Διάβασα
ένα μικρό άρθρο του Γιώργου Σιακαντάρη
που είναι δρ. Κοινωνιολογίας, που έχει μια σκέψη την οποία δεν είχα σκεφθεί
μέχρι τώρα, αν και ζούσα έντονα στην πράξη, ότι τα βιβλία που αγοράζουμε και
θέλουμε να διαβάσουμε και δεν το κατορθώνουμε, μας δείχνουν την θνητότητά μας,
ότι δηλαδή, καταλαβαίνουμε ότι όσο περνάει ο χρόνος της ζωής μας και
συνειδητοποιούμε ότι είμαστε θνητοί.
Κατ’ αρχάς σημειώνει ότι, σύμφωνα με
τις έρευνες, ένας στους δύο Έλληνες δεν διαβάζει κανένα βιβλίο τον χρόνο, και
40ο/ο ένα έως τρία βιβλία τον χρόνο. Μόνο το 10ο/ο στην
Ελλάδα διαβάζει περισσότερα βιβλία τον χρόνο.
Έπειτα, σημειώνει ότι, όποιος είναι
βιβλιόφιλος προμηθεύεται ένα βιβλίο που θέλει να διαβάσει, στην συνέχεια αποκτά
μεγάλο άγχος «για το που θα χωρέσουν και πότε θα τα διαβάσει». Από την μικρή
του ηλικία συγκεντρώνει βιβλία που τα θεωρεί ως σπουδαία και τα άφησε στην άκρη
για να τα διαβάσει με την πρώτη ευκαιρία, ύστερα προστέθηκαν άλλα βιβλία
νεώτερα που τα θεωρεί πιο ενδιαφέροντα.
Όλα αυτά τα βιβλία τοποθετούνται στις
βιβλιοθήκες αναμένοντας την ανάγνωσή τους. έπειτα καλύπτονται από νεώτερα
βιβλία. Οπότε, «δεν σου κάνει η ψυχή να βγάλει κανένα από τις βιβλιοθήκες. Ούτε
τα παλιά ούτε τα καινούργια. Ε, κάποια
στιγμή τα αγαπημένα βιβλία της νιότης
του σκεπάζονται εντελώς από τα νεότερα αγαπημένα. Του μένει μετά να
«θυμάται» πως από πίσω είναι οι παλιές «αγάπες».
΄Ετσι ο
άνθρωπος αισθάνεται ότι περνά πολύ γρήγορα
ο χρόνος της ζωής του «από τα μάτια και το μυαλό του». «Όσο κυλά ο
χρόνος και τα βιβλία προστίθενται, συνειδητοποιεί την θνητότητά του. Όσο και να
διαβάζει, τα αδιάβαστα βιβλία του αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο».
Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος έτσι
καταλαβαίνει ότι περνά ο χρόνος και ότι τα βιβλία του δηλώνουν την θνητότητά
του.
Οπότε, «τα βιβλία είναι οι φωτογράφοι
της ψυχής του-του ανθρώπου- και οι βιβλιοθήκες οι ληξίαρχοί του», που δείχνουν όχι μόνον την ηλικία του,
αλλά και τις επιθυμίες του μέσα στην πορεία του χρόνου. Φυσικά, αναπτύσσεται
και η μελαγχολία από το πέρασμα του χρόνου, και την αποτυχία στις πρώτες «αγάπες» του, στα βιβλία που προμηθεύτηκε
κάποτε και παραμένουν αδιάβαστα σαν τα ίδια να του παραπονούνται.
Πράγματι, ερωτική είναι η σχέση του
ανθρώπου με τα βιβλία, και η μη πραγματοποίηση αυτής της επιθυμίας του τον
γεμίζει με θλίψη και απόγνωση, δηλαδή συμπορεύεται η χαρά της συνάντησης με τον
συγγραφέα κάθε βιβλίου με την απόγνωση της αποτυχίας.
Αυτό αισθάνεται ο αναγνώστης ως προς
την θνητότητά του, το αισθάνεται και ο συγγραφέας που γράφει βιβλία για να
διατυπώσει τις μυστικές του επιθυμίες και συνήθως βιώνει την υπέρβασή τους από
νέες επιθυμίες, με αποτέλεσμα κάποτε να πεθαίνει αφήνοντας μισοτελειωμένο ένα
καινούργιο έργο του.
Αυτά σημαίνουν ότι τα βιβλία μας
κάνουν να συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε θνητοί, αλλά τουλάχιστον να διαβάζουμε
βιβλία που μας δίνουν νόημα ζωής, το οποίο υπερβαίνει τον χρόνο και τον θάνατο.
Ν. Ι. «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ», τ.
314
1 σχόλιο:
ΩΡΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΟΝΤΩΣ.
ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΘΕΙ.
Δημοσίευση σχολίου