Στις 21 Μαρτίου 1821 ένοπλοι τούρκοι στρατιώτες,
μεθυσμένοι σε ένα ρακοπωλείο, έβαλαν φωτιά απέναντι από το αρχοντικό του
προεστού και αγωνιστή του .21 Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου στον Άγιο
Δημήτριο (σημερινή οδός Αγίου Δημητρίου). Άρχισαν αμέσως με άγριες
κραυγές να περικυκλώνουν το αρχοντικό για το οποίο είχαν υποψίες και
πληροφορίες πως μέσα σε αυτό έκρυβαν όπλα. Οι πόρτες του αρχοντικού ήταν αμπαρωμένες
και οι Τούρκοι πυροβολούσαν στα παράθυρα. Με τους πυροβολισμούς αυτούς σκότωσαν
τον Αναστάσιο Παπαδιαμαντόπουλο, τον θείο του Ιωάννη. Όπως γράφει
ο Γούδας, όταν ο Παπαδιαμαντόπουλος είδε νεκρό το θείο του, αποφάσισε να
δώσει το σύνθημα της Επανάστασης. Όταν έφτασαν από διάφορα σημεία της πόλεως
Έλληνες στρατιώτες και γενικεύτηκε η σύρραξη οι Τούρκοι υποχώρησαν και
αναγκάστηκαν να κλειστούν στο Φρούριο (στο κάστρο της πόλης).
Το ίδιο βράδυ της
σύγκρουσης ο Παπαδιαμαντόπουλος πήγε στο Μοναστήρι του Ομπλού (Αχαΐας) και
την άλλη μέρα κατέβηκε στην πόλη των Πατρών μαζί με τον Νικόλαο Λόντο,
τον Παναγιώτη Καρατζά, τον Π. Πατρών Γερμανό και άλλους 5
προεστούς και έκαναν όλοι τους το γύρο της πόλεως κρατώντας την πρώτη
επαναστατική κόκκινη σημαία με ένα μαύρο σταυρό στη μέση. Έτσι
η επανάσταση ξεκίνησε στις 21 Μαρτίου από το σπίτι του.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ
Αμέσως μετά το ξέσπασμα
της επανάστασης στα Καλάβρυτα που γενικεύτηκε στις 21 Μαρτίου του
1821 με την κατάληψη της πόλης, άρχισε να εκδηλώνεται ένας έντονος αναβρασμός
στην πόλη της Πάτρας με απειλές κατά των Ελλήνων. Την ίδια μέρα (21 Μαρτίου)
κατά τον Τρικούπη, κατ΄ άλλους στις 23 Μαρτίου, Τούρκοι εξαγριωμένοι, αφού
μετέφεραν την προηγουμένη τις οικογένειές τους στο κάστρο της πόλης και
ενισχυόμενοι από 150 ομοεθνείς τους από το φρούριο του Ρίου, σκότωσαν έναν
ρακοπώλη. Μετά ξεχύθηκαν στην πόλη και πυρπόλησαν την οικία του
προεστού Ι. Παπαδιαμαντοπούλου βάζοντας φωτιά και στα γύρω οικήματα
και τρομοκρατώντας τον ελληνικό πληθυσμό. Ταυτόχρονα τα κανόνια του κάστρου
άρχισαν να βάλουν κατά του μητροπολιτικού ναού και άλλων σημείων της Άνω πόλης
με αποτέλεσμα ν΄ ακολουθήσει χάος.
Τότε βρίσκονταν στην Πάτρα πολλοί
Επτανήσιοι, μεταξύ των οποίων και Φιλικοί. Αυτοί βλέποντες τις φλόγες και τους
πυροβολισμούς οπλίστηκαν και οχυρώθηκαν σε διάφορα μέρη. Μερικοί, μαζί με
Πατρινούς, προχώρησαν προς την περιοχή Τάσι όπου συνήθως μαζεύονταν Τούρκοι.
Εκεί συγκρούστηκαν για πρώτη φορά και σκοτώθηκε ο Κεφαλλονίτης Βασίλης
Ορκουλάτος. Από εκεί αποσύρθηκαν προς την ενορία του Αγ. Γεωργίου. Από το βράδυ
της ίδιας μέρας άρχισαν να αποσύρονται προς τα πλοία οι πρόξενοι ευρωπαϊκών
κρατών για να σωθούν από την οργή των Τούρκων. Αυτές τις ημέρες έδρασε ως
επικεφαλής ομάδας ενόπλων και ο Παναγιώτης Καρατζάς, έμπιστος του πλούσιου
εμπόρου και Φιλικού Ι. Παπαδιαμανατόπουλου και διακριθείς για την ανδρεία και
τον πατριωτισμό του.
Αυτός, θέλοντας να
δώσει χρόνο στους Πατρινούς να απομακρύνουν τις οικογένειες και τα πράγματά
τους, συνεννοήθηκε με τους Επτανήσιους Βαγγέλη Λιβαδά, (έμπορο), Νικόλαο
Γερακάρη (φαρμακοποιό) και άλλους, και το βράδυ βγήκαν στους δρόμους καλώντας
τον κόσμο σε επαγρύπνηση, ώστε οι Τούρκοι να νομίσουν ότι οι Έλληνες είναι
πολλοί και σε επιφυλακή και να μήν τολμήσουν νυχτερινή έφοδο.
Ο άμαχος πληθυσμός κυρίως γυναικόπαιδα, έτρεχε στη «Ντογάνα»
(=Τελωνείο) μπαίνοντας στη θάλασσα μέχρι το λαιμό ζητώντας να σωθεί από τα
ελλιμενισμένα εκεί πλοία. Την επόμενη μέρα (22 Μαρτίου) κατά τον Τρικούπη κατ'
άλλους στις 24 Μαρτίου οι Τούρκοι βρέθηκαν όλοι συγκεντρωμένοι στο κάστρο
της Πάτρας απ' όπου κανονιοβολούσαν την πόλη. Σύντομα, οι σημαντικοί Αχαιοί της γύρω περιοχής άρχισαν να εισέρχονται
στην πόλη με όσους οπλοφόρους μπόρεσε να συγκεντρώσει ο καθένας. Πρώτος εισήλθε
περί το μεσημέρι ο Παπαδιαμαντόπουλος και μετά από αυτόν ο Ανδρέας
Λόντος με κόκκινη σημαία με μαύρο σταυρό. Κατά τον Τρικούπη την ίδια ημέρα
εισήλθαν στην Πάτρα και ο Π. Πατρών Γερμανός, ο επίσκοπος Κερνίτσης
(Καλαβρύτων), ο Ζαΐμης και ο Ρούφος, ακολουθούμενοι από πλήθος
οπλοφόρων και ροπαλοφόρων. Με την είσοδό τους οι Πατρινοί και
άλλοι Έλληνες ζητωκραύγαζαν με ενθουσιασμό «Ζήτω η ελευθερία, ζήτωσαν
οι αρχηγοί, και εις την Πόλιν να δώση ο Θεός».[6]
Με ιδιαίτερη ζωντάνια
και υποβλητικότητα τις δραματικές εκείνες εξελίξεις που συνέβαιναν στην Πάτρα
περιγράφει στο ημερολόγιό του ο εκεί τότε πρόξενος της Γαλλίας Ούγος Πουκεβίλ
(αδελφός του Φρανσουά Πουκεβίλ). Μόνο ως προς την ημερομηνία έναρξης των
γεγονότων έχει υπάρξει διαφωνία με τους ιστορικούς. Γράφει λοιπόν ο Πουκεβίλ:
«Πάτρα 4 Απριλίου,
(δηλαδή 23 Μαρτίου 1821), το βράδυ στις 6. Η φωνή της ελευθερίας ακούεται,
φωτιά έχει αρχίσει μέσα στην πόλη... Ο αέρας που σπρώχνει τις φλόγες, μας
απειλεί με γενική πυρκαϊά! Ο ήλιος έχει δύσει μέσα από ένα πέπλο κοκκινωπών
καπνών... Ο πάταγος των σπιτιών, που γκρεμίζονται, οι αλλεπάλληλες κανονιές από
το κάστρο, το σφύριγμα και η έκρηξη μερικών βομβών, οι φωνές των γυναικών και
παιδιών, πάνω από 500, που έχουν προσφύγει στο γαλλικό προξενείο, σκορπίζουν
παντού την σύγχυση και τον τρόμο. Ο ουρανός, σαν πύρινος θόλος μας φωτίζει με ένα
φως μαυροκίτρινο. Η ταραγμένη θάλασσα μοιάζει να κυλά κύματα από αίμα, και το
μεγαλύτερο μέρος από τα πλούτη της Πάτρας συσσωρεύονται στα δωμάτιά μου».
Στο μεταξύ ο Νικόλαος Λόντος κάλεσε τον Παλαιών
Πατρών Γερμανό που ήταν στα Καλάβρυτα, καθώς και όλους τους οπλαρχηγούς της
περιοχής, να σπεύσουν με τις ομάδες τους προς βοήθεια των Πατρινών. Έτσι τις
ημέρες που ακολούθησαν άρχισαν να συρρέουν στην Πάτρα οπλισμένοι χωρικοί με
τους αρχηγούς τους και να παίρνουν μέρος στον Αγώνα της πολιορκίας του Κάστρου.
πηγη: Βικιπαίδεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου