του συνεργάτη μας ΛΑΜΠΡΟΥ ΣΚΟΝΤΖΟΥ,
Θεολόγου – καθηγητού
Μέσα στην σωματική και πνευματική νωχέλεια του καλοκαιριού η Εκκλησία μας προβάλει, ως μια δροσερή νοητή όαση και πνευματική ανάταση, τη μεγάλη εορτή της Παναγίας μας. Το δεκαπενταύγουστο, ή όπως το ονομάζουν πολλοί «το Πάσχα του καλοκαιριού», αποτελεί έναν σπουδαίο εορτολογικό σταθμό του εκκλησιαστικού ενιαυτού. Η κορυφαία αυτή εορτή είναι για ολόκληρη την Ορθοδοξία και ιδιαίτερα για μας του Έλληνες, που ευλαβούμαστε τη Θεοτόκο κατά τρόπο ξεχωριστό, μια ευκαιρία να εκφράσουμε ολόθυμα την τιμή μας προς το ιερό Της πρόσωπο, κι αυτό διότι η προσωπική και εθνική μας ζωή είναι συνυφασμένη με την υψηλή σκέπη και προστασία της Μεγάλης Μάνας, του κόσμου. Μεγάλα προσκυνηματικά κέντρα της χάρης Της (Τήνος, Πάρος, Βέρμιο, κ.α.) θα γίνουν και φέτος πόλοι έλξης χιλιάδων πιστών. Ακόμα πλήθος άλλων ναών αφιερωμένοι στην σεπτή Της Κοίμηση θα πανηγυρίσουν λαμπρά και θα τιμήσουν όπως πρέπει την έξοδό Της από τον κόσμο και την είσοδό Της στην ατέρμονη αιωνιότητα και την περίλαμπρη δόξα.
Τα ιερά βιβλία της Καινής Διαθήκης δεν αναφέρουν δυστυχώς τίποτε για την ζωή της Παναγίας μας μετά την Ανάσταση του Κυρίου και την Πεντηκοστή. Την σιωπή αυτή έρχεται να αναπληρώσει η ιερά Παράδοση της Εκκλησίας μας, η οποία, όπως είναι γνωστό, μαζί με την Αγία Γραφή, αποτελεί την πηγή της πίστεώς μας. Η ευσέβεια, ο σεβασμός και αγάπη των πιστών της ιεροσολυμίτικης εκκλησίας προς την Θεοτόκο διέσωσαν ορισμένα στοιχεία της ζωής Της, τα οποία καταγράφηκαν αργότερα στα έργα των Πατέρων και στην υμνολογία της Εκκλησίας μας.
Σύμφωνα με αυτά η Μητέρα του Κυρίου μας μετά την Ανάσταση του Κυρίου παρέμεινε ένα απλό, αλλά επίλεκτο μέλος της εκκλησίας της Ιερουσαλήμ. Οι απόστολοι, οι ποιμένες και οι πιστοί της Εκκλησίας έτρεφαν απεριόριστη αγάπη και σεβασμό προς Αυτήν. Στους δύσκολους καιρούς του διωγμού των χριστιανών στην Παλαιστίνη (Πράξ.8,1) η Παναγία μας έγινε προφανώς ο μεγάλος παρήγορος αυτών. Πόσα χρόνια έζησε δεν γνωρίζουμε. Πάντως δεν πρέπει να γεύθηκε το επώδυνο γήρας. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός την πήρε γρήγορα κοντά Του πιθανότατα γύρω στα πενήντα Της χρόνια.
Όταν ήρθε η ώρα λοιπόν της εξόδου Της στάλθηκε και πάλι ο αρχάγγελος Γαβριήλ να της αναγγείλει την θέληση του Θεού και Υιού Της. Ενώ προσευχόταν στον οίκο Της στην Ιερουσαλήμ παρουσιάστηκε ο άγγελος και της προσέφερε ένα μικρό κλαδί φοίνικα και της είπε: «Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία. Σου φέρνω μήνυμα από τον Υιό Σου. Ήρθε η ευλογημένη ώρα να πας κοντά Του και να δοξαστείς όπως σου ταιριάζει. Ετοιμάσου λοιπόν και σε τρεις ημέρες θα έρθει Εκείνος να πάρει την τίμια και αμόλυντη ψυχή Σου». Μετά από αυτό και αφού συνήλθε από την οπτασία, χάρηκε πολύ και κίνησε βιαστικά να ανέβει στο αγαπημένο Της Όρος των Ελαιών για να προσευχηθεί, εκεί που προσευχήθηκε για τελευταία φορά ο Υιός Της πριν από το πάθος Του. Συνήθιζε να ανεβαίνει συχνά και να προσεύχεται εκεί.
Ανηφορίζοντας το μονοπάτι συνέβη το απροσδόκητο: Τα δένδρα και οι θάμνοι του δρόμου έγερναν και την προσκυνούσαν! Η άψυχη και άλογη κτίση, όπως είχε εναντιωθεί την ώρα του σταυρικού πάθους του Κυρίου και Υιού Της, τώρα αποκτά
ξανά κρίση και συναίσθημα και προσκυνά την Βασίλισσα του κόσμου! Κατευθύνθηκε στο σημείο εκείνο του κήπου που είχε προσευχηθεί και ο Κύριος.
Γονάτισε ταπεινά, ύψωσε τα σεπτά της χέρια και ατένισε τον ουρανό και αφού ευχαρίστησε το Θεό τον παρακάλεσε για την σωτηρία του κόσμου. Καθ’ όλη τη διάρκεια της προσευχής Της ένα ουράνιο φως Την έλουζε. Το τίμιο και άγιο πρόσωπό Της έλαμπε από θεία ενέργεια.
Μετά γοργά γύρισε στον οίκο Της και άρχισε να ετοιμάζει τα απαραίτητα της κηδείας Της. Μάζεψε επίσης τους συγγενείς και πιστούς φίλους και φίλες Της και τους ανακοίνωσε την θέληση του Κυρίου να την καλέσει κοντά Του. Εκείνοι όταν το άκουσαν ξαφνιάστηκαν και άρχισαν να θρηνούν το χωρισμό της Μητέρας του Κυρίου. Εκείνη τους παρηγόρησε λέγοντάς τους πως αυτή είναι η θέληση του Θεού και πως από την θέση Της στον ουρανό θα πρεσβεύει πάντοτε για ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Για παρηγοριά τους δώρισε δύο από τα φορέματά Της, την σκέπη (το μαντίλι της κεφαλής) και την εσθήτα Της, τα οποία αποτέλεσαν κατόπιν από τους πολυτιμότερους θησαυρούς της Εκκλησίας μας!
Την Τρίτη ημέρα μετά την επίσκεψη του αρχαγγέλου, η Κυρία Θεοτόκος αφού ντύθηκε μόνη Της τα νεκρικά Της ενδύματα, κάλεσε και πάλι τους φίλους Της και ξάπλωσε ήρεμα στην κλίνη Της. Τότε συνέβη το εξής θαυμαστό γεγονός: Μια δυνατή βοή ακούστηκε στον σπίτι Της, μια φωτεινή νεφέλη το κάλυψε. Πάραυτα μεταφέρθηκαν σε νεφέλες από τα πέρατα της οικουμένης οι άγιοι Απόστολοι προκειμένου να παραβρεθούν στην έξοδό Της. Κατά τον ίδιο τρόπο μεταφέρθηκε επίσης ο απόστολος Παύλος, ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και ο άγιος Ιερόθεος, πρώτος επίσκοπος των Αθηνών, ο άγιος Τιμόθεος και άλλα σημαίνοντα πρόσωπα της Εκκλησίας. Η Κυρία Θεοτόκος, αφού χαιρέτισε και ευλόγησε όλους, παρέδωσε την αγία ψυχή Της στα χέρια του Υιού Της ο Οποίος κατέβηκε από τον ουρανό για να την παραλάβει ο Ίδιος.
Οι συγκεντρωμένοι απόστολοι, οι προεστοί της εκκλησίας των Ιεροσολύμων και ο πιστός λαός άρχισαν να ψάλλουν εξόδιους ύμνους στην Θεομήτορα. Ταυτόχρονα ακούστηκε να συμψάλλει στρατιά αγγέλων από τον ουρανό! Η ουράνια μελωδία ακούστηκε σε ολόκληρη την πόλη. Φόβος και έκσταση κατέλαβε τους κατοίκους της αγίας πόλεως. Μόνο οι σκληρόκαρδοι και φθονεροί Ιουδαίοι δεν συγκινήθηκαν από αυτό το θαυμαστό γεγονός.
Μετά σχηματίσθηκε νεκρική πομπή η οποία κατευθυνόταν στο χωριό Γεθσημανή, όπου θα θάπτονταν το τίμιο σκήνωμά Της. Οι θρήνοι του πιστού λαού, που είχε χάσει την Μάνα του, έσμιγαν με τις ψαλμωδίες των αποστόλων. Στα ιλαρά πρόσωπά τους κυλούσαν δάκρυα λύπης και χαράς.
Πριν φτάσουν στον τόπο της ταφής έφτασαν φανατικοί Ιουδαίοι και θέλησαν να βεβηλώσουν την έξοδο της Μητέρας του Ιησού, τον Οποίο μισούσαν θανάσιμα. Με ύβρεις, απειλές και λοιδορίες προκαλούσαν την σεμνή ομήγυρη. Κάποιος από αυτούς είχε την αναίδεια να πλησιάσει το σεπτό φέρετρο της Θεοτόκου, με σκοπό να ρίξει στο έδαφος το άγιο σκήνωμα. Μόλις τόλμησε να αγγίξει το στολισμένο με μυρωδάτα άνθη νεκροκρέβατο, πάραυτα κόπηκαν και τα δυο του χέρια και έμειναν κολλημένα σε αυτό. Ταυτόχρονα έχασε και το φως του! Τότε κατάλαβε την αισχρότατη πράξη του και με φωνές γοερές δήλωνε την μετάνοιά του και παρακαλούσε την Παναγία να τον λυπηθεί και να τον θεραπεύσει. Και ω του θαύματος, ο άνθρωπος εκείνος θεραπεύτηκε αμέσως! Κατόπιν ομολόγησε την ανομία και την απιστία του και έγινε χριστιανός. Με δάκρυα στα μάτια ακολουθούσε και αυτός την ιερή πομπή. Αντίθετα οι άλλοι σύντροφοί του παρέμειναν ψυχροί και αμετανόητοι μπροστά στο μεγάλο θαύμα της Θεομήτορος!
Εκεί στο ήσυχο χωρίο της Γεθσημανή έγινε η κήδευση του άχραντου λειψάνου της Παναγίας μας. Το θεοδόχο σώμα Της, τέθηκε σε περιποιημένο μνημείο, που
ετοίμασαν οι Χριστιανοί της αγίας πόλεως. Με λυγμούς και δάκρυα οι άγιοι απόστολοι και οι άλλοι Χριστιανοί σφράγισαν το μνημείο και αποχώρησαν.
Η ευσεβής παράδοση της Εκκλησίας μας αναφέρει πως μετά την ταφή και αφού πέρασαν τρεις ημέρες, έφτασε στην Γεθσημανή αργοπορημένος ο απόστολος Θωμάς από τις μακρινές Ινδίες, όπου έκανε ιεραποστολή. Ζήτησε επίμονα, με δάκρυα στα μάτια και λύπη πολύ, να του ανοίξουν τον τάφο για να δει και να προσκυνήσει για τελευταία φορά το τίμιο σκήνωμα της αγαπημένης Μητέρας του Δασκάλου του. Μπροστά στην επιμονή του οι άλλοι απόστολοι άνοιξαν τον τάφο και, ω του θαύματος, ο τάφος ήταν κενός, ο Κύριος μετέστησε το πάνσεπτο σώμα Της στον ουρανό, ώστε να μην γευτεί την φυσική φθορά. Η αργοπορία το Θωμά χαρακτηρίστηκε από την Εκκλησία ως οικονομία του Θεού, για να γίνει γνωστή η μετάσταση της Κυρίας Θεοτόκου! Ο κενός τάφος Της στην Γεθσημανή αποτελεί μέχρι σήμερα πηγή αγιασμού των μυριάδων πιστών που τον επισκέπτονται κάθε χρόνο και τεκμήριο της μετάστασής Της στον ουρανό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου