Ἔλεγαν γιὰ κάποιον γέροντα στὴ
Σκήτη ὅτι πέθαινε, καὶ οἱ ἀδελφοὶ στάθηκαν γύρω στὸ
κρεβάτι του, τὸν τακτοποίησαν καὶ
ἄρχισαν νὰ κλαῖνε.
Ἐκεῖνος ἄνοιξε τὰ μάτια του καὶ γέλασε· μετὰ ἀπὸ λίγο πάλι γέλασε· ἔπειτα
γέλασε καὶ τρίτη φορά.
Τὸν
παρακάλεσαν τότε οἱ ἀδελφοί:
-
Πές μας, ἀββᾶ, γιατί ἐμεῖς κλαῖμε καὶ ἐσὺ γελᾶς;...
Ἐκεῖνος τοὺς ἀποκρίθηκε:
-
Τὴν πρώτη φορὰ γέλασα, γιατί ὅλοι
σας φοβᾶστε τὸν θάνατο· τὴ δεύτερη, γιατί δὲν
εἶστε ἕτοιμοι καὶ τὴν τρίτη φορὰ γέλασα, γιατί ἀπὸ
τὸν κόπο πηγαίνω στὴν
ἀνάπαυση.
Μόλις
τὸ εἶπε αὐτό, ἀμέσως κοιμήθηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου