β. Το
σνομπάρισμα της αγάπης.
Κατά την πανδημία αμφισβητήθηκε το πρωτείο
της αγάπης από τρεις πλευρές:
1. Από όσους πλειοδοτούν μεν υπέρ της αγάπης,
αλλά το κάνουν υποκριτικά, έχοντας στόχο απλώς να στηρίξουν τον κυβερνητικό
προσανατολισμό στην «ατομική ευθύνη» και τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης,
και παραβλέπουν (προκλητικά, κατά τη γνώμη μου) το έλλειμμα αγάπης του
νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος αποσαθρώνει το δημόσιο σύστημα υγείας.
2. Το πρωτείο της αγάπης αμφισβήτησαν οι
φονταμενταλιστές που εμφορούνται από «ιερό πείσμα» και διεκδικούν το ατομικό
δικαίωμά τους στις τελετές (το ατομικό δικαίωμά τους στη σωτηρία), αδιαφορώντας
για το αν θέτουν σε κίνδυνο αδελφούς τους. Και
3. Το πρωτείο της αγάπης το αμφισβήτησαν
μη-φονταμενταλιστές, θιασώτες της ευχαριστιακής θεολογίας, οι οποίοι αντιλαμβάνονται
την αγάπη μόνο ως εκπήγασμα της θείας Ευχαριστίας, και ως εκ τούτου δεν
συμμερίζονται την επίκληση της αγάπης αν δεν τελείται θεία Ευχαριστία. Κατά τη
γνώμη μου, αυτή η θέση είναι ένα ριτουαλιστικό κρεσέντο, που δεν αντιλαμβάνεται
ότι η αγάπη δεν είναι μόνο εκπήγασμα της θείας Ευχαριστίας, αλλά και προϋπόθεσή
της και μήτρα της. Αγίους που δεν κοινώνησαν έχουμε. Αγίους που δεν αγάπησαν,
δεν έχουμε*.
Αυτή, η τρίτη περίπτωση, είναι ιδιαίτερα σοβαρή, διότι, όπως είπα, δεν αφορά
στενόμυαλους φονταμενταλιστές, αλλά ανθρώπους με σημαντικό θεολογικό στίγμα,
στην φωτεινότερη πλευρά της θεολογίας μας.
γ. Η
βιοπολιτική
Βιοπολιτική είναι η άσκηση επιτήρησης και
παρέμβασης (από εθνικές κυβερνήσεις ή / και υπερεθνικούς φορείς) όχι απλώς πάνω
στις πράξεις των ανθρώπων (αυτή είναι η κλασική άσκηση διακυβέρνησης), αλλά
πάνω στην ίδια την ανθρώπινη υπόσταση: στη σωματικότητα και στη βιολογική
σύστασή της. Προχωρημένο στάδιο της βιοπολιτικής είναι η ψυχοπολιτική,
δηλαδή η άσκησή της με τη συναίνεση των πολιτών, συναίνεση όχι εξαναγκασμένη,
αλλά –αντιθέτως– αυτάρεσκη. Οι σχετικές συζητήσεις μαίνονται διεθνώς
(μιλώ για σοβαρές συζητήσεις, όχι για γελοιότητες συνομωσιολόγων), και έχουν
σχέση με τον λεγόμενο «τεχνικό μετανθρωπισμό» και με τα όνειρα «αναβάθμισης»
της ανθρώπινης ύπαρξης μέσω της προηγμένης τεχνολογίας και των ιατρικών
εφαρμογών.
Η συγκυρία είναι πάρα πολύ κρίσιμη και δεν
μπορεί να προσπεραστεί, καθόσον αφορά κατ’ εξοχήν το σκηνικό από δω και πέρα.
Την οικονομική κρίση (με την επιβολή πάνω στις πράξεις) την διαδέχθηκε η
πανδημία (με την επιβολή πάνω στη βιολογική υπόσταση). Ότι δεν πρόκειται απλώς
για μια υγειονομική διαχείριση, αλλά ότι υπάρχει πολιτικο-οικονομική βούληση
για αλλαγή του κόσμου με εφαλτήριο την πανδημία, χρειάζεται να το λάβουμε
υπόψη, όχι για να γινόμαστε φαιδρότεροι του «Αστερίξ», αλλά επειδή
σπαζοκεφαλιάζουμε με τις επίσημες δηλώσεις συστημικών παραγόντων, όπως ο πολύς
Κλάους Σβαμπ, ιδρυτής του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, ο οποίος το 2021
εξέδωσε, με τον Τιερί Μαλερέ, το βιβλίο με τον εμβληματικό τίτλο «Η μεγάλη
επανεκκίνηση» – τίτλο ο οποίος έχει γίνει τεχνικός όρος στο στόμα πολλών
πολιτικών.
Παραθέτω την εξαιρετική σύνοψη που κάνει ο
εμβριθής μελετητής των κινημάτων του τεχνικού μετανθρωπισμού, Θεοφάνης Τάσης,
με τη συνδρομή του μεγάλου Γιούργκεν Χάμπερμας: Ο υπερανθρωπισμός και ο
τεχνικός μετανθρωπισμός, λέει,
«δεν εμπιστεύονται τις πολιτικές και
κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που επιδιώκουν την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, αλλά
την επιστημονική και τεχνική εξέλιξη. Αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης, όπως επίσης
η ατομοκεντρικότητά τους, οφείλονται στο ότι διαμορφώθηκαν σε μια περίοδο με
κύρια χαρακτηριστικά: α΄) Την απελευθέρωση και απορρύθμιση των οικονομικών
αγορών. β΄) Την μείωση των δημοσίων δαπανών για κοινωνικά αγαθά, όπως η υγεία
και η εκπαίδευση. γ’) Την εργασιακή ανασφάλεια, την ιδιωτικοποίηση δημοσίων
επιχειρήσεων και υπηρεσιών. δ΄) Την αποδυνάμωση της έννοιας του κοινού αγαθού,
όπως επίσης της κοινότητας, και την αντικατάστασή της με την έννοια της
ατομικής ευθύνης. Αμφότεροι [ο υπερανθρωπισμός και ο τεχνικός μετανθρωπισμός]
αποτελούν σε σημαντικό βαθμό “ένα εκρηκτικό μίγμα δαρβινισμού και ιδεολογίας
της ελεύθερης αγοράς, που διαδόθηκε υπό την αιγίδα της Pax Britannica κατά τη
μετάβαση από τον 19ο στον 20ό αιώνα, το οποίο μοιάζει ν’ ανανεώνεται σήμερα
στον αστερισμό του παγκόσμιου πλέον νεοφιλελευθερισμού”».
Ποιο είναι για μας το κρίσιμο σημείο εδώ; Ότι
ο προβληματισμός για την βιοπολιτική έχει εγκαταλειφθεί στη διαστροφή των
φονταμενταλιστών και ως εκ τούτου απαξιώνεται. Οι μη φονταμενταλιστές
χριστιανοί, στην έγνοια τους (ή μερικοί και στη φιλοδοξία τους) να
αντιδιασταλούν από τους φονταμενταλιστές και τους συνωμοσιολόγους, συνήθως
αποδέχονται άκριτα τις κυβερνητικές πολιτικές επιλογές, υπό την κοινότοπη και
εν τέλει ανούσια αιτιολογία ότι «δεχόμαστε την επιστήμη ως δώρο του Θεού στον
άνθρωπο». Μένοντας όμως οι μη-φονταμενταλιστές σε αυτή την αδούλευτη διακήρυξη,
δεν συζητούν πλήθος κρίσιμων ζητημάτων, όπως π.χ. ότι κάθε απόφαση που αφορά
την ιατρική έχει ιδεολογικό πρόσημο, ότι οι επιστημονικές επιλογές έχουν και
πολιτισμικά χαρακτηριστικά, ότι ο επιστημονισμός προσπερνά τις ποιότητες,
βλέπει όλη τη ζωή ως χημεία και ως ποσότητες μετρήσιμες (και άρα εξουσιάσιμες),
κι από πάνω ισχυρίζεται ότι αυτό είναι μια υπερ-ιστορική πραγματικότητα που δεν
υπόκειται ούτε σε κριτική, ούτε σε αλλαγή.
Ποιο είναι για μας το κρίσιμο σημείο εδώ; Ότι
ο προβληματισμός για την βιοπολιτική έχει εγκαταλειφθεί στη διαστροφή των
φονταμενταλιστών και ως εκ τούτου απαξιώνεται. Οι μη φονταμενταλιστές
χριστιανοί, στην έγνοια τους (ή μερικοί και στη φιλοδοξία τους) να
αντιδιασταλούν από τους φονταμενταλιστές και τους συνωμοσιολόγους, συνήθως
αποδέχονται άκριτα τις κυβερνητικές πολιτικές επιλογές, υπό την κοινότοπη και
εν τέλει ανούσια αιτιολογία ότι «δεχόμαστε την επιστήμη ως δώρο του Θεού στον
άνθρωπο». Μένοντας όμως οι μη-φονταμενταλιστές σε αυτή την αδούλευτη διακήρυξη,
δεν συζητούν πλήθος κρίσιμων ζητημάτων, όπως π.χ. ότι κάθε απόφαση που αφορά
την ιατρική έχει ιδεολογικό πρόσημο, ότι οι επιστημονικές επιλογές έχουν και
πολιτισμικά χαρακτηριστικά, ότι ο επιστημονισμός προσπερνά τις ποιότητες,
βλέπει όλη τη ζωή ως χημεία και ως ποσότητες μετρήσιμες (και άρα εξουσιάσιμες),
κι από πάνω ισχυρίζεται ότι αυτό είναι μια υπερ-ιστορική πραγματικότητα που δεν
υπόκειται ούτε σε κριτική, ούτε σε αλλαγή.
Παράλληλα μ’ αυτά, έχει μεγάλη σημασία η
προάσπιση του δημόσιου χώρου και των ελευθεριών (μπορεί να ακουστεί παράδοξο,
αλλά κατά τη γνώμη μου έχει μεγάλη σημασία η διένεξη για την περιφορά του
επιταφίου και για την πορεία του Πολυτεχνείου). Έχει επίσης μεγάλη σημασία ο
κοινωνικός έλεγχος των διαχειριστών των mega data, και η αντίσταση στον
σαρωτικό οικονομισμό. Ενδεικτικά επαναλαμβάνω κάτι το οποίο είχα αναφέρει και
σε ομιλία μου σε μια εξαιρετική σειρά μαθημάτων που διοργάνωσε την προηγούμενη
ακαδημαϊκή χρονιά ο ομότιμος καθηγητής (και πρεσβύτερος) Δημήτριος Λινός: Εδώ
και χρόνια επισημαίνεται πώς οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες αξιοποιούν την
ιατρική τεχνολογία, την αποκρυπτογράφηση του γονιδιώματος κλπ, ώστε να μην
αναλαμβάνουν ασφάλιση ανθρώπων οι οποίοι έχουν προδιαγραφεί ως ευάλωτοι σε
ασθένειες. Το δε 2018 στο World Economic Forum (Davos Agenda) ο κ. Άλμπερτ Μπουρλά (διευθύνων σύμβουλος
φαρμακευτικού κολοσσού) χαρακτήρισε «συναρπαστικά» όσα συμβαίνουν στο πεδίο της
ιατρικής τεχνολογίας και ανακοίνωσε ότι η ομοσπονδιακή αμερικανική υπηρεσία
Food and Drug Administration είχε ήδη εγκρίνει το πρώτο χάπι με ηλεκτρονικό
εξοπλισμό, το οποίο, μόλις το λάβει ο ασθενής, στέλνει σήμα ότι ελήφθη. Πού
στέλνει το σήμα; Το λέει ο ίδιος ο κ. Μπουρλά: στην ασφαλιστική εταιρία, για να
βεβαιώνεται αυτή ότι ο ασφαλισμένος δεν παραλείπει την φαρμακευτική αγωγή, η
οποία αποτρέπει (για την εταιρία) τον ασφαλιστικό κίνδυνο. Φαντάζομαι όμως ότι
όσοι ενθουσιάζονται με αυτά τα «συναρπαστικά» δεν θα δέχονταν να έχουν
αντίστοιχα και οι πολίτες ηλεκτρονική πρόσβαση στα σώματα των μελών της
διοίκησης αυτών των εταιρικών κολοσσών, για να ενημερώνονται για τους
σχεδιασμούς τους!
Μπορεί να πει κανείς ότι όλα αυτά δεν αφορούν
την Εκκλησία. Κατά τη γνώμη μου την αφορούν και την παρα-αφορούν. Αν η Εκκλησία
περιορίζεται (όπως άστοχα λέγεται) στα του οίκου της, τότε γίνεται μια
συντεχνιακή φωνή. Αντιθέτως, Εκκλησία πιστή στην αποστολή της είναι αυτή που
νοιάζεται για κάθε εικόνα του Χριστού και για τον κόσμο σύμπαντα, και όχι μόνο
για τα μέλη της. Εδώ άλλωστε έγκειται και η διαφορά μεταξύ μιας αληθινά
απελευθερωτικής δυναμικής αφενός και των λαϊκιστικών δεξιών κινημάτων, τα οποία
παγκοσμίως αναπτύσσουν μεν μια ρητορική με σημαία τον λαό και την ελευθερία από
τις ελίτ, αλλά εμφορούνται από μισαλλοδοξία και δίψα ολοκληρωτισμού.
Είναι λεπτή και αποφασιστικής σημασία η διάκριση αυτή. Μας την θυμίζει
χαρακτηριστικά μια φωνή extra muros, ο «άθεος Χριστιανός» Σλοβένος φιλόσοφος
Σλάβοι Ζίζεκ. «H αυθεντική χριστιανική κληρονομιά», γράφει, «είναι εξαιρετικά
πολύτιμη για να την εγκαταλείψουμε σε φονταμενταλιστικά εκτρώματα».
5. Αν
«ναι στην αναμέτρηση», τότε πώς;
Υποστήριξα ότι η δυνατότητα θεραπείας της
διχόνοιας συναρτάται με την έκθεση στη συζήτηση, την έκθεση στο να μιλήσεις και
την έκθεση στο να ακούσεις – να αναμετρηθείς. Φτάνω λοιπόν στο τελευταίο
κομβικό ζήτημα.
Δεν θα βρεθεί, νομίζω, κάποιος που μην
υπερθεματίσει υπέρ του διαλόγου. Ωστόσο πολύ αμφιβάλλω αν αυτή η υπερθεμάτιση
είναι πάντα ειλικρινής. Τρία θέματα θα επισημάνω εδώ, τα οποία έχουν σχέση και
με την μορφή που έχουν (ή που μπορεί να πάρουν στο εξής) οι εκκλησιαστικές
κοινότητες, καθώς πλέον η συγκρότηση διαδικτυακών κοινοτήτων (online
religiosity) θέτει σε δοκιμασία τις ενσώματες, τοπικές κοινότητες (offline
religiosity):
Αν η Εκκλησία περιορίζεται (όπως άστοχα
λέγεται) στα του οίκου της, τότε γίνεται μια συντεχνιακή φωνή. Αντιθέτως,
Εκκλησία πιστή στην αποστολή της είναι αυτή που νοιάζεται για κάθε εικόνα του
Χριστού και για τον κόσμο σύμπαντα, και όχι μόνο για τα μέλη της. Εδώ άλλωστε
έγκειται και η διαφορά μεταξύ μιας αληθινά απελευθερωτικής δυναμικής αφενός και
των λαϊκιστικών δεξιών κινημάτων, τα οποία παγκοσμίως αναπτύσσουν μεν μια
ρητορική με σημαία τον λαό και την ελευθερία από τις ελίτ, αλλά εμφορούνται από
μισαλλοδοξία και δίψα ολοκληρωτισμού. Είναι λεπτή και αποφασιστικής
σημασία η διάκριση αυτή. Μας την θυμίζει χαρακτηριστικά μια φωνή extra muros, ο
«άθεος Χριστιανός» Σλοβένος φιλόσοφος Σλάβοι Ζίζεκ. «H αυθεντική χριστιανική
κληρονομιά», γράφει, «είναι εξαιρετικά πολύτιμη για να την εγκαταλείψουμε σε
φονταμενταλιστικά εκτρώματα».
α΄. Ερωτώ: Υπάρχουν δομές συζήτησης μέσα στις
εκκλησιαστικές κοινότητες; Δηλαδή το λειτούργημα της συζήτησης είναι άραγε
θεσμικά οργανικό μέρος των επισκοπών και των ενοριών, όπως π.χ. είναι θεσμικά
οργανικό μέρος τους η λατρεία ή η ιεροσύνη; Δεν μιλώ για το αν κατά
τόπους υπάρχει η αξιέπαινη προσωπική διάθεση κάποιων ποιμένων για συζήτηση. Μιλώ
για οργανική, θεσμική θέση της διαβούλευσης στο εκκλησιαστικό σώμα. Και η
απάντηση είναι πως ούτε υπάρχει ούτε είναι επιθυμητή από την εκκλησιαστική
ηγεσία.
β΄. Αν όντως θεωρούμε σημαντική την συζήτηση,
μπορούμε άραγε να αναλογιστούμε τι σημαίνει η πεποίθηση ότι θεσμικά η λήψη όλων
των αποφάσεων ανήκει ατομικά στον επίσκοπο; Παρακαλώ, ας μην παίξουμε με τις
λέξεις, σπεύδοντας να διακηρύξουμε δυσανεξία προς τη λέξη «ατομικά», επ’
ωφελεία της λέξης «προσωπικά». Αυτά είναι παιχνιδάκια, που αφήνουν απείραχτη μια
προβληματική κατάσταση. Αν πιστεύεται ότι ο επίσκοπος αποφασίζει ολομόναχος
(είτε το πείτε «ατομικά» είτε το πείτε «προσωπικά»), αν δηλαδή πιστεύεται ότι ο
επίσκοπος εμπεριέχει τα πάντα και απλώς, ανάλογα με τις περιστάσεις,
αναθέτει σε πρεσβυτέρους και λαϊκούς κάποια από τα λειτουργήματα που ο
ίδιος ipso jure εμπεριέχει, τότε ανακύπτει ένα συντριπτικό πρόβλημα: Αν ο
επίσκοπος εμπεριέχει τα πάντα, τότε καταργείται το Σώμα. Τα έχει πει ο
απόστολος Παύλος, στην εκκλησιολογία του οποίου ο επίσκοπος είναι ένα από
τα μέλη της Εκκλησίας και έχει το δικό του χάρισμα, αναμφίβολα πολύτιμο,
πάντως ένα από τα χαρίσματα του Σώματος. Καθένα από τα άλλα
μέλη της Εκκλησίας έχει το δικό του χάρισμα, το οποίο πηγάζει από την μετοχή
του στον Χριστό – όχι από τον επίσκοπο. Το χάρισμα του επισκόπου είναι να
συνάγει αυτή την ποικιλία χαρισμάτων, ώστε πράγματι να συγκροτείται Σώμα, και
ώστε τα χαρίσματα με πραγματώνονται σε διακονήματα. Είναι πολύ σημαντικό λοιπόν
να αφουγκραστούμε την εκκλησιολογία εκείνη η οποία νοεί τον επίσκοπο όχι ως
άτομο, αλλά ως «συλλογική προσωπικότητα», δηλαδή ως πρόσωπο το οποίο δεν μπορεί
να νοηθεί από μόνο του, αλλά ως ύπαρξη εν συνόδω, δηλαδή ως πρόεδρος της
συνόδου των πρεσβυτέρων και της συμμετοχής των λαϊκών.
γ΄ και τελευταίο. Χρειάζεται να μας προβληματίσει
το εξής φαινόμενο, το οποίο σχετίζεται με τον λαϊκιστικό φονταμενταλισμό, που
προανέφερα. Κριτική (και μάλιστα ανελέητη) κατά της επισκοπικής μοναρχίας
αναπτύσσεται κάποιες φορές από πρεσβυτέρους κάποιων ιδιαίτερων ενοριών, οι
οποίες φέρουν ολοκληρωτικά το στίγμα του πνευματικού ηγέτη τους. Σε αυτές τις
περιπτώσεις έχουμε κάτι εφιαλτικά αντιφατικό: Από τη μια ακούγεται ηχηρά η
απαίτηση προς τους επισκόπους για συνοδικότητα, όμως στο εσωτερικό των εν λόγω
ενοριών η συνοδικότητα είναι δροσιά που εξατμίζεται μόλις αγγίζει την πύρινη
προσωπικότητα του γέροντα. Είναι ένας ολοκληρωτισμός που απλώς εναντιώνεται
ανταγωνιστικά στον ολοκληρωτισμό άλλων. Το θέμα χρειάζεται εξαιρετική προσοχή,
διότι συχνά συνοδεύεται από το φαινόμενο, λαϊκή βάση να υπάρχει στις
φονταμενταλιστικές περιπτώσεις (όσο κι αν αυτή η λαϊκή βάση είναι απλώς
κοπάδι), και να μην αφήνεται χώρος για λαϊκή βάση (ή αυτή να είναι εξαιρετικά
ισχνή) στις περιπτώσεις μη-φονταμενταλιστών ποιμένων.
Επίλογος
Σταματώ εδώ. Και ελπίζω ολόκαρδα να έχουμε
θεραπευτικές αφορμές
για στοχασμό και αναστοχασμό,
για την έκθεσή μας στο ομιλείν και στο
ακούειν,
για την πάλη μας και με τον ναρκισσισμό του
ανθρώπου που νιώθει δικαιωμένος, και με το τραύμα του ανθρώπου που νιώθει
ματαιωμένος.
......................................................................................................................................................
* Οι
άνθρωποι αυτοί κοινώνησαν τον Χριστό μυστικά, με ιερέα τον ίδιο τον πρωθιερέα
Χριστό, όπως άλλωστε και οι αβάπτιστοι άγιοι βαπτίστηκαν μυστικά από τον Χριστό
και είναι μέλη της Εκκλησίας του.
ΒΙΒΛΟΓΡΑΦΙΚΗ
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Συναφώς και ενδεικτικά βλ. Θανάση Ν.
Παπαθανασίου,
– «Τρεις σημειώσεις για το ειδύλλιο πανδημίας
και πανδαιμόνιου», Σύναξη 156 (2000), σσ. 35-44.
– «Ποιός χρειάζεται στιφάδο από τον
Ντοστογιέφσκι; Μεταλλάξεις θρησκευτικότητας σήμερα», Σύναξη 160
(2021), σσ. 57-67.
– «”Μακριά απ’ την παρουσία σου πού να φύγω;”
(Ψαλμ. 139: 7). Μια Ορθόδοξη κατάφαση της δράσης του Θεού έξω από τα κανονικά
όρια της Εκκλησίας», Σύναξη 120 (2011), σσ. 16-31.
Το άρθρο αποτελεί την εναρκτήρια ομιλία
(5-10-2022) του συγγραφέα στο διεθνές συνέδριο «Φροντίζοντας για την
ανθρωπότητα σήμερα, μεριμνούμε για την ανθρωπότητα του αύριο», διοργανωμένο από
το “Δίκτυο του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την ποιμαντική διακονία στον χώρο
της υγείας”, Ρόδος 5-9 Οκτωβρίου 2022. Προσεχώς θα εκδοθεί επιμελημένο και
συμπληρωμένο.
1 σχόλιο:
ΤΕΛΕΙΟΟΟ...!!!!
Δημοσίευση σχολίου