανάμεσα στην φωτεινή ευθύνη και τον σκοτεινό ναρκισσισμό. Το
πολύτιμο ζητούμενο συνεπώς είναι να εκτεθείς και ακούγοντας, και
όταν μιλήσεις να μην εγκιβωτιστείς ούτε στον ναρκισσισμό του νικητή ούτε στο
τραύμα του ηττημένου. Επαναλαμβάνω: ούτε στον ναρκισσισμό του νικητή ούτε στο
τραύμα του ηττημένου.
Ποιους ονομάζω φιλότιμους
από κάθε πλευρά; Δεν μπορώ να το ορίσω με απόλυτο τρόπο, αλλά θεωρώ σημαντικό
να κρατήσουμε αυτή τη διάκριση ως ζητούμενο. Μεταξύ φιλότιμων, και παρά τις
διαφωνίες τους, μπορούν να εντοπιστούν κάποια κοινά κριτήρια, ακόμα και
πιθανότητα αλληλο-τροφοδοσίας. Χοντρικά, θα έλεγα ότι α-φιλότιμοι εμβολιαστές
είναι όσοι ουδεμία κριτική διάθεση διαθέτουν. A-φιλότιμοι αντιεμβολιαστές είναι
οι φονταμενταλιστές.
Φρονώ λοιπόν ότι χρειάζεται να
προχωρήσουν σε συνάντηση και συζήτηση οι φιλότιμοι από κάθε πλευρά
διαφωνούντων. Το λέω αυτό όντας προσωπικά εμβολιασμένος. Επαναλαμβάνω αυτό που
είπα παραπάνω. Κανένας χώρος δεν είναι συμπαγής, η δε εννόησή του ως συμπαγούς
διαιωνίζει τη θολούρα. Έχουν διατυπωθεί σοβαρές σκέψεις από διαφορετικές
πλευρές, μερικές από τις οποίες όμως έχουν σπρωχτεί στη σκιά.
Ποιους ονομάζω φιλότιμους
από κάθε πλευρά; Δεν μπορώ να το ορίσω με απόλυτο τρόπο, αλλά θεωρώ
σημαντικό να κρατήσουμε αυτή τη διάκριση ως ζητούμενο. Μεταξύ φιλότιμων, και
παρά τις διαφωνίες τους, μπορούν να εντοπιστούν κάποια κοινά κριτήρια, ακόμα
και πιθανότητα αλληλο-τροφοδοσίας. Χοντρικά, θα έλεγα ότι α-φιλότιμοι
εμβολιαστές είναι όσοι ουδεμία κριτική διάθεση διαθέτουν. A-φιλότιμοι
αντιεμβολιαστές είναι οι φονταμενταλιστές.
4.
Η ατζέντα της δυνητικά θεραπευτικής συζήτησης.
Τρία πεδία ξεχωρίζω ως βασικά: α)
την κυριαρχία του μαγικού, β) το σνομπάρισμα της αγάπης και γ) την βιοπολιτική.
α.
Η κυριαρχία του μαγικού
Μαγική είναι η πεποίθηση ότι η
συνεπής επιτέλεση μιας διαδικασίας παράγει αναπόδραστα αποτελέσματα. Το να
τελεστεί με ακρίβεια η διαδικασία, αλλά να μην φέρει τα προβλεπόμενα
αποτελέσματα, αποκλείεται στη μαγική συνείδηση. Η διαδικασία σώζει.
Τι είναι λοιπόν το μαγικό; Είναι
ο απόλυτος αντίποδας της χριστιανικής πίστης. Διότι προσπερνά τον ζωντανό Θεό.
Δεν λέω αν τον επικαλείται ή όχι. Μπορεί κάλλιστα να τον επικαλείται, ακόμα και
να εξαπολύει ομολογίες πίστης. Στην πραγματικότητα ωστόσο προσπερνά τον ζωντανό
Θεό, καθόσον τον θεωρεί δεσμευμένο να δράσει κατά το πρωτόκολλο, δηλαδή τον
θεωρεί υποταγμένο στην διαδικασία (στην τελετή ή στο μυστήριο), όπως υποταγμένο
στη διαδικασία είναι άλλωστε κάθε συστατικό της. Το μαγικό δηλαδή δεν θεωρεί
τον ζωντανό Θεό κυριολεκτικά πηγή κι αφέντη της διαδικασίας, τόσο κυριολεκτικά,
ώστε να τον δέχεται ως τον Κύριο ο οποίος δύναται ακόμα και να αλλάξει ή
ακυρώσει την διαδικασία, αν ο ίδιος το επιθυμήσει. Ο μαγικώς θρησκεύων
βασίζεται στην ασφάλεια της διαδικασίας, ενώ ο πιστός του ζωντανού Θεού
βασίζεται στη διαβεβαίωση του ίδιου του Θεού ότι θα είναι πάντοτε «πιστός» στη
Διαθήκη με τον λαό του, αλλά με όποιον τρόπο εμπνέει η ελευθερία του, και με
όποιον τρόπο αναιρεί κάθε μαγεία.
Ο πόλεμος της Εκκλησίας του
Χριστού με την μαγεία (για την ακρίβεια: ο πόλεμος της Εκκλησίας του Χριστού με
την δαιμονική και ομοούσια τριάδα, τη μαγεία, τον μαμωνά και
την εξουσία) είναι πόλεμος για την ίδια την ύπαρξη της Εκκλησίας,
και δεν πρόκειται να τελειώσει στον αιώνα τον άπαντα, απλούστατα διότι αυτό το
ριζικά αντιχριστιανικό πνεύμα (η μαγεία) έχει ρίζες στην εκκλησιαστική ζωή.
Γεννιέται στην ίδια την Εκκλησία και αναπαράγεται από την ίδια την Εκκλησία.
Όχι σαν ιός έξωθεν, αλλά σαν καρκίνος ένδοθεν.
Κατά την πανδημία το διαχρονικό
μαγικό εκδηλώθηκε με δύο ρεύματα:
Το ένα ρεύμα είναι οι βεβαιότητες
του τύπου: η μάσκα αναιρεί το κατ’ εικόνα, μέσα στον ναό ο ιός δεν
κολλάει, η αλλαγή ωρών τέλεσης των ακολουθιών είναι άρνηση της πίστης, η αλλαγή
του τρόπου τέλεσης της Ευχαριστίας αποτελεί δογματική παρέκκλιση κλπ. Κατά τη
γνώμη μου εδώ δεν έχουμε υπερβολική ευσέβεια. Έχουμε ασέβεια και βλασφημία. Η
στάση αυτή εντοπίζεται κυρίως σε ανθρώπους οι οποίοι θρησκεύουν συστηματικά,
ανήκουν σε κάποια εκκλησιαστική κοινότητα και σε κάποια θεολογική οπτική.
Το άλλο ρεύμα με το οποίο
εκδηλώθηκε το διαχρονικό μαγικό, είναι η έξαρση μιας ασαφούς
θρησκευτικότητας στην κοινωνία: δηλαδή σε πολυάριθμους ανθρώπους οι
οποίοι δεν αισθάνονται ότι ανήκουν σε κοινότητα, ούτε καταγίνονται ιδιαίτερα με
την θεολογία. Οι άνθρωποι αυτοί στρέφονται με αγωνία στο παραδοσιακό μαγικό, σε
αυτό που εμφανίζεται ως εκκλησιαστικώς εγκεκριμένο. Πρόκειται για
χαρακτηριστικό της σύγχρονης κοινωνίας, στην οποία το προνεωτερικό και το
νεωτερικό ουδόλως έχουν εξαλειφθεί, αλλά διαπλέκονται σε διάφορες ποσοστώσεις
με το μετανεωτερικό: η αποθρησκειοποίηση σαρώνει, μα ταυτόχρονα αυξάνει ο
ανορθολογισμός.
Φέρνω ένα ενδεικτικό παράδειγμα
για το πρόβλημα που ανακύπτει εδώ. Στις 14 Ιουνίου φέτος η Διαρκής Ιερά Σύνοδος
της Εκκλησίας της Ελλάδος εξέδωσε εγκύκλιο «προς το χριστεπώνυμο πλήρωμα», όπου
επεσήμανε με ανησυχία την δράση φευδοπροφητών, οι οποίοι επιδίδονται σε
μελλοντολογία ή προβάλλουν ιερά αντικείμενα που δακρύζουν ή αιμορροούν. Η
εγκύκλιος αρθρώνει σωστό θεολογικό λόγο, καλώντας τους πιστούς να οξύνουν την
κρίση τους και να μην παραδίδονται σε ό,τι εμφανίζεται ως θαύμα. Παραθέτει
μάλιστα και την πολύτιμη, τολμηρή επισήμανση του αγίου Πορφυρίου ότι «αυτά τα
σημεία… δεν είναι όλα θεϊκά. Μερικά απ’ αυτά τα προκαλεί ὁ διάβολος μέσω των
ανθρώπων. Χρειάζεται προσοχή».
Αντιθέτως, ο εκκλησιαστικός βίος
(ο κανονικός εκκλησιαστικός βίος, στην κανονική εκκλησιαστική δομή και υπό την
κανονική εκκλησιαστική ηγεσία) κινείται κατ’ εξοχήν στον ρυθμό των φαινομένων
τα οποία η εγκύκλιος αίφνης καταδίκασε. Ενώ από μόνες τους οι φράσεις της
εγκυκλίου είναι σωστές, το πρόβλημα πίσω από τις αράδες τους είναι ότι η
εγκύκλιος δεν συγκρούεται με το μαγικό καθαυτό, απ’ όπου κι αν προέρχεται, αλλά
με το μαγικό το οποίο εμφανίζεται ως αταξία, ως αυτονόμηση κάποιων από την
εκκλησιαστική δομή. Και γι’ αυτό, για την κριτική στάση στην οποία καλεί τους
πιστούς, δεν αναπτύσσει μια ριζικά αντι-μαγική οπτική, αλλά αγκυροβολεί στην
πανάκεια της υπακοής στην ιεραρχία. Και γι’ αυτό καταλήγει: «Ας μένουμε πιστοί
στην παράδοση που έχουμε παραλάβει μέσα στην Εκκλησία μας, ας αποφεύγουμε όσους
αυτοαπομονώνονται και ας τιμούμε και υπακούμε στους Ποιμένες και Επισκόπους της
Εκκλησίας μας, οι οποίοι αγρυπνούν υπέρ ημών».
Ποιο είναι το πρόβλημα εδώ; Το
πρόβλημα είναι ότι η Σύνοδος επιστράτευσε κάτι πολύτιμο (την τολμηρή επισήμανση
του αγίου Πορφυρίου) εκτάκτως,και μόνο ρηματικά. Η εν λόγω οπτική
του αγίου δηλαδή δεν διαποτίζει την «κανονικότητα» του εκκλησιαστικού βίου.
Αντιθέτως, ο εκκλησιαστικός βίος (ο κανονικός εκκλησιαστικός βίος, στην
κανονική εκκλησιαστική δομή και υπό την κανονική εκκλησιαστική ηγεσία) κινείται
κατ’ εξοχήν στον ρυθμό των φαινομένων τα οποία η εγκύκλιος αίφνης καταδίκασε.
Ενώ από μόνες τους οι φράσεις της εγκυκλίου είναι σωστές, το πρόβλημα πίσω από
τις αράδες τους είναι ότι η εγκύκλιος δεν συγκρούεται με το μαγικό καθαυτό, απ’
όπου κι αν προέρχεται, αλλά με το μαγικό το οποίο εμφανίζεται ως αταξία, ως
αυτονόμηση κάποιων από την εκκλησιαστική δομή. Και γι’ αυτό, για την κριτική
στάση στην οποία καλεί τους πιστούς, δεν αναπτύσσει μια ριζικά αντι-μαγική
οπτική, αλλά αγκυροβολεί στην πανάκεια της υπακοής στην ιεραρχία. Και γι’ αυτό
καταλήγει: «Ας μένουμε πιστοί στην παράδοση που έχουμε παραλάβει μέσα στην
Εκκλησία μας, ας αποφεύγουμε όσους αυτοαπομονώνονται και ας τιμούμε και
υπακούμε στους Ποιμένες και Επισκόπους της Εκκλησίας μας, οι οποίοι αγρυπνούν
υπέρ ημών».
Εγώ έχω εδώ δύο ερωτήματα:
1. Στην «παράδοση που», όπως λέει
η εγκύκλιος, «έχουμε παραλάβει μέσα στην Εκκλησία μας», θα βρει κανείς πλήθος
συναξαριών και αφηγήσεων οι οποίες νομιμοποιούν τέτοιες προβληματικές
συμπεριφορές. Για ό,τι βάλει ο νους μας, μπορούμε να βρούμε «τεκμηρίωση».
Οπότε; Τολμάμε άραγε μια ερμηνευτική κάθαρση αυτών που εμφανίζονται ως
παράδοση; Ή τα αντιλαμβανόμαστε ως ιερά είδωλα που δεν τα αγγίζουμε; Είναι
άραγε ασέβεια αν εμφορούμαστε από την οπτική του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη,
ο οποίος, στην εισαγωγή του Συναξαριστή του μάς διευκρίνισε ότι έφτιαξε αυτό το
έργο έχοντας συγκεντρώσει χειρόγραφα από διάφορα μοναστήρια, τις αφηγήσεις των
οποίων όμως καθάρισε από στοιχεία που είναι αντίθετα προς την Αγία Γραφή και
απίθανα για τον ορθό λόγο και τους κριτικούς;
2. Συγχωρέστε με, αλλά μιας και
μιλάμε για θεραπευτική αναμέτρηση, επιτρέψτε μου να ρωτήσω ευθαρσώς τα εξής
[και μάλιστα ομολογώ ότι σκίρτησε και ζεστάθηκε η καρδιά μου προηγουμένως, όταν
άκουσα τον π. Σταύρο Κοφινά να ορίζει την «αυστηρή αυτοκριτική» ως όρο
επιτυχίας του Συνεδρίου]: Θα θέλατε να δούμε, όχι σε πόσους αυτονομημένους
κληρικούς, αλλά σε πόσες μητροπόλεις γίνονται πράγματα σαν αυτά που καυτηριάζει
η εγκύκλιος; Θα θέλατε να δούμε σε ποιες μητροπόλεις προβάλλονται δακρυρροούσες
εικόνες; Θα θέλατε να δούμε πόσοι επίσκοποι (και αντιεμβολιαστές και
εμβολιαστές) συνιστούν τον ψεκασμό με αγιασμό ως αντιβιωτικό ή υποστηρίζουν ότι
ένα μπουκαλάκι αγιασμός στην τσέπη σε γλυτώνει από ατύχημα; Θα θέλατε να δούμε
ποια μοναστήρια (της κανονικής Εκκλησίας της Ελλάδος) πωλούν δέσμες με 33
κεριά, ώστε το άναμμά τους, ένα-ένα, να είναι ευλογία για το σπίτι; Θα θέλατε
να δούμε ποια μοναστήρια πωλούν «μύρο με λαδάκι από 40 ευχέλαια που τελέστηκαν
στον πανάγιο τάφο»; Θα θέλατε να δούμε πόσοι επίσκοποι (εμβολιαστές και
αντιεμβολιαστές) διανέμουν στους πιστούς «διαβασμένα» αντικείμενα ή δάκρυα
εικόνας, και πώς; Και πώς λειτουργεί άραγε η «υποδοχή» διαφόρων επωνύμων
εικόνων σε μητροπόλεις όλης της χώρας; Και τι σημαίνει άραγε, σε λατρευτικό
επίπεδο, «αντίγραφο θαυματουργής εικόνας»; Μήπως (απλούστατα και ωμά) σημαίνει
κραταιά συμμαχία μαγείας και μαμωνά; Είναι σαν οι τόνοι μελανιού που έχουν
χυθεί για την διαύγαση της έννοιας του θαύματος, τουλάχιστον από τη δεκαετία
του 1960, να έχουν πάει στράφι. Η εκκλησιαστική δομή έχει την ικανότητα να
λαφυραγωγεί τον φωτεινό λόγο, να τον ενσωματώνει και να τον ξεδοντιάζει,
κάνοντας τόν λόγο, λόγια. Όσοι πιστοί έχουν πράγματι αποβάλει το μαγικό από τη
ζωή τους, ανήκουν σε εκκλησιαστικές κοινότητες με φωτεινή παρουσία, οι οποίες
όμως δεν δίνουν τον τόνο στο ευρύτερο θρησκευτικό σκηνικό. Επίσης, προσέξτε
παρακαλώ το εξής: Πιστοί οι οποίοι δεν προσχωρούν στη μαγική θρησκευτικότητα
ούτε παζαρεύουν την αξιοπρέπειά τους, αποχωρούν από την παγανιστική εκκλησία,
οπότε ένα σοβαρό ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί, είναι, ποια είναι η
σύνθεση των εκκλησιασμάτων που απομένουν;
Θα θέλατε να δούμε, όχι σε πόσους
αυτονομημένους κληρικούς, αλλά σε πόσες μητροπόλεις γίνονται πράγματα σαν αυτά
που καυτηριάζει η εγκύκλιος; Θα θέλατε να δούμε σε ποιες μητροπόλεις
προβάλλονται δακρυρροούσες εικόνες; Θα θέλατε να δούμε πόσοι επίσκοποι (και
αντιεμβολιαστές και εμβολιαστές) συνιστούν τον ψεκασμό με αγιασμό ως
αντιβιωτικό ή υποστηρίζουν ότι ένα μπουκαλάκι αγιασμός στην τσέπη σε γλυτώνει
από ατύχημα; Θα θέλατε να δούμε ποια μοναστήρια (της κανονικής Εκκλησίας της
Ελλάδος) πωλούν δέσμες με 33 κεριά, ώστε το άναμμά τους, ένα-ένα, να είναι
ευλογία για το σπίτι; Θα θέλατε να δούμε ποια μοναστήρια πωλούν «μύρο με λαδάκι
από 40 ευχέλαια που τελέστηκαν στον πανάγιο τάφο»; Θα θέλατε να δούμε πόσοι
επίσκοποι (εμβολιαστές και αντιεμβολιαστές) διανέμουν στους πιστούς
«διαβασμένα» αντικείμενα ή δάκρυα εικόνας, και πώς; Και πώς λειτουργεί άραγε η
«υποδοχή» διαφόρων επωνύμων εικόνων σε μητροπόλεις όλης της χώρας; Και τι
σημαίνει άραγε, σε λατρευτικό επίπεδο, «αντίγραφο θαυματουργής εικόνας»; Μήπως
(απλούστατα και ωμά) σημαίνει κραταιά συμμαχία μαγείας και μαμωνά; Είναι σαν οι
τόνοι μελανιού που έχουν χυθεί για την διαύγαση της έννοιας του θαύματος,
τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1960, να έχουν πάει στράφι.
Θερμά παρακαλώ, ας μη δώσει
κανείς ως απάντηση στα παραπάνω μια θεολογική γενικολογία περί του ποιο είναι
το γνησίως εκκλησιαστικό νόημα των εικόνων, των λειψάνων κλπ. Άλλο θέμα θέτω:
Εκτρέφουν ή δεν εκτρέφουν στην πράξη μαγική συνείδηση οι συγκεκριμένοι
χειρισμοί; Κατά την θριαμβολογική τέλεσή τους και το συνοδευτικό τσουνάμι
υποσχέσεων ιατρικής θεραπείας, αφήνεται διόλου χώρος στην εμπειρία των
αθεράπευτων αγίων; Όχι. Δεν αφήνεται! Τι περιμένετε, λοιπόν να συμβεί στην
επόμενη πανδημία;
Στο πλαίσιο αυτό θα θέσω άλλο ένα
ζήτημα, πολύ απλό και αφάνταστα δύσκολο. Ο μακαριστός και σπουδαίος Ορθόδοξος
επίσκοπος Anthony Bloom είχε χρησιμοποιήσει την τολμηρή διατύπωση churchianity
versus Christianity: εκκλησιαστικότητα εναντίον χριστιανικότητας. Ο Bloom
κατέδειξε το τεράστιο πρόβλημα, ότι μερικές φορές τον ζωντανό Θεό τον
υποκαθιστούν ιερά είδωλα, δηλαδή όχι ξόανα άλλων θρησκειών,
αλλά (εντελώς αντιφατικά και βάναυσα) τα ιερά της εκκλησιαστικής κοινότητας.
Πολλά λοιπόν από τα προβλήματα κατά την πανδημία οφείλονται στην πολυχρονεμένη
αντίληψη ότι η Εκκλησία ταυτίζεται κατ’ αποκλειστικότητα με
τον Χριστό. Ποιο είναι το πρόβλημα εδώ; Αν η Εκκλησία ταυτίζεται κατ’
αποκλειστικότητα μαζί του, αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία εμπεριέχει,
εγκιβωτίζει τον Χριστό. Έτσι όμως όλη η πίστη της Εκκλησίας για την μυστική
δράση του Χριστού, όπου αυτός επιθυμεί (μέσα κι έξω από τα κανονικά όρια της
Εκκλησίας), και όλη η πίστη της Εκκλησίας για τους αβάπτιστους αγίους, απλώς
πάει περίπατο! Η διαιώνιση της άστοχης φράσης «η εκκλησία είναι ο οίκος του
Θεού» ξέβρασε κατά την πανδημία τον τρόμο και την απόγνωση, ότι κλειστός ναός σημαίνει
κατάλυση της σχέσης με τον Χριστό. Το λεπτό και κρίσιμο σημείο εδώ είναι να
καταλάβουμε ότι με το κλείσιμο του ναού βεβαίως και δοκιμάζεται η κοινότητα
(και γι’ αυτό θεωρώ σημαντική την σώφρονα ελευθερία αλλαγής του τρόπου θείας
μετάληψης, προκειμένου η κοινότητα να συνεχίσει να μετέχει της κοινής
τράπεζας). Ωστόσο, με το κλείσιμο του ναού δοκιμάζεται η κοινότητα, όμως
δεν καταλύεται η σχέση της με τον Χριστό, και ακριβώς γι’ αυτό η
κοινότητα δύναται να ανασυγκροτηθεί ή και να λειτουργήσει
τραυματισμένη, με σαφή όμως επίγνωση ότι είναι τραυματισμένη, με σαφή επίγνωση
ότι το κλείσιμο είναι διαταραχή και με σαφή επίγνωση ότι αυτό γίνεται «δι’
ευλόγους αιτίας».
Ο Bloom κατέδειξε το τεράστιο
πρόβλημα, ότι μερικές φορές τον ζωντανό Θεό τον υποκαθιστούν ιερά είδωλα,
δηλαδή όχι ξόανα άλλων θρησκειών, αλλά (εντελώς αντιφατικά και βάναυσα) τα ιερά
της εκκλησιαστικής κοινότητας. Πολλά λοιπόν από τα προβλήματα κατά την πανδημία
οφείλονται στην πολυχρονεμένη αντίληψη ότι η Εκκλησία ταυτίζεται κατ’
αποκλειστικότητα με τον Χριστό. Ποιο είναι το πρόβλημα εδώ; Αν η Εκκλησία
ταυτίζεται κατ’ αποκλειστικότητα μαζί του, αυτό σημαίνει ότι η
Εκκλησία εμπεριέχει, εγκιβωτίζει τον Χριστό. Έτσι όμως όλη η πίστη της
Εκκλησίας για την μυστική δράση του Χριστού, όπου αυτός επιθυμεί (μέσα κι έξω
από τα κανονικά όρια της Εκκλησίας), και όλη η πίστη της Εκκλησίας για τους
αβάπτιστους αγίους, απλώς πάει περίπατο!
Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος όντως
προσπάθησε να καταδείξει ότι σ’ αυτή την περίπτωση του κλειστού ναού δεν
χάνεται η σχέση με τον Χριστό. Αλλά κι εδώ έχουμε έναν λόγο επιστρατευμένο
εκτάκτως. Δηλαδή έναν λόγο που δεν διαποτίζει την εκκλησιαστική κανονικότητα.
Δείτε για παράδειγμα την αναφορά της Συνόδου στη ρήση του Χρυσοστόμου, ότι οι
αδύναμοι που βρίσκονται στα σοκάκια έξω από τον ναό, είναι ιερότερες άγιες
τράπεζες. Αυτός ο υπέροχος Πατερικός λόγος (τον οποίο κι εγώ προσωπικά έχω
χρησιμοποιήσει εδώ και χρόνια) δεν διαπότιζε ούτε διαποτίζει την εκκλησιαστική
πρακτική, ούτε και την κυρίαρχη ευχαριστιακή θεολογία. Και, παρακαλώ, προσέξτε:
Με αυτά ούτε ακυρώνω ούτε αποκαθηλώνω την θεία Ευχαριστία. Τονίζω την εξάρτησή
της από τον ανυπόταχτο ζωντανό Θεό, προς αποφυγή αυτού που ο π. Ιωάννης
Ρωμανίδης ονόμαζε, σε άλλο πλαίσιο, «ευχαριστιακή ειδωλολατρία».
ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ
Ο Θανάσης Ν. Παπαθανασίου
γεννήθηκε το 1959. Είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Ιεραποστολικής,
Διαπολιτισμικής Χριστιανικής Μαρτυρίας και Διαλόγου, στην Ανώτατη Εκκλησιαστική
Ακαδημία
Αθηνών. Διευθύνει το περιοδικό «Σύναξη» και είναι μέλος της European Society for Intercultural
Theology and Interreligious Studies. Διδάσκει επίσης στο μεταπτυχιακό
πρόγραμμα του Ελληνικού
Ανοικτού Πανεπιστημίου. Ζει στην Αθήνα με την σύζυγό του Ελένη Ταμαρέση και τον
γιο τους
Αλέξανδρο-Αρέθα.
Το άρθρο αποτελεί την εναρκτήρια
ομιλία (5-10-2022) του συγγραφέα στο διεθνές συνέδριο «Φροντίζοντας για την
ανθρωπότητα σήμερα, μεριμνούμε για την ανθρωπότητα του αύριο», διοργανωμένο από
το “Δίκτυο του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την ποιμαντική διακονία στον χώρο
της υγείας”, Ρόδος 5-9 Οκτωβρίου 2022. Προσεχώς θα εκδοθεί επιμελημένο και
συμπληρωμένο.
Το εικαστικό θέμα είναι έργο του
Αμερικανού καλλιτέχνη Edward Knippers με τίτλο «Ο Ιακώβ παλεύοντας με τον
Άγγελο», 2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου