Ώρα βαθειά ορθρινή. Με
την άχραντη την ησυχία να κυκλώνει τον άδειο το ναό, μα περισσότερο με το λιτό
το φως των καντηλιών που απομένει μιαν αψεγάδιαστη μαρτυρία για τον τρόπο με
τον οποίο βιώνεται η κάθε Ακολουθία, η κάθε γιορτή. Γιατί στις μέρες μας
πλήθυναν τα φώτα, τα πολλά τα φώτα, άνοιξαν οι τεράστιοι προβολείς και
καταυγάσανε τον κόσμο ολόκληρο, σε σημείο ώστε να μην υπάρχει αφώτιστος τόπος.
Μόνο που οι ψυχές των ανθρώπων έπαψαν να φωτίζονται πια γιατί δεν έχουν ανάγκη πλέον τον Θείο φωτισμό, που ξεκινάει
από το λιτό, το ταπεινό το λαδοκάντηλο και στη συνέχεια μεταφέρεται στο
μελισσοκέρι, που καίνε, ως άλλη θυσία και προσφορά στα ιερά τα εικονίσματα.
Σεργιανάς απόψε, λίγο πριν αρχίσουν οι Μεγάλες Ώρες των
Χριστουγέννων στο μισοσκότεινο ναό και πασχίζεις να διακρίνεις αλλοτινές,
περασμένες σήμερα, Ιερές Ακολουθίες, ωσάν αυτήν που σε λίγο θ’ αρχίσει. Και δεν
είναι τούτη η αναπόληση μια αρρωστημένη απόπειρα συναισθηματικής φόρτισης και νοσταλγίας, αλλά μια βεβαιωμένη
ιστορική στιγμή που ανακαλείται τούτη την ιερή ώρα, ως αδιάκοπη συνέχιση της
αποστολής αυτής της, έστω και ταπεινής κι ελάχιστης, ενοριακής κοινότητας.
Σκέφτεσαι πως εκείνοι οι απλοί παπάδες ξεκινούσαν μέσα στη νυχτωμένη πολίχνη,
με όποιον καιρό, να βρεθούν στο ναό εγκαίρως, να χτυπήσουν τις καμπάνες
θραύοντας το κέλυφος της ησυχίας και της σιγής του ύπνου που μηνύει το θάνατο,
για να κληθούν οι πιστοί και να μάθουν
«ότι ετέχθη ημίν σήμερον Σωτήρ», όπως επίσης να καταλάβουν πως η νοητή κλίμακα
του εγκόσμιου βίου τους, που οδηγεί στον Ουρανό, αρχίζει από τη σπηλιά, τη
φάτνη, την περιφρόνηση του κόσμου, που γίνεται συνδρομή Θεού και μεταβάλλεται,
μεταποιείται σε ζωή φωτεινή. Φυσικά το Φως εκείνο δεν εκπέμπεται από προβολείς
και άλλες πηγές τεχνητού φωτός, αλλά από τον Ήλιο της Δικαιοσύνης, που σκύβει
και θερμαίνει κάθε παγωμένη ψυχή, καταυγάζει Μορφές και Ήρωες της πίστεως με
εκείνο το χρυσαφένιο το Φως, το λιτό και θεοφύλακτο, γιατί αναντίρρητα το Φως
εκείνο δε σβύνει, δεν αυξομειούται μήτε υφίσταται τις συνήθεις διακοπές που
γνωρίζουμε στον κόσμο.
Κι αυτή την τρισόλβιο ώρα δεν μπορείς να μην ακολουθήσεις
τα βήματα της ψυχής και να μη θυμηθείς το γνήσιο χρυσαφένιο Φως που άφησαν τα
κεριά και κι πολυέλαιοι του παλιού ναού του χωριού σου, αφού καίγανε «έλαιον
αγαλλιάσεως» μαζεμένο με πολλούς κόπους από τους παλιούς Κληματιανούς και
προσφερόταν «θυσίαν αινέσεως», προσευχή και ευχετήριος λόγος στο Άγιο Νήπιο.
Ξεκλείδωναν τότε οι
καρδιές, άνοιγαν οι θύρες της ψυχής κι
έφτανε το φως εκείνο το κεχριμπαρένιο, το θεϊκό, λες κι έβγαινε, ευλογία
θεόσταλτη, από τις Εικόνες για να τους
δείχνει το δρόμο στο υπόλοιπο του βίου τους. Γιατί ξέρανε πως ακολουθούσαν πολλά
σκοτάδια, από την κακία που απλωνόταν όπως η επιδημία, από το εγώ κάποιων, που
οι κύκλοι του άνοιγαν όπως όταν ρίξεις
λιθάρι στα ήρεμα νερά κι αρχίζουν οι κυματισμοί…..
Τα σκέφτεσαι όλα τούτη την ιερή ώρα και προσπαθείς να προκόψεις να τα κρατήσεις μέσα σου, ως
ιερή παρακαταθήκη από τα φωτεινά Χριστούγεννα που προχωράνε προς τη δύση τους,
όπως ο ήλιος στο τέλος της ημέρας. Το μόνο που
απομένει είναι η ζεστασιά του Ηλίου της Δικαιοσύνης, όχι εκείνου που
μνημονεύει ο ποιητής, αλλά της Εκκλησίας.
π. Κωνστ. Ν. Καλλιανός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου