Στην παραβολή του
Τελώνου και του Φαρισαίου, με την οποία ξεκινάει το Τριώδιο, υπάρχει και η εξής
φράση: «και ο τελώνης μακρόθεν εστώς ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον
ουρανόν επάραι» (Λουκ. 18, 13).
Το «επάραι» θυμίζει το νεοελληνικό «πάρε». Να έχουν άραγε
σχέση μεταξύ τους; Το αρχαιοελληνικό «επάραι» είναι απαρέμφατο αορίστου του
ρήματος «επαίρω», που με τη σειρά του
έχει ως συνθετικά την πρόθεση «επί» και το ρήμα «αίρω», το οποίο σημαίνει
«σηκώνω», (αν) υψώνω». Από εκεί και το ουσιαστικό «έπαρση» («έπαρση της
σημαίας»), η στο ψαλμικό, που λέγεται και στον Εσπερινό, «έπαρσις των χειρών
μου» (Ψαλμ. 140, 2). Μεταφορικά, «έπαρση» είναι η αλαζονεία, η υπερηφάνεια, ο
κομπασμός, η υπεροψία.
Από τον αρχαίο ενεστώτα «επαίρω» προήλθε ο νεοελληνικός «παίρνω» (μια σύνδεση που μας
βοηθά να μη συγχέουμε το «παίρνω με το «περνώ»), όπως και από τον αρχαίο
αόριστο «επήρα» προέκυψε ο νεοελληνικός «πήρα». Στη Βυζαντινή εποχή, μια από
τις σημασίες του «επαίρω»/ «παίρνω» ήταν και «(καταλαμβάνω», απ’ όπου προέκυψε και η νεοελληνική σημασία.
Η «έπαρση» λοιπόν συνδέει (θετικά και αρνητικά) τον Τελώνη
και τον Φαρισαίο: ο πρώτος δεν ήθελε ούτε καν να σηκώσει (επάραι» τα μάτια του
στον ουρανό, την ίδια στιγμή που ο δεύτερος γεμάτος έπαρση, όταν «ο υψών
εαυτόν» φράση προς το τέλος της παραβολής.
Ανδρέας Μοράτος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου