Παρασκευή 24 Μαρτίου 2023

ΝΑΤΑΝΕ ΤΟ ‘21

 

ΤΟ ΚΛΕΦΤΟΠΟΥΛΟ

«Η μέρα εκείνη ήταν πικρή. Κι κλέπτες που χαλάστηκαν, πάντα θα τη θυμούνται.

          Στα χέρια οι κλέφτες σήκωσαν τον καπετάνιο, ασάλευτο, με τη σπαθιά κατεβατή στο πρόσωπο, και πολεμώντας ανηφόρησαν. Κι έπιασαν το καταράχι και σταμάτησαν.

          Οι Αρβανίτες δεν τους πήραν από κοντά, γιατί τρανός ήταν κι ο θρήνος η δικός τους. Και μοναχά του καπετάνου των κλεφτών ο θάνατος, του ξακουστού τ’ αρματολού-θάνατος που κλάμα τους σε γέλιο να ξεσπάει κι η σαλαγή του  ν’ αντηχή, για φοβέρισμα, στους κλέφτες του θλιμμένους.

          Οι κλέφτες όμως σώπαιναν. Τα μάτια τους στεγνά τον καπετάνιο αντίκριζαν τον ξαπλωμένο, ου δεν έδειχνε ζωής σημάδι.

          Η μέρα εκείνη ήταν πικρή. Κι η μοίρα τους έτσι ήτανε γραφτή. Ο καπετάνιος είχε καλέσει τους Αρβανίτες σε πόλεμο για θάνατο και για ζωή. Και τώρα ο Αλιζόταγος, Ντερβέναγας σκληρός, οχτρός του καπετάνου, χαίρεται και καμαρώνει.

          Κάποτε ο πληγωμένος ανασείστηκε. Στο πρώτο ανάβλεμμά του άλλη τρομάρα ζωγραφίστηκε.

          Ο ψυχογιός μου που΄ ναι είπε. Τ’ άρματά μου… παν κι αυτά; Πόσοι απομείναμε… Πεθαίνω…

          Καρδιά , πατέρα, και θα ζήσεις! Είπε ένα από τα παλικάρια. Όσοι βρέθηκαν τους πήραμε. (Ήταν κάτι θλιβερό).

          Κι ο ψυχογιός… Και τ’ άρματα;

          Μας λείπουν κι άλλοι δέκα αντάμα.

          Όλοι στον τόπο.

          Μην το λες! Ξέκοψαν από μας εκεί που πάψαμε τον πόλεμο. Κανένας δεν τους είδε. (Ήταν αληθινό).

           Τότε τροχάλισαν από κοντά πόδια σιδερωμένα. Κι ο ψυχογιός σε λίγο, του καπετάνου ο ακριβός, που΄ χε τη δόξα να φορεί του καπετάνου τ’ άρματα, ορθός στεκότανε στον καπετάνο αντίκρυ, μαύρος και φοβερός, σα Χάρος φοβερός Κι μαύρος.

          Γεια και χαρά σου, καπετάνιε! Φώναξε. Ξαγόρασα το αίμα σου – ο Αλιζόταγας δε ζει! Τους βγήκα μπρος καρτέρι… Άμα σε πήραν οι σύντροφοι, δεν κρατήθηκα. Στο δρόμο τον πλατύ τους βγήκα και τους πέσαμε με το σπαθί. Κι οι Αρβανίτες σκόρπισαν. Κι ο Αλιζόταγας γυμνός στο χώμα κείτεται!

          Ορέ, σηκώστε με! Φωνάζει ο καπετάνιος. Τι λέει αυτός εκεί;

          Τρομερή ήταν η ματιά του στον ψυχογιό ριχτή. Κι έτρεμε τώρα το κλεφτόπουλο μπροστά του.

          Ορέ, ποιος σου΄ πε  να το κάμης; Ο καπετάνος ρέκαξε. Αφού χαλάστηκα, πως θέλησες εσύ να με ντροπιάσης; Ο Αλιζόταγας έπρεπε να ζήση, ανίκητος… Τι είναι αυτά που κρατάς;

          Είναι το καριοφίλι του και τ’ άρματά  του… και τα’ φερα…

          Παρ’ τα. Μήτε να τα δω!.... Τώρα, αφού έχεις άρματα, βγάλε τα τα δικά μου, που δε σου ‘ πρεπαν… Τέτοια τιμή για σένα είναι μικρή… Άλλα άρματα προτίμησες…..

          Συμπάθα με, καπετάνε! Ξέρεις αν κράτησα την πίστη στ’ άρματα σου, κι αν τ’ ατίμασα…

          Κι ο Αρβανίτης, αν σε σκότωνε κι εσένα, και τα’ παιρνε;

          Δεν τα κρατούσα για γαμπρός! Μα εκείνα του Αρβανίτη τα’ χα ζηλέψει από καιρό-για σένα, όχι για μένα, καπετάνε….Και σου τα’ φερα….

          Δικά σου! Και βγάλε τα δικά μου… δεν ακούτε σεις, ορέ;

          Το κλεφτόπουλο άγριο, έχει το χέρι στο σπαθί και περιβλέπει.

          Όποιος απλώσει, κράζει, τον περιμένει θάνατος! Τ’ άρματα που φορώ κανένας μην τ’ αγγίξει! Του καπετάνου τ άρματα !

           Όλοι προσέχανε στρ’ αγριεμένο το κλεφτόπουλο, κι ο καπετάνιος είχε σηκωθεί ολόρθος άξαφνα, κανείς δεν είδε πως, με τη σπαθιά μεσόφρυδα, μεγάλος και ματόπνιχτος, και φάνταζε σα ν’ αναστήθηκε.

          Ορέ, είπε με φωνή που ράγιζε, τ’ άρματα τα δικά μου δεν τα καταφρονάς…. Θέλεις  να τα φορής ακόμα; 

          Θέλω και θέλω! Είμαι ο ψυχογιός σου εγώ!

          Άπλωσε το χέρι ο καπετάνιος κι έδειξε το κλεφτόπουλο. Κι έβγαλε ένα ροχαλητό.

          Χαιρετάτε, ορέ, τον καπετάνιο σας!»

          Γιάννης Βλαχογιάννης, «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ»- τ. 1120

Δεν υπάρχουν σχόλια: