Ένα αφήγημα περισσότερο ιδεολογικού και λιγότερο
επιστημονικού χαρακτήρα
του Τάσου Χατζηαναστασίου*
Η πρώτη
εκπομπή του καθηγητή Στάθη Καλύβα με θέμα την πορεία της Ελλάδας τα τελευταία
200 χρόνια με αφορμή το βιβλίο του με τίτλο: «Καταστροφές και θρίαμβοι» αναφέρεται στην Επανάσταση του 1821. Το γενικό ερμηνευτικό σχήμα που
με τη βοήθεια των συνομιλητών του, Μαρίας Ευθυμίου και Αριστείδη Χατζή,
αναπτύσσεται εδώ για την εθνική μας Παλιγγενεσία είναι το εξής:
Κάποιοι έμποροι και διανοούμενοι έχοντας στενές
επαφές με τη δυτική Ευρώπη, επηρεάστηκαν από τις φιλελεύθερες ιδέες που
κυκλοφορούσαν εκεί και συνέλαβαν την ιδέα της επανάστασης στην Ελλάδα
απευθυνόμενοι σ’ έναν αόριστο «ορθόδοξο χριστιανικό» πληθυσμό χωρίς
συγκεκριμένη ακόμη ταυτότητα. Μάλιστα χρησιμοποιείται και η
αγοραία έννοια του brandname «Ελλάδα»που
αξιοποιείται από αυτούς προκειμένου να «συνειδητοποιήσουν» και να
στρατολογήσουν αυτόν τον πληθυσμό για να τον πείσουν να επαναστατήσει.
Η Επανάσταση
πράγματι θα ξεσπάσει, αλλά παρά τις αρχικές της επιτυχίες έως το 1823 οι
αντιθέσεις μεταξύ των φορέων της θα οδηγήσουν σε εμφυλίους πολέμους. Στο μεταξύ
η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα απευθυνθεί στον Μοχάμετ Άλι της Αιγύπτου ο οποίος
θα στείλει τον Ιμπραήμ για να καταστείλει την Επανάσταση, πράγμα που ως το
καλοκαίρι του 1827 θα έχει σχεδόν επιτευχθεί μετά την πτώση του Μεσολογγίου και
της Αθήνας.about:blankRemaining Time-0:00FullscreenMute
Η Επανάσταση «βρίσκεται μία ανάσα πριν από την
καταστροφή». Θα επέμβουν, ωστόσο, ως από μηχανής θεοί, οι Άγγλοι
κυρίως που μαζί με τη Γαλλία και τη Ρωσία θα αποφασίσουν να υποστηρίξουν τους
Έλληνες⸱ αυτό θα οδηγήσει σ’ ένα μάλλον τυχαίο γεγονός,
τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, κι
από κει θα δρομολογηθεί η ανεξαρτησία της Ελλάδας. Η Βρετανία ειδικά αντιμετωπίζεται ως το προσωποποιημένο «καλό» που
επεμβαίνει σωτήρια για τους Έλληνες χωρίς καμία ερμηνεία της στάσης
της έως το Ναυαρίνο, αλλά και μετά από αυτό.
Αυτό είναι σε
γενικές γραμμές το βασικό αφήγημα τόσο του Καλύβα όσο και των υπολοίπων
συντελεστών της εκπομπής αλλά και όσων θέλουν
να παρουσιάζουν την «πολιτική ύπαρξη και ανεξαρτησία» της χώρας ως αποτέλεσμα
της «καλής προαίρεσης» των Μεγάλων Δυνάμεων και κυρίως της
Βρετανίας και αργότερα, υποθέτουμε, των ΗΠΑ. Από δε ελληνικής πλευράς παρουσιάζονται, αναδεικνύονται και
δικαιώνονται μόνο όσοι δρομολογούν
εξαρχής και συνειδητά την πρόσδεση της χώρας στη Βρετανία με κύριο εκπρόσωπο,
βέβαια, τον Μαυροκορδάτο.
Η προσέγγιση
αυτή έχει συγκεκριμένη ιδεολογική βάση και προφανή πολιτική στόχευση, αλλά στο
παρόν σημείωμα θα περιοριστούμε στην ανασκευή των ιστορικών προϋποθέσεων αυτού
του αφηγήματος.
Ας ξεκινήσουμε από το ζήτημα της ταυτότητας των
Νεοελλήνων. Η
αναπόδεικτη εμμονή στο ότι πριν από την Επανάσταση οι Έλληνες δεν ήταν …Έλληνες οδηγεί
σε παντελώς άστοχες έως αστείες «διαπιστώσεις» ότι: «πρέπει να μάθουν
ελληνικά» οι …αγνώστου ταυτότητας μαθητές της σχολής των Ιωαννίνων
(στο 15.29΄), που βέβαια ιδρύθηκε από Έλληνες και στην οποία δίδασκαν και
φοιτούσαν Έλληνες, αλλά η άρνησή μας να παραδεχτούμε την ύπαρξή τους δεν μας
επιτρέπει να το πούμε. «Το μόνο που ενώνει τους υπόδουλους της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που επαναστατούν είναι ότι “είναι χριστιανοί
ορθόδοξοι”», όπως υποστηρίζεται.
Κατά έναν
περίεργο τρόπο, βέβαια, στην ιστορική πραγματικότητα, πρώτα εξεγείρονται
οι Σέρβοι (ως Σέρβοι
και όχι ως τυχαίοι χριστιανοί ορθόδοξοι) και μόνον αυτοί και στη συνέχεια οι
Έλληνες.
Εξάλλου, ένας
από τους βασικούς λόγους της αποτυχίας του κινήματος του Υψηλάντη στη
Μολδοβλαχία ήταν η αδιάφορη έως εχθρική αντιμετώπισή του από τους ντόπιους
ρουμανικούς πληθυσμούς. Δεν έχουμε
επομένως κάποιους πληθυσμούς χωρίς εθνική παρά μόνο θρησκευτική ταυτότητα, παρά
έχουμε Έλληνες, Σέρβους και Ρουμάνους, με τη δική τους ταυτότητα, τις δικές
τους επιδιώξεις και τη δική τους συλλογική δράση.
Η Φιλική Εταιρεία βεβαίως και επιδίωξε τη
συνεργασία και άλλων υπόδουλων εθνών. Δεν ήταν όμως μία «πολυεθνική» ή έστω
«πανορθόδοξη» αλλά μία ελληνική οργάνωση που συνειδητά απευθυνόταν σε ξένους
λαούς εναντίον ενός κοινού εχθρού.
Εν παρόδω να
σημειώσουμε ότι παρά το γεγονός ότι τονίζεται η θρησκευτική και απορρίπτεται η εθνική συνείδηση των
εξεγερμένων «Ρωμιών» (που κατά την εκπομπή δεν είναι ακόμη Έλληνες) αποσιωπάται η ισχυρή συμμετοχή και
παρουσία των κληρικών τόσο μεταξύ των διανοουμένων που συνέβαλαν
στην Παιδεία του Γένους όσο και στη Φιλική Εταιρεία και ακολούθως στην
Επανάσταση. Γίνεται λόγος μόνο για
εμπόρους και για «δυτικού τύπου» διανοουμένους.
Όταν όμως
αποσιωπάς ένα αντικειμενικό στοιχείο επειδή δε «χωράει» στο ερμηνευτικό σου
σχήμα, τότε δεν κάνεις επιστήμη. Εάν δηλαδή αγνοήσουμε τη συμμετοχή του κλήρου
στην προετοιμασία και την εκδήλωση της Επανάστασης και περιοριστούμε μόνο στον
ρόλο του διανοουμένου. π.χ. για τον Ευγένιο Βούλγαρη, «λησμονήσουμε» τη θέση
και την ιδιότητα του Παπαφλέσσα στην ιεραρχία της Φιλικής Εταιρείας και την αποφασιστική
συμμετοχή του Παλαιών Πατρών Γερμανού και όλων των επισκόπων της Στερεάς
Ελλάδας και της Πελοποννήσου, μπορούμε να ερμηνεύσουμε την Επανάσταση ως
αποτέλεσμα της δράσης εμπόρων και δυτικού τύπου διανοουμένων αποκλειστικά και
να λέμε (19.50΄) ότι «σταδιακά η γενιά των εμπόρων και των διανοουμένων
θα φανταστεί τους ραγιάδες ως Έλληνες αλλά για να υπάρξουν ως Έλληνες όμως,
χρειάζεται να δημιουργηθεί ένα ελληνικό κράτος».
Οπότε βρέθηκε
και το κατάλληλο brandname και έπεισαν τους «ορθόδοξους χριστιανούς»
που «έμαθαν κι ελληνικά στα σχολεία που ίδρυσαν γι’ αυτούς» να
επαναστατήσουν. Δεν εξετάζεται
βέβαια, το πόσοι τελικά «διανοούμενοι» πήραν όντως τα όπλα στην Επανάσταση…
Θα είχε ενδιαφέρον να το ακούσουμε, αλλά αυτό δεν πρόκειται να συμβεί γιατί
επίσης δε «χωράει» στο αφήγημα της εκπομπής. Αν αυτό, όμως, αποτελεί σοβαρή
επιστημονική ερμηνεία της διαδικασίας μέσω της οποίας οι Έλληνες διεκδίκησαν
την ελευθερία τους, το αφήνω στην κρίση σας.
Οι Έλληνες λοιπόν είναι δημιούργημα της
Επανάστασης, δηλαδή των εμπόρων και των διανοουμένων. Έως τότε ήταν κάτι άλλο,
«Ρωμιοί».Πρόκειται όπως αναφέρεται από τον Καλύβα για «“μετάλλαξη” των Ρωμιών σε Έλληνες», υπαινισσόμενος
εμμέσως πλην σαφώς ότι οι «Ρωμιοί» επαναστάτησαν διότι πείστηκαν από τους
εμπόρους και τους διανοουμένους ότι άξιζε τον κόπο να δοκιμάσουν να γίνουν κάτι
άλλο και όχι γιατί είχαν εξαρχής συνείδηση της εθνικής τους ταυτότητας και
γιατί υπέφεραν κάτω από τον οθωμανικό ζυγό κι επειδή τους συνέφερε να
υιοθετήσουν ένα brandname που πουλάει.
Κάτι τέτοιο όμως δεν επιβεβαιώνεται ούτε από τη
δημοτική παράδοση ούτε από τα κείμενα των Ελλήνων διαφωτιστών (που
προφανώς και δεν μιλούν γενικώς και αορίστως περί χριστιανών ορθοδόξων) ούτε
από τις επανειλημμένες απελευθερωτικές απόπειρες των υπόδουλων ραγιάδων. Δεν
επιβεβαιώνεται ούτε από τους ξένους περιηγητές που σαφώς ξεχωρίζουν Έλληνες,
Αλβανούς, Τούρκους κτλ
Την ίδια «μετάλλαξη» διαπιστώνει ο Καλύβας όμως
και στους Τούρκους:«Πράγματι η Ελληνική Επανάσταση υπήρξε το πρώτο
βήμα σε μία διαδικασία αντικατάστασης μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας με ένα
μωσαϊκό εθνικών κρατών, που ολοκληρώθηκε με τη μετάλλαξη των Οθωμανών σε
Τούρκους το 1922». («Το συναισθηματικό φορτίο των ιστορικών
επετείων», Η Καθημερινή, Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2022). Πώς όμως εξηγείται η «μετάλλαξη» αυτή όταν
σήμερα βλέπουμε ν’ αναβιώνει – αν υποθέσουμε ότι είχε ποτέ εγκαταλειφθεί – η
οθωμανική αυτοκρατορική ιδεολογία στη γειτονική χώρα; Δεν θα ήταν
πολύ πετυχημένη μάλλον αυτή η μετάλλαξη στους Οθωμανούς.
Η πρόθεση, ωστόσο, μιας τέτοιας αυθαίρετης και ατεκμηρίωτης
θεωρίας των δήθεν μεταλλάξεων είναι προφανής: «Η αναγνώριση της
σύνδεσης αυτής», συνεχίζει παρακάτω στο ίδιο άρθρο ο καθηγητής της
Οξφόρδης, «φωτίζει πολλές πλευρές της σημερινής πραγματικότητας και
πιστεύω πως θα μπορούσε να συμβάλλει, αν διαδιδόταν ευρύτερα και τις δύο όχθες
του Αιγαίου, στην προσπάθεια για την επίτευξη
μιας ειρηνικής συνύπαρξης με τη γειτονική χώρα».
Δηλαδή η αδυναμία να υπάρξει ειρηνική συνύπαρξη
δεν οφείλεται στον τουρκικό επεκτατισμό, που αποτελεί δομικό στοιχείο
της οθωμανικής κληρονομιάς της τουρκικής εθνικής ιδεολογίας, αλλά στο ότι δεν βρέθηκε κανείς να «διαδώσει»
τη σύνδεση μεταξύ της ελληνικής Επανάστασης και της μετάλλαξης των Οθωμανών σε
Τούρκους! Κι όμως καθημερινά, ακούμε τις ομιλίες του Ερντογάν να
κάνει λόγο για τουρκική ιστορία 1000 χρόνων και φυσικά να καταχειροκροτείται
διότι αυτή είναι η τουρκική εθνική ιδεολογία κι όχι η «μεταλλαγμένη» που
φαντάζεται ο Καλύβας.
Ας εξετάσουμε τώρα την ιστορική βάση του
αφηγήματος ότι η Επανάσταση ήταν «νεκρή» (30.45΄) όπως αναφέρεται στην εκπομπή κι ότι
αυτή διασώθηκε αποκλειστικά και μόνο χάρη στην ξένη επέμβαση.
Αναφέρεται,
βέβαια, σωστά από την Ευθυμίου ότι
το κατόρθωμα των Ελλήνων ήταν «ότι
άντεξαν», αλλά διευκρινίζεται ότι ήδη από το καλοκαίρι του 1825
είχαν υπογράψει και αποστείλει στο Λονδίνο την περίφημη «πράξη υποτέλειας».
Ο Καλύβας
είναι περισσότερο απόλυτος και αναφέρεται σε κατάληψη της Πελοποννήσου από τον Ιμπραήμ, πράγμα που αποτελεί
ιστορική ανακρίβεια. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν δεχτούμε ότι η
Επανάσταση έπνεε τα λοίσθια, κυρίως εξαιτίας της εμπλοκής της Αιγύπτου, δεν απαντιέται το ερώτημα του ποιος ήταν
υπεύθυνος για την σχεδόν ανενόχλητη απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο.
Γιατί εάν παραδεχτούν ότι αποκλειστικός υπεύθυνος
ήταν η τότε ελληνική κυβέρνηση Κουντουριώτη (με τη στήριξη των Κωλέττη
και Μαυροκορδάτου) που έχοντας νικήσει στον δεύτερο εμφύλιο και φυλακίσει τον
Κολοκοτρώνη δεν κινητοποιήθηκε εγκαίρως για την αποτροπή της απόβασης1, τότε το βασικό αφήγημα που στηρίζεται στην
δικαίωση της αγγλόφιλης μερίδας καταρρέει.
Αν δηλαδή η
πράξη υποτέλειας και στη συνέχεια η βρετανική επέμβαση γίνεται για να σωθεί η
Επανάσταση, θα πρέπει να αναφερθεί γιατί η Επανάσταση βρέθηκε σε τόσο δεινή
θέση. Και οι υπαίτιοι δεν
είναι άλλοι από τους νικητές του εμφυλίου πολέμου, δηλαδή κατεξοχήν η αγγλόφιλη μερίδα, που κυβερνούσε και
διαχειριζόταν τα αγγλικά δάνεια.
Το ίδιο ισχύει και για την πτώση του Μεσολογγίου, που θα είχε
αποφευχθεί, εάν είχαν αποσταλεί από το φθινόπωρο του 1825 ενισχύσεις, όπως και
για την καταστροφή του Φαλήρου και
τη συνεπακόλουθη παράδοση της Ακρόπολης στον Κιουταχή. Βασικός υπεύθυνος, με βάση όλες τις πηγές,
θεωρείται εδώ ο Άγγλος Κόχραν, με την εμμονή του να διενεργηθεί
βεβιασμένη κατά μέτωπον επίθεση εναντίον των τουρκικών θέσεων, παρά την
αντίθετη γνώμη του Καραϊσκάκη.2
Αλλά ούτε η
άποψη ότι ο Ιμπραήμ είχε κυριαρχήσει στην Πελοπόννησο ισχύει με βάση τα
πορίσματα της σύγχρονης έρευνας που οι συντελεστές της εκπομπής φαίνεται να
αγνοούν. Η τακτική του κλεφτοπολέμου που εφάρμοσε ο Κολοκοτρώνης είχε αρχίσει
να αποδίδει.
Με βάση
την επισταμένη και λεπτομερή
έρευνα του Σίμου Μποζίκη για τα οικονομικά του Αγώνα, από τον
Ιούνιο και Ιούλιο του 1827, πριν δηλαδή από το Ναυαρίνο τα φορολογικά έσοδα της
ελληνικής κυβέρνησης είχαν αυξηθεί στην Πελοπόννησο. Αυτό αποτελεί ένα
αδιάσειστο μετρήσιμο αντικειμενικό κριτήριο «της επιτυχίας της αντεπίθεσης των Ελλήνων στον Ιμπραήμ»,
δηλαδή η κυριαρχία των Ελλήνων επί του εδάφους είχε αρχίσει να αποκαθίσταται
μετά τα πράγματι καταστροφικά από στρατιωτική άποψη 1825 και 1826.3 Είναι
γνωστό εξάλλου ότι ο Ιμπραήμ απέτυχε να προχωρήσει προς το Ναύπλιο όπως και να
καταλάβει τη Μάνη κι έχανε συνεχώς έδαφος.
Και βέβαια σε καμία περίπτωση δεν ισχύει ο
ισχυρισμός ότι η Ελλάδα έγινε ανεξάρτητο κράτος εξαιτίας του Ναυαρίνου όπως
τόσο εμφατικά τονίζεται στην εκπομπή προκειμένου να προβληθεί αποκλειστικά η
αγγλική συμβολή.
Από τον Οκτώβριο του 1827 που
διεξάγεται η ναυμαχία ως τον Ιανουάριο/Φεβρουάριο του 1830 όταν υπογράφεται το
Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας, μεσολαβούν περισσότερα από δύο χρόνια στη διάρκεια
των οποίων εκτός από τη συνέχιση του Αγώνα έχουμε και τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828-1829 που
έπαιξε πολύ σημαντικότερο ρόλο διότι υποχρέωσε
τους Άγγλους να προσανατολιστούν προς μία, περιορισμένη έστω, ελληνική
ανεξαρτησία μπροστά στο ενδεχόμενο συνολικής κατάρρευσης της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας. Η πλήρης αποσιώπηση αυτού του γεγονότος επίσης στερεί
οποιαδήποτε επιστημονική βάση στο αφήγημα της εκπομπής που θέλει τους Έλληνες
να οφείλουν την απελευθέρωσή τους κυρίως στη Βρετανία ο θαυμασμός προς την
οποία είναι εντελώς απροκάλυπτος.
Αλλά κι αυτή η εμμονή στον Μοχάμετ Άλυ και στον
Ιμπραήμ αντί για τον σκληρό αγώνα των Ελλήνων σε στεριά και θάλασσα που
κυριολεκτικά συγκλόνισε τη διεθνή γνώμη και προκάλεσε ένα τεράστιο
κύμα συμπαράστασης στον ελληνικό αγώνα, αποκρύπτει
ένα επίσης πραγματικό γεγονός.
Ότι για να καταπνίξει την Ελληνική Επανάσταση η
Οθωμανική Αυτοκρατορία, εκτός από τη στήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων που
καταδίκασαν την Επανάσταση και τροφοδοτούσαν με τα πλοία τους τα
πολιορκημένα από τους Έλληνες φρούρια (ενώ η Ρωσία επέτρεψε την είσοδο των
οθωμανικών στρατευμάτων στη Μολδοβλαχία για να καταπνίξουν το κίνημα του
Υψηλάντη), στρατολόγησε εξαρχής μαζικά Αλβανούς μισθοφόρους ενώ στη συνέχεια
ζήτησε τη βοήθεια της Αιγύπτου που ήταν ημιαυτόνομη.4 Ούτε
οι Αλβανοί ούτε οι Αιγύπτιοι ήταν υποχρεωμένοι να στρατευτούν και να πολεμήσουν
για την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τονίζεται
δηλαδή η βοήθεια που έλαβαν οι Έλληνες στο Ναυαρίνο, αφού πρώτα μάτωσαν εντελώς
μόνοι τους για τουλάχιστον μία εξαετία, και δεν αναφέρεται ότι ο Σουλτάνος είχε
λάβει ξένη βοήθεια ήδη από τους πρώτους μήνες της Επανάστασης.
Σε ό,τι αφορά
τέλος την ιδεολογική βάση του αφηγήματος είναι πολύ χαρακτηριστικό το επιμύθιο για την κληρονομιά της
Επανάστασης που δεν είναι αυτή που έχει διατηρηθεί στο συλλογικό θυμικό των
Ελλήνων: ο πόθος της ελευθερίας, το πνεύμα αυτοθυσίας και το επαναστατικό ήθος
αλλά η «πρόσδεση στη Δύση»…
Εξάλλου, η
Επανάσταση ξεκίνησε στο… Λονδίνο και έκλεισε στο Λονδίνο με τις εκεί συνθήκες
και Πρωτόκολλα! «Έτσι είναι,
εάν έτσι νομίζετε», όπως
έγραψε και ο Πιραντέλλο, ένας από τους εισηγητές του θεάτρου του παραλόγου, που
κατά σύμπτωση, ως Ακραγαντίνος καυχιόταν πως ήταν … Έλληνας!
***
*Δρ
Ιστορίας των Βαλκανίων
1 Αυτό
είναι τουλάχιστον το συμπέρασμα της σημαντικότερης σχετικής μελέτης για το
ζήτημα (Μιχαήλ Σακελλαρίου, Η απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, 24
Φεβρουαρίου – 23 Μαΐου 1825, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2016).
2 Βλ.
μεταξύ πολλών άλλων την εξαιρετική αφήγηση των γεγονότων από τον αυτόπτη
μάρτυρα, Χρήστο Βυζάντιο, στρατιώτη του τακτικού σώματος των Ελλήνων. Χρήστος
Βυζάντιος, Η ιστορία του τακτικού στρατού, 1823-1833, Ίδρυμα της Βουλής των
Ελλήνων, Αθήνα 2020, σσ. 242- 246 και 252- 258.
3 Σίμος
Μποζίκης, Ελληνική Επανάσταση και Δημόσια Οικονομία, 1821-1832, Εκδόσεις Ασίνη,
Αθήνα 2021, σ. 319.
4 Για
τους Αλβανούς μισθοφόρους βλ. Erdem Hakan, «“Rerfidious Albanians” and “Zealous Governors”: Ottomans,
Albanians and Turks in the Greek War of Independence», στο Anastasopoulos Antonis και Elias Kolovos (επιμ.), Ottoman Rule and the Balkans, 1760-1850, Conflict,
Transformation, Adaptation, Proceedings of an international conference held in
Rethymno, Greece, 13-14 December 2003, Ρέθυμνο, 2007, σσ. 212-240
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου