Τρίτη 14 Μαρτίου 2023

Ένας παππάς που ζούσε τον Χριστό

 


Ο π. Ευστάθιος Γιαννακίδης ήταν ένας έγγαμος ιερέας, ο οποίος ζούσε στο χωριό Αμισιανά το οποίο βρίσκεται έξω από την Καβάλα. Ήταν πολύ ενάρετος και χαρισματικός. Είχε βοηθήσει πολλούς ανθρώπους οι οποίοι έρχονταν από διάφορες πόλεις της Μακεδονία.  Χαρακτηριστικό ήταν ότι δεν φανέρωνε  στους συχωριανούς του τα χαρίσματα που του είχε δώσει ο Θεός . Κοιμήθηκε 29 Νοεμβρίου 1988 στην Καβάλα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έμενε στο σπίτι της κόρης του Σιμέλας επειδή ήταν κατάκοιτος λόγω γηρατειών (το σπίτι της κόρης του ήταν στην Καβάλα). Ήταν παντρεμένος και είχε 9 παιδιά, από τα οποία τα τρία παιδιά του είχαν κοιμηθεί ενώ η πρεσβυτέρα είχε πεθάνει πριν από το π. Ευστάθιο. Η πρεσβυτέρα  του Όλγα ήταν μια απλή και αγράμματη γυναίκα. Επειδή δεν ήξερε να διαβάζει είχε μάθει κάποια κομμάτια από την παράκληση της Παναγίας και τα έψαλε. Αλλά ήθελε να μάθει να διαβάζει για να μπορεί να διαβάσει όλη την παράκληση. Έτσι πολλές φορές παρακαλούσε την Παναγία να της μάθει να διαβάζει. Έλεγε χαρακτηριστικά « Παναγία μου σε παρακαλώ μάθε με να διαβάζω την Παράκληση σου ». Η προσευχή ήταν τόσο θερμή ώστε αξιώθηκε ένα βράδυ να δει στον ουρανό τα γράμματα του αλφαβήτου χρυσά. Την επόμενη μέρα η πρεσβυτέρα ήξερε να διαβάζει. Μια μέρα ο πατέρας μου λέει στην πρεσβυτέρα « Ο παππούλης θα βγαίνει στο μπαλκόνι συχνά και θα βλέπει την θέα.. » και η γερόντισσα λέει «Μπα!! δεν βγαίνει στο μπαλκόνι γιατί βλέπει τις αμαρτίες των παιδιών που περνούν από κάτω και στεναχωριέται».

           Εγώ δεν θυμάμαι πολύ καλά τον π. Ευστάθιο γιατί ήμουν 4 χρονών. Τα μόνα πράγματα που θυμάμαι πολύ αχνά είναι ότι πηγαίναμε οικογενειακώς στην Καβάλα. Μπαίναμε όλοι μέσα στο δωμάτιο του, ο π .Ευστάθιος ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι και εμείς καθόμασταν γύρω από το κρεβάτι του.  Αφού μας συμβούλευε όλους μας έδινε να πιούμε αγιασμό και εμείς τα παιδιά βγαίναμε έξω από το δωμάτιο για να αφήσουμε τους γονείς μας να μιλήσουν με τον π. Ευστάθιο. Εμάς μας έτρωγε η περιέργεια τι έλεγαν οι γονείς μας μέσα και πηγαίναμε και κρυφά κοιτούσαμε από την μπαλκονόπορτα του δωματίου. Ε!! δεν υπήρχε περίπτωση να κοιτάξουμε μέσα από το τζάμι και να μην γυρίσει ο π. Ευστάθιος να μας αγριοκοιτάξει ενώ ήταν στραμμένος και μιλούσε στους γονείς μας.

Ο παππούλης ήταν αυστηρός και κρατούσε στο χέρι μια μαγκούρα. Χαρακτηριστικές ήταν οι φωνές που ακούγονταν έξω από το δωμάτιο του όταν ήταν κάποιος μέσα στο δωμάτιο του και τον συμβούλευε. Αλλά αυτή η αυστηρότητα του έκρυβε την μεγάλη του αγάπη  καθώς και τα πνευματικά του χαρίσματα.  Αλλά ταυτόχρονα δεν καταστρατηγούσε την ελευθερία αυτού που δεν είχε την διάθεση να αντιληφθεί τι του έλεγε. Αυτό φαίνεται και από το παρακάτω περιστατικό. 

Ο πατέρας μου είχε πάει με ένα φίλο του στο παππούλη. Τότε γυρνάει και του λέει ο π. Ευστάθιος τα εξής «Μια μέρα ήρθε ένα συγγενής μου και εγώ αντί να τον φιλοξενήσω στο σπίτι μου, τον έστειλα στο ξενοδοχείο. Αυτό δεν ήταν καθόλου σωστό. Όταν έρχεται κάποιος συγγενής σου τον φιλοξενείς στο σπίτι σου και δεν το στέλνεις στο ξενοδοχείο». Όταν έφυγαν ο πατέρας μου ρωτάει τον φίλο του. «Γιατί μας είπε αυτή την ιστορία ο παππούλης;» Και ο φίλος του πατέρα μου με μία αδιαφορία απαντά «Δεν κατάλαβα γιατί μας τα είπε όλα αυτά». . Ο πατέρας μου ήξερε ότι είχε έρθει ένας συγγενής του φίλου του από το εξωτερικό τον οποίο αντί να τον φιλοξενήσει στο σπίτι του τον έστειλε σε ξενοδοχείο να μείνει. Ο π. Ευστάθιος συνήθιζε να λέει διάφορες ιστορίες στις οποίες για πρωταγωνιστή έβαζε τον εαυτό του. Αν όμως είχες καλή διάθεση μπορούσες να διακρίνεις ότι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας δεν ήταν άλλος παρά εσύ ο ίδιος.  Άλλες φορές μιλούσε αλληγορικά και δεν καταλάβαινες τι λέει. Κάποιες φορές παρίστανε και τον τρελό 

        Ο πατέρας μου πήγαινε στον παππούλη συχνά με ένα φίλο του τον Γιώργο. Ο Γιώργος είχε ψυχολογικά προβλήματα  και πήγαινε σε πολλούς γιατρούς. Ο π. Ευστάθιος έλεγε στον Γιώργο «Θα γίνεις καλά μόνο άμα είσαι στον δρόμο του Θεού».  Μια μέρα λέει στον πατέρα μου «Αλέκο  έτσι πως πάει ο Γιώργος θα καταλήξει μπαίνοντας στην Θεσσαλονίκη, δεξιά.»  Ο πατέρας μου  δεν κατάλαβε τι εννοούσε ο παππούλης. Μετά από πολλά χρόνια η κατάσταση του Γιώργου χειροτέρεψε τόσο πολύ που κατέληξε  σε ένα ψυχιατρείο. Το ψυχιατρείο αυτό βρίσκεται καθώς μπαίνεις στην Θεσσαλονίκη δεξιά (ερχόμενος από Σέρρες).

Πριν πεθάνει είχε προειδοποιήσει τους πιστούς με διάφορα θαυμαστά σημεία τα οποία έγιναν κατανοητά μετά το θάνατο του. 

Κοντά στο Αύγουστο του 1988 ζήτησε από τον πατέρα μου να φέρει την γυναίκα του χωρίς να του πει τον λόγο. Εκείνη δίσταζε γιατί τον φοβόταν. Και προφασίστηκε διάφορές δυσκολίες. Οπότε πήγε μόνος του και του λέει ότι δεν μπόρεσε να έρθει. Τότε του λέει ο π. Ευστάθιος  ‘ Να της πεις ότι τα μνήματα είναι κοντά ’ Δίχως να διευκρινίζει για ποιόν είναι τα μνήματα κοντά.  Ο πατέρας ξανά προσπάθησα να την πείσει να πάνε στον παππούλη χωρίς να της πει ότι του είχε πει ο π. Ευστάθιος. Άδικα όμως, δεν  ήθελε να έρθει. Μόλις της είπε ότι ακριβώς του είπε ο π. Ευστάθιος, τότε πήρε άδεια από την δουλειά της και την άλλη μέρα το πρωί ξεκίνησαν να πάνε να τον δουν. Όπως συνήθιζε τους διάβασε ευχές της εκκλησίας και μετά έφυγαν δίχως να πει τίποτα άλλο. Αφού πέθανε στις 29 Νοεμβρίου, στις 25 Δεκεμβρίου στην Χριστουγεννιάτικη θεία λειτουργία του έρχεται μια σκέψη ότι ο πατήρ Ευστάθιος εννοούσε τα δικά του μνήματα και όχι κανενός άλλου. Πηγαίνει στο σπίτι και το λέει στην γυναίκα του και του απαντάει ότι την ίδια ακριβώς σκέψη είχε κάνει και αυτή κατά την ώρα της θείας λειτουργίας.

                  Στης 11 Νοεμβρίου 1988 πήγαμε στον π. Ευστάθιο εκείνος γυρνάει και λέει στον πατέρας μου  «Αλέκο θα έρθεις Τρίτη ώρα τρεις», χωρίς να του πει για ποιο λόγο. Πάμε την επόμενη Τρίτη και δεν μας είπε τίποτα, απλώς έβγαλε το χέρι του από την κουβέρτα και μας ευλόγησε κάνοντας το σημείο του σταυρού. Στις 29 Νοεμβρίου 1988 στις 6 το πρωί χτυπάει το τηλέφωνο στο σπίτι μας και ήταν ο άντρας της κόρης του π. Ευσταθίου (Σιμέλας) ο οποίος μας είπε ότι είχε κοιμηθεί ο παππούλης  στις 4 π.μ. το πρωί και μας είπε ότι η κηδεία θα γίνει στις 3μ.μ.. Όταν πήγε ο πατέρα στην κηδεία μπαίνοντας στο προαύλιο της εκκλησίας θυμήθηκε ότι του είχε πει ο γέροντας και ότι εκείνη την ημέρα ήταν Τρίτη και η κηδεία του ήταν στις 3 μ.μ. 

Η κ. Φλώρα ήταν την Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 1988 εκεί και το απόγεμα  αφού είδε τον π. Ευστάθιο θέλησε να γυρίσει στις Σέρρες. Όμως δεν της έδινε ο παππούλης την ευχή του όπως συνήθιζε. Ενώ την ζητούσε επίμονα η κ Φλώρα για να φύγει. Κατόπιν, με την παρέμβαση της κόρης του, της έδωσε την ευχή και έφυγε. Την άλλη μέρα η κ Φλώρα ξανά πήγε στην Καβάλα για την κηδεία του.

Έλεγε πριν τον θάνατο του στην κόρη του «Φέρε φακές και να τις βάλεις πάνω στο τραπέζι.  Φέρε στάρι (κόλλυβα)»  Η κόρη του έφερνε ότι ζητούσε εκτός από στάρι γιατί καταλάβαινε ότι ήταν προμήνυμα του θανάτου του.  Τον τελευταίο χρόνο μοίρασε  τα χωράφια του ενώ ένα μέρος από την αυλή του σπιτιού του το έδωσε στο νεκροταφείο, με το οποίο συνόρευε το σπίτι του.

Ένα μόνο σύγγραμμα άφησε ο πατήρ Ευστάθιος, σαν παρακαταθήκη, το οποίο το πήρε ένα ιερέας να το διαβάσει με σκοπό να το εκδώσει σε βιβλίο. Αλλά αυτό το βιβλίο δεν εκδόθηκε ποτέ γιατί δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα συνεχές κατηγορητήριο του εαυτού του.

                Όταν ενταφιάστηκε ο π. Ευστάθιος μετά από λίγο καιρό φύτρωσε πάνω από τον τάφο του ένα μεγάλος βασιλικός και στο μέρος οπού ήταν το κεφάλι του φύτρωσε ένας κρίνος. Σήμερα εκεί που ήταν η αυλή του σπιτιού του είναι τα μνήματα του π. Ευστάθιου και τη πρεσβυτέρας Όλγας ,  δεν έχει γίνει η εκταφή τους ακόμα γιατί είχε πει να μην τους ξεθάψουν. Ποιος ξέρει τι θα γίνει μετά από χρόνια; Δι' ευχών των Αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς

Έλεγε: Η εξομολόγηση πρέπει να γίνεται τακτικά, ακόμη και αν δεν έχομε να πούμε τίποτε (πάντα θα υπάρχει), γιατί με την ευχή που διαβάζεται ξαλαφρώνει ο άνθρωπος. Του φεύγει το βάρος που έχει στα στήθη.

τί και πώς (anazhthseis-elena.blogspot.com)

Δεν υπάρχουν σχόλια: